Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Ομολογώ
ότι άργησα πολύ να καταλάβω προς τι όλα
αυτά τα επίθετα (αμόλυντη, άμωμη, άσπιλη)
για τη νύφη. Περισσότερο όμως άργησα
πολύ να απαντήσω στο γιατί. Γιατί η
γυναίκα έπρεπε να είχε όλα αυτά τα
χαρακτηριστικά και όχι ο άντρας. Ήταν
μια απορία. Μια απορία που δεν μού την
έλυσε κανένας. Ρώτησα τον παππού, μου
απάντησε με υπεκφυγές. «Τι να σου πω
παιδί μου. Έτσι τα βρήκαμε. Τι τα ψάχνεις
τώρα; » Ρώτησα τη γιαγιά.
-Γιαγιά, εσύ
ήσουν άσπιλη ή αμόλυντη;
-Ου, να μου
χαθείς παλιοτενεκέ, ήταν η απάντησή
της.
Μεγάλωσα και ρώτησα στο Γυμνάσιο
τον καθηγητή μου. Με έστειλε στον
Ταγματάρχη της περιοχής για να με
συνετίσει, καθόσον «εμφορούμην από
ανατρεπτικάς ιδέας.» Λόγω επταετίας τα
πάντα «έσιαζε» ποικιλοτρόπως ο
Ταγματάρχης. Άνοιξα Λεξικά έμαθα για
αμόλυντα νερά, αμόλυντες κορφές βουνών,
αμόλυντη καρδιά, άσπιλη προσωπικότητα,
συνείδηση και διαγωγή, ποινικό μητρώο
και άψογη και ανεπίληπτη συμπεριφορά.
Ακόμα και για άμωμη (α και μώμος=ψόγος),
άμεμτη και αγνή προσωπικότητα. Όλα τα
διάβασα και ακόμα δεν καταλάβαινα, γιατί
η νύφη έπρεπε να ήταν «αχάλαγη» δηλαδή
παρθένα. Πώς ταυτίζονταν η παρθενία με
την ανεπίληπτη και άψογη γυναίκα και
γιατί η παρθένα νύφη ονομαζόταν
«ασπρόκωλη;» Οι άλλες ήταν μαυρόκωλες;
Όλα
έχουν την ιστορία τους. Παλιότερα, πολύ
παλιά το αντρόγυνο για μια βδομάδα
έπρεπε να κάτσει ήσυχα, να μην έρθουν
σε επαφή -απαγορεύονταν δια ροπάλου το
φασμάκωμα- και την επόμενη Κυριακή όλοι
μαζί, τα νιόγαμπρα, πεθερικά, συμπέθεροι,
αδέλφια κλπ. έπρεπε να πάνε στην εκκλησία.
Όλη την εβδομάδα κοιμόντουσαν χώρια,
μην παραβιαστεί ο κανόνας. Αχάλαγη,
οπωσδήποτε έπρεπε να ήταν η νύφη στην
εκκλησία. Διαφορετικά μπορεί να «έπεφταν
και οι πολυέλαιοι». Βέβαια δεν γνωρίζουμε
επακριβώς, αν επιτρεπόταν η αυτοδιαχείριση,
τουτέστιν το σέλφ σέρβις. Ενίοτε ο
γαμπρός δια της αυτοδιαχειρίσεως πάθαινε
τενοντίτιδα. Πάντως ο κανόνας ήταν ότι
έπρεπε πρώτα να πάρουν την ευχή από τον
παπά. Να πούμε ακόμα ότι άγρυπνος φρουρός,
δηλαδή «μπάστακας του κερατά» ήταν η
πεθερά. Και τι να κάνει; Σκαρφίζονταν
χίλιους δυο τρόπους, ώστε η νύφη να πάει
αμόλυντη, να πάρει την ευχή του παπά και
ύστερα «να βγάλουν τα τζίφλια»
τους.
Λέγεται πως παλιότερα μια
καπάτσα πεθερά κάτω από το κρεβάτι που
θα κοιμόταν το αντρόγυνο πέρασε μια
αρμαθαριά κυπροκούδουνα. Η νύφη κοιμόταν
κάτω στο πάτωμα μέχρι να γίνει το
τζέρτζελο. Ο γιόκας της ένα βράδυ βγήκε
για σωματική ανάγκη, αφού δεν υπήρχαν
τουαλέτες και σε συνεννόηση με την
γυναίκα του πήδηξε από το παράθυρο και
πήγε να τη φασμακώσει στο κρεβάτι, μην
υπολογίζοντας απαγορευτικούς κανόνες
- παραβιάζοντας παν τε ιερόν και όσιον-,
καθόσον του είχαν κατεβεί για τα καλά
τα ζουμιά. Βάρεσαν τα κουδούνια. Συναυλία
έκαναν. Από τότε τις «προ-καλαφατισμένες»
γυναίκες τις ονόμαζαν κουδουνιασμένες.
Έτσι βγήκε και η υβριστική φράση: «μωρή
μάζεψε τα κουδούνια σου που
κρέμονται».
Χρήστος Α. Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου