Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Τ’
παπά τα γένια καίουνται, τσ(ι)γάρο πας
ν’ ανάψεις;»
«Να με κάψ’ ο Θεός, αν
σού λέω ψέματα θεια Χρίσταινα», ήταν ο
συνηθισμένος όρκος στα χωριά όταν ήθελε
κάποιος να πείσει τον συνομιλητή του
ότι λέει την αλήθεια. Και συνήθως άκουγε
από την άλλη πλευρά: «Άμα ο Θεός καταπιαστεί
με σένα θα κατακαεί ο ίδιος. Δεν έχ’ς
εσύ ίσιο κρέας». Το ρήμα καίω σε πολλούς
γραμματικούς τύπους ήταν άμεσα συνδεδεμένο
με την καθημερινότητά μας. Αρχικά
αναφέρεται σε κάτι που προκαλεί όχι
απλά ψυχική αναστάτωση, αλλά απίστευτα
μεγάλη, υπερβολική λύπη. «Άχ, πόσο
συμπονάω αυτή την Κωστάντω, την φωτόκαψε
ο Χάρος. Δε βάζ’ όμως μυαλό. Κάθε μέρα
στο παζάρ’ είναι. Σιάζεται και άειστε
ιδέστε. Αλίμονο απ’ αυτόν που είναι στα
θυμαράκια». Συνδυασμός συμπόνιας και
«θαψίματος».
«Μωρή Βασίλου, έβαλες
φωτιά να κάψεις κατακαλόκαιρο τα
χορτάρια; Θα σ’ φύγ’ η φωτιά και θα καεί
όλο το βουνό. Ντιπ καμένο το ‘χ(ει)ς το
μυαλό;» Πολλές φορές δηλαδή το κάψιμο
ήταν αποτέλεσμα άμυαλης πράξης και γι’
αυτό ο φόβος μεγάλος. Πιστοποίηση: «Έχ’
καμένο το μυαλό». Βαρύτατη ασθένεια.
«Δεν μ’ καίγεται καρφί. Να καούν και να
γίνουν όλα στάχτ’ και μπούρμπερη». Κι
άκουγες τη δικαιολογία «καψαλίστηκαν
δυο τούφες για ποιο κάψιμο μιλάς;» «Α,
κακιά καψάλα να σε βαρέσ’ στο κεφάλ’,
τα ‘χεις κάψει όλα μέσα στο μυαλό.
Σκρούμπος έγιναν».
Το ρήμα καίω
χρησιμοποιούνταν πολύ και για καμιά
όμορφη γυναίκα. Κούκλα στα νιάτα της.
«Έχ’ κάψ’ αυτή καρδούλες… Τώρα έγινε
σαν ο διάολος γαμώτο». Η θέση έφερνε
αναγκαστικά την αντίθεση. Δεν είχαν
όμως και καμιά καψίλα να δημιουργήσουν
τη σύνθεση. Καψογέροντας, καψερή, καψονύφη
και «μυαλό κάψαλο και στη σούφρα χάρβαλο».
Τα πάντα καψοκαμένα! Και το κάψιμο ήταν
εμφανές επί ερωτικής καούρας. «Μ’ έκαψες
γειτόνισσα κακούργα δολοφόνισσα». Αυτά
τραγούδαγε κάποτε ο Νάσιος στη γειτόνισσά
του όταν αυτή του έδωσε την ανεπανάληπτη
απάντηση: «Το δικό μου πράμα όποιον θελω
ανάβει, κι άμα κατακάτσ’ η φωτιά όλοι
μένουν καψαλ(ι)σμέν’».
Δεν υπήρχαν
τότε οι φράσεις «καμένη γη». Δεν ήξεραν
τέτοια πράγματα. Κι αν τους έλεγε κανένας
πολιτισμένος ότι «η νέα κυβέρνηση
παρέλαβε καμένη γη» θα απαντούσαν χωρίς
καμιά περίσκεψη: «Εδώ ο κόσμος καίγεται
και ο μπράνος χτενίζεται». Και συνέχιζαν
«καήκακαμε στην κουρκούτ’, το φυσάμε
και στο γιαούρτ’». Ενίοτε το κάψιμο
πανηγυρίζονταν πολλαπλώς. «Ζήτω που
καήκαμε». Ειδικά τους καλοκαιρινούς
μήνες όταν η ζέστη ήταν ανυπόφορη στο
κάψιμο κατέφευγαν για περιγραφή. «Μας
κατάκαψε η ζέστα όλο το καλοκαίρι. Παντού
καρκαμπίλα. Καραφωτιά έπεσε!»
«Γιατί
ο Θανασάκης δεν ήρθε σήμερα στο Σχολείο;».
«Πού να τον έστελνα. Χάζεψα και τούκαψα
το παντελόνι όταν το σιδέρωνα». Και
μάλιστα τον χειμώνα ο πάγος έκαιγε τα
πάντα. «Τα ‘καψε όλα ο χιονιάς. Πού να
βρεις λάχανα. Κάτι καμπρολάχανα έμειναν
και κείνα είναι μισοκαμένα». Πάλι το
κάψιμο για να δηλώσουμε ουδετερότητα,
ενίοτε και σαν συμβολή. «Aπό πίτα που
δεν τρως τι σε νοιάζει κι αν καεί». Και
επί αιτήσεως βοηθείας «βοήθησέ με γιατί
καίγομαι» και επί αρνήσεως. «Καείς δεν
καείς καρφάκι δεν μού καίγεται. Σού τα
‘χα πει. Μην τραβάς πολλά χαρτιά. Θα
καείς στο τέλος».
Πολλές φορές οι
γνωματεύσεις αφορούσαν καψίματα ή και
καψαλίσματα. Μια τέτοια μού έμεινε στο
μυαλό εδώ και πενήντα χρόνια. Έτσι
χαρακτήρισε κάποια πεταχτούλα η
γειτόνισσά της. «Καψαλισμένο το βρακί
της, φαρφατιασμένο το πουλί της».
Χρήστος Α. Τούμπουρος
Κάποια το είχε παρακάνει στο πήδημα και τής καψάλησαν το πράμα με πυρακτωμενη μασιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜετά από καιρό όπως χαυδωνε στο τζάκι μόνη της τού λέει...
Με τα μυαλά πού κουβαλάω και έτσι όπως σε βλέπω πάλι για κάψιμο είμαστε...