Γράφει ο Χρήστος A. Τούμπουρος
Εκείνος
ο σεισμός που έγινε την Πρωτομαγιά του
1967 έπληξε για τα καλά την περιοχή της
Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Περισσότερο
όμως τα ορεινά χωριά της Άρτας έπαθαν
μεγάλη ζημιά. Ειδικά, «Τα Τζουμέρκα και
τα Ραδοβίζια συνεθλίβησαν», όπως είχε
ανακοινώσει επίσημα ο Ραδιοφωνικός
Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος. Είχαν
βλέπετε συντριβεί και από την Δικτατορία
που «Εγένετο» πριν από μερικές ημέρες.
Η συντριβή των χωριών ήταν καθολική. Τα
σπίτια ήταν παλιά και για την κατασκευή
τους δεν είχε χρησιμοποιηθεί τσιμέντο.
Επομένως οι ζημιές που υπέστησαν ήταν
μεγάλες.
Είχαν και κόσμο τότε τα χωριά.
Ζωντάνια και ασφαλώς προκοπή. Σχολεία
λειτουργούσαν, «τίγκα» η πλατεία από
τα παιδούρια, οι εκκλησιές γεμάτες κάθε
Κυριακή και κάθε γιορτή, γιορτάσια,
θάνατοι αλλά και γεννητούρια. Οι γεννήσεις
με δύσκολες, αλλά και «άγριες»-απίστευτες
συνθήκες. Πολλές φορές και επικίνδυνες.
Τότε κι αν «λειτουργούσαν» τα μαντζούνια
και τα αφεψήματα παντός είδους. Τότε
αναλάμβαναν κι αυτοσχεδίαζαν οι «μαίες»
και οι «ριχτολόγοι». Αν είχαμε και καμιά
δύσκολη γέννα και αναγκάζονταν να
φωνάξουν γιατρό από παρακείμενα χωριά
-από Άρτα ή Γιάννενα ήταν απαγορευμένο
γιατί κόστιζε, παρακόστιζε η επίσκεψη-
ε, ρε τι προλήψεις και αυτοσχεδιασμοί
επιβάλλονταν… Μέχρι να έρθει ο γιατρός.
Κι αν προλάβαιναν… Διαφορετικά. «Δεν
το πρόκαμαν το κούτσκο. Πάει καλιά τ’.»
Η
εξιστόρηση λοιπόν τέτοιων περιπτώσεων
είναι πλέον για γέλια αλλά και για
κλάματα. Η ερμηνεία φυσικά εκφεύγει των
αρμοδιοτήτων, εδώ απλή καταγραφή γίνεται,
αλλά αυτή η καταγραφή, πώς να το κάνουμε,
δείχνει και ερμηνεύει τους λόγους που
άπαντες «τα παράτησαν» τα χωριά, «πήραν
των ομματιών τους» και διάβηκαν κατά
την πρωτεύουσα… Δεν είναι καθόλου
υπερβολή να πούμε πως η έγκυος ήταν «στα
χέρια κάποιας πρακτικής γριούλας,
αγράμματης, ανεκπαίδευτης, την ώρα που
οι ζωές κρέμονταν από μια κλωστή. Ο μόνος
σύμμαχος, βοηθός και συμπαραστάτης ήταν
οι ‘‘ευχές’’ και η τύχη.»
Η
πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας Ελευθερία
εγκυμονούσα στο πρώτο της παιδί ήδη
«είχε μπει στο μήνα της». Ελευθερία σε
ανάμνηση της απελευθέρωσης και της
επιβολής από τους συμμάχους
μας-προστάτες-καθοδηγητές και εξυγιαντές
της ζωής μας, της δικής τους ελευθερίας.
Πριν από λίγες ημέρες 21 Απριλίου 1967 την
είχαν επιβάλει. Και κράτησε ως γνωστόν
επτά ολόκληρα χρόνια. Άλλα όμως λόγια
και για άλλες καταστάσεις. Είχε ξυπνήσει
λοιπόν η Ελευθερία ευδιάθετη και
ανταπέδωσε την καλημέρα της στον καθρέφτη
τον κρεμασμένο στο διάδρομο του σπιτιού,
όπου καθημερινά διάβαζε την ΚΑΛΗΜΕΡΑ.
Βιαστική καλημέρα. Έπρεπε να ετοιμαστεί
γιατί οι άλλοι σύζυγος-πεθερά περίμεναν
απέξω στην αυλή για να πάνε στην εκκλησία.
Ημέρα γιορτής, αλλά και ως εγκυμονούσα
έπρεπε να επισκέπτεται συχνά πυκνά την
εκκλησία. Τάματα, λειτουργίες, προσευχές
και νηστείες… Άρχισε λοιπόν να χτενίζεται,
αλλά έμεινε στη μέση. Προηγήθηκε βουή,
μέγιστη βουή λες και είχε κατεβάσει ο
Αχελώος και παρέσερνε στο διάβα του
πέτρες και κοτρώνια και ακολούθησε ο
σεισμός. Μέγας σεισμός.
Τσιατμάδες
έφυγαν, σοβάδες έπεσαν, το μισό κομμάτι
από την αριστερή πλευρά του σπιτιού
«πήγε κατ’ ανέμ’», από τη σκεπή έπεφταν
οι πλάκες στην αυλή˙ θόρυβος και χλαλοή
μεγάλη, φωνές από παντού… Ένας κακός
χαμός. Σεισμός, μέγας σεισμός! Κάνοντας
να βγει έξω η Ελευθερία και στον πανικό
της περδικλώθηκε και έπεσε κάτω. Της
έσπασαν τα νερά. Τοκετός. Να σώσουμε
μάνα και παιδί…
Εκλήθη η μαμή και
έφτασε πάραυτα. «Εξέτασε» την εγκυμονούσα
και απεφάνθη και έδωσε διαταγή. Να
φωνάξετε γιατρό. Να έρθει, γιατί τα
πράγματα είναι πολύ δύσκολα. «Έχω
ευκολονέρ’ να παρ’ η γυναίκα και να
γεννήσει αμέσως αλλά δεν είναι στον
μήνα της. Πρέπει να κρατήσουμε το παιδί
μέχρι να έρθει ο γιατρός.» Και άρχισε η
διαδικασία. Έβγαλε από τον ντρουβά της
το νεραϊδοσφόντυλο. Ήταν αποκλειστικότητα
της μαμής του χωριού. Πέτρα σαν σφοντύλι
που την άφηναν οι νεράιδες στο ποτάμι.
Οσοι/ες την έβρισκαν «είχαν τη χάρη
τους» και φυσικά την μετέδιδαν σε άλλους.
Και εδώ το κρέμασε σαν χαϊμαλί στο λαιμό
της Ελευθερίας που την είχαν ξαπλώσει
στην καλύβα, με τα τσίγκια πυρωμένα και
την πλάτη της πάνω στο σανίδι. Αυτό για
να πάει καλά το πράμα. Παράλληλα όμως
έβαλε και στην κοιλιά της τον «Κρατητήρα.»
Πέτρα, μαύρη, σκρούμπος που την χτύπησε
κεραυνός. Είχε την ικανότητα να κρατήσει
το παιδί, να μη βγει, ώσπου νάρθει ο
γιατρός. Και τέλος έφερε και τα αποκέρια,
καμένα κεριά από τη Μεγάλη Βδομάδα, τα
άναψε και δημιούργησε μιαν ατμόσφαιρα…
«να πουμωθεί η γυναίκα». Και περίμεναν
όλοι έξω απ’ το καλύβι τον γιατρό.
Πουθενά γιατρός. Κάηκαν τα κεριά, παραλίγο
να σκάσουν τα νεφρά της γυναίκας, γιατί
απαγορεύονταν και η ούρηση, «θα έφευγε
η δύναμη του κρατητήρα» ώσπου το ξημέρωμα
ήρθε ο γιατρός. Φώναξε, ούρλιαξε, έβρισε…
Τα πέταξε όλα. Και, σαν θαύμα η γυναίκα
ένιωσε καλύτερα και το κούτσκο ήρθε εν
ζωή.
-Θάμα, θάμα, φώναξε η μαμή.
Και
ο γιατρός απάντησε.
-Τον κακό σου τον
καιρό….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου