Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Χαράλαμπου Σ. Ξυλογιάννη «Πεδιάδα Άρτας»


Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου

«Mάνα με κακοπάντρεψες και μ’ έδωκες στον κάμπο.
Εδώ οι κούκοι δε λαλούν, οι πέρδικες δε βόσκουν, 
εδώ το λένε οι βάτραχοι τη νύχτα ώσπου να φέξει»

Τι σήμαινε να είσαι γυναίκα στον κάμπο; Και όχι σ’ όποιον κι όποιον κάμπο, αλλά στον κάμπο της Άρτας; Πώς είναι να πορεύεσαι μέσα στις αχανείς πεδιάδες της, στους πορτοκαλεώνες της, σε κτήματα και εκτάσεις γεμάτες πράσινο και αλμυρίκια;


Ήταν άκρως συγκινητικό όταν έπιασα αυτό το εξαιρετικό πόνημα του Χαράλαμπου Ξυλογιάννη. Ο τρόπος που κάνει την καταγραφή του είναι σχεδόν –πιστεύω σίγουρα– βιωματικός. Είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του, οι εικόνες που μας περιγράφει, εικόνες της πρώτης του αποτύπωσης και δοκιμής του κόσμου. Και ξέρετε, αυτά τα έργα μόνο έτσι βγαίνουν. Μέσα από την ψυχή και την καρδιά, μέσα από ενθυμήσεις του προσωπικού χώρου, κλειστού και ανοιχτού. Ο κάμπος της Άρτας, ένα μεγάλο και πολυμορφικό βιβλίο, που παρουσιάζει την τοπική μας ιστορία από κάθε πιθανή της πλευρά.
Η γυναίκα στον κάμπο είχε πολλαπλούς ρόλους και βάρη που αφορούσαν την καθημερινότητά της, την επιβίωσή της, το μεγάλωμα των παιδιών της τα εθίματα που πρωταγωνιστούσε, τις δραστηριότητες όπως ο θερισμός, ο γάμος, η βάφτιση, τ’ αρραβωνιάσματα, το πένθος...


Κάποτε ο κάμπος της Άρτας δεν παρήγε εξωτικά φρούτα και λαχανικά, αλλά σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, ρύζι, σίκαλη και βρίζα. Μιντάνα το λευκό αλεύρι, ασπρόσταρο, γκρινιάς, κουτρουλιάς, μαυραγάνι... οι ποικιλίες που εξέθρεψαν γενιές χωρίς τα μεταλλαγμένα και αποδοτικά που παραποίησαν την πεδιάδα της Άρτας και σε λίγο και μας τους ίδιους. Φυσικά το ξερικό κίτρινο καλαμπόκι, η τρακαλιάνα, έσωσε τον κόσμο από την πείνα όχι μόνο της κατοχής αλλά και κάθε λιμού και δύσκολων εποχών. Άξια τα χέρια που το έσπερναν, το θέριζαν, το άλεθαν και έφτιαχναν αριστουργήματα γεύσης, που όσοι είχαμε γιαγιάδες και δοκιμάσαμε κάτι από τα χέρια τους, νομίζω δε θα το ξεχάσουμε ποτέ τη μνήμη της γεύσης μας.
Το υπέροχο βούτυρο που προέρχονταν από σκληρό χτύπημα με τη βούρτσα, το φρέσκο ψωμί, όλα αυτά δε θα τα γευθούν, δυστυχώς, τα σημερινά παιδιά, που οι γιαγιάδες έχασαν και χάσαμε το μέτρο και το ήθος μας... Έτσι με τα νέα μας ήθη και συνήθειες και περιμένοντας τους βαρβάρους... άδειασε κι ερήμωσε ο κάμπος. Ερημοποιήθηκε η ύπαιθρος και περιμένουμε από εισαγόμενα χέρια να μας σώσουν και να μας πλουτίσουν, όσο εμείς καθόμαστε και απολαμβάνουμε τα ξένα σήριαλ στις τηλεοράσεις μας και τον ήλιο στις πλατείες μας...
Οι γυναίκες δε θέριζαν μόνο, αλλά αλληλοβοηθιούνταν και είχαν και την ευθύνη της σίτισης, του νερού μέσα σε πήλινες κανάτες, φορώντας λευκά μαντήλια για να προστατευθούν από τον ήλιο. Ο οίκος τους φτωχός, αλλά πάντοτε λαμποκοπούσε, τόσο στο καθιστικό όσο και στο φουρναριό – το χειμωνιάτικο. Οι χωμάτινοι φούρνοι και δίπλα τα χαλκώματα, το γουδί, το καφοκούτι, ένα τσίγκινο κουτί χωρισμένο στη μέση με ζάχαρη και καφέ, ο σφρας, η πιατοθήκη, το πλαστήρι, ο χλιαρολόγος, ο αλατολόγος... τα σύνεργα σχεδόν πρωτόγονα που ανέστησαν γενιές και τάισαν στόματα, έβγαλαν κατοχές και πολέμους, γενιές και ένα ήθος και δύναμη που μακάρι να ξέραμε από πού προέρχονταν...
Ο Μπάμπης ο Ξυλογιάννης δεν τα ανασύρει μόνο από φωτογραφίες και μαρτυρίες. Είναι η ίδια του η ζωή, η βιωμένη καθημερινότητα στο χωριό του τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Μνήμες και εικόνες που μας τις μεταβιβάζει μ’ έναν μοναδικό τρόπο. Με μια μορφή, αν θυμάστε, πατριδογνωσίας. Η γνώση της πατρίδας μας... Νομίζω στη βαθιά μου μνήμη κάποτε το πρόλαβα, πρόλαβα τη διδασκαλία αυτών των λεπτομερειών της πατρίδας μας, του τόπου μας, που προφανώς πλέον δεν παίζουν ρόλο μπροστά στην παγκόσμια ψευδαίσθηση της ρήσης «είμαστε όλοι ίδιοι και επομένως όλοι ίσοι»... Πράγματι είμαστε όλοι ίσοι μπροστά στα οικονομικά μέτρα και σταθμά, όχι όμως όλοι ίδιοι... Κάναμε κύκλους ιστορικούς και διαλεκτικούς για να καταλήξουμε σε αυτονόητα πράγματα που οι πρόγονοί μας, του κάμπου και των βουνών, τα είχαν ενσωματώσει στη ζωή τους και εμείς τα χάσαμε. Και δύσκολα θα τα ξαναβρούμε.


Δεν είμαι προγονόπληκτη ούτε επιθυμώ το παρελθόν. Επιθυμώ όμως ο τόπος μου, ο τόπος που δραστηριοποιούμαι και θα ακολουθήσουν και τα δικά μου όπως και τα δικά σας τα παιδιά, να ευημερήσει. Δεν είναι δυνατόν ο πιο όμορφος και εύφορος κάμπος, αυτός της Άρτας να μη μπορεί να βρει το δρόμο του και να βιώνει κρίση και ερήμωση. Την κατοχή, ο κάμπος τροφοδοτούσε με καλαμπόκι και τα ορεινά, η μπαζίνα, το κουρκούτι από συνάλευρα, δηλαδή από πίτουρα που έμεναν στη σίτα ... τίποτε δεν πήγαινε χαμένο, τώρα αντιθέτως όλα πηγαίνουν...
Τα εδέσματα της φτώχιας και της ανέχειας, οι γυναίκες του κάμπου που με την άοκνη και συνεχή εργασία τους δε σταματούσαν να παράγουν, να προσφέρουν, να μαγειρεύουν, να πλένουν, να σκαλίζουν, να γνέθουν, χωρίς επίδομα τοκετού και άδεια μητρότητας... Και συνέχιζαν, να γιορτάζουν και να κατασκευάζουν την μπουκουβάλα, πριν την εμφάνιση της βασιλόπιτας,, την κλούρα, το λειψό, την μπομπότα, το λαχανόψωμο... Τα εδέσματα μιας άλλης εποχής κι ενός κόσμου που φεύγει μαζί με αυτούς τους ανθρώπους.
Πόσα γνώριζαν και τι γέφυρες ήξεραν να δημιουργούν και μετά το πέρας της ζωής τους. Γέφυρες που εμείς εν ζωή τόσο εύκολα γκρεμίζουμε και σπάμε απερίσκεπτα και ελαφρά...
Αυτές οι γυναίκες είχαν έναν άλλον ίσκιο, ήξεραν να ενσαρκώνουν το νόημα της ζωής και να δίνουν αξία στο θάνατο. Η αξιοπρέπειά τους, ένα ρούχο για λίγους και για λίγες, που σήμερα σπανίζει αν δεν είναι πλήρως εξαφανισμένο... Αυτές ήταν οι γιαγιάδες μας, που πέθαναν δυστυχώς ή πεθαίνουν χωρίς να έχουν χορτάσει τον ύπνο, τον καφέ και το αραλίκι στην καφετέρια, στα τούρκικα σήριαλ και τα πρωινάδικα, στα κομμωτήρια, τους σεφ και το survivor άλλη αύρα, άλλη πνοή, άλλη αισθητική και τελικά άλλη παιδεία.


Κήποι γεμάτοι άνθη και πασχαλιές, τριαντάφυλλα που δεν είχαν κηπουρό να τους τα φτιάξει, αλλά μόνο τα πολύπαθα χέρια τους, σκληρά από την εργασία και τις κακουχίες. Αυτή την εποχή πλημμύριζε όπως και πλημμυρίζει ο κάμπος της Άρτας από τις βιολέτες, τα ανθοστόλιστα παρτέρια, άνθη της άνοιξης και της ψυχής που εμείς αποδιώξαμε απ’ τις ψυχές μας και τα μπαλκόνια μας, μη λερώσουμε τα σίδερα... άλλος πολιτισμός, άλλη παιδεία...
Κι ο καθείς πορεύεται με την παιδεία του, και όσα άνθη κουβαλά, τόση είναι και η ευωδία του, τόση είναι και η ακτινοβολία του, χωρίς να έχει τελειώσει κανένα σχολείο ή πανεπιστήμιο, χωρίς να έχει καμία ιδιότητα παρά μόνο της ηπειρώτισσας γυναίκας, που τόσο έντιμα και ελεύθερα υπηρέτησαν αυτές οι γυναίκες.
Συνεχίζω να τις βλέπω μέσα σε καθαρά σπίτια με τα παιδιά τους, να μάχονται με τους κήπους τους, τις κότες τους και την ατελεύτητη προσπάθειά τους να τα βγάλουν πέρα με άλλους όρους και τεράστιες δυσκολίες, και τις θαυμάζω. Υπάρχουν κι αυτές οι λίγες ή πολλές που δεν ξέρουν τι είναι ανημπόρια, κούραση ή ξεκούραση, κατηφόρα ή ανηφόρα, βουνό ή κάμπος. Ήταν και είναι απλώς το χρέος τους. Πηγαίνοντας στα καμποχώρια, συναντώ ακόμη τέτοιες φιγούρες κι απορώ με την αντίστασή τους σε κάθε δυνατό κύμα και ρεύμα. Μαυροντυμένες να πηγαίνουν με τα πόδια στα κτήματα τις κότες, ν’ ανάβουν τα καντήλια των δικών τους Αγίων και της δικής μας ξεχασμένης πίστης στον άνθρωπο.
Χωριό μου,/ τι σ’ απόμεινε παρηγοριά στα χείλια/να μείνει κάποιος ζωντανός/ ν’ ανάβει τα καντήλια -Μαθητεία, Αναστασία Κόκκινου.
Θέλω να ευχαριστήσω θερμά το συγγραφέα αυτού του βιβλίου, Μπάμπη Ξυλογιάννη γι’ αυτή την μοναδική ευκαιρία που μου έδωσε να ξαναβουτήξω και σε δικές μου μνήμες και εικόνες, όπως υποθέτω πως συνέβη και σε πολλούς ακροατές. Αυτή είναι η αξία και λειτουργία ενός βιβλίου και μιας παρουσίασης: η συναίσθηση, η κοινωνία, η συμπόρευση.









Κατερίνα Σχισμένου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου