Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Κώστας Κρυστάλλης
22 Απριλίου 1868 - 22 Απριλίου 2019
Εκατόν πενήντα ένα χρόνια! Ένας -ολόκληρος- και μισός αιώνας από τη γέννηση του Κώστα Κρυστάλλη, του Τζουμερκιώτη ποιητή, του καθάριου σελαγιστή της οροσειράς της Πίνδου και του τραγουδιστή της ηπειρώτικης πνοής. Εκατόν πενήντα ολόκληρα χρόνια από τη γέννηση του ποιητή της ελευθερίας, του αδούλωτου – ελεύθερου Τζουμερκιώτικου ανασασμού, και της ατόφιας Ηπειρώτικης ψυχής. Ο ποιητής που με την πένα του μας φωλιάζει μέσα στα κράκουρα και απιδρομούμε με τα άστρα.
Κώστας Κρυστάλλης
Εκατόν πενήντα χρόνια από τη γέννησή του. Κι ακόμα ακούγεται και τραντάζει τα στήθια μας ο ηπειρώτικος παλμός της ποίησής του και συνεχώς «ρακουμανάμε» από τον πλανταγμό της ξενιτιάς. Τα φαρμάκια της ξενιτιάς τραγούδησε, την ήρεμη βουκολική ζωή νοστάλγησε, τον καθάριο Τζουμερκιώτικο αέρα πόθησε… Λες και ήταν χτες. Επόμενο, αφού τα χρόνια δε λογίζονται στην ποίηση γιατί «Η ποίηση είναι ο μόνος χώρος όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση».
«Το άγιο χώμα που πατάς, τα δάση που διαβαίνεις
τα μαύρα μάτια που κοιτάς, τ' αγέρι π' ανασαίνεις
τους ποταμούς, τα κρύα νερά, τα πλάγια τ' ανθισμένα
και τα βουνά μας τα ισκερά χαιρέτα κι' από μένα.»
τα μαύρα μάτια που κοιτάς, τ' αγέρι π' ανασαίνεις
τους ποταμούς, τα κρύα νερά, τα πλάγια τ' ανθισμένα
και τα βουνά μας τα ισκερά χαιρέτα κι' από μένα.»
Άντε, φούντωσε η Άνοιξη και η μυρωδιά της από το Τζουμέρκο φτάνει ως εδώ.
Εδώ, στο άστυ απ’ όπου βαρεθήκαμε να στέλνουμε χαιρετίσματα στ' άπιαστα γκρεμοτόπια, στα Τζουμέρκα.
Εδώ, όπου απηυδήσαμε από την καθημερινή πρωτευουσιάνικη μονοτονία και αποκάμαμε απ' το λιοπύρ' της Αθήνας και απ' το στριμωξίδ' στα Λεωφορεία... εδώ που είμαστε και νιώθουμε ξενιτεμένοι.
Εδώ, στο άστυ απ’ όπου βαρεθήκαμε να στέλνουμε χαιρετίσματα στ' άπιαστα γκρεμοτόπια, στα Τζουμέρκα.
Εδώ, όπου απηυδήσαμε από την καθημερινή πρωτευουσιάνικη μονοτονία και αποκάμαμε απ' το λιοπύρ' της Αθήνας και απ' το στριμωξίδ' στα Λεωφορεία... εδώ που είμαστε και νιώθουμε ξενιτεμένοι.
«Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!.»
Και μας πήραν κυνήγιου τα βάσανα και είδαμαν και πάθαμαν να ξεγραδώσουμε απ’ αυτά και να αναλογιστούμε, να λευτερωθούμε και να ζήσουμε ασιουμπέιαστοι.
{Πίνδε } πότε αὐτὸς ὁ ἥλιος σου, ποὖναι νεκρὸς καὶ κρύος,
πότε μία μέρα θὲ νὰ βγεῖ ζεστὸς μέσ᾿ στὲς κορφές σου,
νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα καὶ τὰ πολλά σου χιόνια,
[καὶ να φυτρώσει], μία ἄνοιξη, μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια,
ἀρματωμένα, Πίνδε μου, τὰ νιάτα τὰ παλιά σου!...»
πότε μία μέρα θὲ νὰ βγεῖ ζεστὸς μέσ᾿ στὲς κορφές σου,
νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα καὶ τὰ πολλά σου χιόνια,
[καὶ να φυτρώσει], μία ἄνοιξη, μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια,
ἀρματωμένα, Πίνδε μου, τὰ νιάτα τὰ παλιά σου!...»
Και αναθεματιστήκαμε και το ανάθεμα το ρίξαμε και τα κορφοβούνια πλέον αποζητάμε και για κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι ψάχνουμε και καθημερινά συλλογιόμαστε τα πάθη της ξενιτιάς και λέμε τα μαύρα ντέρτια μας και τα παράπονά μας.
Εδώ, όπου αποκαρώσαμε από την πρωτευουσιάνικη καθημερινότητα, τσουρουφλιστήκαμε στο πρωτευουσιάνικο «τηγάνι» και μπαϊλντίσαμε από τον καθημερινό βομβαρδισμό με ψέματα και φιστούρες…
«Η νύχτα θερίζει με χρωματιστό δρεπάνι τους ακίνητους ανέμους της ψυχής».
Τα μάθαμε, τα ζήσαμε, τα νιώσαμε στο πετσί μας. Ξενιτιά…
«Στα ξένα δεν ανθίζουνε την Άνοιξη τα δέντρα,
και δεν λαλούνε τα πουλιά, ζεστὸς δὲ λάμπει ο ήλιος,
δε φυλλουριάζουν τὰ βουνά, δὲν πρασινίζει ο κάμπος,
και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμὶ πικραίνει!»
και δεν λαλούνε τα πουλιά, ζεστὸς δὲ λάμπει ο ήλιος,
δε φυλλουριάζουν τὰ βουνά, δὲν πρασινίζει ο κάμπος,
και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμὶ πικραίνει!»
Φεύγω για την Ήπειρο. Για τα Τζουμέρκα .
Εκεί, όπου χαίρεσαι τον αέρα, νιώθεις την ύπαρξη και τη δημιουργία!
Άλλωστε, τι θέλει ο άνθρωπος; Ο άνθρωπος έχει ανάγκη το πολύ περισσότερο μαζί με το λιγότερο μια φέτα αέρα και μια φέτα χώμα. Πουμουθήκαμε από καυσαέριο και φολτάκιασαν τα ποδάρια μας από την άσφαλτο.
[Θα γίνω] τσέλιγκας, θα γίνω κ᾿ ένας σκουτέρης,
θα πάω νὰ ζήσω στο μαντρί, στην ερημιά, στα δάσα,
θάχω κοπάδι πρόβατα, θάχω κοπάδι γίδια,[…]
θα πάω νὰ ζήσω στο μαντρί, στην ερημιά, στα δάσα,
θάχω κοπάδι πρόβατα, θάχω κοπάδι γίδια,[…]
Και μαζί με την Ουρανία,- αχ, θα την πάρω μαζί μου- αυτή που «με ρώτησε ο ουρανός για ποιαν αναστενάζω. Και εγώ για κείν’ που σούχει το όνομα με πόνο του φωνάζω», θα σιάξω τη ζωή μου, ανέμελη και ελεύθερη, Τζουμερκιώτικη.
Της τα είπα και τα φώναξα:
«θάχω καὶ κόρη όμορφη, στεφανωτήν μου θάχω,
νὰ μοῦ βοηθάει στὸ σάλαγο, νὰ μοῦ βοηθάει στὰ γρέκια,
κι όντας θὰ τὰ σταλίζουμε τὰ δειλινὰ στοὺς ίσκιους,
στῆς ρεματιᾶς τὴ χλωρασιὰ μαζί της νὰ πλαγιάζω,
νὰ μὲ κοιμίζει μὲ φιλιὰ στοὺς δροσερούς της κόρφους.»
νὰ μοῦ βοηθάει στὸ σάλαγο, νὰ μοῦ βοηθάει στὰ γρέκια,
κι όντας θὰ τὰ σταλίζουμε τὰ δειλινὰ στοὺς ίσκιους,
στῆς ρεματιᾶς τὴ χλωρασιὰ μαζί της νὰ πλαγιάζω,
νὰ μὲ κοιμίζει μὲ φιλιὰ στοὺς δροσερούς της κόρφους.»
Δεν καταφέραμε να φκιάξουμε τη ζωή μας, όπως την ονειρευτήκαμε. Γιατί, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο εμείς εκεί στα Τζουμέρκα με τα όνειρα μεγαλώσαμε και με δυο σπυριά τραχανά. Και δεν θα μας τα κόψει κανένας.
Ίσως και πάρουν σάρκα και οστά τα όνειρα και η θέλησή μας:
Έχω όνειρα, πολλά όνειρα..
Έχω όνειρα, πολλά όνειρα..
Να σταθώ μπροστά στην πανδαισία της φυσικής και μελωδικής χαρμονής του τόπου μας, της Ηπείρου με τους υπόλοιπους επισκέπτες (!!!)- έτσι μας κατάντησαν, επισκέπτες στον τόπο μας- να σταθώ επαναλαμβάνω παντεπόπτης και διαφεντευτής της ολόφωτης και απρόσμενης ηπειρώτικης ομορφιάς.
Να χαρώ τον αέρα και να νιώσω την ύπαρξη και τη δημιουργία!
Απάνου στους λόφους να σκαρφαλώνω σαν αγριόγιδο. Να σφυρίζω κλέφτικα με τα δάχτυλα, να σαλαγάω κοπάδια, να στέκομαι ολόρθος στα βράχια με την αγκλίτσα στον ώμο και να το ρίχνω στο τραγούδι.
Πότε κλέφτικο και πότε της Παναγιωτούλας.
«Πήρε ο Απρίλης δώδεκα, Παναγιωτούλα μου,
κι ο Μάης δεκαπέντε,
οι βλάχοι στα βουνά Παναγιωτούλα μου…»
Και να πιω νεράκι από Κρήνες γιομάτες πλανταγμό και ερωτικό αναστεναγμό, κρήνες ύδατος και προσμονής.
Εκεί που πίνουμε τη δίψα μας και ακούμε την ψυχή μας.
Κρήνες δροσερές που ξεπηδούν ξαφνικά στη μέση του πουθενά. Κρήνες ορεινών-Τζουμερκιώτικων διαδρομών που περιμένουν στα κρυμμένα βουνά της Πίνδου και σου θύμιζαν, αλλά και σου αποδεικνύουν τη δύναμη του τυχαίου και συγκυριακού, της απόλυτης δύναμης των ορεινών όγκων και βουνοκορφών που κρατάν την ψυχή σου δυνατά και τη σφίγγουν σαν τανάλιες.
Και σου θυμίζει η κρήνη πως υπάρχει ροή και θαύμα, πως εκεί που ξεπηδά το νερό θα ξεκινά πάντα και η ίδια η ζωή. Από κει που ξεκίνησαν οι πρόγονοί σου εκεί πάντα θα καταλήγεις, να ξεδιψάς, να βρίσκεις την αρχέγονη δύναμη που σε οδηγεί στο φώς και στον καθάριο ουρανό της σκέψης και του άδολου βλέμματος, στην επόμενη γέφυρα που πάντα θα διασχίζεις πετρωτή και τοξωτή για να καταλήξεις στο αλώνι της αγάπης....
«Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.»
Στάκα και σαν αμπδήσω τον Άραχθο, τι είναι μέχρι το Συρράκο. Μια χαψιά τόπος! Φτάκαμαν! Εκεί στο γεφύρι, το προσκυνητάρι μας θα ρακουμανίσουμε στο σκουσμό για το σωροβόλιασμά του και από εκεί θα φορτωθούμε καημό και πάθος και θα βρούμε δύναμη και λύγισμα και αντοχή για να διαβούμε το Ραφτανίτη, να χαιρετήσουμε την Άγναντα, να νυχτοπερπατήσουμε σε γκρεμούς και φαράγγια και απ’ την Κουσοβίστα, να κονέψουμε στο Σκλούπο για να φτάσουμε στους Χριστούς. Θα πορέψουμε το βράδ’σε στρούγγες και βλάχικες καλυβες.
Ίσια από παν’ θα ξαπλώσουμε στη βελανιδιά, εκεί που ξάπλωναν οι κλέφτες, για να φτάσουμε στο μοναστήρ’ τσ’ Κηπίνας.
Να στείλουμε και τα χαιρετίσματα στην Πράμαντα και τους Μελισσουργούς στους λεύτερους και ακαπίστρωτους Τζουμερκιώτες. Αυτούς που τη θέληση την έκαναν πράξη.
Θέλω…
« του λόγγου τα πουλιά
με τον κελαηδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδύ
να με ξυπνούν το τάχυ...»
με τον κελαηδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδύ
να με ξυπνούν το τάχυ...»
Εμ, τι δεν θα φτάσουμε στο Συρράκο λιανισμένοι από την κούραση.
Από παν’ απ’ το πεζούλ’ του μοναστηριού θ αγναντέψω και θα «ζήσω» το Ηλιοβασίλεμα και θα με συνταράξουν όλα τα χρώματα που θα φτιάξουν έναν ουρανό όνειρο.
«Πίσω από μακρινές κορφές ο ήλιος βασιλεύει,
και τ’ ουρανού τα σύνορα χίλιες βαφές αλλάζουν,
πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ολόχρυσες, γαλάζες,
κι ανάμεσά τους σκάει λαμπρός λαμπρός ο Αποσπερίτης.»
και τ’ ουρανού τα σύνορα χίλιες βαφές αλλάζουν,
πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ολόχρυσες, γαλάζες,
κι ανάμεσά τους σκάει λαμπρός λαμπρός ο Αποσπερίτης.»
Και θα χτυποκαρδάω όσο θα φτάνω στο Συρράκο. Και θα συνταράζετε η ψυχούλα μου (ψ’χούλα μ’) όσο θα συναντώ τους χωριανούς μου καθ’ οδόν.
Απ’ όξω, από τα οργώματα, γυρνούνε οι ζευγολάτες,
ηλιοκαμένοι, ξέκοποι, βουβοί, αποκαρωμένοι,
με τους ζυγούς, με τα βαριά τ’ αλέτρια φορτωμένοι,
και σαλαγούν από μπροστά τα δυο καματερά τους,
τρανά, στεφανοκέρατα, κοιλάτα, με μακριά τραχηλιά τραχηλάτα,
«Oώ! φωνάζοντας, οώ! Μελισσηνέ, Λαμπίρη»·
κι αργά τα βόδια περπατούν και πού και πού μουγκρίζουν.
Γυρνούνε από τα έργα τους οι λυγερές, γυρνούνε
με τα ζαλίκια αχ τη λογγιά, με τα σκουτιά αχ το πλύμα,
με τες πλατιές των τες ποδιές σφογγίζοντας τον ίδρω·
και σ’ όποιο δέντρο κι αν σταθούν, σ’ όποιο κοντρί ακουμπήσουν,
εις το μουρμούρι του κλαριού, εις τη θωριά του βράχου
γλυκόν γλυκό και πρόσχαρον χαιρετισμό ξανοίγουν:
ηλιοκαμένοι, ξέκοποι, βουβοί, αποκαρωμένοι,
με τους ζυγούς, με τα βαριά τ’ αλέτρια φορτωμένοι,
και σαλαγούν από μπροστά τα δυο καματερά τους,
τρανά, στεφανοκέρατα, κοιλάτα, με μακριά τραχηλιά τραχηλάτα,
«Oώ! φωνάζοντας, οώ! Μελισσηνέ, Λαμπίρη»·
κι αργά τα βόδια περπατούν και πού και πού μουγκρίζουν.
Γυρνούνε από τα έργα τους οι λυγερές, γυρνούνε
με τα ζαλίκια αχ τη λογγιά, με τα σκουτιά αχ το πλύμα,
με τες πλατιές των τες ποδιές σφογγίζοντας τον ίδρω·
και σ’ όποιο δέντρο κι αν σταθούν, σ’ όποιο κοντρί ακουμπήσουν,
εις το μουρμούρι του κλαριού, εις τη θωριά του βράχου
γλυκόν γλυκό και πρόσχαρον χαιρετισμό ξανοίγουν:
«Γεια και χαρά στον κόσμο μας, στον όμορφό μας κόσμο!»
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΓΡΑΨΕΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ ΤΑ ΝΟΙΩΘΩ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΚΑΙ ΕΓΩ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΚΑΙ ΧΙΛΙΟΤΡΑΓΟΥΔΙΣΜΕΝΑ ΒΟΥΝΑ! ΤΑ ΕΧΕΙ ΤΥΠΩΣΕΙ ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΡΙΦΑΝΙΑ ΓΙΑ ΜΑΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΕΝΑ ΤΟΣΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΙΗΤΗ!!!!!! ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΕς ΞΑΦΝΙΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΕΧΘΡΕ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΡΩΤΙΣΕΣ ΠΟΙΟΝ ΠΑΣ ΝΑ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗΣ?
ΑπάντησηΔιαγραφή