Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

«Η μύτη σηκωμένη» Το Λαογραφικό Σημείωμα της εβδομάδας


Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

«Μπά, αυτή έχει ψηλά τη μύτη της». «Τον σέρνει από τη μύτη της». «Τη χώνει παντού τη μύτη της». Φράσεις της καθημερινότητας που οι γυναίκες αλληλοστολίζονταν! Τις λέξεις εγωισμό, εγωιστής, εγωίστρια ούτε καν που τις ήξεραν. Πού να γνωρίζουν ότι μιλούν για πρόσωπα με υπέρμετρη αγάπη για την αφεντιά τους, που τους οδηγεί σε μια στάση αδιαφορίας για τους άλλους. Ο ορισμός του εγωιστή-εγωίστριας ήταν «τούρλα την μύτ’ την έχ’. Μόνιμα σηκωμέν’». Κι αντί να πει κάποιος « σού έθιξα τον εγωισμό», έλεγε «σού χαμήλωσα τη μύτ’». 



Πολύχρηστη ήταν και η φράση «Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται» που έχει βέβαια την ιστορία του. Αφορά τους κυνηγούς, οι οποίοι στα παλιά χρόνια δεν είχαν όπλα, γκράδες, φίστες, καραμπίνες. Έπιαναν, λοιπόν, τα πουλιά με τον τρόπο που έπιαναν οι ψαράδες τα ψάρια. Με τα δίχτυα. Άπλωναν μεγάλα δίχτυα όπου είχαν περασμένα δολώματα σε σημεία ξεκούρασης των αποδημητικών πουλιών. Εκεί τα περίμεναν να ορμήσουν πάνω στην τροφή. Εκείνα, κουρασμένα από τα πολυήμερα ταξίδια τους, έπεφταν πάνω στα δολώματα και πιάνονταν από το ράμφος (μύτη). Και επειδή τα αποδημητικά πουλιά είναι και θεωρούνται έξυπνα γι’ αυτό πρόεκυψε η φράση «το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται». Και οι έξυπνοι άνθρωποι, δεν μπορεί να είναι το ίδιο έξυπνοι σε όλους τους τομείς της ζωής. Κάπου θα την πατήσουν…



Να δούμε πώς την πάτησαν τα έξυπνα παιδιά μας και πώς εκδηλώθηκε η γυναίκα με τη σηκωμένη μύτη. 

Ο Βασίλης και ο Κώστας, φιλαράκια καλά αποφάσισαν «να βγάλουν τα τσίπουρα». Η διαδικασία αυτή βέβαια έπρεπε να γίνει στα κρυφά και στα μυστικά «εν κρυπτώ και παραβύστω» που έλεγαν παλιότερα. Και τούτο γιατί παραμόνευε ο Χωροφύλαξ και υπήρχε κίνδυνος σύλληψης αφού δεν είχαν άδεια απόσταξης. Δεν είχαν δηλαδή πληρώσει τον αναλογούντα φόρο. Άρχισαν λοιπόν τις εργασίες. Εγκατέστησαν στην αποθήκη που βρισκόταν δίπλα από το σπίτι του Βασίλη όλα τα μηχανήματα απόσταξης κι άρχισαν το έργο. Η διαδικασία όμως αυτή, όπως είναι γνωστό αργεί, πολύ αργεί. Ώρες πολλές, ανάλογα βέβαια και με την ποσότητα των σταφυλιών. Όλα τα είχαν. Και μεγάλη ποσότητα σταφυλιών και καλό καζάνι και μεγάλη περιέργεια, «αν έβγαινε καλό το τσίπουρο». Και άρχισαν οι δειγματοληψίες. Ένα, δύο, εκατόν δύο. 

Κάποια στιγμή διαπίστωσαν πως δεν έβλεπε ο ένας τον άλλον. «Ωχ, τι πάθαμε. Τυφλωθήκαμε», αναφώνησε ο Βασίλης. «Δεν πιστεύω να έριξες τίποτε στο καζάνι», τον ρώτησε ο Κώστας. Κι άρχισε ένας εξαιρετικός διάλογος. «Βρε εγώ έχω μπροστά μου ένα άσπρο σεντόνι», ο ένας. «Εγώ δε βλέπω τίποτε», ο άλλος. Άκουσε φωνές η γυναίκα του Βασίλη και πήγε να δει τι γίνεται. Τους βρήκε σε άθλια κατάσταση και έφυγε κατευθείαν για το χωριό, να φωνάξει τον γιατρό. Όταν έφτασε ούτε που είπε σε κανέναν τίποτε. Πήγε κατευθείαν στο Αγροτικό Ιατρείο και έντρομη καθώς ήταν έκανε το ντου. «Γιατρέ μου ο Κώστας και ο Βασίλης είναι στην καλύβα και δεν βλέπουν τίποτε. Ένα σεντόν’ άσπρο μπήκε μπροστά στα μάτια τους». «Τι έκαναν;» ρώτησε πονηρά ο γιατρός. «Να, κάτι παλιοστάφ’λα έβραζαν». 

Ο γιατρός κατάλαβε αμέσως. Έφυγε, πήγε στην καλύβα και τους βρήκε ρέλα. Είχε φτάσει το ζάχαρο σε ύψη δυσθεώρητα. Έκανε ό,τι έκανε και γύρισε στο χωριό. Στη έμπα, να οι κουτσομπόλες. «Τι έγινε, τι έπαθαν;» Φειδωλός ο γιατρός . «Να, ο Βασίλης ήταν λίγο κρυωμένος και του ανέβηκε ο πυρετός». «Αυτό ήταν; Και γι’ αυτό δεν απαντούσε η γ’ναίκα τ’. Μυστικό το κράταγε;» «Έχ’ πολύ σηκωμέν’ τη μύτη είπε ο γιατρός», για να τις αποφύγει. Και τότε δόθηκε η μοναδική απάντηση. «Ωχ, μανούλα μ’, μην την ακούς αυτήν˙ αυτή έχ’ για τα καλά σηκωμέν’ την μύτ’. Δεν την κατεβάζ’ με τίποτε. Και το πράμα της να της πέσ’ δεν θα σκύψ’ να το σηκώσ’».




Χρήστος Α. Τούμπουρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου