Δείτε το video
«Κουμπαίοι, οι
λήσταρχοι της Ηπείρου που απήγαγαν βουλευτές», στη Μηχανή του Χρόνου με τον
Χρίστο Βασιλόπουλο.
Η
εκπομπή παρουσιάζει την ιστορία των δύο νεαρών Σαρακατσάνων που «τίναξαν στον
αέρα» την προεκλογική καμπάνια των κομμάτων το 1928. Tα ξαδέλφια Τάκης και
Κώστας Κουμπής έγιναν πανελληνίως γνωστοί, γιατί λίγο πριν από τις εκλογές και
ενώ ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν στα Γιάννενα για ομιλία, απήγαγαν τρεις βουλευτές του αντίπαλου πολιτικού
σχηματισμού. Η απαγωγή καταγγέλθηκε ως υποκινούμενη και κορύφωσε την προεκλογική
αντιπαράθεση. Οι Κουμπαίοι έγιναν αμέσως οι κεντρικοί πρωταγωνιστές της
επικαιρότητας....
Τότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατηγορήθηκε ότι είχε σχέση
με τους δράστες και για να διώξει κάθε σκιά από πάνω του υιοθέτησε μια
σκληρότατη στάση. «Ή οι ληστές ή εγώ», φέρεται να είπε στη χωροφυλακή, που
πιέστηκε για να πιάσει τους λήσταρχους.
Η «Μηχανή του Χρόνου» φωτίζει την συναρπαστική
ιστορία των Κουμπαίων, που θυμίζει αστυνομικό θρίλερ και όλες τις πτυχές της
υπόθεσης, η οποία εξαγρίωσε το πολιτικό σύστημα και οδήγησε στην εκτέλεση των
Κουμπαίων και την οριστική εξόντωση της λησταρχίας στην
Ελλάδα....
Ληστρικές συμπεριφορές στις αρχές του 20ού αιώνα: Το
παράδειγμα του Νομού Ιωαννίνων
Στόχος της ανακοίνωσης είναι η εξέταση του
ζητήματος της ληστείας, υπό το συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, στις αρχές του 20ού
αιώνα στον Ηπειρωτικό χώρο και ιδιαιτέρως στο νομό Ιωαννίνων. Το κοινωνικό αυτό
φαινόμενο, συνιστά την κύρια παράμετρο αυτής της διαπραγμάτευσης, διότι
κυριαρχούσε καθολικά από τον 19ο αιώνα στην περιοχή. Ταυτόχρονα όμως και για τον
λόγο ότι από την ένταξη της Ηπείρου στο ελληνικό κράτος, το 1913, έως και τα
τέλη της δεκαετίας του 1920 σημείωσε αναζωπύρωση και υπερείχε αριθμητικά μεταξύ
των αδικημάτων του κοινού ποινικού δικαίου.
Σκοπός μας είναι να
αναδειχθεί το ζήτημα της ληστείας στην ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων, κυρίως
κάτω από το πρίσμα της ιστορικής διάστασης της εποχής και να φωτιστούν τα
ιστορικά ζητήματα που αναδύθηκαν μέσα από την κρατική καταστολή ή τις ληστρικές
συμπεριφορές. Συνεπώς, ερευνάται αν η ληστεία παραπέμπε μόνο στην συνάντηση
παραδοσιακών ενόπλων και σύγχρονου κράτους ή αν αποτελούσε ένα σύνολο
κληρονομημένων πρακτικών και συμπεριφορών, την εναρμόνιση των οποίων μπορούμε να
παρακολουθήσουμε χρονικά. Από τους κλέφτες και τους αρματολούς, έως τους ληστές
των αρχών του 20ού αιώνα μπορούμε να διακρίνουμε μία προσαρμοστικότητα της
ληστείας στις εκάστοτε πραγματικότητες. Επιπλέον θα προσπαθήσουμε να
προσεγγίσουμε τις ίδιες τις μορφές των ληστρικών συμπεριφορών. Λόγου χάρη, η
αφαίρεση της ζωής και οι αιχμαλωσίες προσώπων αποτέλεσαν τις κύριες δράσεις των
ληστών. Τέλος, επιμείναμε ιδιαίτερα στα δύο αντιπροσωπευτικότερα συμβάντα της
εξεταζόμενης περιόδου: την ληστεία της Πέτρας το 1926, η οποία έχει
χαρακτηριστεί ως το ενδεικτικότερο γεγονός στα σύγχρονα ποινικά δεδομένα και την
απαγωγή των βουλευτών Μελά και Μυλωνά το 1928.
Τα δεδομένα από το
οθωμανικό καθεστώς, τα οποία αφορούσαν κυρίως το φαινόμενο της ληστείας,
διήρκησαν έως τις αρχές της δεκαετίας του 1930 και απήχησαν την ρευστότητα και
την ανασφάλεια των προηγούμενων ετών. Η ερμηνεία λοιπόν της ποινικής
πραγματικότητας στα πρώτα έτη μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου, αρμόζει να
μελετηθεί σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά των προϋπαρχουσών κοινωνικών
συνθηκών κατά την οθωμανική περίοδο. Επίσης είναι παραδεκτό ότι η ληστεία, κατ'
εξοχήν φαινόμενο των αγροτικών και ποιμενικών πληθυσμών, αποτέλεσε διάδοχο
κατάσταση της κλεφταρματολίτικης παράδοσης αντίστοιχης αναλόγων δεδομένων στον
βαλκανικό χώρο. Η εμφάνιση του φαινομένου στον αγροτικό πληθυσμό ευρωπαϊκών
κοινωνιών με έμφαση αυτών της Μεσογείου προϋπέθετε κοινά κοινωνικά στοιχεία στην
αγροτική κοινωνία. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η αγροτική προ - βιομηχανική
κοινωνία όχι μόνον εισήγαγε την ληστεία στους κόλπους της κοινωνίας αλλά και την
προέκτεινε σε όλα τα επίπεδα.
Επιχειρώντας την διατύπωση κάποιων γενικών
παρατηρήσεων, θα λέγαμε αρχικώς ότι η ληστεία από τις αρχές του 19ου αιώνα
συνέθετε μία αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Κατά την Καποδιστριακή περίοδο
φαινόμενα τέτοιου τύπου υπήρξαν έντονα, τόσο στην κτηνοτροφική όσο και την
αγροτική ύπαιθρο. Μπορούμε να υποστηρίξουμε, επιγραμματικά, ότι η ληστεία
λειτουργούσε στην ελληνική παραδοσιακή κοινωνία, σαν μία σπασμωδική αντίδραση
του παραδοσιακού κόσμου της υπαίθρου απέναντι στις προσπάθειες του βαυαρικού
κράτους να τον εντάξει σε ένα νέο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. Προσπαθώντας
όμως να ερμηνεύσουμε την εξέλιξη του φαινομένου, ιδιαίτερα στην περιοχή της
Ηπείρου, μετά την ελληνική επανάσταση, εστιάζουμε την προσοχή μας στα
αποτελέσματα από την οριοθέτηση των νέων συνόρων του ελληνικού κράτους στη
γραμμή μεταξύ Παγασητικού και Αμβρακικού κόλπου. Αναμφισβήτητα, η διαίρεση ενός
ενιαίου έως τότε χώρου έπληξε κυρίως τα τσελιγκάτα, ιδιαίτερα κατά την
μετακίνηση των ζώων[, με συνέπεια την γέννηση κοινωνικής σύγχυσης και
προβλημάτων καθημερινότητας, ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές. Στην ίδια
κατεύθυνση καταλυτική στην παρουσία του φαινομένου θεωρήθηκε και η διάλυση των
στρατευμάτων του αγώνα και η δημιουργία ενός στρατού στελεχωμένου κυρίως από
Βαυαρούς. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην φυσική εξουδετέρωση των αγωνιστών της
επανάστασης με αποτέλεσμα αρκετοί από αυτούς να συγκροτήσουν και να διατηρήσουν
«ληστανταρτικές» ομάδες εναντίον του νέου στρατιωτικού και πολιτικού
κατεστημένου. Ομοίως, εμφανίστηκαν και μία σειρά από κοινωνικά και πολιτικά
ζητήματα τα οποία συνέβαλαν αισθητά στην εξέλιξη της ληστείας. Το αγροτικό
πρόβλημα, για παράδειγμα, αποτελούσε αιτία δυσαρέσκειας για τον αγροποιμενικό
πληθυσμό, αφού οι περισσότερες οικογένειες δεν διέθεταν αγροτικές ιδιοκτησίες.
Επιπρόσθετα, ο περιορισμός του τσελιγκάτου, εξαιτίας της εγκαθίδρυσης
συγκεντρωτικών θεσμών, όπως η αδυναμία χρησιμοποίησης των εθνικών γαιών ως
βοσκοτόπια, ενίσχυσαν τις συγκρούσεις και κατ' επέκταση την ληστρική
συμπεριφορά. Η τακτική αυτή δημιουργούσε ένα είδος ισόβιας γαιοκτησίας υπέρ
ολίγων ανθρώπων και κατά συνέπεια παγίωνε την κοινωνική ανισότητα και υποδαύλιζε
την ληστεία από την πλευρά των κτηνοτρόφων. Στο πλαίσιο αυτό η ληστεία συνδέθηκε
με το τσελιγκάτο και η καταστολή σε βάρος του από τον κρατικό μηχανισμό υπήρξε
δεδομένη, με τα αντίθετα εν τούτοις αποτελέσματα. Παράλληλα, παρουσιάζει
ενδιαφέρον ο απόηχος της «ληστανταρσίας» στη λαϊκή συνείδηση και αξίζει να
τονίσουμε ιδιαίτερα την ταύτιση της ληστείας με μία πράξη ηρωισμού και
λεβεντιάς. Εξάλλου σε μία αγροτική, προκαπιταλιστική κοινωνία, ο βασικός τρόπος
κοινωνικής διαμαρτυρίας ή αντιδράσεως θα μπορούσε επιτυχώς να θεωρηθεί η
ληστεία.
Μετά τις ανωτέρω επιγραμματικές θεωρήσεις μπορούμε πλέον να
υποστηρίξουμε ότι αυτού του είδους η ιστορική συνέχεια στο φαινόμενο της
ληστείας, δεν είχε μόνον κοινωνικές προεκτάσεις. Ιδιαίτερα αυτό συνέβη με το
πέρασμα από τον 19ο στον 20ό αιώνα. Διευκρινιστικό ως προς αυτό αποτέλεσε η
επιβεβαίωση της ένταξης της ληστείας και κατ' επέκταση των ληστών στις
πραγματικότητες της εποχής. Τότε πλέον μπορούμε να μιλούμε για την μεταβίβαση
των ληστών στην υπηρεσία των τοπικών παραγόντων, ιδιαίτερα κατά τις τρεις πρώτες
δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ενδεικτικός είναι ο ρόλος της «πολιτικής ληστείας», ο
οποίος άνθισε ιδιαίτερα στην Ήπειρο, και γνώρισμά της ήταν η πολιτική καταπίεση
των ψηφοφόρων. Εκφράστηκαν μάλιστα απόψεις ότι οι ληστές χρησιμοποιήθηκαν από
τους πολιτικούς είτε ως σωματοφύλακες, είτε ως κομματάρχες, με φυσικό
επακόλουθο την δημιουργία μίας σχέσης έμμεσης αλληλεξάρτησης. Βεβαίως, θεωρείται
περισσότερο πιθανό ότι οι ληστές αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν και να ενταχθούν,
πολλές φορές, στην νέα πολιτική πραγματικότητα με κύριο σκοπό την επιβίωσή τους
και κατ' επέκταση την διατήρηση της ισχύς τους. Στην ίδια κατεύθυνση, η κρατική
ανεπάρκειακαι οι λανθασμένοι χειρισμοί και οι αδυναμίες για την μείωση του
φαινομένου, από τα μέσα του 19ου αιώνα ακόμη, συγκαταλέγονταν στα βασικά αίτια.
Παράλληλα, η ληστεία, ως κατ' εξοχήν κοινωνικό φαινόμενο, θα μπορούσε να
μελετηθεί σε συνάρτηση και με την δημογραφία της περιοχής. Ως προς αυτό έχουν
εκφραστεί απόψεις που αποδίδουν μεταξύ άλλων και στις ληστρικές πράξεις την
παρατηρούμενη φθίνουσα πορεία του πληθυσμού στον Ηπειρωτικό χώρο και την αύξηση
του μεταναστευτικού ρεύματος, ιδιαίτερα στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού
αιώνα . Ειδικότερα, συμβάντα ληστείας παρατηρήθηκαν περισσότερο στις περιοχές
του Πωγωνίου, του Ζαγορίου, της Λάκκας Σουλίου και των Τζουμερκοχωρίων. Οι
ληστές, οι οποίοι πραγματοποιούσαν επιδρομές προέρχονταν κυρίως από περιοχές των
Ηπειρομακεδονικών και Ηπειροθεσσαλικών συνόρων. Κάτι, που έμμεσα αναδεικνύει το
φαινόμενο της συνοριακής δράσης των ληστών και το καθιστά ως βασική παράμετρο
στην μελέτη σχετικών φαινομένων παραβατικού χαρακτήρα.
Στην Ήπειρο από
την περίοδο της τουρκοκρατίας έως και τον Μεσοπόλεμο, όπως ήδη έχουμε τονίσει,
το φαινόμενο ήταν καθολικά κυρίαρχο. Θα λέγαμε λοιπόν ότι η ληστεία ήταν
συνυφασμένη με την ίδια τη δομή του οθωμανικού κράτους και αποτέλεσμα των
κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν. Η ορεινή Ήπειρος στις αρχές του
20ού αιώνα εξακολουθούσε να διατηρεί τα παραδοσιακά σχήματα του 19ου αιώνα, τα
οποία ήσαν συνδεδεμένα περισσότερο με τις λειτουργίες μιας αγροτικής προ -
βιομηχανικής κοινωνίας. Βεβαίως, στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί, ότι με την
κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας παρατηρήθηκαν βαθιές ρήξεις και επήλθαν
αλλαγές στις υπάρχουσες κοινωνικές δομές. Στην ίδια κατεύθυνση ερμηνείας
εντάσσουμε και τις δυσκολίες ενσωμάτωσης της Ηπείρου στον εθνικό κορμό, μετά το
1913, κυρίως στο επίπεδο της κρατικής οργάνωσης και ιδιαίτερα των υπηρεσιών.
Επίσης, μία σειρά παραγόντων, πολιτικής κυρίως αστάθειας την περίοδο αυτή, όπως
οι πολιτικές συγκρούσεις, οι πολιτειακές αλλαγές, τα κοινωνικά και στρατιωτικά
κινήματα και η Μικρασιατική καταστροφή, ευνόησαν κάθε είδους κρίση στην
λειτουργία των θεσμών. Στο σύνολό τους λοιπόν, αυτοί οι παράγοντες ήσαν ικανοί
να ωθήσουν τον κάτοικο της υπαίθρου σε μία μορφή αντίδρασης, απέναντι στην
προοπτική επιβολής νέων κανόνων και πρακτικών. Οι ίδιες, όμως, οι μορφές του
ληστρικού φαινομένου ήταν αναπόφευκτο να αποκτήσουν και μία άλλη διάσταση μετά
την απελευθέρωση του 1913. Οι επιβαλλόμενες συνθήκες και οι τάσεις αστικού
εκσυγχρονισμού βοήθησαν στην μετάλλαξη της ληστρικής συμπεριφοράς σε μία μορφή
περισσότερο συνδεδεμένη με παραβατικές πράξεις του σύγχρονου ποινικού δικαίου.
Παράλληλα, οι ίδιοι οι ληστές οδηγήθηκαν σε μία συμπεριφορά παραγοντισμού και
έτσι εντάχθηκαν, καθώς έχει ήδη λεχθεί, στις πρακτικές πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Ερχόμενοι τώρα στην διαπραγματεύσιμη χρονικά περίοδο, όπως και ο τίτλος
της ανακοίνωσης προσδιορίζει και επιμένοντας ιδιαίτερα στην περίοδο από το 1913
έως περίπου το 1930, αξιοποιούμε την διάθεση των πηγών και προσφεύγουμε στην
χρήση και την καταγραφή των ευρισκομένων δικαστικών αρχείων καθώς και των
σχετικών ειδήσεων από τον τοπικό τύπο. Κύριος στόχος ήταν η ανάλυση των πηγών ως
«τεκμηρίων» και νοοτροπιών μίας διαφορετικής εποχής από την σημερινή και γι'
αυτό επιλέξαμε να ολοκληρώσουμε την παρούσα ανακοίνωση με την παρακολούθηση των
ληστρικών συμπεριφορών, των πιθανών ερμηνειών που αυτές αποδέχονται καθώς και
τον προσδιορισμό των μορφών και των ειδών τους. Πρωτίστως όμως οφείλουμε να
διασαφηνίσουμε ότι κυρίως τις δεκαετίες του 1910 και του 1920 η «ληστρική
ειδησεογραφία» απασχολούσε σε καθημερινή βάση τις εφημερίδες της εποχής και η
ανάπτυξη της σχετικής αρθρογραφίας ήταν ιδιαιτέρως έντονη.
Η ανάλυση των
προσφερομένων στοιχείων μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι, ως στόχοι επιλέγονταν
κυρίως άτομα με οικονομική ευχέρεια, όπως οι έμποροι. Κατ' αντιστοιχία και τα
χωριά, τα οποία χαρακτηρίζονταν από υλική ευμάρεια πλήττονταν από τη ληστρική
δραστηριότητα, με αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα αυτά του Ζαγορίου. Οι ληστές
δρούσαν κυρίως κατά ομάδες, ο αριθμός των οποίων έφτανε και τα 30 άτομα και
πάντα ύστερα από καλό σχεδιασμό της επιχείρησης. Η απαγωγή νέων κυρίως ανθρώπων
και η απαίτηση λύτρων ήταν η συνηθέστερη μέθοδος επίτευξης των στόχων τους.
Επιμείναμε ιδιαίτερα στα δύο αντιπροσωπευτικότερα συμβάντα της περιόδου, τα
οποία έχουν λάβει παροιμιώδη χαρακτήρα στον Ηπειρωτικό χώρο, ακόμη και έως την
σημερινή εποχή: την ληστεία της Πέτρας και την απαγωγή των βουλευτών Μελά και
Μυλωνά. Παράλληλα στεκόμαστε ιδιαίτερα στις δύο κυρίες ληστρικές ομάδες της
εποχής, τους αδελφούς Ρεντζαίουςκαι τους εξαδέλφους Κουμπαίους, εντοπίζοντας
τελικά στη δράση τους όλα εκείνα τα στοιχεία που η ληστεία προϋπόθετε για να
αναπτυχθεί. Κατά την εξέταση των πηγών μας διακρίναμε πολυμορφία στις εκφράσεις
του φαινομένου, με βασικές όμως την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής και την μέθοδο
της απαγωγής με σκοπό την ζήτηση λύτρων.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τα πρώτα
κρούσματα διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας στον νομό Ιωαννίνων, προοίμια των
ληστειών της δεκαετίας του 1920, σημειώθηκαν ήδη στις αρχές του 1915. Η δράση,
επί παραδείγματι, του ληστάρχου Μέμου στην περιοχή της Θεσπρωτίας, ο οποίος είχε
αποδράσει από τις φυλακές Φιλιατών, είχε ανησυχήσει ιδιαιτέρως τις αρχές, ενώ
στο ίδιο πλαίσιο συμπεριφορών συγκαταλεγόταν και η ληστεία, μετά φόνου, του
Νταμάν Βέη, ιδιοκτήτη των ιαματικών λουτρών της Κόνιτσας, τον Ιούνιο του ιδίου
έτους. Συνεχίζοντας την ανίχνευση των πηγών διαπιστώνουμε ληστείες κυρίως σε
χάνια, αλευρόμυλους και οικίες. Εκείνο όμως που διακρίνουμε ιδιαίτερα ήταν η
ευρεία χρήση πυροβόλων όπλων και περιστρόφων, κάτι που ως φαινόμενο συνδέεται με
την περίοδο του μεσοπολέμου ως μία μεταβλητή αλληλεξάρτησης. Η παρουσία δηλαδή
των πολέμων σε συνδυασμό με τον αξιακό συμβολισμό λεβεντιάς και ανδρείας που
προσφέρει η κατοχή αλλά και η χρησιμοποίηση ενός όπλου, συνέτεινε καθοριστικά
για τους κατοίκους της υπαίθρου, να αναπτύσσουν σχετικές δραστηριότητες.
Η
συχνότητα των ληστειών από το 1917 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1920, σύμφωνα
με τα τεκμήριά μας, σημείωσε αύξηση. Οι ληστές, με πρωταγωνιστές τους Ρεντζαίους
και την ομάδα τους, αναδείχθηκαν σε παράγοντα των εξελίξεων, ενώ μία σειρά
κοινωνικοπολιτικών παραγόντων συνέβαλε σε αυτό. Τον Μάρτιο του 1917, επί
παραδείγματι, ένοπλοι λήστεψαν ένα καραβάνι που κατευθυνόταν από τα Ιωάννινα
προς την Καλαμπάκα, σκότωσαν έναν εβραίο έμπορο και του αφαίρεσαν 100.000
κορώνες και, ακόμη, κινδύνεψε από αυτούς η σωματική ακεραιότητα του Μητροπολίτη
Ιωαννίνων Σπυρίδωνος Βλάχου, ο οποίος κατευθυνόταν στα Ιωάννινα[. Με την είσοδο
του 1920 διαπιστώθηκε κυριαρχία απαγωγών και ληστειών, ενώ οι εφημερίδες των
Ιωαννίνων το 1926, ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με τους τρόπους και τα μέσα
καταδίωξης της ληστείας. Τα κρούσματα των ληστειών είχαν πολλαπλασιαστεί, ενώ
ενδεικτική της καταστάσεως είναι η αρθρογραφία στην εφημερίδα «Ήπειρος» των
Ιωαννίνων η οποία κατέληγε: «.η [εφημερίδα]'' Ήπειρος'' . έπαυσε πλέον
αναγράφουσα τα καθημερινά ληστρικά κρούσματα, άτινα ήδη δεν διαπράττονται κατ'
άτομον, αλλά κατά φάλαγγα!.». Βεβαίως σε αυτό το σημείο οφείλουμε απλά να
θίξουμε και τον καθοριστικό ρόλο του τύπου στην εξέλιξη των σχετικών με την
ληστεία ζητημάτων, ιδιαίτερα κατά την ανάπτυξη κρατικών πρωτοβουλιών. Αυτό διότι
αναλόγως με την στάση που κάθε φορά ο τύπος προσεγγίζει τα γεγονότα,
αυτοπροσδιορίζεται σε κεντρικό φορέα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και χάραξης
της πολιτικής των Αρχών απέναντι στη ληστρική δράση.
Η εικόνα όμως
αποσαφηνίζεται από την περίπτωση ληστείας, η οποία αποτέλεσε σταθμό στα ποινικά
χρονικά της χώρας και αφορά την γνωστή «ληστεία της Πέτρας», με αυτουργούς τους
Ρεντζαίους. Αξίζει να παρακολουθήσουμε, εν περιλήψει, την εξέλιξη της υποθέσεως,
ώστε να διαφανεί ευχερώς το διαμορφούμενο κοινωνικό, σε σχέση με τη ληστεία,
πλαίσιο στον Ηπειρωτικό χώρο. Το συμβάν εξελίχθηκε την 13η Ιουνίου 1926 και ώρα
οκτώ και μισή το πρωί στο 74ο χιλιόμετρο της δημοσίας οδού Ιωαννίνων - Πρεβέζης,
στη θέση Πέτρα. Ειδικότερα, χρηματαποστολή της Εθνικής Τραπέζης κατευθυνόταν με
αυτοκίνητα από την Πρέβεζα στα Ιωάννινα και στο συγκεκριμένο σημείο, ενώ αυτή
διερχόταν, οι ληστές έκλεισαν το δρόμο με την τοποθέτηση ενός κορμού δέντρου. Το
αποτέλεσμα ήταν να δολοφονηθούν οκτώ από τους συνοδούς της χρηματαποστολής και
να κλαπεί το μεγάλο ποσό, για την εποχή, των 15.000.000 δραχμών. Η ληστεία της
Πέτρας αποτέλεσε την αφορμή για μία νέα ανάπτυξη φιλολογιών για την πάταξη της
ληστείας από το ανακριτικό στάδιο έως και την τελική δικαστική απόφαση του
Κακουργιοδικείου Κερκύρας, τρία έτη αργότερα, το 1929. Εκ των πραγμάτων το ίδιο
το περιστατικό προκάλεσε το ενδιαφέρον και του τύπου των Αθηνών ενώ τον
Δεκέμβριο του 1926 το ζήτημα της ληστείας της Πέτρας και γενικότερα του
προβλήματος της ληστοκρατίας, ήρθε προς συζήτηση στη Βουλή. Διαφωτιστική
αγόρευση για τη ληστεία, ήταν αυτή του βουλευτού Γεωργίου Αθανασιάδη - Νόβα, ο
οποίος, ως δημοσιογράφος, είχε καλύψει το ρεπορτάζ της ληστείας για την
εφημερίδα «Πολιτεία». Στην ομιλία του υποστήριξε κυρίως ότι οι αρμόδιες κρατικές
Αρχές επέδειξαν σύγχυση και χαρακτηριστική αδεξιότητα στην διερεύνηση της
υποθέσεως, ενώ απέδωσε ευθύνες στην κρατική πολιτική για την ύπαρξη του
φαινομένου και χαρακτήρισε την επερχόμενη δίκη της ληστείας ως την «δίκη των
δικών». Στις αρχές του 1928 και ενώ η ανάκριση απέδειξε πλήρως την ενοχή των
Ρεντζαίων, αυτοί εντοπίστηκαν και συνελήφθησαν στην Βάρνα, τον Οκτώβριο του 1928
και μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Αίγινας. Η εκτέλεση των Ρεντζαίων και των
υπολοίπων καταδίκων πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα στις 5 Μαρτίου του 1930 και
αφού προηγουμένως είχε απορριφθεί αίτηση χάριτος.
Πρωτύτερα, όμως, το
1928, στο Νομό Ιωαννίνων, σημειώθηκε και η απαγωγή των βουλευτών Αλεξάνδρου Μελά
και Αλεξάνδρου Μυλωνά από τους εξαδέλφους Κουμπαίους. Αυτή πραγματοποιήθηκε στις
4 Αυγούστου του 1928, το πρωί, στις Καρυές σε ένα μικρό γεφύρι, γνωστό έως
σήμερα ως «το γεφύρι του Μελά»]. Οι δύο πολιτευτές Ιωαννίνων κατευθύνονταν στην
περιοχή, στα πλαίσια της προεκλογικής περιόδου των εκλογών της 19ης Αυγούστου,
οι οποίες οδήγησαν στην ανάληψη της κυβέρνησης από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ωστόσο, το χαρακτηριστικό αλλά και συμβολικό σημείο της απαγωγής ήταν ότι την
ημέρα της αιχμαλωσίας ευρισκόταν στα Ιωάννινα ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο
οποίος το βράδυ θα εκφωνούσε τον προεκλογικό του λόγο. Η υπόθεση της απαγωγής
εξελίχθηκε με την απελευθέρωση του Μυλωνά, τρεις ημέρες μετά την απαγωγή και της
ανάληψης της ευθύνης από αυτόν της συγκέντρωσης των απαιτουμένων χρημάτων. Η
προτίμηση των ληστών στο να κρατήσουν τον Μελά, ερμηνεύεται από το ότι η
οικογένεια του βουλευτού είχε και την σχετική οικονομική ευχέρεια. Οι
διαπραγματεύσεις κατέληξαν στην απόδοση του ποσού των 5.200.000 δραχμών[. Έτσι,
ο Μελάς απελευθερώθηκε στις 11 Αυγούστου, δέκα ημέρες δηλαδή μετά την απαγωγή
του. Οι Κουμπαίοι, μετά την είσπραξη του ποσού, κατέφυγαν στην Αλβανία και
παρέμειναν υπό την προστασία ενός αλβανού «ληστοτρόφου» σε περιοχή του
Δελβίνου[. Η σύλληψή τους και η εκτέλεσή τους, όπως και των Ρεντζαίων,
σηματοδότησε την κατάρρευση του συμβολικού τους χαρακτήρα, τον οποίο είχαν
αποκτήσει ως ένα είδος ληστρικού μυθεύματος και ηρωισμού.
Συμπερασματικά, θα
λέγαμε ότι η διερεύνηση των παράνομων συμπεριφορών, από την απελευθέρωση της
Ηπείρου έως και το τέλος της βενιζελικής τετραετίας το 1932, φανέρωσε μία
ιστορική αλληλουχία αλλά και μία απόρροια των κοινωνικών συμπεριφορών της
περιοχής, από τον προηγούμενο αιώνα. Κατά την άποψή μας, το κοινωνικό φαινόμενο
της ληστείας, υπήρξε ουσιαστικά «το κληροδότημα» της οθωμανικής περιόδου στην
απελευθερωμένη Ήπειρο. Η διάσταση μάλιστα του φαινομένου αυτού, όπως
αποδείχθηκε, υπήρξε καθολική, ανάμεσα στις υπόλοιπες μορφές εγκληματικής
συμπεριφοράς την εξεταζόμενη περίοδο. Έτσι, η προσπάθεια ερμηνείας του παραπάνω
φαινομένου, αναμφισβήτητα συνδέεται με τις μορφές κοινωνικής δράσης της περιόδου
και του τόπου. Τα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά της Ηπείρου, μετά την
απελευθέρωση, σε συνάρτηση με μία ακολουθία συγκυριακών παραγόντων, ευνόησαν την
υποδαύλιση της ληστείας και γενικότερα την έξαρση της παραβατικότητας. Ο
αγροτικός χαρακτήρας του πληθυσμού, ο οποίος δυσκολεύτηκε να ενταχθεί στον
αστικό τρόπο ζωής, ήταν βασική αιτία της ληστοκρατίας και κάθε ενέργεια
αντίδρασης σε αυτή ήταν δυσχερής, διότι αυτό θα αντιστρατευόταν ολόκληρο το
πλαίσιο των κοινωνικών κωδίκων της αγροτικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα όμως η
ληστεία, ως φαινόμενο, με το γύρισμα στον 20ό αιώνα έπαυε να είναι μία μορφή
αντίστασης των κατοίκων της υπαίθρου. Τα αρχειακά τεκμήρια και τα ίδια τα
γεγονότα ενέτασσαν πλέον την ληστεία, ως φαινόμενο, στις παραβατικές πράξεις και
τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου ποινικού δικαίου, ενώ δείγμα αυτής της
μετεξέλιξης αποτελούσε η ένταξη της ληστείας σε ένα πλαίσιο παραγοντισμού μεταξύ
τοπικών αρχόντων και πολιτών. Άλλωστε είναι ευδιάκριτη από πλευράς ληστών η
θέληση για μετάβαση στην κυρίαρχη τάξη. Στην ίδια κατεύθυνση όμως εντάσσουμε και
τις ουσιαστικές ευθύνες του κρατικού μηχανισμού ο οποίος, χρησιμοποιώντας το
φαινόμενο της ληστείας, λειτουργούσε με υπερβολική αυστηρότητα τόσο στην
εφαρμογή πρακτικών κοινωνικού ελέγχου όσο και στην ποινική καταστολή, όπως για
παράδειγμα με την ευρεία χρήση του εκτοπισμού. Αυτή ακριβώς η τακτική επέφερε τα
εντελώς αντίθετα αποτελέσματα και μία απροθυμία των κατοίκων κυρίως της
αγροτικής ενδοχώρας στο να συνεργαστούν με τις αρχές. Έτσι, η συγκεκριμένη
παραβατική συμπεριφορά, απόρροια ενός συνόλου κληρονομημένων πρακτικών,
προσαρμόστηκε στις εκάστοτε πραγματικότητες και είχε έντονη παρουσία έως την
δεκαετία του 1930.
Η εργασία αυτή συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή
Ένωση, στα πλαίσια του προγράμματος με τίτλο «ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ», του προγράμματος
ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ του 3ου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης του ΥΠ.Ε.Π.Θ., με χρηματοδότηση
κατά 25% από εθνικούς πόρους και κατά 75% από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο
(ΕΚΤ). Η εκπόνηση της εργασίας αποτελεί μέρος των δυνατοτήτων που προσφέρει η
υποτροφία «ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ» για την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής. Το θέμα της
ανακοίνωσης σχετίζεται με την θεματική της διδακτορικής διατριβής (υποψήφιος
διδάκτορας: Νικόλαος Αναστασόπουλος, επιστημονικός υπεύθυνος υποέργου: Γεώργιος
Πλουμίδης). (This research was co-funded by the European Union in the framework
of the program "HRAKLEITOS" of the "Operational Program for Education and
Initial Vocational Training" of the 3rd Community Support Framework of the
Hellenic Ministry of Education, funded by 25% from national sources and by 75%
from the European Social Fund).
Βασίλης Ι. Τζανακάρης, Τα παλικάρια τα καλά
σύντροφοι τα σκοτώνουν, Αθήνα, 2002, σ. 17.
Τάσος Βουρνάς, Η ληστοκρατία σαν
πρόβλημα των πρώτων φάσεων του ελεύθερου εθνικού μας βίου, Αθήνα 1960, σ. 7.
Στάθης Δαμιανάκος, Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, Αθήνα 1997 σ.
75.
[5] Χ. Ν. Λάνδρος, Η μετεπαναστατική Σάμος σε υποτέλεια, το πρώτο
πρωτόκολλο αλληλογραφίας της Ηγεμονίας 1834 - 1835, Σάμος 2001, σσ. 88 - 95,
Paul Sant - Cassia, «Η κοινωνική ληστεία στην Κύπρο τον 19ο αιώνα», Ανθρωπολογία
και παρελθόν, συμβολές στην Κοινωνική Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, (επιμ. Ε.
Παπαταξιάρχης - Θ. Παραδέλλης), Αθήνα 1993, σσ. 79 - 111.
[6] Αθανάσιος
Φωτόπουλος, «Συμβολή εις την ιστορίαν της ληστείας κατά την Καποδιστριακήν
περίοδον», Πελοποννησιακά, τ. ΙΑ΄ (1975), σσ. 213 - 238.
Βασίλης Κρεμμυδάς,
Εισαγωγή στην ιστορία της Νεοελληνικής Κοινωνίας (1700 - 1821), Αθήνα 1976, σσ.
27 - 36.
Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.), Περί
λύχνων αφάς, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 21 και Έφη Λαμπροπούλου, Εσωτερική Ασφάλεια
και Κοινωνία του ελέγχου, Αθήνα 2001, σ. 19 Για τη ληστεία το 19ο αιώνα ευρύτερα
στον ελλαδικό χώρο βλ. Ed. About, Ο βασιλεύς των ορέων, Αθήναι 1968. Σε αυτά
συμπεριλαμβάνουμε και τα κείμενα εποχής: Δημ. Αντωνόπουλος, Σκέψεις περί της
μετ' επιτυχίας καταδιώξεως και εξαλείψεως της την πατρίδα ημών λυμαινομένης
ληστείας, Αθήναι 1870, R. Jenkins, The Dilessi murders, London, 1961 και Σωτήρης
Σωτηρόπουλος, Τριάκοντα εξ ημερών αιχμαλωσία και συμβίωσις μετά ληστών, Αθήναι
1866.
Μάρκος Α. Γκιόλιας, Παραδοσιακό δίκαιο και οικονομία του τσελιγκάτου,
Αθήνα 2004, σσ. 466 - 467.
G. Finlay, Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως,
(μτφ. Αλίκη Γεωργούλη), Αθήνα 1972, σσ. 286 - 287 και Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Η
ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.), Περί λύχνων αφάς, ό. π., σ. 20.
Απόστολος
Βακαλόπουλος, Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 288.
Μάρκος Α. Γκιόλιας, Παραδοσιακό δίκαιο και οικονομία του τσελιγκάτου, Αθήνα,
ό. π., σ. 468.
Νίκος Γ. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας,
(μτφ. Αικατερίνη Ασδραχά), Αθήνα 1994, σσ. 79 - 80.
J. Campbell, Honor,
FamilyandthePatronage:
AstudyofinstitutionsandmoralvaluesinaGreekmountaincommunity, Oxford, 1964, σ. 8
και Στάθης Δαμιανάκος, Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, ό. π., σ. 97.
Βάσω Ρόκου, Η ορεινή πόλη της κτηνοτροφίας πόλη της υπαίθρου, Τρία
ηπειρωτικά παραδείγματα: Μοσχόπολη, Μέτσοβο, Συρράκο, Ανάτυπο Διεθνούς Συμποσίου
Ιστορίας Νεοελληνική πόλη, Αθήνα, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, 1985, σ. 78
και Ρωξάνη Λ. Καυταντζόγλου, Συγγένεια και οργάνωση του οικειακού χώρου Συρράκο,
1898 - 1930, Αθήνα 1997, σ. 46.
Διονύσιος Ν. Σκιώτης, «Από ληστής Πασάς,
πρώτα βήματα στην άνοδο του Αλή Πασά των Γιαννίνων (1750 - 1784)», Θησαυρίσματα,
τόμ. 6, Βενετία 1969, σ. 275 και E. J. Hobsbawn, Οι ληστές, (μτφ. Φαίδρας
Ζαμπαθά - Παγουλάτου), Αθήνα 1975, σ. 9.
Στάθης Δαμιανάκος, Παράδοση
ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, ό. π., σ. 77.
Σχετικά με το ζήτημα βλ. Riki
van Boeschoten, «Κλεφταρματολοί, ληστές και κοινωνική ληστεία», Μνήμων, τόμ. 13
(1991), σσ. 14.
Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, Πολιτική ιστορία της Νεωτέρας
Ελλάδος 1828 - 1964, τόμ. 2, Αθήνα 1966, σ. 29 και Douglas Dakin, Η ενοποίηση
της Ελλάδας 1770 - 1923, ό. π., σσ. 190 - 191.
Γεώργιος Ασπρέας, Πολιτική
Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδας 1821 - 1921, τόμ. Β΄ (1865 - 1900), Αθήνα, 1923, σ.
39.
Γεώργιος Παπαγεωργίου, Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στον ορεινό
χώρο - Ζαγόρι (μέσα 18ου - αρχές 20ου αι.), Ιωάννινα, σσ. 173 - 174.
Αναστάσιος Π. Σακελλαρίου, Το Ζαγόριον και αι κατ' αυτού ληστρικαί επιδρομαί
εν αις προστίθενται απομνημονεύματα περιπετειών τριμήνου αιχμαλωσίας, Αθήναι, εκ
του τυπογραφείου των Προγραμμάτων, 1888, σσ. 28 - 29.
Διονύσιος Ν. Σκιώτης,
«Από ληστής Πασάς, πρώτα βήματα στην άνοδο του Αλή Πασά των Γιαννίνων (1750 -
1784)», ό. π., σσ. 275 - 277.
Βασίλης Γ. Νιτσιάκος, Παραδοσιακές κοινωνικές
δομές, Αθήνα 1993, σ. 57.
Ελευθερία Ι. Νικολαΐδου, «Η οργάνωση του κράτους
στην απελευθερωμένη Ήπειρο (1913 - 1914)», Δωδώνη, τόμ. ΙΣΤ΄, τεύχ. 1, Ιωάννινα
1987, σσ. (13) 509 - (16) 512.
Σχετικά βλ. Arlette Farge, Η γεύση του
αρχείου, (πρόλογος - μετάφραση Ρίκα Μπενβενίστε), Αθήνα 2004.
Δημήτρης
Τζιόβας, Κοινωνική συγκρότηση και ανθρωπογεωγραφία του Ζαγορίου, Γιάννενα 1978,
σ. 7.
Για τους Ρεντζαίους και την δράση τους βλ. Νίκος Ι. Πάνος, Ρεντζαίοι,
«οι βασιλείς της Ηπείρου», Φιλιππιάδα 2006.
Εφημερίδα ΗΠΕΙΡΟΣ της 18/2/1915,
Αρ. 304 (504) και Ιωάννης Ν. Νικολαΐδης, Τα Γιάννινα του Μεσοπολέμου, τόμ. Β΄
1915 - 1916, Ιωάννινα 1992, σ. 33.
Εφημερίδα ΗΠΕΙΡΟΣ της 17/6/1915, Αρ. 351
(551) και Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, «Πρωτοδικείο Ιωαννίνων (1913 - 1940):
Ιστορία, πρόσωπα και η δράση τους», Ηπειρωτικά Χρονικά, τόμ. 37, Ιωάννινα 2003,
σσ. 140 - 141.
Ιωάννης Ν. Νικολαΐδης, Τα Γιάννινα του Μεσοπολέμου, τόμ. Γ΄
1917 - 1920, Ιωάννινα 1992, σ. 49.
Εφημερίδα ΗΠΕΙΡΟΣ της 1/1/1926, Αρ. 2116
(263).
Ιωάννης Ν. Νικολαΐδης, Τα Γιάννινα του Μεσοπολέμου, τόμ. ΣΤ΄ 1925 -
1926, Ιωάννινα 1994 σσ. 216 - 219.
Εφημερίδα ΗΠΕΙΡΟΣ της 21/11/1926, Αρ.
2414 / 563, εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ της 28/6/1926, Αρ. 268.
Αι Αγορεύσεις του
Ελληνικού Κοινοβουλίου 1909 - 1956, ό. π., σσ. 194 - 205.
Αι Αγορεύσεις του
Ελληνικού Κοινοβουλίου 1909 - 1956, ό. π., σσ. 200 - 203.
Ευρετήριο
Βουλευμάτων Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων 1929, σσ. 34 - 35 (Αρχείο
Πρωτοδικείου Ιωαννίνων).
Βασίλης Ι. Τζανακάρης, Τα παλικάρια τα καλά
σύντροφοι τα σκοτώνουν, ό. π., σσ. 289 - 290, 292 - 297. Επίσης βλ. και το
αφιέρωμα της εφημερίδας των Αθηνών «Εμπρός» με τίτλο: «Οι Ρεντζαίοι επίστευον
ότι η Βουλγαρία θα τους επροστάτευε» (Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ Αθηνών της 22/11/1928,
Αρ. 11.495).
Εφημερίδα ΔΥΝΑΜΙΣ της 6/10/1929, Αρ. 89.
Λέων Ι. Μελάς, Μία
οικογένεια - μία ιστορία, Αθήνα, 1967, σ. 296.
Γεώργιος Ν. Μοσχόπουλος,
Ιστορία του Νέου Ελληνικού κράτους, πολιτικές προσεγγίσεις, τόμ. Α΄ 1832 - 1940,
Αθήνα, 1997, σ. 185.
Εφημερίδα ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΗΧΩ της 7/8/1928.
Ιωάννης Ν.
Νικολαΐδης, Τα Γιάννινα του Μεσοπολέμου, τόμ. Ζ΄ 1927 - 1928, Ιωάννινα 1995, σ.
302.
Λέων Ι. Μελάς, «Εμπειρίες ληστείας στην Ήπειρο στις αρχές του αιώνα»,
Ηπειρωτική Εταιρεία, Δελτίο Πνευματικής Ενημερώσεως, τχ. 52, Αθήνα, Ιανουάριος
1981, σ. 14.
Βασίλης Ι. Τζανακάρης, ό. π., σσ. 263 -
264.
Γεώργιος Πλουμίδης,
Νικόλαος Αναστασόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου