Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

Ανάθεμα ποιος μούριξε τα μάγια στο πηγάδι…


Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

Η μαγεία, δηλαδή η χρησιμοποίηση μαγικών τεχνασμάτων, πονηρών και απατηλών μέσων για να προκαλέσουν υπερφυσικές δυνάμεις, οι οποίες ύστερα επιδρούν άσχημα στον άνθρωπο ήταν γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων.
Στο κύλισμα των ετών οι άνθρωποι προσπαθούσαν ν’ αποφύγουν τα μάγια, που θα τους έκαναν κακοί και εχθρικοί προς αυτούς άνθρωποι και που θα επηρέαζαν τη ζωή τους με αρρώστιες και άλλες βλαβερές καταστά-σεις.

Παλιότερα οι κάτοικοι της πόλης μας φοβόντουσαν πολύ τα μάγια, ίσως γιατί ήταν ακόμα και μετά την απελευθέρωση των Γιαννίνων (1913) πολλές τουρκάλες μάγισσες, που παίρνοντας χρήματα έκαναν μάγια.

Όταν στις οικογένειές τους δημιουργούνταν δύσκολες καταστάσεις ή ανημπόρια σε μέλη τους, το απέδιδαν καταρχήν στο μάτιασμα (βάσκαμα) και με διαφόρους τρόπους έκαναν το ξεμάτιασμα. Αν αυτό δεν είχε αποτέλεσμα τότε ο νους τους πήγαινε στα μάγια και με ξόρκια, προσευχές και με «διαβάσματα» από παπάδες ή τάματα σε εκκλησιές προσπαθούσαν να διώξουν το κακό και να διαλύσουν τα μάγια.
Μερικές όμως γυναίκες δεν περιορίζονταν σ’ αυτά και έβρισκαν μάγισσες, με αμοιβή, για να λύσουν τα μάγια με διάφορα μαγικά τερτίπια, που μερικές ήταν απατεώνισσες.
Η κυραμάνα μου πίστευε πολύ στα μάγια και τα φοβόταν, γι’ αυτό όταν τα κρύα βράδια του χειμώνα τ’ αδέλφια μου κι εγώ καθόμασταν στα μπάσια του μαντζάτου γύρω από το μαγκάλι με τ’ αναμμένα κάρβουνα και μας έλεγε παραμύθια και ιστορίες, μας έλεγε και για τους φόβους της για μάγια, όταν παντρεύονταν η θυγατέρα της και μάνα μας.
Ο γάμος της μάνας μου έγινε το 1920 και κατά τη διάρκειά του εκείνη, όπως μας έλεγε, παρακαλούσε ενδόμυχα το Θεό να φυλάξει τα παιδιά της από μαγικές ενέργειες, όπως καρφώματα, δεσίματα, κατάρες και άλλα, που μπορούσε να κάνει εκείνη την ώρα κάποιος κακός άνθρωπος στο γαμπρό και στη νύφη.
Και η μάνα μου όμως φοβόταν τα μάγια, γιατί, όπως μας έλεγε, γνώριζε ένα ανδρόγυνο, που του είχαν κάνει μάγια και είχαν πέσει άντρας και γυναίκα στο στρώμα άρρωστοι τόσο, που δεν μπορούσαν να σηκωθούν απ’ αυτό και ιδιαίτερα ο άντρας. Όταν οι δικοί τους φώναξαν μια γυναίκα, που ήξερε να λύνει μάγια διαπίστωσε ότι, τους είχαν καρφωμένους με καρφιά, που είχαν βάλει στο κατώφλι της πόρτας του σπιτιού τους μαζί με λυωμένο κερί. Έτσι περνώντας πάνω από τα μαγεμένα καρφιά και το κερί «καρφώθηκαν» άρρωστοι στο στρώμα και θα «έλιωναν» σαν το κερί. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά με το λύσιμό τους.
Αυτές οι διηγήσεις για τα μάγια και τα παραμύθια με δράκους, φίδια, ξωτικά, μάγους και μάγισσες δημιουργούσαν σε μας τα παιδιά στενάχωρες καταστάσεις και μας γέμιζαν με φόβο.
Ο καιρός περνούσε με ευχάριστες και δυσάρεστες καταστάσεις στο σπίτι μας, που ήταν στο μέσον σχεδόν του μποστανιού μας και στην έκταση που ήταν τα χαλάσματα του σεραγιού του μπέη Σέη επί τουρκοκρατίας.
Σ’ αυτή την έκταση, εκτός από άλλα ζώα, όπως κατσίκα, προβατίνα και γάιδαρο, είχαμε και κουνέλια, πάπιες και κότες. Αυτές οι τελευταίες ήταν πολλές, γιατί γεννούσαν αυγά, εκτός από το κοτέτσι και στις συστάδες των χαμηλών δέντρων και στις τσουκνίδες κι ύστερα από κάμποσο καιρό έβγαιναν απ’ αυτές με αρκετά κλωσόπουλα. Έτσι όταν μεγάλωναν τρώγαμε κοκόρια κοκκινιστά με πατάτες τηγανιτές, αφού ο ζωμός τους βράζοντάς τους γίνονταν ωραίες γευστικές σούπες, κοτόπιτες από τις παχουλές παλιές κότες και ψητά κοτόπουλα ή με άλλον τρόπο μαγειρεμένα.
Πρέπει να πω εδώ, γιατί υπάρχει λόγος, που θα δούμε παρακάτω, ότι, οι κότες τότε ήταν διαφόρων χρωμάτων, όπως άσπρες, καφετί, μαύρες, σταχτί, γκρίζες, παρδαλές και άλλα, γιατί έβγαιναν από αυγά, που κλωσσούσαν και που προέρχονταν αυτά από διαφορετικές κότες, ενώ τώρα βγαίνουν από κλωσομηχανές και είναι κυρίως άσπρες και κόκκινες.
Είχαν περάσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και η ιταλογερμανική κατοχή κι εμείς οι κάτοικοι της γειτονιάς του Άη-Γιώργη του Νεομάρτυρα, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης μας είχαμε επανέλθει στις παλιές συνήθειες της ζωής των μαχαλάδων, γεμάτοι όμως δυσάρεστες εμπειρίες από τον πόλεμο και την κατοχή.
Στο σπίτι μας έρχονταν και πάλι πολλοί συγγενείς, γείτονες και φίλοι και ιδιαίτερα τα καλοκαίρια. Τα πρωινά για να πάρουν ζαρζαβατικά ή μακιδονήσι για το φαγητό της ημέρας από το μποστάνι μας, αφού πρώτα κάθονταν κάτω από την κληματαριά, που ήταν μπροστά στο σπίτι για να πιούν καφέ ή να φάνε ταζέτκο (φρέσκο) γλυκό του κουταλιού κουβεντιάζοντας με τη μάνα.
Τα απογεύματα προς το βραδάκι έρχονταν πολλοί για παρέα, για ν’ απολαύσουν το πράσινο, που επικρατούσε στην περιοχή και την ομορφιά του μποστανιού και της ακρολιμνιάς, καθώς και την ησυχία και τη δροσιά. Στις γυναίκες προσφέρονταν γλυκό του κουταλιού και στους άντρες ούζο με μεζέ, καθώς και δροσερό νερό από το πηγάδι, που ήταν πιο πέρα από το σπίτι μας. Τις περισσότερες φορές οι επισκέπτες μας έφερναν μαζί τα παιδιά τους και παίζαμε όλα μαζί διάφορα παιχνίδια στον αρκετά μεγάλο χώρο μπροστά στο σπίτι.
Έτσι περνούσαν οι μέρες μας ώσπου ένα πρωί η μάνα μου βρήκε κοντά στο πηγάδι μια μικρή κούκλα. Αναστατωμένη έλεγε μήπως μας έκαναν μάγια, ενώ εμείς της λέγαμε ότι, θα ήταν κανενός κοριτσιού από τα παιδιά, που παίζαμε χθες κοντά στο πηγάδι της αυλής. Μάλιστα, για να διασκεδάσουμε τους φόβους της, της λέγαμε ότι, αν θέλανε να μας κάνουν μάγια θα ρίχνανε την κούκλα στο πηγάδι, σύμφωνα με το τραγούδι: «ανάθεμα ποιος μούριξε τα μάγια στο πηγάδι, και μάγεψε τον άντρα μου και θέλ’ να μου τον πάρει».
Πέρασαν δύο – τρεις μέρες χωρίς ν’ αναζητήσει κανείς την κούκλα. Το απόγευμα της τρίτης ημέρας ήρθε στο σπίτι μας μια συγγενής μας, που κάθονταν στη συνοικία της Καραβατιάς. Μετά τις χαιρετούρες άρχισαν να πουσπουρίζουν (κουβεντιάζουν ψιθυριστά) η μάνα μου κι αυτή. Ύστερα από λίγο ακούστηκε η μάνα μου να φωνάζει στον πατέρα: «Νάσιο να πιάσεις μια μαύρη κότα και να μου τη φέρεις», κι εκείνος: «γιατί δεν κάνει άλλου χρώματος κότα για πίτα;». Η μάνα του εξήγησε ότι, θέλει να τη δώσει πεσκέσι (δώρο) στη συγγενή μας Χρυσούλα, χωρίς περισσότερες διευκρινίσεις για το χρώμα της.
Φεύγοντας η Χσούλα από το σπίτι μας μαζί με τη μαύρη κότα εξαφανίστηκε η κούκλα. Για την εξαφάνισή της μάθαμε μετά από λίγες μέρες όταν ξαναήρθε στο σπίτι μας χαρούμενη η Χσούλα λέγοντας στη μάνα μου ότι, τα μάγια έχουν λυθεί. Ζητώντας διευκρινίσεις για τα νέα της μας είπε ότι, την κούκλα με τη μαύρη κότα τις παρέδωσε σε μια γειτόνισσα, που λύνει μάγια μαζί με λίγα χρήματα, που της είχε δώσει κρυφά η μάνα μου. Τη μαύρη κότα η «μάγισσα» την έσφαξε, μας είπε, ένα βράδυ αργά αφού είχε μεσουρανήσει το φεγγάρι πάνω στην κούκλα λέγοντας ξόρκια για τα κακά πνεύματα κι έτσι λύθηκαν τα μάγια.
Η περιγραφή αυτή σε μας τα παιδιά, δηλαδή στ’ αδέρφια μου κι εμένα, που δεν πιστεύαμε πολύ στα μάγια, μας φάνηκε τόσο αστεία, που ξεσπάσαμε σε γέλια λέγοντας: «πάει χαμένη η κότα μας, εκτός αν την έφαγε η κυρά μάγισσα».
Σ’ αυτό αποδείχτηκε ότι είχαμε δίκιο, γιατί μετά από λίγο καιρό μάθαμε από μια άλλη γειτόνισσα της ψευτομάγισσας ότι, το ότι λύνει τα μάγια το είχε διαδώσει την περίοδο της κατοχής για να ζήσει αυτή κι η οικογένειά της μ’ αυτά, που θα έπαιρνε σε είδος από τους «μαγεμένους». Για να δώσει δε έμφαση στην τέχνη της λύσης των μαγίων σκέφτηκε η κότα να είναι μαύρη, έστω κι αν στο μαγείρεμα ήταν όπως οι άλλες. Φυσικά από τις χωριάτισσες πελάτισσές της εκτός από τη μαύρη κότα ζητούσε και λίγο αλεύρι ή σιτάρι και αυγά.
Μια άλλη παρόμοια περίπου περίπτωση μάθαμε αργότερα από έναν γνωστό μας που είχε έρθει στο σπίτι μας ένα απόγευμα επίσκεψη. Ήταν, μας είπε, μια γειτόνισσά του, η οποία την περίοδο της κατοχής από τους Ιταλούς και στη συνέχεια τους Γερμανούς, δεν μπορούσε να βρει τρόφιμα και σιτηρά, όπως συνέβαινε με όλους σχεδόν τους κατοίκους των Γιαννίνων.
Επειδή η πείνα είχε εμφανιστεί και στην πόλη μας από έλλειψη αγαθών, όπως και στο σπίτι της, αποφάσισε να πάει στα γύρω χωριά, για να βρει φαγώσιμα γι’ αυτή και την οικογένειά της. Ξεκίναγε λοιπόν σχεδόν κάθε πρωί με μια σακούλα στο χέρι ελπίζοντας να τη γεμίσει μέχρι το βράδυ, που θα γύριζε στο σπίτι της. Δεν ήξερε να κάνει τίποτα μόνο, που έλεγε ότι, μπορεί και λύνει μάγια με προσευχές και ξόρκια και να αποδεικνύει τη λύση τους με ένα αυγό.
Αυτό έπεισε τις απονήρευτες γυναίκες των χωριών, που με τις δυσκολίες, που περνούσαν τις απέδιδαν στα κακά πνεύματα από μάγια. Η γυναίκα αυτή έπαιρνε ένα αυγό το τρύπαγε κρυφά πάνω – κάτω και αφαιρούσε το περιεχόμενό του, χωρίς να πάθει τίποτα το κέλυφος. Ύστερα πήγαινε στο σπίτι, που θα έλυνε τα μάγια έχοντας το άδειο αυγό σε μια πάνινη τσάντα. Αφού κουβέντιαζε για λίγο με τη νοικοκυρά του σπιτιού της ζήταγε ένα αυγό, που θα έσπαγε, ύστερα από ξόρκια, που θα έλεγε, κουνώντας το δεξί της χέρι πάνω του σταυρωτά.
Αν το αυγό δεν είχε τίποτα μέσα τότε θα είχαν λυθεί τα μάγια, αν όμως ήταν με το ασπράδι και τον κρόκο τότε έπρεπε να επαναληφθεί η «ιεροτελεστία». Φέρνοντας η νοικοκυρά το αυγό η «μάγισσα» την έστελνε να φέρει ένα πιάτο ή άλλο σκεύος για να σπάσει τ’ αυγό χωρίς να λερώσει το τραπέζι το περιεχόμενό του.
Στην ολιγόλεπτη απουσία της η γειτόνισσα του γνωστού μας άλλαζε τ’ αυγά κι έτσι έσπαγε το άδειο αυγό λέγοντάς της ότι, τα μάγια είχαν λυθεί. Η χωριάτισσα ανακουφισμένη από τη λύση τους έδινε στη γυναίκα αυτή διάφορα τρόφιμα, όπως αλεύρι, μια πλάκα τυρί κι αυγά.
Αυτό επαναλαμβάνονταν και σ’ άλλα σπίτια του χωριού και μ’ αυτόν τον τρόπο η σακούλα της γέμιζε με φαγώσιμα για τη φαμελιά της. Έτσι πέρασε η δύσκολη περίοδος της κατοχής χωρίς το φάσμα της πείνας να παρουσιαστεί στο σπιτικό της.
Σήμερα η μαγεία δεν κατέχει πλέον την παλιά της θέση, γιατί είναι πολλοί άνθρωποι, που δεν παραδέχονται τα μάγια. Είναι όμως μερικοί, που πιστεύουν σε προλήψεις και σε ανύπαρκτα φυσικά δαιμόνια. Ας ελπίσουμε ότι, θα επικρατήσει η σωστή σκέψη με τη μόρφωση και σ’ αυτούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου