Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

Η βάβω Πέτραινα βρυκολάκιασε.....


Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης

Φιλιάτι μετά την απελευθέρωση σε ένα χωριό γίνεται ένας γάμος. Η νύφη λιγάκι κακορίζικη αλλά και γαμπρός δεν πήγαινε πίσω, αφού έβλεπε τις κουρούνες και τις πέρναγε για μπεκάτσες και τις ντούφεκαγε με έναν παλιό γκρά. 
Ήρθαν να στήσουν το νοικοκυριό τους στο σπίτι του γαμπρού Η πεθερά δεν την χώνευε με τίποτα την νύφη, άρε σιαπαταλό που ήρθες και κούρνιαξες στο σπίτι μου. Η νύφη έπλενε τα πιάτα, αυτή από πίσω τα ξανάπλενε, έλεγε πως θα ξεφορτωθώ αυτόν τον διαολο απο δω μέσα. 
Με την κυρά Αποστόλαινα που ήταν ίδια ράτσα κάθεται και της τα μολογάει όλα αυτά που την βασανίζουν. 
-Ωρ μώρ Αποστόλαινα τι να κάνω να την σκαπετήσω αυτήν εδώ απο το κονάκι μου. 
-Κάνε μωρή υπομονή κάτι θα βρεθεί. 
-Λέω να κάνω σαν αυτό που λέει το τραγούδι να της τηγανίσω φίδια αντί για χέλια. 
-Τι λές μωρή σε βλέπω στην Κέρκυρα φυλακή να κάνεις παρέα στους Ρετζαιους. 
-Ε και τι να κάνω. 
-Να πάρεις ρίζα από ασφάκα να την βράσεις και να την ρίχνεις στο φαή και έτσι δεν γκαστρώνεται.
-Τι λές μωρή χαμένη γιατί ξέρω ότι το δικό μου το σιαπατολό γατσέβετε με αυτήν. 
-Γατσέβετε τους είδα εγώ τους είδα στα στάχια, αυτή μωρή είχε τα ποδάρια απάν και μούτσωνε τον θεό. Έτσι θα κάνεις και μετά από καιρό θα πείς πως η νύφη είναι στέρφα και να την διώξετε. 
 Η βάβω δεν το έπιασε καλά και δοκίμασε άλλα κόλπα. Εκεί στο λόγγο που κόβαν ξύλα, καλοκαίρι καιρός έριχνε γάλα στο ζαλίκι, μές τα χειρόξυλα μπάς και πάει κανα φίδι και καθώς θα τη ζαλώσει η νύφη να την δαγκώσει. 
Έκανε πολλά τέλος πάντων τίποτα δεν έπιασε, η ζωή έτσι κυλούσε, ώσπου μια μέρα η γριά τα τίναξε τα πέταλα. Ε μαζεύτηκαν οι χωριανοί, οι άντρες στον οντά και οι γυναίκες στην σπιτομάννα. 
Κατά τις δύο η ώρα με την πρώτη λαλιά του πέτου, λέει η νύφη, άντε καιρός είναι να πιούμε έναν καφέ, άρε καημένη βάβω να ζούσες και συ να έπινες έναν καφέ!!!!
Και ξάφνου πετάζετε η γριά από το νεκροκρέβατο και της λέει, από σένα δεν θέλω όχι καφέ ούτε λουκούμι. Πετάζουντε οι γυναίκες έξω, ακούνε οι άντρες από τον οντά, βλέπουν την γριά καθιστή στον κώλο και τους λέει: τι τηράτε ωρέ θα σας θάψω όλους. 
Κόβουν πέρα οι άντρες πέφτουν, πάνω σε κάτι βατσούνια και γινήκαν σαν να πάλεψαν με καμιά αρκουδα. Τελικά να μην τα πολυλογούμε η γριά πέθανε πραγματικ'α μετά απο καιρό αλλά στην κηδεία της μακριά από εδώ ήταν ο παππάς και ο σκαφτιάς μόνο.



Γιώργος Γιαννάκης
Απόδημος Κραψίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου