Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Το τελευταίο του ποίημα..


της Μαρίνας Μαροπουλου*

Θαρρείς η Ποίηση βιολογικό κατάλοιπο της Φύσης∙
μοντέρνο και αειθαλές
Πηγάζει από την αιώνια σωματική ανακύκλωση.
Μάρκος Μέσκος

"Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο" (2009)
Περίεργοι που είναι οι ποιητές! Όντας πάντοτε λίγο μέσα στον ανθρώπινο χρόνο και λίγο έξω από αυτόν μπορούν ακόμη και τον θάνατό τους να πενθήσουν πριν από την ώρα του και να κάνουν ποίημα που κυριολεκτεί, το δίχως-την-παρουσία-τους-συμβάν του τελευταίου τους αποχαιρετισμού.
Έτσι έγινε και στην περίπτωση του ποιητή Μάρκου Μέσκου. Η κηδεία του, στις 3 Ιανουαρίου του 2019, επιβεβαίωσε την άμεση σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα ποιήματα και το πρόσωπο του ποιητή, το ταυτόσημο όχι μόνον ζωής και ποιήματος, αλλά και θανάτου και ποιήματος. Όλα τα υλικά της ποιητικής του δημιουργίας ήταν εκεί, παρόντα και σε δράση, και το ίδιο το γεγονός, σαν τυπωμένο ποίημα, κατάφερε να φτάσει και να διαβαστεί και στην Αθήνα.
Σάμπως να είχε ο ίδιος διαλέξει τη χρονική στιγμή που θ’ άφηνε «τον τόπο με το πάνω φως», όπως διάλεγε τις λέξεις για τα ποιήματά του, ο καιρός ήταν «δικός του», ένας άγριος χιονιάς που τρυπούσε τα κόκκαλα. Σαν εικόνα που δραπέτευσε από το χαρτί και το μολύβι του, το μαύρο ξόδι που τον συντρόφευε σιωπηλά ως τον τελικό προορισμό -μια γραμμή που έστριβε «καταπώς η χωρίστρα στο κεφάλι»-, έσκιζε το κατάλευκο, κλειστό τοπίο του μικρού, παραμεθόριου χωριού Γραμματίκοβο -βαριές οι ανάσες, βαριά τα βήματα, χαμηλός ο ουρανός- ανηφορίζοντας για το κοιμητήριο, εκεί όπου το μαύρο θα έσμιγε με το φρεσκοσκαμμένο κατάμαυρο, το οικείο, θερμό χρώμα του ποιητή, το οποίο, εξάλλου, πάντοτε προπορευόταν στις αισθητικές προτιμήσεις του.


Πουλιά-ψάρια, σχέδιο του Μάρκου Μέσκου για την ποιητική του συλλογή "Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο" εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2009 

Το τελευταίο σπίτι του κοντά σε ένα δένδρο ανήσυχο και χιονισμένο -να ’ναι αγριογκορτσιά; να ’ναι δαμασκηνιά; Όταν θ’ ανοίξει ο καιρός, αυτός θα του διαλέξει φόρεμα και τότε θα δούμε.
Κανείς δεν μπορούσε να κοιτάξει κανέναν στα μάτια. Χαμηλωμένο το βλέμμα και στο κενό θαρρείς πως έπεφτε η ερώτηση: «γιατί φεύγεις, γιατί μπαίνεις μόνος στη νύχτα;». Πιάστηκε τραγούδι να σκεπαστεί η λύπη.
Όμοιος με τον ηττημένο αντάρτη της Ιστορίας που ’κλαιγε, καθώς αποχωριζόταν το ντουφέκι-δύναμή του, για να βρει κατόπιν φωλιά να κρυφθεί μέσα στους στίχους του ποιητή, ήταν εκείνος ο συντοπίτης φίλος του που, σφουγγίζοντας με τα χέρια τη συντριβή από το πρόσωπό του, του ’ριξε λίγο χώμα επιστρέφοντάς του, ως αντίδωρο, λίγη από τη βουβή δύναμη της δικής τους γης. Σε εκείνον που μια ζωή δώριζε ποιήματα στους ανθρώπους της δικής του γης να δυναμώνει τη λαλίτσα τους.
Ύστερα, το χιόνι έπεσε πολύ. Λευκό σεντόνι κάλυψε απαλά τα ίχνη του τελευταίου, «ζωντανού» ποιήματός του.
Κι όμως! Κάθε φορά που θα πλησιάζει ο χειμώνας και ο καιρός θα κρυώνει, σμάρια τα πουλιά-καράβια και τα χελιδόνια και τα κοτσύφια, οι σπουργίτες και τα αηδόνια, θα αποδημούν για λίγο, συντεταγμένα, από τις σελίδες των βιβλίων του. Ζωντανεμένα θα κατηφορίζουν από τη Μακεδονία για πιο ζεστά λημέρια, γράφοντας και ξαναγράφοντας στον ουρανό, με τις οξείες και τις περισπωμένες τους, με τις γραμμές και τις κουλούρες τους, το αιωνίως αναγεννώμενο και παντοτινό, δικό του ποίημα.
Τότε, το βλέμμα θα ανηφορίζει ψηλά στον ουρανό. Από εδώ, την κάτω μεριά, θα ακούμε τα φτερά αυτού του τελευταίου και αειθαλούς ποιήματός του, θα νιώθουμε την ανάσα του ποιητή, θα ανοίγουμε τα μάτια μας και θα δακρύζουμε.



* Η Μαρίνα Μαροπούλου διδάσκει Δίκαιο και Λογοτεχνία στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου