Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης
Σκύλα παλιοβρώμα εκεί στο κατώι θα σε κλείσω να σαπίσεις μέχρι να βγάλεις το μπασταρδέλι απο την κοιλιά σου και όταν το κάνεις κοίτα σε ποιόν λάκκο θα το πετάξεις, πάντως να σε αφήσω να σειριανάς να με κάνεις ρεζίλι στο χωριό ξέχνα το.
Έτσι απάνθρωπα απείλησε την αδερφή ο Φώτος, την αδερφή του την Ασημούλα. Ποιός ο Φώτος αυτός ο παλιανθρωπος ο αγροίκος που δεν μιλιέται με κανέναν στο χωριό. Αλλά τι περιμένεις από έναν άνθρωπο που κρέμασε το σκύλο του για τιμωρία επειδή έχυσε το κακάβι με το γάλα κυνηγώντας μια γάτα. Ένα σκέτο τέρας με την μορφή ανθρώπου. Θυμάμαι με την φουκαριάρα την χήρα τι βρισίδια της έριξε, βρήκε η φουκαριάρα το μπελά της γιατί μπήκε η γίδα στο χωράφι του. Ένα μπακούρι που ήταν αραβωνιασμένος, που γρήγορα τον πήρε χαμπάρι η κοπέλα αλλά πως να ξεμπερδέψει που την απειλούσε ότι θα την σκότωνε. Τελικά η κοπέλα πήγε στο χωριό της και γλύτωσε απο αυτόν τον τύραννο.
Η Αδερφή του η Ασημούλα ένα κομμάτι μάλαμα νοικοκυρά καλοσυνάτη όμορφη. Το κακό που έκανε είναι που αγαπήθηκε με τον Θύμιο, ένα λεβεντόπαιδο το καλύτερο στο χωριό και απο τον ερωτά τους ήρθε και ο καρπός τους. Όλοι στο χωριό είχαν να λένε για το πόσο ταιριαστό ζευγάρι ήταν. Βλέπεις ήταν και άλλες εποχές το παλικάρι έπρεπε να παντρέψει τις δυό αδερφές του και πως θα γινόταν αυτό?
Να πάει στη Γερμανια και την Ασημούλα με την πρώτη ευκαιρία να της κάνει πρόσκληση και να πάει και αυτή εκε,ί να παντρευτούνε αν δεν μπορούσαν να έρθουν στο χωριό. Πάντως ποτέ του δεν ήξερε ότι η Ασήμω ήταν έγκυος. Έτσι και έγινε ο Θύμιος μετά από λίγες μέρες βρέθηκε στο Μόναχο. Έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο και όλα πήγαιναν μια χαρά τα γράμματα που έστελνε στην Ασήμω τα έπαιρνε η Φρόσω η κόρη του ταχυδρόμου και τα έδινε κρυφά στην Ασημούλα. Ο καιρός πέρναγε η κοιλιά μεγάλωνε η Ασημούλα αρχίζει και ανησυχεί που δεν λαμβάνει γράμμα από τον Θύμιο, που να το ήξερε η καψερή οτι ο καλός της έπαθε ένα εργατικό ατύχημα και δεν μπορεί να της γράψει. Έχει φτάσει στο απροχώρητο, η απελπισία είναι μεγάλη, περνούν τρελές σκέψεις από το μυαλό της.
Όλα τα κακά από πάνω μου περνάνε, έχασα τους δυο γονείς μου έχω και έναν αδερφό σατράπη, απο τον Θύμιο δεν έχω καμιά αντιλογιά και έχω και τούτο στην κοιλιά. Κάποια μέρα ο αδερφός της έχει κάποια ανάγκη να πάει στην πόλη, φωνάζει λοιπόν τη Φρόσω της δίνει τα κλειδιά από το κατώι για να της πάει φαί. Και έτσι γίνεται πηγαίνει η Φρόσω τα λένε κάνουν κουβέντα της δίνει θάρρος την παρηγορεί ,η Ασήμω έχει τραβήξει το δρόμο της το έχει πάρει απόφαση, δεν καταλαβαΙνει απο αυτά που της λέει η Φρόσω. Μόνο μη βρεις και συ το μπελά απο τον αδερφό μου θα του πεις οτι τα πήρα και τα έκρυψα τα κλειδιά. Ασήμω μου να στα δώσω τα κλειδιά αλλά πρόσεξε μην κάνεις καμιά αποκοτιά.
Φευγει η Φρόσω, η Ασήμω βρίσκει μια τριχιά στο κατώι την παίρνει παραμάσκαλα και ανεβαίνει πάνω σε μια ραχούλα εκεί που είναι ένα δέντρο ρίχνει την τριχιά και κρεμιέται. Έτσι και ο Φώτος δεν θα φοβάται την ντροπή και ο καημένος ο Θύμιος που θα αναπολεί την Ασήμω του και τις ωραίες στιγμές που πέρασε μαζί της πάνω σε ένα αναπηρικό καροτσάκι.
Γιώργος Γιαννάκης
Απόδημος Κραψίτης
Ασχημα πραγματα
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΣΧΗΜΑ ΤΙ ΝΑ ΠΕΙΣ ?
ΑπάντησηΔιαγραφή