Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Αγοράζει ένα κοπάδι γίδια κι ανοίγεται κάθε μέρα στις πλαγιές και τα λαγκάδια της Ηπείρου.


Στα δεκάξι του, «ο Χαραλαμπάκης» έφυγε για την Αθήνα εις αναζήτηση μιας άνετης καλύτερης ζωής. Και τη βρήκε. Σιγά –σιγά από απλός εργαζόμενος έγινε αφεντικό. Ιδιοκτήτης ταβέρνας, ακριβό αυτοκίνητο, ωραίες διακοπές, καινούργιο σπίτι στο χωριό. Ώσπου ήρθε η κρίση. Και στα 43 του παίρνει το δρόμο πίσω. Με γυναίκα και παιδί πια. Αγοράζει ένα κοπάδι γίδια κι ανοίγεται κάθε μέρα στις πλαγιές και τα λαγκάδια. Ρουφάει τις μυρωδιές απ’ τα θυμάρια και τις ρίγανες, χάνεται μέσα στους ανθισμένους ασφόδελους, ασφάκες κι αγριογκορτσιές που φύονται στην άγονη γη μεταξύ Γυμνοτόπου- Αμμοτόπου- Δρυοφύτου. Ακούει τις μέλισσες να δουλεύουν πιο σκληρά απ’ τον ίδιο, τα βελάσματα και τα κουδούνια απ’ τα κατσίκια, παίζει και κλαρίνο ενίοτε αντί φλογέρας. Συχνά αλλάζει και καμιά κουβέντα με τον μπάρμπα- Τέλη που έχουν κοινό σημείο τη διατήρηση της ντόπιας ράτσας γιδοπροβάτων. Ζει στ’ αλήθεια τον κίνδυνο φιδιών και λύκων, τον καίει ο ήλιος και τον μουσκεύει η βροχή ως το κόκκαλο μα φέτος δεν αρρώστησε ούτε από γρίπη. Από τα Κύθηρα που κατάγεται και την Αθήνα που μεγάλωσε η γυναίκα του η Μαρία, βρέθηκε στο Γυμνότοπο να μαθαίνει την αγροτική ζωή δίπλα στον άντρα της και να εκπλήσσει ακόμα και τον ίδιο με την προσαρμοστικότητα και την αφοσίωσή της στα επακόλουθα της παραδοσιακής κτηνοτροφίας. «Μια δουλειά είναι κι αυτή» λέει όταν την ρωτάς πώς τα καταφέρνει ως σύγχρονη τσελιγκοπούλα που δεν είχε ιδέα από δουλειές της υπαίθρου. Για τον πεντάχρονο Αλκιβιάδη «η δουλειά του μπαμπά στα κατσίκια» μοιάζει με παιχνίδι. Σαν μικρός θεός της αρχαίας Ελλάδας, με λευκό πρόσωπο και κατάξανθη, πλούσια χαίτη, τρέχει ανάμεσα στο κοπάδι, πιάνεται απ’ τα κέρατα, αγκαλιάζει τα κατσίκια, φτυαρίζει κοπριά για να αποδείξει στη μαμά πως αυτή είναι δουλειά για άντρες! Το ημιτελές σπίτι που φτιάχνονταν ειδικά για τις διακοπές στο χωριό διατηρεί πολλά σημαδιακά γνωρίσματα. Το τζάκι χτισμένο όλο μ’ ακανόνιστη πέτρα σαν τις «σκρίκες» που περιδιαβαίνει καθημερινά ο ιδιοκτήτης του με το κοπάδι. Γύρω-γύρω πάλι πέτρινες κόγχες διακοσμημένες με ξύλινα μικρά καρδάρια, «μπούντες», βαρέλες και τορβάδες. Και στην αυλή ένα γλυπτό που φιλοτέχνησε ο Αλέκος Ζυγούρης μεταμορφώνοντας μια τεράστια, αμετακίνητη κοτρώνα. Η πισίνα, δείγμα μιας άλλης καλής εποχής, δεν έμελλε να λειτουργήσει. Είναι εξάλλου αταίριαστη στο νέο περιβάλλον. Όλα αυτά περιγράφουν τη ζωή ενός επαναπατρισθέντος νέου την εποχή της κρίσης. Κι αποτελούν μήνυμα ελπίδας για τα ερημωμένα χωριά, παράδειγμα μίμησης για τη νέα γενιά, ιδίως αυτή που έχει καταβολές απ’ τη ζωή στην επαρχία.



Σκληρό και δύσκολο να βόσκεις ζώα ή να καλλιεργείς τη γη μα πως αλλιώς να ξεπεράσεις την ανεργία στην πόλη, πώς να επιβιώσουμε ως χώρα αν δεν επιστρέψουμε στην παραγωγή; Ο Χαράλαμπος Παππάς, «ο Μπάμπης ο γιδοβοσκός» όπως αυτοσαρκάζεται μεταξύ μας δεν άφησε τη συγκυρία να τον πάρει από κάτω. Άλλαξε ρότα και το παλεύει. Πήρε τη μεγάλη απόφαση και συνιστά να τον μιμηθούν κι άλλοι που έχουν μια ρίζα σε χωριό. Να πως τα λέει κι ο ίδιος: Πώς βρέθηκες πίσω στο χωριό κι από καταστηματάρχης έγινες γιδοβοσκός; Ανάγκη ή επιλογή; Ε, μείναμε από δουλειά κι αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο χωριό. Εδώ είχαμε τουλάχιστον δικό μας σπίτι. Είχαμε να μείνουμε κι είχαμε εργασία. Αυτή την εργασία. Δεν είναι εύκολη αλλά την κατείχα. Ναι, αλλά πιο εύκολο δεν είναι να κάνεις μια εκτροφή με σταβλισμένα πρόβατα παρά κατσίκια ελευθέρας βοσκής; Είμαι φυσιολάτρης. Μ’ αρέσει η φύση πολύ και θέλω και βιολογικά προϊόντα. Το σταβλισμένο ζώο είναι σαν οι ντομάτες θερμοκηπίου. Καμιά σχέση με τις ντομάτες τις φυσιολογικά αναπτυγμένες. Θέλει βέβαια περισσότερο κόπο η δουλειά έτσι αλλά μ’ αρέσει. Εσένα σ’ αρέσει. Στην υπόλοιπη οικογένεια όμως; Και στη Μαρία αρέσει. Ήταν δύσκολη απόφαση, δεν λέω. Και για μένα ήταν δύσκολη πόσω μάλλον για τη Μαρία που δεν ήξερε τίποτα σχετικό. Είχε γεννηθεί Αθήνα, είχαμε συνηθίσει σ’ άλλη δουλειά, άλλο τρόπο ζωής, καμία σχέση. Αλλά είχαμε θέληση. Κι ακόμα είμαστε στην περίοδο προσαρμογής. Τον Ιούλιο ξεκινήσαμε. Ο μικρός το βλέπει σαν παιχνίδι. Παίζει με τις κατσίκες, θέλει ν’ αρμέξει, να καθαρίζει κι αυτός το στάβλο… Από πού πήρες τις κατσίκες; Από την Πάργα. Δεν ήθελα βελτιωμένα ζώα. Θέλω να φτιάξω μόνος μου σιγά -σιγά τη ντόπια ράτσα. Έχω 200 τώρα. Και καλά το κοπάδι το αγόρασες. Στάβλο είχες; Με φιλοξενεί ο ξάδερφος! (γέλια). Το καλοκαίρι λέμε να φτιάξουμε. Πότε θ’ αρχίσουν να σου αποδίδουν έσοδα; Σιγά –σιγά κάτι αφήνουν. Έχουμε τα πρώτα κατσίκια τώρα το Πάσχα, λίγο γάλα απ’ το οποίο φτιάξαμε τυρί και τραχανά. Στόχος μας είναι να μπορέσουμε αργότερα να φτιάξουμε κι ένα μικρό τυροκομείο Τυρί ήξερες να φτιάχνεις; Αγόρασα βιβλία. Και μελισσοκομία απ’ τα βιβλία έμαθα. Άμα μπορέσω αργότερα θα πάρω και μελίσσια. Ποια είναι η καθημερινότητά σου πια; Η δική μου καθημερινότητα είχε πάντα μια σταθερά. Δεν ήμουν απ’ αυτούς που δούλευαν έξι- οχτώ ώρες και τώρα που δουλεύω δώδεκα θα μου κακοφανεί. Το δωδεκάωρο-δεκαπεντάωρο στη δουλειά ήταν καθημερινό. Τώρα μου φαίνεται πιο εύκολο. Δεν έχεις να κάνεις με ανθρώπους γι αυτό. Να ‘χεις το προσωπικό ευχαριστημένο, τον πελάτη πάντα ικανοποιημένο και με το χαμόγελο, να ‘χεις την εφορεία, το ΤΕΒΕ, το ΙΚΑ….Τώρα ξέρεις, θα σηκωθείς στις πέντε το πρωί, θα πιείς το καφεδάκι, θ’ αρμέξεις, θα πας να βοσκήσεις το κοπάδι, θα γυρίσεις απόγευμα, θα ξανασχοληθείς στο στάβλο, θα πας σπίτι και θα χαλαρώσεις. Κι αν μια μέρα αρρωστήσεις, τι θα γίνει το κοπάδι; Εδώ δεν αρρωσταίνω καθόλου. Ούτε βήχας δεν μ’ έπιασε. Εντάξει, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι για πάντα. Στο πρόγραμμα έχουμε να αναπτυχθούμε. Να αποκτήσουμε δικές μας εγκαταστάσεις, ένα μικρό τυροκομείο, να πουλάμε τα δικά μας προϊόντα, να μπορώ να πάρω κι έναν-δυο ανθρώπους να μας βοηθάνε. Να ‘χουμε και λίγο χρόνο με τη γυναίκα μου και το παιδί μου ως οικογένεια όπως είχαμε πριν. Η διαφορά τώρα είναι ότι είμαι βράδυ στο σπίτι. Να βλέπω τη μέρα να ξημερώνει… Τώρα την Άνοιξη είναι ωραία να είσαι έξω με το κοπάδι. Άμα βρέχει όμως σαν σήμερα; Άλλο πράγμα, άλλο πράγμα! Ανθισμένα όλα. Ε, σήμερα η αλήθεια είναι ότι μ’ έπιασε η βροχή απροετοίμαστο. Έγινα μούσκεμα μα το ευχαριστήθηκα. Στην Αθήνα κάποια πράγματα τα ‘χαμε ξεχάσει. Άσχημο είναι να βραχείς έξω στη φύση; Πρέπει στη ζωή να βλέπεις κι ορισμένα πράγματα ρομαντικά. Άμα πεις, ωχ, αυτό είναι δύσκολο, τ’ άλλο κι αυτό δύσκολο, τότε δεν έχει νόημα. Δεν είμαστε μόνο για τα εύκολα. Με παίρνουν καθημερινά τηλέφωνο φίλοι και γνωστοί απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας που ήμαστε μαζί στην Αθήνα και μου λένε ότι είμαι τυχερός που έφυγα. Θέλουν να έρθουν για εκπαίδευση!. Στην αρχή νόμιζα ότι με κοροϊδεύουν και με λένε τυχερό για πλάκα, μα τώρα τους πιστεύω. Πολλοί θέλουν να γυρίσουν στην επαρχία και δεν ξέρουν με τι να ασχοληθούν. Εγκλωβίστηκαν στην Αθήνα. Εγώ είμαι τυχερός που ήξερα από ζώα. Όταν έφυγα στα δεκάξι για την Αθήνα είχα φύγει απ’ αυτή τη ζωή. Λύκο από πότε είχες να δεις; Μόνο σε ντοκυμαντέρ είχα δει μέχρι που χθες είδα αληθινό. Επιτέθηκε σ’ ένα ζώο, το έπιασε απ’ το σβέρκο, ευτυχώς δεν το σκότωσε γιατί ήταν κοντά μου. Έφυγε ο λύκος. Αφού ο τσοπάνης είναι εξπέρ! (γέλια). Έχω παραγγείλει τώρα και τέσσερα καλά σκυλιά για καλύτερη φύλαξη. Φίλους και καλούς ανθρώπους όμως δεν θα πειράζουν. Φίδια; Έχει πολλά φίδια. Φιδιάστηκαν (τις τσίμπησε φίδι) και τρεις κατσίκες, αλλά επειδή ξέρω από παλιά πώς να αντιμετωπίσω την περίπτωση, δεν τις έχασα. Δεν είδα να ‘χεις τροβά. Ε, σε κάποια πράγματα είπαμε να ‘μαστε πιο σύγχρονοι. Έχω σακίδιο. Βάζω μέσα νερό, φρούτα, καφέ. Ψωμοτύρι δεν παίρνω γιατί εγώ τρώω καλά το πρωί πριν φύγω. Ραδιόφωνο γιατί δεν έχεις, να ακούς, να περνάει η ώρα; Ακούω τη φύση, τα πουλιά! Άσε που καμιά φορά έχω και το κλαρίνο μαζί μου για περισσότερη μουσική. Δεν βαριέσαι μόνος σου τόσες ώρες; Μόνος μου είμαι με 200 ζώα γύρω συν όλα τα άγρια; Βρίσκω και τον μπάρμπα Τέλη και τα λέμε για λίγο. Τι λέτε δηλαδή; Συζητάτε, ας πούμε, για το πότε θα γίνουν εκλογές; Δεν μας αφορά το θέμα. Λέμε για τα ζώα, ιστορίες απ’ τα παλιά, συμβουλές… οι μεγάλοι άνθρωποι σαν τον μπάρμπα Τέλη κλείνουν όλη τη σοφία της ζωής στα λόγια τους. Είναι ωραία να τους ακούς. Μπήκες καθόλου στη διαδικασία ασφάλισης στον ΟΓΑ ως νέος κτηνοτρόφος; Τα ζώα είναι στο όνομα της Μαρίας (της συζύγου). Εγώ δεν ξεμπέρδεψα ακόμα με το ΤΕΒΕ. Υπάρχουν πολλά γραφειοκρατικά και διαδικαστικά που μένει να ολοκληρωθούν. Σκεφτόμουν μια μέρα πως το καλοκαίρι η καθημερινή σου παρουσία στην περιοχή θα προσφέρει κι ένα είδος πυρασφάλειας Οπωσδήποτε, δεν το συζητάμε! Θα συνιστούσες απ’ ότι αντιλαμβάνομαι και σ’ άλλους νέους ανθρώπους να επαναπατριστούν και ν’ ασχοληθούν με τη γη και τα ζώα; Βεβαίως! Πριν 20-30 χρόνια που φεύγαμε εμείς για την Αθήνα ήταν άλλη η νοοτροπία. «να φύγεις, να πας παραπέρα, να σωθείς» σου έλεγαν οι μεγαλύτεροι. Καλά περάσαμε στην Αθήνα, δεν λέω. Δουλέψαμε, φτιάξαμε περιουσίες αλλά τα χάσαμε λόγω συγκυριών. Είναι κι εδώ όμως πολύ καλά. Άνθρωποι που έμειναν και δούλεψαν σκληρά, οργανωμένα κι εκείνοι ζούνε καλά, έφτιαξαν κάτι. Μακάρι να τα καταφέρεις και μακάρι να επιστρέψουν κι άλλοι!

 Άρθρο απο την εφημερίδα foniagroti.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου