Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Ο Γάκης το παλικάρι. ( Άγνωστη αλλά πραγματική ιστορία από το Αλβανικό μέτωπο).


Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης

Ωρέ πότε σχόλασε και ο χεινόπουρος, κοντεύει να βγει και Αι Δημήτρης, τα πρόβατα οι τσελιγκάδες τα παν στα χειμαδιά και ο τελευταίος ο αρχιτσέλιγκας ο Μητροκώστας τα πέρασε με το καράβι εκεί στο ποτάμι. Ο μαύρο καραβοκύρης του πιάστηκαν τα χέρια από το παλαμάρι και το καρούλι πενήντα φορές πήγε πέρα δώθε.  

Αμ ο μυλωνάς δεν προλαβαίνει να κάτσει γελάν' και τα μουστάκια του, φέτος είχε πολλά γενιματα θα πάρει πολύ ξάι. Ο Δρίσκος απέναντι μια ζωγραφιά με τα φύλλα άλλα πράσινα άλλα καφένια απο λεπτοκαρυές ,τα κούμαρα και τα ρείκια.  

Και ξαφνικά το πρωί χτυπά η καμπάνα στον Αϊ Νικόλα, ωρέ τι διάολο γαίνετε μήπως ζουρλαθηκε ο παπάς και το πέρασε για γιορτή. Όχι λέει ο Μήτσιος πόλεμο έχουμε πόλεμο να το άκουσα στο ράδιο [ήταν ο μόνος που είχε ράδιο στο χωριό]. Το ακούει ο Γάκης για πότε ετοιμάζεται και γραμμή για την μεραρχία στα Γιάννενα. Ο Γάκης ήταν επιστρατευμένος με την μερική επιστράτευση που έκανε ο Μεταξάς αφού καταλαβε τι σκαρώνουν οι Ιταλοί και ήταν με ολιγοήμερη άδεια. Κατατάχτηκε στο λόχο του λοχαγού Δημήτρη Ιωάννου καταγόμενο από το Τέροβο. Κόθηκαν πολλές μάχες στον Καλαμά, στην Γκραμπάλα, και μετά μέσα στην Αλβανία.

 Και έρχεται μια διαταγή απο το επιτελείο να κλειστούν αι δίοδοι πρός Μέτσοβον, το τάγμα που υπαγόταν και ο Γάκης θα πιάναν τη γέφυρα της Βωβούσας, να κλείσουν τη διάβα για το Μέτσοβο γιατί αν έπεφτε εκεί η αμυντική γραμμή Μετσόβου χανόταν ο πόλεμος. Τα παλικάρια μας πολέμησαν σαν τους τριακόσιους του Λεωνίδα, εκεί τραυματίστηκε με ριπή ο Γάκης. Στό νοσοκομείο του κόψανε το πόδι για να σωθεί από άλλες επιπλοκές. Εκεί συνάντησε και τον λοχαγό του τον Δημήτρη Ιωάνου ,αφού και αυτός είχε χάσει το μάτι το, παρακαλώντας τον προτού γίνει η επέμβαση να μεσολαβήσει να επανέλθει στην μονάδα του. 

Ο πόλεμος τελείωσε νικηφόρα, ο Γάκης ξαναγύρισε στο χωριό αφού του βάλανε ένα ξύλινο πόδι, μετά από καιρό του βγήκε μια πενιχρή σύνταξη η Πατρίς ευγνωμονούσα του έκανε και μια τιμητική διάκριση [με τον σταυρόν ανδρείας].    Εκεί βρήκε στην τελετή και τον λοχαγό του τον Ιωάννου που ειναι πλέον βουλευτής Ιωαννίνων - Θεσπρωτίας [έτσι ήταν η εκλογική περιφέρεια τότε]. 

Αφού τα είπανε του έκανε πρόταση ο βουλευτής να του παραχωρηθεί ένα περίπτερο. Και ξέρετε ποιά ήταν η απάντηση: "ευχαριστώ κυρ λοχαγέ ας το πάρει άλλος ποιό σακάτης από εμένα εγώ πολέμησα για την ελευθερία και η πατρίδα αφού δεν μου παρέχει μια αξιοπρεπή σύνταξη θέλει να με κλείσει σε ένα κλουβί" [έτσι γινόταν τότε αδυναμία κράτους χωρίς να λογαριαζει πόσο άσχημα αισθάνονται αυτοί οι αγωνιστές, έτσι του απάντησε αυτός ο παλίκαρος από την ξερολιθιά και τα τσουγγάνια της Πίνδου.

 Ο Γάκης τελικά τα κατάφερε άνοιξε ένα εργαστήριο εκεί στην Καλούτσιανη φτιάχνοντας ξύλινα πόδια απομίμηση του δικού του και ζώντας πάντοτε με τις αναμνήσεις του Έπους του Σαράντα.

 Γακης = το χαϊδευτικό του Γιωργάκη 

τσουγγάνια = απότομοι βράχοι.

  Υ.Γ. Αυτές οι πέντε αράδες που γράφω ίσως είναι ένα μνημόσυνο σε αυτούς που τους ξέχασε η ιστορία αλλα οι ψυχούλες τους μπορεί να πλανάται εκει διπλα στο μνημείο του Άγνωστου στρατιώτη.



Γιώργος Γιαννάκης

Απόδημος Κραψίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου