Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Γυναίκες.



Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου.

Οι γυναίκες δεν είναι γένους αλλά ήθους. Δεν είναι φύλο αλλά άνθρωπος . Δεν είναι αντικείμενα αλλά έτσι υπηρέτησαν για αιώνες και υπηρετούν  ένα κόσμο βουτηγμένο στην υποκρισία το ψεύδος και την εκμετάλλευση.
Οι γυναίκες ο νέγρος του κόσμου, που πάνω στο σώμα της γεννήθηκαν μύθοι, θεότητες, Αφροδίτες  και Περσφόνες αλλά και περιορσμοί, θύματα και εγκλήματα. Ένα σώμα και τα όριά του που δύσκολα με τις δομές των μέχρι τώρα πολιτισμών μπορεί να τα υπερασπιστεί ή και να τα διεκδικήσει ως όμοια, ισότιμα και ελεύθερα.
Αγώνες έγιναν και συνεχίζουν να δίνονται. Αφανείς κι εμφανείς πολλές φορές για το αυτονόητο που από τόπο σε τόπο διαφέρει, από χώρα σε χώρα έχει άλλο χρώμα και απόχρωση αλλά πάντα τον ίδιο περιορισμό – αυτό της γυναίκας.
Δεν θέλω ν΄αναφέρω κανένα παράδειγμα μιας και αναφέρονται τόσα πολλά στη μέρα της, με ονόματα της Υπατίας, της Μαρί Κιουρί, της κάθε βασανισμένης σε ψυχή και σώμα που έπρεπε να δώσει και συνεχίζει να δίνει αγώνα για κάθε αυτονόητη εργασία, αποδοχή και θέση.
Είναι η καθημερινή γυναίκα ειδικά εδώ της σκληρής μας περιοχής της Ηπείρου που κάθε μια αποτελεί και ένα ζωντανό και δικό της παράδειγμα. Μια ζωή και μια πληγή. Η Χριστινούλα που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, παιδί του ολοκαυτώματος που είχε την απίστευτη τύχη να γλιτώσει από τη μια και να πέσει  κοινωνικό και ιστορικό θύμα από την άλλη, πληρώνοντας το τίμημα της ζωής της, που κατάφερε, έστω κι από τύχη και επιβίωσε.
Για την Μαρία , την Βασιλική, την  κάθε μια που ντύθηκε ορφανή στα μαύρα, μαντηλοδέθηκε και δεν τα έβγαλε ποτέ, μ΄αυτά  τις έθαβαν, μ΄αυτά τις θυμόνταν, μ΄αυτά τις ανέφεραν- κακορίζικες. Οι μαύρες αυτές φιγούρες της παιδικής μας μνήμης που ήταν οι  θείες μας, οι γιαγιάδες μας, οι μητέρες μας.


Και δυστυχώς συνεχίζουν να είναι και να κινούνται σε δρόμους και όρια σκοτεινά, να πέφτουν θύματα της βίας, της κακομεταχείρισης, της  αυτονόητης βίας που σηκώνει έτσι απλά το χέρι της και καταλήγει σε σώμα και ψυχή για να στιγματιστεί για μια ζωή. Μια ζωή σκληρή και βασανισμένη που είναι  «πονοδεμένη» πια, παραδαρμένη μέσα στην εγκατάλειψη, την ανεργία και την απόγνωση , τον σκληρό πόλεμο της επιβίωσης γι΄αυτή που φέρνει τη ζωή , γι΄αυτήν που σηκώνει τον πόνο, γι΄αυτήν που χαϊδεύει τον ανυπεράσπιστο ακόμη κι όταν η ίδια  έχει χάσει κάθε ελπίδα.
Για τη γυναίκα που με τόση ακρίβεια περιέγραψε η Πέρλ Μπάκ αλλά και ο Παπαδιαμάντης στη μορφή της χήρας, της Φόνισσας, της χαροκαμένης μάνας, της αρραβωνιαστικιάς, της Λυγερής του Καρκαβίτσα, της ηρωίδας του Θεοτόκη του Χατζόπουλου και τόσων άλλων Ελλήνων και όχι μόνο συγγραφέων και ποιητών που προσπάθησαν να την περιγράψουν να την ηθογραφήσουν και πάλι χώρος έμεινε.
Δεν ξέρω σε τι διαφέρει η Φραγκογιαννού- «Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της – και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της.»


Δεν ξέρω σε τι διαφέρει από   τη γυναίκα που εργάζεται μέρα και νύχτα μέσα και έξω από το σπίτι χωρίς να αναγνωρίζεται ή να πληρώνεται γιατί αυτό θεωρείται αυτονόητο όπως και τόσα άλλα πολλά....Οι γυναίκες ήταν και είναι ακόμη τα θύματα της δημόσιας και ιδιωτικής βίας σε παγκόσμια κλίμακα. Η εκμετάλλευση και η κακοποίηση των γυναικών δεν είναι απλώς ένα λάθος του συστήματος. Είναι γέννημα της ίδιας της κοινωνίας, του κέρδους και του πλούτου. Από αυτήν την άποψη η πάλη ενάντια στην καταπίεση των γυναικών είναι και πάλη ενάντια στους όρους και τις συνθήκες που τη δημιουργούν χωρίς όμως και πάλι οι γυναίκες να νικούν αλλά απλά να νικούν στη νομοθεσία στη θεωρία δηλαδή που τις αγκαλιάζει, χωρίς όμως πραγματικά να μπορούν να υπερασπιστούν την καθημερινότητά τους ,τα διακαιώματά τους και συχνά την ίδια την αξιοπρέπεια τους έως και τη ζωή τους συχνά....
Γυναίκα και τέχνη, γυναίκα και ποίηση, γυναίκα κι όλος ο κόσμος απέναντί της μικρός και πεζός μπροστά στο μεγαλείο της. Λίγες και φτωχές οι λέξεις που θα μπορούν να την περιγράψουν. Το δημοτικό τραγούδι είναι το βασίλειο της γυναίκας. Όχι μόνο την υμνούσαν σ΄αυτό μοναδικά....

«Ένα κομμάτι μάλαμα, ένα κομμάτι ασήμι, 

εκόπη από τον ουρανό κ' έπεσε μεσ' 'ς τη διάβα, 
κι' άλλοι το λένε σύγνεφο, κι' άλλοι το λένε αντάρα.
Κείνο δεν είναι σύγνεφο, κείνο δεν είν' αντάρα, 
παρά ειν' η κόρη του παπά, πόρχετ' από ταμπέλι.»

Ακόμη περισσότερο ήταν αυτή που τα τραγουδούσε, καμιά φορά και κρυφά, μέσα στη σκληρή και δυσβάσταχτη ζωή της, σκαρφαλώνοντας σε βράχια, ζωσμένη με το παιδί της στην πλάτη της , να σκύβει να καλλιεργεί τη γή, το σκληρό χώμα , το μικρό χωράφι κι αυτό να ευλογείται από τα χέρια της και να καρποφορεί, να ταΐζει μια ολόκληρη οικογένεια.
Πόνοι και σκληρά λόγια και παράπονα που ποτέ δεν είδαν το φως της ημέρα και ποτέ δεν βγήκαν από κανένα στόμα παρά μόνο σαν στίχοι.


«Μάννα μ', μ' εκακοπάντρεψες που μ' έδωκες 'ς τους κάμπους,

κ' εγώ 'ς τους κάμπους δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω.
Θα μαραθούν τα χείλη μου, θα κιτρινοφυλλιάσουν 
από το χλίο το νερό, την κάψα τη μεγάλη. 
Εδώ ταηδόνι δε λαλεί κι' ο κούκος δεν το λέει. 
Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβένταις, 
και οι τσούπαις μαραζιάζουνε, σαν το φλωρι γινώνται.»

Γυναίκα η ευλογία και κατάρα μαζί....






Κατερίνα Σχισμένου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου