Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,/ κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν/ απ’ το βαθύ και δίπλα το κάθε καμπάνας στόμα,/ μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα./ Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι άγγελοι,/ και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,/ μοιάζει αγγελική ματιά. (…)
Κώστας Κρυστάλλης
Θα σημάνουν και φέτος οι καμπάνες και θα φωτίσουν οι εκκλησιές, θα ψάλλουν οι ψαλτάδες το χαρμόσυνο άγγελμα που θα μας χρυσώσει η ελπίδα. Κι όλοι θα σμίξουν σε μια ανάταση ψυχής, -υπέρβαση της καθημερινότητας-̇ κι όλοι θα ευχηθούν ειρήνη, υγεία και ευτυχία, με βαθιά κατάνυξη και σεβασμό. Η γέννηση του Χριστού σηματοδοτεί και την ελπίδα για ένα αύριο καλύτερο, ανθρωπινότερο, όχι ειρηνοφόρο, αλλά ειρηνικό.
«Καλές Γιορτές» ευχήθηκαν προγενέστερα, πολιτικοί, δήμαρχοι και πολιτικάντηδες, τρυποτούφοι και καρακάξες της πολιτικής. Πλείστοι θα αποστείλουν τις ευχές τους και ταχυδρομικώς. Καλό αυτό, να εισπράττει και το κατιτίς το ταλαίπωρο Ταχυδρομείο. (Δεν γνωρίζω, αν οι πολιτικοί εψήφισαν και απαλλάχτηκαν των ταχυδρομικών τελών. Αν κρίνω από τα τηλεφωνικά τέλη, που παρααπαλλάχτηκαν διά νόμου, βεβαίως βεβαίως, μάλλον το Ταχυδρομείο «θα πάρει την μπούτσκα με τον κύπρο».
Εγώ, όμως, θα επιμείνω. Τα Χριστούγεννα είναι γιορτή του ανθρώπου, του πολιτισμού και της ανθρωπιάς. Όσο και να στουμπηθήκαμε από την περιρρέουσα ενταύθα και διεθνώς απανθρωπιά, η μνήμη μας καταβυθίζεται πίσω, πολύ πίσω, όταν μικρά παιδιά μας «έβαζε η μάνα τα γιορτινά μας» για να πάμε στην εκκλησιά, ανήμερα των Χριστουγέννων, κι από μέσα απαγγέλλαμε το ποίημα του Παλαμά.
Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι/την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι./Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,/το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.(…)
Κωστής Παλαμάς
Και μοσχοβολούσαμε ευωδία που την απαλλοτριώναμε από το «θείο χέρι» του παππά – Νάσιου , που μέσα στο άγιο και κατανυκτικό κλίμα μας πρόσφερε το θείο αντίδωρο που εμπεριείχε όλη την ευωδιά του κόσμου. Μικρά κι άδολα παιδάκια νομίζαμε πως ο κόσμος θα καλυτερέψει τώρα με τη γέννηση του Κυρίου.
Δεν είχαμε ακόμα διαβάσει και τον Θουκυδίδη "ο πόλεμος γίνεται λιγότερο με όπλα και περισσότερο με χρήματα και η Σπάρτη δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες του πολέμου γιατί δεν διαθέτει πλούτο ", για να καταλάβουμε ότι μπροστά στο χρήμα οι ισχυροί δεν χαμπαριάζουν ούτε «έλευση θεανθρώπου» ούτε «ειρηνική συνύπαρξη ανθρώπων και λαών», αλλά βαράνε στο Δόξα πατρί και δεν υπολογίζουν ανθρώπινες ζωές προκειμένου «να τα οικονομήσουν.»
Στην κοσμάρα μας, «ρομαντικοί μέχρι το μεδούλι» κάπως έτσι γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα:
Μες την αχνόφεγγη βραδιά/πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,/ γύρω στην έρμη λαγκαδιά/στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι./Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,/ ούτ' ένα βέλασμα προβάτου,/λες κι απλωμένη σιγαλιά/είναι κει ολόγυρα θανάτου./Μα ξάφνου πέρα απ' το βουνό/γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,/ ωσάν βαθιά απ' τον ουρανό/ μέσα στη νύχτα να σκορπιέται./Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά/γύρω στην άφωνη την πλάση,/ και το χωριό γλυκοξυπνά/την Άγια μέρα να γιορτάσει.
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος «Χριστούγεννα του χωριού».
Αυτά μας έμαθαν, αυτά κάναμε. Δεν υπήρχε ενημέρωση. Πού να ξέραμε εμείς για πολέμους στο Βιετνάμ, στο Κογκό, για Απαρτχάιντ για αποκλεισμούς, σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς. Θεωρούσαμε μορφωμένο τον μπάρμα Γιώργο, που μας πουλούσε κουλούρια, γιατί είχε πάει και στα Ιεροσόλυμα. Και μας έλεγε ιστορίες, ώρες ολόκληρες. Δεν τέλειωναν ποτέ. Εκείνοι που ήταν αληθινά μορφωμένοι, δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Τόσο απλά.
Γι' αυτό και μεις στην προσευχή μας πάνω κάτω αυτά λέγαμε: «.Κάνε, καλέ θεούλη νάχουν όλα τα παιδάκια/ ένα ποταμάκι γάλα, μπόλικα αστεράκια, μπόλικα τραγούδια./Κάνε, καλέ θεούλη νάναι όλοι καλά/ έτσι που και μεις να μη ντρεπόμαστε για τη χαρά μας(.)
Γ. Ρίτσος
Τα περιμένουμε τα Χριστούγεννα. Ελπίζομεν...
Είναι επόμενο να αναζητά ο Έλληνας την ελπίδα δια της Γεννήσεως του Σωτήρος. Σε τούτον τον τόπο, τον ελληνικό, από τους πιο κακοτράχαλους και ανηφορικούς, περπάτησαν μέσα από γιδόστρατες πολλά ελληνικά πόδια απαπούτσωτα. Στουμπήθηκαν, τρυπήθηκαν, μάτωσαν, αλλά δεν μολύνθηκαν, δεν λύγισαν, δεν κάμφθηκαν! Στυλώθηκαν!
Τα περιμένουμε και για κάτι άλλο. Γι' αυτό που αναφέρει ο Τάσος Λειβαδίτης στη «Γέννηση». (1983): «Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου 'δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. "Είδες - μου λέει - γεννήθηκε η ευσπλαχνία". Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ. Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα 'χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ' αυτό.». (Ανήκει στην ενότητα ποιημάτων «Ο αδελφός Ιησούς».)
Τη λέξη ευσπλαχνία την είπαμε, τη φωνάξαμε, συναισθανθήκαμε τη δυστυχία του άλλου και δείξαμε και διάθεση να βοηθήσουμε. Τα Χριστούγεννα μας τη θυμίζουν τη λέξη.
Τη λέξη κι όχι το νόημα της λέξης. Γιατί η ευσπλαχνία δεν είναι για τον άνθρωπο. «Θηρίο τον λένε τον άνθρωπο. Κολοκύθια. Ποιο θηρίο, μωρέ; Έχει το θεριό μαχαίρια; Φκιάνει σκοτώστρες και τουφεκάει; Θηρίο. Βρισιά για τα θεριά!»
(Μενέλαος Λουντέμης από το « Καληνύχτα ζωή).
Γιατί η ευσπλαχνία δεν μετριέται με πόσα πτώματα προσφύγων θα εκβράσει η θάλασσα στη Μυτιλήνη και τη Κω ούτε πόσα πεινασμένα παιδάκια θα ταΐσουν οι γιαγιούλες στη Μυτιλήνη, για να τις βγάλουμε φωτογραφία και να τις μοστράρουμε στο, καθολικώς απαθές και απόλυτα ένοχο, ευρωπαϊκό γκουβέρνο. Οι γιαγιούλες έδειξαν ανθρωπισμό, οι άλλοι κτηνωδία.
Θα μας επισκεφτούν και φέτος τα Χριστούγεννα. Λέω για «τους τεθλιμμένους», που θα αυτοανακηρυχθούν προστάτες των άπορων και κατατρεγμένων, των προσφύγων και των «διαβολοσπαρμένων». Πολλά θα πούνε, δε θα πούνε την αλήθεια. Δεν θα την πούνε και τώρα, όπως και τότε δεν την είπαν.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς/σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα/και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ' άλλο του χέρι είναι κομμένο. /Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει/μ' ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του/θα τρέμει πίσω απ' το χακί κασκόλ./Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει./Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά/η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα./Συλλογιέσαι τ' άστρα πίσω απ' την καταχνιά/σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν./Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη/χώσε τα χέρια σου./- Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα./Κ' η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.
Τάσος Λειβαδίτης «Παραμονή Χριστουγέννων» Μακρόνησος 1950
Τα περιμένουν τα Χριστούγεννα.
Λέω για τα γκεσέμια που πουλάν πατριωτιλίκι στον ταλαιπωρημένο, πεινασμένο, κατακρεουργημένο ψυχικά πρόσφυγα. Τον περιμένουν τον πρόσφυγα για να πουλήσουν νταηλίκι, εκβιασμό και αιματολογική καθαρότητα, δηλαδή απανθρωπιά, μίσος και φασισμό. Λες και το τέρας του φασισμού δεν το ένιωσε για τα καλά στο πετσί της η ανθρωπότητα, λες και η Ελλάδα δε γεύτηκε το φασισμό.
Σημάδι και σηματωρός τα μαρτυρικά χωριά της Ηπείρου. Τόπος ιερός, εδώ όπου σταυρώθηκε η Ελλάδα. Εδώ, όπου σκάφτηκαν τάφοι και στους τάφους δε χωρούσαν οι λεβέντες, καθώς δεν χωρά στα σπλάχνα τόσος πόνος. Εδώ, όπου κραυγές σταυρωμένες σε μια αιωνιότητα διατυμπανούν μ' ένα αδιόρατο, αλλά νικηφόρο χαμόγελο στα χείλη, αυτή την ακατάνυκτη αξιοπρέπεια: Για να διατηρηθεί το σιγαλό, βιολετί, καρδιοχτύπι του ηλιοβασιλέματος και να κρατήσει τη ζωή ακέραιη, άσπιλη και αμόλυντη. Νικηφόρα και περήφανη.
Κι από πάνω θα ξεκαμπίσουν οι «τεθλιμμένες μοιρολογίστρες» θα κλαίνε και θα συμπονάνε για το δράμα των κατατρεγμένων και «ανέστιων», για τα παιδάκια στα φανάρια, θα προλάβουν να θρηνολογήσουν για τον τρίχρονου πρόσφυγα Αϊλάντ Κουρντί που είχε καταφέρει να επιζήσει από την κόλαση στην ηρωική πόλη Κομπάνι, ξεψύχησε μαζί με τον 5χρονο αδερφό του και την μητέρα του όταν ανατράπηκε η βάρκα που τους μετέφερε από την Τουρκία στην Κω. "Η ανθρωπιά ξεβράστηκε στην ακρογαλιά".
Μα, ο μικρός Αϊλάντ, αν μπορούσε να μιλήσει, αυτό θα μας έλεγε:
Αν μπορούσες να ακουστείς/θα σου έδινα την ψυχή μου/να την πας ως την άκρη του κόσμου./να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα/ αναμμένα για τα Χριστούγεννα - στο τζάκι του Νέγρου/ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά/στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ/μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο./ Αν μπορούσες να ακουστείς/ θα σου έδινα την ψυχή μου/ να την κάνεις τις νύχτες/ ορατές νότες, έγχρωμες,/ στον αέρα του κόσμου./ Να την κάνεις αγάπη.
Νικηφόρος Βρεττάκος, «Το παιδί με τη σάλπιγγα»
Αυτή είναι η μοναδική παρακαταθήκη του.
Καλά Χριστούγεννα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου