Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

«Με την Ηπειρώτικη λαλιά» Η εξαιρετική παρουσίαση της κας Όλγας Σκαρή του βιβλίου του Χρήστου Τούμπουρου

https://scontent.fath5-1.fna.fbcdn.net/v/t1.0-9/35921996_1011176372376055_8267826480185081856_n.jpg?_nc_cat=0&oh=98b35382cd739f2f30f3338f212410de&oe=5BEAC4B6

Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι

Είναι δύσκολο, μα πολύ δύσκολο στην παρούσα στιγμή να μπορέσει κάποιος να αποτυπώσει και να παρουσιάσει, με επάρκεια τέλος πάντων, όσα εμπεριέχονται στο βιβλίο του Χρήστου Τούμπουρου «Με την Ηπειρωτική λαλιά». Κι ακόμα περισσότερο, αν προσπαθήσει να βαδίσει προγραμματισμένα με τυπικότητα ως προς την εξέταση ή τη συνεξέταση των επιμέρους ζητημάτων. Είναι τέτοιες οι πτήσεις του συγγραφέα που αιωρείσαι και κινδυνεύεις να προσγειωθείς τόσο ανώμαλα, ώστε να καταρρεύσει όλο το οικοδόμημα, η προσπάθεια δηλαδή παρουσίασης του έργου του.

Δεν είναι μόνο ότι καταπιάνεται και χρησιμοποιεί όλες τις αφηγηματικές τεχνικές και τους εκφραστικούς τρόπους ούτε ότι χειρίζεται τόσο όμορφα και επαρκέστατα τη γλώσσα και ιδιαίτερα την Ηπειρώτικη λαλιά, περισσότερο πιστεύω πως βομβαρδίζει τον αναγνώστη με συνεχόμενα νοήματα και κοινωνικούς προβληματισμούς και διδάσκει κοινωνική αγωγή και πολιτική συνείδηση. Και για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται δουλειά, μα πολύ δουλειά, κάτι παρόμοιο σαν αυτό δηλαδή που γράφει στην εισαγωγή του ο συγγραφέας. «Θέλει περπάτημα, «να στουμπιστούν» για τα καλά τα ποδάρια του γράφοντος και «να ματώσει η ψυχούλα του» μ’ αυτά που θα δει και με όσα θα ακούσει».
Από αυτό το στούμπισμα δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει ο αναγνώστης, γιατί μόλις θα πιάσει το βιβλίο στα χέρια του και θα διαβάσει την πρώτη σελίδα, τον πρώτο ουσιαστικά χαιρετισμό του συγγραφέα «Από εδώ, ατόφιος μπιστικός, αφήνω τη σκέψη και κατευθύνω την ονειροφαντασία, σελαγίζοντας τους καημούς μου στον τόπο του πρώτου κελαϊδισμού, την Ήπειρο, εκεί όπου τα παιδικά ονείρατα -στοιχειωμένα- συνταυτίζονται με γλυκές εξομολογήσεις, παρθενικές αγάπες, και σεργιανώντας με την Ηπειρώτικη λαλιά περιδιαβαίνω τα φαράγγια των βουνών, τα λημέρια της κλεφτουριάς και τα απόσκια της Ηπειρώτικης αντρειοσύνης και δημιουργίας», θα δεθεί για τα καλά με το βιβλίο. Βιωματικό, άρρηκτο θα έλεγα δέσιμο.

Τα εισαγωγικά μέρη του βιβλίου αναφέρονται:

Η αφιέρωση που κυριαρχείται από τον πόνο για την πατρίδα την Ήπειρο και κατευθύνεται από το Ηπειρώτικο συναίσθημα. Κι όπως γράφει ο συγγραφέας «Το Ηπειρώτικο συναίσθημα όμως δεν χάνεται, δεν απεμπολείται, δεν υποθηκεύεται, δεν εκποιείται και δεν κατευθύνεται. Λειτουργεί ατόφιο και πάντα δημιουργικό… Για αυτό το βιβλίο «Με την Ηπειρώτικη λαλιά» αφιερώνεται σε όλους τους Ηπειρώτες που «ρακουμάνησαν» με τον καημό της επιστροφής στην πατρίδα μας, την Ήπειρο».

Συνεχίζεται με το σημείωμα του συγγραφέα και την εξομολόγησή του «Τι μας δένει με την Ήπειρο», για να ακολουθήσει η εμπνευσμένη εισαγωγή της Κατερίνας Σχισμένου, που αποτυπώνει πλήρως το περιεχόμενο του βιβλίου και σκιαγραφεί επακριβώς την προσωπικότητα του συγγραφέα.
Συνεχίζοντας στο κείμενο «Αντί προλόγου» μπορούμε να πούμε ότι δικαιολογεί τον τίτλο του βιβλίου και τη χρήση της ηπειρώτικης λαλιάς. « Όχι, όχι προτιμώ να διαβάσω, -περισσότερο να ακούσω-, ένα «τ’ ακούτε μωρέ κ’δούνια», παρά τις ελληνικούρες των δήθεν ειδημόνων. Τη γνήσια Ηπειρώτικη λαλιά που δεν έχει αλλοτριωθεί από τις αφ’ υψηλού γλωσσικές σιαμουνίκλες. Το μνημόσυνό μου κάνω και τη συνείδησή μου τη διατηρώ αλώβητη και συνεπώς ήσυχη με αναμμένο το κεράκι της ευθύνης».
Εξαιρετικό κείμενο είναι και η ΑΥΤΟΣΥΣΤΑΣΗ, ή «Η αλληλεγγύη του ζουρλού» όπως το παρατιτλοφορεί ο συγγραφέας και αφορά τον εαυτό του. Μια εξομολόγηση γεμάτη μνήμη, συναίσθημα και διδαχή. Ένας αληθινός ορισμός τι είναι αλληλεγγύη. 

Παρακαλώ την κα Μαρίκα Γκόνη να διαβάσει το σχετικό απόσπασμα.

«Δε σταμάτησα εκεί. Ξαναπήγα στην εκκλησία. Και συνέχισα το «ανόσιο» έργο μου. Όλες τις σακούλες τις πέταξα στο παρακείμενο της εκκλησίας  χείμαρρο. Ούτε που ήξερα τι έκανα. Πέταγα στο γκρεμό, πήγαινα στην εκκλησία άρπαζα και ξαναπέταγα. Με είχε πιάσει ένας ανομολόγητος οίστρος.  Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι όλα είχαν πάει στο γκρεμό. Έφυγα και πήγα σπίτι μου. Το πρωί ξύπνησα από φωνές, κατάρες  της μάνας μου. «Ποιος αντίχριστος, σατανάς, διαολοπαρμένος έκανε τέτοια αμαρτία».  Της είπα μόνο να μη φωνάζει, γιατί εγώ τα πέταξα όλα! Ούτε που μπόρεσε ποτέ να καταλάβει το λόγο. Τρελό με είπαν όλοι. Και βάλθηκαν να βρουν τη θεραπεία. Και τη βρήκαν. Σαράντα μέρες, πέντε το πρωί για να μη μας βλέπει κανένας, με πήγαινε η μάνα μου στην εκκλησία, όπου με διάβαζε κατάλληλα ο παπάς. Τι  προσευχές, τι Δευτερονόμια, τι Ευαγγέλια, τι Επιστολές κλπ., όλα τα άκουσα και μάλιστα κατ’ επανάληψη. Κι όσο σίγουροι ήταν όλοι τους πως θα ξεζουρλαθώ, τόσο εγώ συνέχιζα τις μπανταλωμάρες. Ώσπου βαρέθηκαν. «Δεν έχει γιατρειά, αυτό το παιδί. Είναι ζουρλό το παιδάκι. Δε γίνεται καλά με τίποτε».Σκασίλα μου. Πενήντα τόσα χρόνια  εγώ έμαθα ποια είναι η αληθινή αλληλεγγύη. Τη ρίχνω στα μούτρα αυτών των «φιλάνθρωπων» που άγιες ημέρες άντρες και γυναίκες βγαίνουν δακρύβρεχτοι/ες στις τηλεοράσεις να μας δείξουν τα «φιλάνθρωπα αισθήματά τους». Τυφλοί από ανθρωπιά και κουφοί στον πόνο του διπλανού.

Κι ας προσπαθούν να μας ψυχοθεραπεύσουν…»

https://scontent.fath5-1.fna.fbcdn.net/v/t1.0-9/35922708_1011176082376084_3796235311336390656_n.jpg?_nc_cat=0&oh=934b26b110c38a79850442a347164fc3&oe=5BA53A42
Το πρώτο μέρος φέρει τον τίτλο «Ελεύθεροι προβληματισμοί». Πρόκειται για 34 εν συνόλω κείμενα τα οποία είναι δύσκολο, μα πολύ δύσκολο, να προσδιορίσουμε για ποιο είδος κειμένου πρόκειται. Είναι άρθρο, χρονογράφημα ή δοκίμιο; Δύσκολη η απάντηση. Και τούτο οφείλεται στην ικανότητα του συγγραφέα να συλλαμβάνει σύνθετα νοήματα και εκμεταλλευόμενος την άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, να τα «βάζει στο χαρτί», όπως αυτός νομίζει κι όπως πιστεύει κάθε φορά. Γι αυτό όλα διαφέρουν ως προς την τεχνική. Το επαναλαμβάνω είναι η άριστη γνώση της γλώσσας και η συνθετική σκέψη του. Αλλού κυριαρχεί το συναίσθημα ως τρόπος πειθούς, αλλού η Λογική και στις περισσότερες φορές πετυχαίνει έναν άριστο συνδυασμό επίκλησης στη Λογική και στο συναίσθημα. Ειδικότερα προτείνω μερικά. «Τα μηνύματα της Επανάστασης του 21», «Ο γιορτασμός της Εθνικής Αντίστασης», «Το Αναστάσιμο μήνυμα» και «Η διαχρονική αξία του έπους του 40».
Πολλά είναι έντεχνα δομημένα με την ειρωνεία και το χιούμορ. Βιωματικά καθαρά κείμενα «Η πείνα και οι ποιητές» και «Η διακοπή της δίαιτας…». Εκεί στα Τζουμέρκα, «δεν σ’ αφήν’ κανείς να αγιάσεις». Αναγκαστικά θα πάθεις αυτό που εξομολογήθηκε η γιαγιά στον έγγονό της όταν τη ρώτησε: «Γιαγιά κοιμήθηκες ποτέ με κανέναν ξένο;». Κι αυτή απάντησε. «Σ’ αφήν’ ο ξένος παιδάκι μ’ να κοιμ’θείς;».
«Ο πολιτισμός της Σούλας». Η Σούλα, η Άτζι, η Κωστάντω. Τυχαία τα ονόματα που «συνθέτουν την πολιτιστική μας παρακμή». Πρόκειται για κείμενο που περιγράφει και καταγγέλλει την κοινωνική πραγματικότητα που σηματοδοτεί την ισοπέδωση των πάντων και την κατολίσθηση των αξιών. Κείμενο καθαρά διδακτικό, με ειρωνεία και έντονο τον κοινωνικό προβληματισμό και με γλώσσα - υπόδειγμα αρτιότητας και θαυμαστής επάρκειας.
https://scontent.fath5-1.fna.fbcdn.net/v/t1.0-9/35628587_1733549470055325_5977345886089379840_n.jpg?_nc_cat=0&oh=417511cfd3ae20c89b020fd7624d57d6&oe=5BEC9DE5

Παρακαλώ την κυρία Γκόνη να διαβάσει το απόσπασμα.

«Ο πολιτισμός της Σούλας»
Ο «πολιτισμός της Σούλας» είναι καθημερινό και ίσως παγιωμένο κοινωνικό φαινόμενο. Τον βλέπουμε στα κανάλια, « το πολιτιστικό μου επίπεδο μου επιβάλλει να σας αφήσω να ολοκληρώσετε» μέχρι που μας πνίγουν τα ζουμιά της «εκσπερματωμένης ανοησίας», «τον απολαμβάνουμε» στη βόλτα μας, τον γευόμαστε στην εκδρομή μας και τον «ανεχόμαστε» στην εν γένει επικοινωνία μας. Πρόκειται, ασφαλώς, για πλήρη πολιτιστική παρακμή και υποδούλωση. Ποιος να της πει για ατομικά δικαιώματα του καθενός, για αμοιβαίο σεβασμό και για κοινωνική συνύπαρξη. Είναι πράγματα που «αφορούν» το υπερπέραν! Εμείς να καλύψουμε, έστω και έτσι τα υπαρξιακά μας κενά και τα αδιέξοδα, να «ακουστούμε», να «επιδειχτούμε», να «επιβάλουμε» και να επιβληθούμε. Να επιβληθούμε όλων, όσοι τουλάχιστον βρεθούν μπροστά μας, προτού «μας επιβάλλουν» τον ζουρλομανδύα…

Ακολουθεί το δεύτερο μέρος. Το δεύτερο μέρος αφορά 39 εν συνόλω Λαογραφικά Σημειώματα γραμμένα με αριστουργηματικό και ηπειρώτικο θα έλεγα τρόπο. Ακριβώς όπως τα περιγράφει η επιμελήτρια στη Εισαγωγή της.
«Γι’ αυτή του τη μοναδική συμβολή τον ευχαριστούμε θερμά μιας και χρειάζεται μια τεράστια ποσότητα Ιστορίας για να δημιουργηθεί έστω και μια μικρή ποσότητα Παράδοσης. Αυτή την πολύτιμη σταγόνα κατέγραψε και την μετέτρεψε σε καταγραφή, εικόνα και μνήμη. Καθαρό το βλέμμα, λαμπερό το πνεύμα, θησαυροί δυσεύρετοι και σπάνιοι για μας».
Ένα μικρό δείγμα. 

https://scontent.fath5-1.fna.fbcdn.net/v/t1.0-9/35732303_1011175749042784_5322535030407299072_n.jpg?_nc_cat=0&oh=0150cb88726e7f73f19afcefee7d0366&oe=5BA74EE8


Παρακαλώ την κυρία Γκόνη
Γάιδαρος!
Μέχρι μια – κάποια ηλικία είχα σχεδόν ξεχάσει το όνομά μου! «Γαϊδούρι» ο ένας, «γαϊδούρι» ο άλλος, κόντεψα να πιστέψω πως το βαφτιστικό μου όνομα ήταν ψεύτικο. Γαϊδούρι ήταν το αληθινό. «Είσαι γάιδαρος, ρε αλειτούργε», μου φώναζε σε καθημερινή βάση η μάνα μου. Οι υπόλοιποι απλά επαναλάμβαναν τον, ας πούμε τίτλο. Κι εγώ προσπάθησα πολλές-πάμπολλες φορές να ερμηνεύσω τον τίτλο αυτό, το όνομα τέλος πάντων που αποδίδονταν σε άτακτα και «αδιάφορα» παιδιά. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί τόση απαξία σ’ αυτό το καλόβουλο ζωντανό με την περίσσεια υπομονή και την ανεκτίμητη προσφορά του. Έμειναν μόνο τα λόγια του παππού. «Μη λες έτσι το παιδί, θα πάει στο στρατό και θα τον βάζουν να κουβαλάει», και συνέχιζε με το τραγούδι «οι φαντάροι, οι φαντάροι, φορτωμένοι σαν γάιδαροι».
Το τρίτο μέρος κυριαρχείται από τον πόνο για το πανηγύρι, που γίνεται πλέον της πανηγύρεως ο βιασμός.


Παραθέτει ένα εκπληκτικό μοιρολόι για τον πλάτανο του χωριού του. Και τελειώνει με ένα ποιητικό κείμενο, που τιτλοφορεί «Η πορεία» …. Ίσως να είναι και ο ίδιος. Η πορεία του… 

https://scontent.fath5-1.fna.fbcdn.net/v/t1.0-9/35836909_1684457408317558_2725300334363672576_n.jpg?_nc_cat=0&oh=9b17d73a927c443b63aac6adde03ea94&oe=5BB82E07

Διαβάζει η Μαρίκα Γκόνη
Η πορεία
Ηθελημένα ή όχι, στοχευμένα ή μη, προγραμματισμένα ή «στα κουτουρού» οδηγηθήκαμε στο τέλμα και στην κενότητα.  Άπληστοι και μιαροί, ρουφήξαμε κάθε ικμάδα αληθινής ζωής και χάσαμε τη ζωντάνια και το δυναμισμό της δημιουργίας. Κενός ο λόγος, άδεια η σκέψη, κούφια η ζωή. Από λόγια άλλο τίποτε. Γενικά, απροσδιόριστα, «του αέρος», πολλά λόγια  από ανθρώπους «πανταχού παρόντες» και παντελώς απόντες από τον εαυτό τους και τον συνάνθρωπό τους.

Η σκέψη  στα αζήτητα, πίεση στον σκεβρωμένο τοίχο -ίσκιος του ίσκιου μας-, ασάλευτος και έτοιμος να σωριαστεί.  Η ζωή απορφανισμένη, η ψυχή φτωχή και ερημίτρα, γιατί «πέρασε ο βάρβαρος και η άπιστη σπορά του». Σταυρωτήδες των ονείρων και βιαστές της σκέψης. «Σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας, μας κλέβουν τη ζωή».

Κι αποζητάμε τη γνώση ή τη γνωριμία. Τον ήλιο να ταξιδεύει δίπλα μας καίγοντας τα αγκάθια της ερημιάς, αποδιώχνοντας τη θλίψη κι αναζητώντας την ανταπόκριση. Το όμορφο, το ωραίο και το αληθινό.

Το όνειρο που γίνεται θαύμα, το όραμα που λύνει το τάμα, η δίψα που σβήνεται στην κρήνη και η κάψα που μπαίνει στα στήθη. Βουνά και κάμποι, δάση, πελάγη, ποτάμια, γεφύρια στο διάβα της αγάπης και του δοσίματος, του θεμιτού και του αθέμιτου, του δικού μας και του κόσμου, του ορατού ή αόρατου, της ψυχής και της αναπνοής. Το φως που καίει σκοτάδια μερώνει, ψυχές ενώνει, ζωή προσδίνει...
Όλα δικά μας, όλα του κόσμου, όλα μπροστά μας!
Και η ανηφόρα ανεβαίνει…”
https://scontent.fath5-1.fna.fbcdn.net/v/t1.0-9/35757882_1011174642376228_3883584122819444736_n.jpg?_nc_cat=0&oh=6d029f4973a0c4e4c7407d1245052be0&oe=5BA84FE4
Κυρίες και κύριοι. Μια κατάθεση ψυχής, ένα συναίσθημα, ένας Ηπειρώτικος καημός και μια Τζουμερκιώτικη απαντοχή είναι ολόκληρο το βιβλίο. Θα μου επιτρέψετε να πω δυο λόγια για τον συγγραφέα. Εγώ που τον ξέρω καλά και τρέφω θαυμασμό για τις γνώσεις του -άνθρωπος που τη ζωή του την ταύτισε με το βιβλίο-, συνδυάζει τις γνώσεις με χαρακτηριστική εξυπνάδα και το Τζουμερκιώτικο φιλότιμο. Πάνω απ’ όλα κυριαρχεί το συναίσθημα και η καλοσύνη. Πρόκειται για ένα μικρό παιδί, αφού έχει αποδιώξει κυριολεκτικά την κακία από πάνω του.
Για όλα αυτά ξέχασε ακόμα και να γεράσει. Πάντα έφηβος και πάντα αληθινός, ωραίος και νεανικός…

Και κάτι παραπάνω. Είναι πολύ δύσκολο να τον πείσει κάποιος να παρουσιάσει το έργο του. Έχω την ευκαιρία και θεωρώ μεγάλη τιμή που μού εμπιστεύτηκε και διάβασα μερικά ποιήματά του. Ειδικά η μια συλλογή με ερωτικά ποιήματα. Πιστεύω πως πρόκειται για αριστουργήματα. Κατάφερα και αντέγραψα μερικά και ξέρω-θα ακούσω πολλά- θα σας διαβάσω ένα με τον τίτλο ΕΠΕΤΕΙΟΣ. 

https://scontent.fath5-1.fna.fbcdn.net/v/t1.0-9/35922678_1011176455709380_7559229542896762880_n.jpg?_nc_cat=0&oh=e2f3f2f9ade9577a4ff519098c2407e5&oe=5BA4039D

ΕΠΕΤΕΙΟΣΓιορτάζεις, μιλάς, σωπαίνεις κι ανεβαίνεις,
κυκλώνεσαι κι απιδρομάς και ζεις και περιμένεις!
Η 16η ήρθε, η 17η διαβαίνει. Πάει με το χαμόγελο
που πληρώνει τη φλόγα. Πέλματα, σεντόνια,
γυαλιά και κρεβάτια στον ίλιγγο αιωρισμένα,
καρφώνουν το άπειρο, τη ζωή, τον έρωτα και τη γεύση!
Κρήνες ποτίζουν, νερά κελαρύζουν, ευαίσθητοι κωπηλάτες ορμούν να τρυγήσουν του έρωτα το αμπέλι,
βρεγμένα μέτωπα, δάχτυλα ζεστά χαϊδεύουν παλάμες, ελιές και στήθη. Τανάλιες κλειδώνουν την αιώνια αγάπη.
Το όμορφο, το βιωματικό, το αιώνιο, το επετειακό!
Αιωρίζεσαι, Μετεωρίζεσαι, Προσδιορίζεσαι.
Ζεις...

Τελειώνοντας και απευθυνόμενη στον συγγραφέα, τούτο μόνο έχω να του πω.


Και τα νεράκια τ’ άβαθα, γλυκόηχα, κρύα, καθάρια, για να τα πιεις, τα ηλιόλαμπα και τα ποτιστικά, έγινες της μέθεξης ο ποιητής, ο ιδροκόπος δουλευτής, ο Τζουμερκιώτης κελαηδιστής και ο Ηπειρώτης ταξιδευτής.
Σε ευχαριστούμε Χρήστο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου