Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Μετακινούμενη Κτηνοτροφία

Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης

Δεκαετία του πενήντα η ύπαιθρος και ολόκληρη η Ελλάδα βγαίνοντας από ένα καταστροφικό εμφύλιο έχει να αντιμετωπίσει και αυτόν τον βραχνά της ξενιτιάς και της αστυφιλίας.

Υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που αντιστέκονται, αυτοί είναι οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι. Από τον Γράμμο μέχρι τα Τζουμέρκα και από την Μουργκάνα ως τον Τόμαρο, τα κοπάδια κατεβαίνουν τον χειμώνα στα χειμαδιά. Αυτοί οι άνθρωποι, καθώς τους έχω γνωρίσει, μπορεί να μην είναι εγγράμματοι αλλά έχουν μέσα τους μια πηγαία φιλοσοφία οι περισσότεροι. Θα αναφερθώ όπως τα έζησα εγώ στα παιδικά μου χρόνια. Το χωριό μου άγονο, κοτρώνες σπαρμένες στο Περιστέρι, από μια κουματσούλα ο καθένας, ποιος να βοσκήσει;

Έτσι κατεβαίναμε στα χειμαδιά, πότε στην Νούλκα Θεσπρωτίας (Παραπόταμο), στο Ξηρόμερο, στη Ρωμιά, στη Φιλιππιάδα... ΄Για εμάς δύο ήταν οι εποχές, από Αγίου Δημητριού μέχρι Αί Γιωργίου στα χειμαδιά και απο Αί Γιωργιού μέχρι Αγίου Δημητριού στο βουνό. Τίποτα δεν ήταν εύκολο, άντε μάθε γράμματα από δυό δασκάλους.

Θα αναφερθώ στο δρόμο για τα χειμαδιά. Από νωρίς έπρεπε να γίνουν οι ετοιμασίες να έχουν πάει τα σκεπάσματα στα μαντάνια να είναι έτοιμη η τέντα η τραγίσια, τα κουδούνια από τα γκεσέμια, τα τσαρούχια από τον τσαγκάρη γιατί έχουμε πολύ δρόμο.

“...τώρα που χεινοπώρασε και τα κονάκια αδειάζουν τραβάνε για τα χειμαδιά εκεί να ξεχειμάσουν.”

Αν καιρού θέλοντος ξεκινάμε την τελευταία βδομάδα του Οκτώβρη. Όλα με τάξη, μπροστά τα γκεσέμια με τα τσοπανόσκυλα, μετά τα άλλα πρόβατα και ύστερα τα μουλάρια φορτωμένα και πανοκάπουλα η τέντα η τραγίσια μαζί με τα μαξούμια καβάλα. Έιναι μια καθορισμένη διάβα που λέγεται βλαχόστρατα, τα ζωντανά λες και έχουν gps ακολουθούν πάντοτε τον ίδιο δρόμο. Για διανυκτέρευση υπάρχουν στέκια, μέχρι την Ρωμιά ήταν πέντε. Δύσκολη η διαδρομή, χάναμε και μερικά ζωντανά. Με την μέθοδο της λακκούβας σκάβανε έναν λάκκο, ρίχναν πάνω κλαριά, έπεφτε το ζωντανό μέσα, έβρισκε λίγο τριφύλλι έτρωγε και ερχόταν ο χωριάτης και το έπαιρνε.

Θυμάμαι είχαμε και έναν μπάρμπα στην παρέα ο οποίος κατούραγε περπατώντας από τον φόβο του την νύχτα, αν και είχε σκοτώσει καμιά δεκαριά Γερμανούς φοβόταν τους σιαταναραίους. Και αφού φτάσουμε στην καλύβα που είναι φτιαγμένη με άχυρα προσπαθούμε όσο μπορούμε να βολευτούμε, μέχρι να ρθεί ο Μάης πάλι νοσταλγώντας το χωριό.

“Και όταν ο λόγος γινότανε για τον τρανό Κρυστάλλη παρακαλούσα τον αητό να ρθεί για να με πάρει. Να ανέβω πάνω στο βουνό ψηλά στο Περιστέρι και από κει να αγνάντευα του Δήμου το λημέρι”

κοματσιούλα = μικρό κομμάτι τόπου

 μαξούμια = μικρά παιδιά

 τέντα = τραγίσιο αδιάβροχο σκέπασμα



Γιώργος Γιαννάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου