Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Μια πατριωτική αγόρευση του 1913



Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης

Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου και των Ιωαννίνων, συνεχίστηκαν οι προσπάθειες των Ηπειρωτών και όχι μόνο, για την απελευθέρωση και των υπολοίπων εδαφών, όπως της Βορείου Ηπείρου. Έτσι καταρτήστηκαν σώματα εθελοντών στρατιωτών για τον παραπάνω σκοπό.
Οι εθελοντές από τις περιοχές Κάμπου, Φιλιππιάδας, Καρβασαρά, Λελόβου και Τζουμέρκων συγκεντρώθηκαν στην Φιλιππιάδα όπου έδωσαν τον στρατιωτικό όρκο.
Μετά την ορκωμοσία, ο Διοικητικός Επίτροπος Λεόντιος εξεφώνησε τον παρακάτω λόγο, ο οποίος δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ήπειρος φ. 91/271, της 17Νοεμβρίου 1913:


Μια πατριωτική αγόρευσις
Τι είπεν στους επίστρατους
Ο κ. Λεόντιος Κ. Λεόντιος

Κατά την ημέραν της ορκωμοσίας των νεαρών επιστράτων της περιφερείας Φιλιππιάδος, ο φλογερός πατριώτης διοικητικός επίτροπος κ. ΛεόντιοςΚ. Λεόντιος, εξεφώνησε προς αυτούς λόγον γεμάτον αληθώς ενθουσιασμού και υποθηκών πατριωτικών. Ως τοιούτον δε κτίνοντες τον λόγον αυτόν και φρονούντες εποικοδομητικήν θα έχη επίδρασιν επό πάντων δυναμένων φέρειν όπλα Ηπειρωτών τον δημοσιεύομεν ολόκληρον.
Στρατιώται εθελονταί εκ του Κάμπου της Φιλιππιάδος, εκ του Καραβασαρά, εκ της Λάκκας των Λελόβων κι απ’ τα Τζουμέρκα τα χωριά.
Ο όρκος του Στρατιώτου τον οποίον εδώκατε είναι ο σπουδαιότερος και ο ιερώτερος όρκος απ’ όλους τους όρκους όσους δύναται να δώση ενώπιον Θεού και ανθρώπων ο ελεύθερος άνθρωπος, όταν είνε και πολίτης καλός και τίμιος. Διότι το στρατεύεσθαι δεν είνε μόνον το σπουδαιότερον καθήκον παντός καλού πολίτου, αλλ’ είνε συγχρόνως και το εντιμώτερον δικαίωμα αυτού. Όποιος πολίτης κλέψη, όποιος ψευδορκίση, όποιος φονεύση άδικα και παράνομα χάνει μαζί με όλα τα άλλα πολιτικά δικαιώματά του και το εντιμώτατον δικαίωμα του να γίνει Στρατιώτης του Βασιλέως του και φρουρός άγρυπνος και υπερασπιστής ένοπλος της Πατρίδος του. Ούτε ο Βασιλεύς, ούτε η Πατρίς εμπιστεύεται την φρούρησιν και την ένοπλον υπεράσπισιν της τιμής, της ακεραιότητος και της ζωής Των εις όλους τους πολίτας, αλλ’ εις μόνους τους καλούς και εντίμους πολίτας, οι οποίοι ανεδείχθησαν παντού και πάντοτε οι γενναιότεροι υπερασπισταί της Πατρίδος και του Βασιλέως των. Διότι μόνον οι καλοί και τίμιοι πολίται κατέχουν την ηθικήν λεγομένην γεναιότητα, την ακατάβλητον και ακατάσχετον εκείνην ανδρείαν, με την οποίαν τα στήθη των στρατιωτών αντιτάσσονται νικηφόρως και εις τα συρματοπλέγματα και εις τα πυροβολεία του Μπιζανίου και κερδίζουν τας νίκας κατά των Βουλγάρων.
Λεβέντες εθελονταί του Καζά της Φιλιππιάδος, από της στιγμής ταύτης απολαμβάνετε εξαιρετικώς μεγάλην τιμήν. Είσθε στρατιώται του Ελεθερωτού Στρατηλάτου και Βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου και της Ελλάδος του 1913, της νέας και μεγαλυτέρας ταύτης Ελλάδος, την οποίαν, όπως διεκήρυξεν ο μεγάλος Βασιλεύς μας, έκαμε Μεγάλην:
«Το αίμα, οι κόποι, οι αγώνες, αι στερήσεις, η ανδρεία και η καρτερία των Στρατιωτών».
Των τοιούτων Στρατιωτών ήλθατε εθελονταί αντικαταστάται. Πρό ολίγου ορκίσθητε, ότι, αν η ανάγκη το καλέση, θα χύσητε το αίμα σας μέχρι της τελευταίας ρανίδος του, ότι, αν η ανάγκη το καλέση, θα αποθάνητε τον κάλλιστον και χρησιμώτατον και ενδοξώτατον θάνατον, τον υπέρ Πατρίδος θάνατον.
Τέσσαρας μήνας έχω την ευτυχίαν και την τιμήν να διοικώ το τμήμα τούτο της Ηπείρου, τον πολυπόθητον άλλοτε Καζάν της Φιλιππιάδος, και δεν έχω κανέναν λόγον να υποθέσω, ούτε να ………, ούτε να φαντασθώ, ότι θα έχετε μέσα εις την καρδιάν σας και μέσα στο μυαλό σας, την γνώμην και το συναίσθημα, ότι, αν η ανάγκη το καλέση και το θελήση ο Θεός να αποθάνητε τον υπέρ Πατρίδος ανδοξώτατον θάνατον, δεν έχω καμμίαν αμφιβολίαν ότι γνωρίζετε, ότι θα αποθάνητε όχι μόνον για την Πατρίδα και την ελευθερίαν, για του Χριστού την πίστιν την αγίαν, για την τιμήν και την ακαεραιότητα της Πατρίδος μας, του  εγκλείοντος τα ιερά κόκκαλα όλων των προγόνων σας και τόσων άλλων τέκνων της ευάνδρου Ηπείρου, αλλά και για την ελευθερίαν και για την τιμήν και για την σωματικήν ακεραιότητα και για την ζωήν των γονέων, των αδελφών, των γυναικών, των τέκνων και των άλλων συγγενών και συμπατριωτών σας.
Και τώρα, δεν μπορώ να το κρύψω!
Σας ζηλεύω Λεβέντες του Καζά της Φιλιππιάδος.
Ζηλεύω τα νειάτα σας και την παλληκαριά σας, την οποία βλέπω στα έξυπνα και αστραφτερά μάτια σας, τον καθρέπτην τούτον του νού και της ψυχής παντός ανθρώπου. «Ημουν κι άλλοτε νειός, ήμουν και παλληκάρι κι επήγα στα 1888 και Στρατιώτης εθελοντής τρία ολόκληρα χρόνια και ήρθα και στην Ήπειρο για να πολεμήσω και για να πεθάνω, εάν ήθελε ο Θεός, γιατί το βόλι δεν κόβει μέρες, και επολέμησα στα ’97 για την ελευθερίαν και της Φιλιππιάδος και επήρα 6 λαβωματιές από Τούρκικη οβίδα απάνω στο κανόνι μου, στον Αμυντικό Στρατώνα της Άρτας, που ήμουν, λεβέντης κι εγώ τότε, Λοχίας του Φρουριακού Λόχου της Άρτας.
Αλλα ο Θεός μ’ αξίωσε να πεθάνω και ν’ απολαύσω την μεγάλην τιμήν, την οποίαν απήλαυσε ο εκ του χωρίου Κάμπου, του Δήμου Αβίας, της Επαρχίας Οιτύλου, του Νομού Λακωνίας ηρωικός πυροβολητής μου Μποκής  Κωνσταντίνος, του οποίου ο πέτρινος τάφος είνε ο μοναδικός εις όλο το πετροβούνι του Αμυντικού Στρατώνος της Άρτας.
Τι μεγάλη ευτυχία και τιμή και δόξα, ένας Άνδρας να ταφή από 300, έστω και ατυχείς συμπολεμιστάς του, απάνω σ’ άνα ολόκληρο βουνό.
Αλλά όταν οι ανδρείοι πολεμισταί δεν θάπτονται όπως ετάφη ο Μποκής, αλλ’ όπως ετάφησαν μπροστά στα μάτια σας τόσοι και τόσοι ήρωες της Αετορράχης, της Μανωλιάσας και του Μπιζανίου, δεν χάνουν από την μεγάλην δόξαν και τιμήν, η οποία τους οφείλετε και από τους συμπολεμιστάς των και από τους συγχρόνους των και από τους μεταγενέστερους, κερδίζουν μεγαλιωτάτην χαράν και αγαλλίασιν, την οποίαν βεβαίως αισθάνεται η αθάνατος ψυχή των, όταν αντί του Παπά, αναφωνή δι’ αυτούς το:
«Αιωνία Ατών η Μνήμη»,
Αυτός ο Αρχιστράτηγος και Βασιλεύς των, όπως ο Βασιλεύς μας Κωνσταντίνος είπε και έγραψε εις το Διάγγελμά του, μετά τους δύο νικηφόρους πολέμους του:
«Αιωνία η μνημη των πεσόντων Ηρώων Μας»!
Ένας δε αρχαίος Αθηναίος ποιητής και διδάσκαλος του προς την Πατρίδα καθήκοντος παντός τιμίου και καλού πατριώτου, είπε:
«Τι τιμή, στο παλληκάρι όταν πρώτο στη φωτιά σκοτωθή για την Πατρίδα με την λόγχη στη δεξιά….».
Όλος δε ο Κόσμος, όλων των αιώνων και όλων των εποχών όλων των Εθνών μεγάλας τιμάς απέδωσε και θ’ αποδίδη μέχρι συντελείας των αιώνων εις τους ευτυχείς εκείνους που πεθαίνουν για την πατρίδα:
«…με την λόγχη σε χέρι θρασύ».
Ο Ελληνικός δε χριστιανικός κόσμος πάντοτε κατέταξε και κατατάσσει τους τοιούτους νεκρούς μετά τον Θεόν, και τον Χριστόν και Αγίους, αμέσως μετά τους Μεγαλομάρτυρας και τους ονομάζει Ήρωας, όπως τους ωνόμαζαν και οι πρό Χριστού Έλληνες.
Στρατιώται εθελονταί, ζηλεύω περισσότερον εκείνους από Σας, τους οποίους, αν η ανάγκη το καλέση, θα τους αξιώση ο Θεός να τους δωρήση τον υπέρ Πατρίδος ενδοξώτατον θάνατον και να τους κατατάξη ο ίδιος ο Μεγαλοδύναμος εις την Μεγάλην Στρατιάν, των αγγέλων του, όπως πιστεύομεν εμείς οι Χριστιανοί Ηπειρώτες και πολλοί άλλοι Έλληνες.
Αλλά σας ζηλεύω και δια την άλλην εκείνην τιμήν, την οποίαν απολάυσατε από της στιγμής που εδώκατε τον όρκον του Στρατιώτου.
Είσθε Στρατιώται του Ελευθερωτού Βασιλέως των Ελλήνων.
Είσθε Στρατιώται του Κωνσταντίνου.
Δεν είνε ανάγκη να σας πω εγώ τα μεγάλα έργα Του και τους μεγάλους κινδύνους και κόπους και μόχθους Του, δια των οποίων αληθώς εμεγαλούργησε και εμεγάλυνε περισσότερον από κάθε άλλον Μεγάλον Έλληνα. Αυτός ο πραγματικώς Μεγαλειότατος και εδόξασε και την Βασιλείαν Του και την Ελλάδα και όλους τους Έλληνας επί των οποίων τόσον ενδόξως Βασιεύει και Στρατηγεί.

 Η συνέχεια στο επόμενο φύλλο, στις 17 Σεπτεμβρίου 1913:.


Εσείς εθελονταί στρατιώται του Κωνσταντίνου, όλοι Τον είδατε με τα μάτια Σας και Τον εθαυμάσατε και Τον ετιμήσατε, όπως και όσον Τον τιμώμεν και Τον αγαπώμεν και τον θαυμάζομεν όλοι οι Ηπειρώτες και όλοι οι άλλοι Έλληνες ως τον επίγειον Θεόν της Ελλάδος, όπως και πραγματικώς.
Αλλά τον Ελευθερωτήν Στρατηλάτην και Βασιλέα των Ελλήνων του 1912 και του 1913, τον Μεγάλον Τούτον Εκδικητήν και του ’97, Τον ετίμησε και Τον θατυμάζει και όλος ο Κόσμος, διότι, αν και δεν είδε, εδιάβασε, ήκουσε και έμαθε τους μεγάθλους αγώνας, τους οποίους ο Στρατηλάτης Βασιλεύς των Ελλήνων ορμητικώς όσον και στρατηγικώς και αλκίμως και καρτερικώς ηγωνίσθη και ενδόξως ενίκησε.
Περισσότερον δε από όλον τον Κόσμον ετίμησε και τιμά και θαυμάζει τον Βασιλέα μας: Η Α. Μ. ο Αυτοκράτωρ των Γερμανών: Ο Κάϊζερ.
Αλλά πως ήτο δυνατόν να μη θαυμάση όλος ο Κόσμος καιπερισσότερον απ’ όλον τον Κόσμον ο Κάϊζερ τον υπέροχον Βασιλέα μας, ο οποίος είνεωραίος και ορμητικός και άλκιμος ως ο Αχιλλεύς, μέγας και καρτερικός ως ο Αίας, στρατηγικός ως ο Οδυσσεύς, βασιλικώτερος δε του Αγαμέμνονος, όχι διότι Βασιλεύει επί περισσότερων Ελλήνων, αλλά διότι Στρατηγεί και Βασιλεύει στρατηγικώτατα και αυτού του Αγαμέμνωνος.
Επειδή τόσα και τόσα χρόνια και σείς Λεβέντες εθελονται, δεν εμαθαίνετε την μεγάλην ιστορίαν της Πατρίδος μας και τόσα άλλα παιδιά της Ηπείρου:
«…..γιατί τα σκιαζ’ η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» και δεν γνωρίζετε τι είναι δια τον Ελληνισμόν και δι’ όλον τον άλλον Κόσμον τα μεγάλα ονόματα που ανέφερα, προσθέτω, ότι ο Αγαμέμνων ο Οδυσσεύς, ο Αίας και ο Αχιλλεύς είνε από τους αρχαιοτέρους και μεγαλειτέρους και ενοξοτέρους Στρατηγούς Βασιλείς των αρχαίων Ελλήνων. Ο Αγαμέμνων μάλιστα υπήρξε ο 10ος Αρχιστράτηγος της πρώτης Πανελληνίου εκστρατείας.
Ήτο λοιπόν δυνατόν ένα τόσον υπέροχον Στρατηλάτην Βασιλέα να μη τον Τιμά και Τον θαυμάζει ολόκληρος ο Κόσμος και περισσότερον απ’ όλον τον Κόσμον: Ένας Κάϊζρε;, αφού επί τέλους Τον έχει και Γαμβρόν, όπως οι συναγωνισταί και συναθληταί του Βασιλέως μας έχουν Αυτόν και Βασιλέα και Αρχιστράτηγον και Κουμπάρον.
Άλλη πάλιν μεγάλη τιμή αυτή που απήλαυσαν οι Στρατιώται του Κωνσταντίνου δια την εις τους πολέμους ανδρείαν και καρτερίαν των και την άσβεστον απ’ όλες τις περυσινές βροχές και απ’ όλα τα χιόνια αφοσίωσίν των εις τον Στρατηλάτην Βσιλέα μας.
Ο Αυτοκράτωρ των Γερμανών όμως ίσως θαυμάζη και καμαρώνη ως Συγγενής και την Τύχην του Βασιλέως μας, ήτις είνε απαράλλακτη με την Τύχην του μεγαλειτέρου εκ των προγόνων του Κάϊζερ, του Μεγάλου Φρειδερίκου, του Μεγάλου Τούτου Βασιλέως των Γερμανών, όστις, δια των μεγάλων στρατιωτικών αγώνων Του και των άλλων Βασιλικών κόπων και μόχθων και φροντίδων Του, έθεσε στερεώτατα τα θεμέλια του αξιοθαύμαστου μεγαλείου και της δυνάμεως και της δόξης της Γερμανίας.
Είνε δε αληθώς ακριβώς απαράλλακτα η μέχρι τούδε Τύχη Του Ελευθερωτού Βασιλέως μας με την Τύχην του Μεγάλου Φρειδερίκου. Διότι, όπως ο Βασιλεύς ημών ενικήθη εις το ’97 εις την Θεσσαλίαν, απαράλλακτα ενικήθη και ο Μέγας Φρειδερίκος και το Επιτελείον Του εις την πρώτην μάχην ής εστρατήγησεν εις το χωρίον της Σιλεσίας Mullitz.
Ίσως μάλιστα η προνομοιούχος προσωπικότης και το αέτειον βλέμμα του Γερμανού Αυτοκράτορος βλέπει ό,τι όλοι πλέον οι Έλληνες πιστεύομεν, ότι δηλαδή θα μας αξιώση ο Θεός να ιδούμε το αληθώς αδάμαστον Ελληνικόν Γένος, με την βοήθειαν του Θεού, με την οδηγίαν του Βασιλέως μας Κωνσταντίνου και με την δύναμιν του Ελληνικού Στρατού και Στόλου ενωμένο:
«….Από κορυφών του Αίμου μέχρι άκρων του Μαλέου Εύξεινον και Προποντίδα» υπό την αυτήν συνέχων αψίδα»!
Διότι επιτέλους εγεννήθη ο αγέννητος άλλοτε και ηνόρωθεν και Στρατηγεί και Βασιλεύει ενδόξως, ο αντάξιος όλων των ονείρων και όλων των ελπίδων και όλων των εικασιών και όλων των δικαιωμάτων του Ελληνικού Γένους.
Ζει και Βασιλεύει και Στρατηγεί Κωνσταντίνος ο Ελευθερωτής!
Και εφ’ όσον ζή και Στρατηγεί και Βασιλεύει ο Κωνσταντίνος, δεν έχει άλλην ανάγκην κανείς Έλλην να ονειροπολή άλλους μεγάλους Βασιλείς και Στρατηλάτας των Ελλήνων.
Διότι αν δεν υπάρχει πλέον:
«….Μακεδών Αλέξανδρός τις ή Ηπειρώτης Πύρρος»,
Ζή και Βασιλεύει και Στρατηγεί ο Στρατηλάτης Βασιλεύς, Τον οποίον 500 τώρα χρόνια επρόσμενε και καρτερούσε το καρτερικώτατον και αληθώς αδάμαστον Ελληνικόν Γένος.
Και βεβαίως θε ν’ άρθ’ η ώρα που ο Κωνσταντίνος θα ζητήση λόγον και από τους Ξένους – Λόγον δι’ αυτό το αίσχος του Ελληνικού Γένους του αδικουμένου και δια μόνης της συστάσεως της Επιτροπής των Ξένων, που ήρθαν να βάλουν και πάλιν αυτοί τα Ηπειρωτικά σύνορα, όπως άλλοτε τα ‘βάλαν στης Άρτας το Γεφύρι.

Και η Τρίτη συνέχεια δημοσιεύεται στο φύλλο της 19 Σεπτεβρίου 1913:


«Αλλά πάνε περάσαν οι αγύριστοι εκείνοι καιροί και οι καταραμένοι χρόνοι, έφυγε και ποτέ πλέον δεν θ’ αφήσωμε νε ξαναγυρίση η επαίσχυντος εκείνη εποχή των ευνούχων, ίνα κατά τον Βαλαωρίτην είπω, που ήτανε νεκροθάλασσα η άκαρπη ζωή τους. Αλλάξαν οι καιροί κι ήρθαν ευτυχισμένοι χρόνοι και γέμισεν η Εύανδρος Ήπειρος από τα βλαστάρια των μεγαλειτέρων Τέκνων της και εσείστηκε και αναταράχτηκε η Κιάφα και όλο το Σούλι κι έτρεξαν μέσα στο Κούγγι τα κόκκαλα του Καπετάν Καλόγερου, του Σαμουήλ, άμα εφάνηκε το δισέγγονο του Νώτη Μπότσαρη Αρχηγός των εθελοντικών Σωμάτων της Ηπείρου.
Και η Μεγάλη Νεράϊδα της Ηπείρου, η Τζαβέλαινα, άμα άκουσε ότι ένας Τζαβέλας είνε ο Διοικητής του Τάγματος της Κατοχής των Ιωαννίνων, έκαμε το θάμα της, επήρε όλας τας γυναίκας της Ηπείρου και τις έκαμε Σουλιώτισες, ωρκισμένες και αποφασισμένες να πεθάνουν με τα άρματα στα χέρια υπέρ των κατεχομένων υπό του Ελληνικού Στρατού χωρών της Ηπείρου.
Και όλος ο Κόσμος έμαθε είνε πατρογονικά του Αρχηγού της Στρατιάς Ηπείρου τα βουνά του  Νταγλή.
Και το κάστρο των Ιωαννίνων χαμηλώνει, όταν βλέπει επιτελάρχην της Στρατιάς Ηπείρου το δισέγγονο εκείνου του Μαλάμου, όστις το αδρασκέλισε όπως ο ηρωικός Συνταγματάρχης Ιωάννου εδρασκέλισε της Άρτας το Γεφύρι και την Αετοράχη και τόσες άλλες ράχες και βουνά της Ηπείρου και στέκεται τώρα προπύργιον του Αργυροκάστρου, αληθινά σεβαστόν εις τους φίλους του και τρομερόν εις τους εχθρούς του.
Πανε λοιπόν, Λεβέντες εθελοντοί Στρατιώται του Κωνσταντίνου, πέρασαν οι αγύριστοι εκείνοι καιροί που βάλανε οι Ξένοι τα σύνορα εις την Ήπειρο.
Τότε στα Γιάννενα και σ’ όλη την Ήπειρο, ακούονταν κλάϊματα κι αντρίκια μοιρολόγια κι έφτανε ως το Βραχώρι και τον Έπαχτο και ως την Αθήνα και ως τις άκρες και τα πέρατα του Κόσμου που είχαν σκορπισθή πολλοί Ηπειρώτες:

Το παράπονον των Ιωαννίνων
Σ’ όλον τον κόσμο ξαστεριά,
σ’ όλον τον κόσμο ήλιος,
Και στα καϋμένα Γιάννινα
Βγαίνει καπνός κι αντάρα,
Αντάρα είναι τα κλάϊματα
Φωτιά τα μοιρολόγια
Π’  ανάθεμα στην επιτροπή
Φραγκιά τουρκοθρεμμένη
Που βάλατε τα σύνορα
Στης Άρτας το Γεφύρι
Στην Άρτα υψώνουν το σταυρό
Στη Λάρσα τη σημαία
Και στα καϋμένα Γιάννινα
Τον Διάδοχο προσμένουν.
Γιαυτό λοιπόν Λεβέντες εθελοντές Στρατιώτες του Κωνσταντίνου, πέρασαν οι αγύριστοι εκείνει καιροί που βάναν οι Ξένοι τα σύνορα στην Ήπειρο.
Ήρθε επιτέλους το πλήρωμα του χρόνου και επήγε και εμπήκε Νικητής και Τροπαιούχος μέσα στα Γιάννενα ο αναμενόμενος ως αληθιμός Μεσίας των Ιωαννίνων και όλης της Ηπείρου και Μακεδονίας και όλου του άλλου Ελληνισμού, Ο Διάδοχος!
Αλλά μέσ’ στα Γιάννενα ήτο γραφτό να μάθει ο Πορθητής της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων, ότι ο Θεός εκάλεσε πλησόν Του τον Σεπτόν και Αείμνηστον Πατέρα και Βασιλέα Του, τον Μεγαλειότατον Εκείνον Φρούραρχον της Θεσσαλονίκης. Αληθινά μεγάλος ο χαμός, αλλά πάντοτε ο Θεός είνε μεγαλείτερος.
Ο Στρατηλάτης Διάδοχος ανέλαβε την Βασιλείαν και τον κατά Βουλγάρων πόλεμον.
Και ιδού ο Θεός:
«Νίκας κατά Βουλγάρων δωρούμενος».
Ιδού τα μεγάλα εγκαίνια της ενδόξου Βασιλείας Κωνσταντίνου του Ελευθερωτού:
«Ως ανεξερεύνητοι αι βολαί Σου Θεέ μου και Κύριε»!
Πηγαίνετε λοιπόν ωραία παλληκάρια του άλλοτε Καζά της Φιλιππιάδος εις τα ξακουσμένα Γιάννινα.
Εκεί θα βρήτε όχι τα τόπια του Αλήπασα, έτοιμα να κάψουν τα Γιάννενα, αλλά τα κανόνια του Σουλιώτου Στρατηγού Νταγκλή, έτοιμα να κάψουν κάθε εχθρόν και πολέμιον της ελευθερίας των Ηπειρωτών.
Εκεί στα Γιάννενα θα ιδήτε και θ’ ακούσετε Στρατιωτικούς να σκορπάνε τη χαρά στα χαρούμενα Γιάννενα, θα ιδήτε τις όμορφες Γιαννιώτισσες να βγαίνουν άφοβες και γιορτοστολισμένες και να καμαρώνουν τα παιδιά τους και τα’ αδέρφια τους και όλους τους άλλους Λεβέντες της Ηπείρου που τους γυμνάζουν ολημερίς στα άρματα της λευθεριάς, επίσης Λεβέντες Ηπειρώτες και άλλοι Έλληνες αξιωματικοί για να τους κάμουν μια ώρα αρχήτερα ικανούς να ασφαλίσουν και να προσκυνήσουν, αν το προστράξη ο Κωνσταντίνος το απελευθερωτικόν έργον Του.
Σας παρακαλώ δε ωραία παλληκάρια να μου κάνετε μία χάρη:
Όταν μπήτε στα Γιάννενα να πάτε μέσα στο Κάστρο, εκεί κοντά στο Σεράϊ του Εσσάτ Πασσά, και να ρωτήσετε να μάθετε για το Σεράϊ του Ασλάν Πασσά του μεγάλου εκείνου τούρκου κατακτητού.
Εκεί μέσα στο Σεράϊ του του Ασλάν Πασσά εκρέμασε την κάπα του, την βρεγμένη απ’ όλα του περσυνού του χρόνου τα νερά και τα χιόνια των Σουλιωτικών ορέων και του Ολύτσικα, ένας μικρός ανεψιός του Λάμπρου Βέϊκου, του Γεωργάκη Δράκου, του Γιαννούσα Πανομάρα και του Στρατηγού σας του Νταγκλή αγαπητός συγγενής, ένας έφεδρος Ανθυπολοχαγός του Τάγματος της Κατοχής των Ιωαννίνων, να μπήτε μέσα στο μεγάλο Σεράϊ του Ασλάν Πασσά όλοι μαζί, λεβέντες εθελονταί, και να χαιρετήσητε τον Έφεδρον Ανθυπολοχαγόν και να του πήτε καλά χαμπέρια από την Φιλιππιάδα και από τον Διοικητήν της Φιλιππιάδος τον αδερφό του χαιρετίματα.
Και τώρα, εμπρός εθελονταί του Κωνσταντίνου. Εμπρός στα Γιάννενα να πάρετε από τας Αποθήκας των Τούρκικών λαφύρων τα νέα όπλα, με τα οποία εύχομαι να χαιρετήσητε την περισσότερο από κάθε άλλοτε ανδρειωμένην νέαν Ελληνικήν Ελευθερίαν.
Όταν μπαίνετε όμως στα Γιάννενα και φτάσετε στην Καλούτσιανη, βγάλτε μια βροντόλαλη φωνή μέσ’ απ’ τα φυλλοκάρδια σας κι’ απ’ τα γενναία στήθια σας:
Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Ελευθερωτής Ζήτω!».

Την ίδια ημέρα, 17 Νοεμβρίου 1913, η εφημερίδα στη δεύτερη σελίδα παραθέτει το παρακάτω κείμενο:


Διαβάζουμε σ’ αυτό ότι οι Ποδογορίτες εθελοντές έφτασαν στην Φιλιππιάδα με σημαία που είχαν διατηρήσει από τον πόλεμο του 1854 και ανήκε στο σώμα του οπλαρχηγού Κάσκαρη.

Το παράνω κειμήλιο αποτελούσε για αυτούς τους Λακκασουλιώτες πολύτιμος θησαυρός, για την Πατρίδα και για τους ίδιους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου