1_Νίκος Σκοπούλης "Ο Γιατρός" αφιέρωμα. Την εκδήλωση
προλογίζει ο Γ.Γ. της ΠΣΕ Ιππ. Κατσένης
2_Νίκος Σκοπούλης "Ο Γιατρός" αφιέρωμα. Αποσπάσματα
του βιβλίου διαβάζει ο ηθοποιοός Γιάννης Στεφόπουλος
3_Νίκος Σκοπούλης "Ο Γιατρός" αφιέρωμα. Λαοκράτης
Βάσης φιλόλογος-συγγραφέας
4_Νίκος Σκοπούλης "Ο Γιατρός" αφιέρωμα. Αποσπάσματα
του βιβλίου διαβάζει ο ηθοποιός Γιάννης Στεφόπουλος
5_Νίκος Σκοπούλης "Ο Γιατρός" αφιέρωμα. Δημήτρης
Ρόκος καθηγητής Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου
6_Νίκος Σκοπούλης "Ο Γιατρός" αφιέρωμα. Αποσπάσματα
του βιβλίου διαβάζει ο ηθοποιός Γιάννης Στεφόπουλος
7_Νίκος Σκοπούλης "Ο Γιατρός". Παναγιώτης
Βλαχογιαννόπουλος , γιατρός, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
8_Νίκος Σκοπούλης "Ο Γιατρός" αφιέρωμα. Αποσπάσματα
του βιβλίου διαβάζει ο ηθοποιός Γιάννης Στεφόπουλος
9_Νίκος Σκοπούλης "Ο Γιατρός" αφιέρωμα Αχιλλέας
Λεοντάρης δάσκαλος Α'
10_Νίκος Σκοπούλης "Ο Γιατρός" αφιέρωμα Αχιλλέας
Λεοντάρης δάσκαλος Β'
11_Νίκος Σκοπούλης "Ο Γιατρός" αφιέρωμα. Αποσπάσματα
του βιβλίου διαβάζει ο ηθοποιός Γιάννης Στεφόπουλος
12_Νίκος Σκοπούλης "Ο Γιατρός" αφιέρωμα. Ο
Κώστας Καλυβιώτης οργανωτικός Γραμματέας ΕΠΟΝ θυμάται και διηγείται
13_Νίκος Σκοπούλης "Ο Γιατρός" αφιέρωμα. Η
Γεωργία Σκοπούλη απεύθυνει χαιρετισμό στους παρευρισκόμενους
Ο
Κώστας Γεωργουσόπουλος γράφει για τον Νίκο Σκοπούλη
Το στίγμα αυτού του ξεχωριστού
ανθρώπου. Μας ενδιαφέρει ο λαϊκός γιατρός, ο θεραπευτής των φτωχών, των
καταφρονεμένων, των άπορων, των ορφανών, της χήρας και της ανήμπορης αγρότισσας,
των εγκαταλειμμένων ανθρώπων στα κακοτράχαλα βουνά και χωριά της Ηπείρου.
Όσοι καταθέτουν για τον Σκοπούλη
μιλούν για έναν απλό συμπολίτη, γιομάτο έγνοια για τον συνάνθρωπο και έναν
γιατρό που πρόσφερε δωρεάν γνώση και φάρμακα αδιακρίτως και κυρίως χωρίς
πολιτικές σκοπιμότητες. Καταθέτουν πολιτικά αντίθετοι συμπατριώτες του λέγοντας
πως όσοι τον ψήφιζαν δεν ήταν όλοι αριστεροί: ψήφιζαν Σκοπούλη. Τον γιατρό που
για να μην ταπεινώνει τους ασθενείς του έβρισκε πάντα μια δικαιολογία. Έτσι όταν
Η αγία αυτή τριάδα ήταν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της τοπικής οικοδομής, η μαγιά, η
πυτιά, το γράδο για να φουσκώσει το καρβέλι, να πήξει το τυρί και να μετρηθεί η
οξύτητα του λαδιού και του κρασιού της καθημερινότητας και της επιβίωσης.
Συνήθως και οι τρεις ήταν συνάμα
και καλλιεργητές, όργωναν, έσπερναν, θέριζαν, λίχνιζαν, μάζευαν ελιές,
«περνούσαν» καπνό, πήγαιναν το στάρι ή το καλαμπόκι στον μύλο, διάλεγαν ποιες
ελιές θα πάνε στην κάδη και ποιες θα πορευτούν στο λιοτρίβι. Αποθήκευαν το σανό,
τάιζαν τα ζωντανά, κόβανε ξύλα για το τζάκι και τον φούρνο, οδηγούσαν τις
κατσίκες στον τράγο, ξύστριζαν τα άλογα, τα πήγαιναν στον πεταλωτή, βοηθούσαν
τις γυναίκες να γεμίσουν τα άντερα για τα λουκάνικα, να βάλουν στα πήλινα
τσουκάλια τα σύγκλινα, να τεντώσουν τα νήματα στον αργαλειό, να εκτιμήσουν τη
δόση της βαφής στο καζάνι, να ρυθμίσουν πόση ποτάσα χρειαζόταν να μπει στο
μεγάλο καζάνι για να γίνει το πράσινο σαπούνι, να καρφώσουν τα τελάρα να χυθεί
για να παγώσει το υλικό.
Δεν ξεχώριζε στην καθημερινή
λάτρα ο γιατρός, ο δάσκαλος και ο παπάς από τους άλλους μοχθούντες στη γη.
Ύστερα στις χαρές και στις θλίψεις ο παπάς κι ο δάσκαλος κι από κοντά ο γιατρός
πρώτοι στον χορό, το πιοτό, στο τραγούδι, στο ξενύχτι του νεκρού, στο ξόδι και
στην παρηγοριά παραστάτες και παρηγορητές. Ο γιατρός που συχνά έκανε χρέη και
μαμής και γυναικολόγου υποδεχόταν τον νέο άνθρωπο, ο παπάς τον βάφτιζε, τον
πάντρευε, τον κήδευε, ο δάσκαλος τον έπαιρνε ξύλο απελέκητο και τον παρέδιδε
έτοιμο και εγγράμματο πολίτη και εύελπι επιστήμονα. Σεβαστά πρόσωπα αυτοί οι
μικροί άγιοι της ελληνικής υπαίθρου.
Αυτές τις σκέψεις (που
υποψιάζομαι θα ανατριχιάσουν αρκετούς συμπολίτες μας που έχουν πάρει ένα
σφουγγάρι και έχουν σβήσει ό,τι αναφέρεται στη ζωή των πατεράδων και των
παππούδων τους) ήρθαν στον νου μου όταν έφτασε στα χέρια μου ένας αφιερωματικός
τόμος σ΄ έναν τέτοιο άγιο, έναν γιατρό των φτωχών. Τον Νίκο Σκοπούλη. Το
αφιέρωμα είναι συνθεμένο από την ανεψιά του Γεωργία Σκοπούλη. Και λέω συνθεμένο
γιατί η κυρία Σκοπούλη (που παλιότερα είχα παρουσιάσει το βιβλίο της με τις
συνταρακτικές μαρτυρίες γυναικών και της μοίρας τους στην ελληνική ύπαιθρο χώρα)
δεν έχει γράψει τίποτε παρά έχει συγκεντρώσει μαζί μια αυτοβιογραφία του
γιατρού, εκατοντάδες μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν, ευεργετήθηκαν και
ευλογήθηκαν από την παρουσία του. Ο Σκοπούλης γεννήθηκε σ΄ ένα χωριό της Ηπείρου
και σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα. Ενταγμένος νωρίς στο αριστερό κίνημα μετέσχε
στην Αντίσταση και μετά τον πόλεμο και κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου εξορίστηκε,
απολύθηκε από τις κρατικές ιατρικές υπηρεσίες, βρέθηκε εξόριστος και στη χούντα
και πέθανε 83 ετών. Το 1958 ψηφίστηκε βουλευτής της ΕΔΑ. Αλλά αυτό το
βιογραφικό, κοινό για πολλούς αριστερούς επιστήμονες στην Ελλάδα, δεν δίνει
γιατροπόρευε μικρά κορίτσια (το δίπλωμά του, παρότι ασκούσε γενική παθολογία
αλλά και κατά περίπτωση χειρουργική, μαιευτική, οφθαλμολογία, ήταν ειδίκευση
στην παιδιατρική) και δεν έπαιρνε χρήματα, δήλωνε στους γονείς πως θα τον
πληρώσει η κοπέλα όταν μεγαλώσει και παντρευτεί!
Όσοι καταθέτουν τις εκτιμήσεις
τους είναι οι περισσότεροι, άντρες και γυναίκες υπερήλικες, ο γιατρός δεν
υπάρχει πια (πέθανε το 1990), αγρότες και αγρότισσες, έμποροι, μαστόροι αλλά και
επιστήμονες, λόγιοι, ακόμη και ο αστυνομικός που ήταν επιφορτισμένος να τον
παρακολουθεί από την Ασφάλεια όταν ήταν βουλευτής της Αριστεράς. Αυτός ο
τελευταίος καταθέτει τον θαυμασμό του, τον σεβασμό του, τη βαθιά του
εκτίμηση.
Η συγγραφέας Γεωργία Σκοπούλη γράφει για το ''Ο
Γιατρός''
Γεωργία Σκοπούλη
Από
τη φύση του τάχθηκε με τους αδικημένους
Κι
έκανε πράξη ό,τι πίστευε
Κι
έγινε θρύλος
Έτσι
όπως φτιάχνονται οι θρύλοι
Με
τα χρόνια
Με
τις αλήθειες
Και
την πολλή αγάπη
Κι
ο γιατρός την είχε την αγάπη
Των
απλών ανθρώπων κυρίως
Και
ήταν πολλοί αυτοί...
Και
κανείς δεν αρνήθηκε να πει δυο λόγια
Για
το Γιατρό
Υποχρέωση
και καθήκον, είπαν...
Τους
ευχαριστώ
Και
κάθε φορά ο κύκλος γινόταν πιο μεγάλος
Και
πιο μεγάλος
Όλοι
είχαν κάτι να πουν
Να
το κρατάτε τ' όνομα αυτό
Και
να το τιμάτε
Λες
τ' όνομα και ανατριχιάζεις
Τον
ένιωθα δίπλα μου όλον αυτόν τον καιρό
Και
στον ύπνο μου πολλές φορές
Με
το δικό του αιώνιο μειδίαμα στα χείλη
Και
το καλοσυνάτο βλέμα
Θα
μου συγχωρέσει άραγε η σεμνότητά του το τόλμημα τούτο;
Αγαπητέ
αναγνώστη
Ήταν
πράγματι βαρύ το τόλμημα. Όπως και το όνομα.
Τί
τον έχεις το Σκοπούλη; Τί τον έχεις το Σκοπούλη;
Αυτή
ήταν η πρώτη κουβέντα όταν έλεγα το όνομά μου.
Ήταν
το όνομα αυτό που έκλεινε τις πόρτες του κρατικού κορβανά, στης χούντας τον
καιρό κυρίως, κι άνοιγε τις ψυχές των ανθρώπων.
Και
είναι αυτές οι ψυχές που μίλησαν για το Γιατρό.
Κι
ας πέρασαν τόσα χρόνια κι ας έλειψαν οι πολλοί που τον γνώρισαν.
Έμειναν
οι μαρτυρίες και ο απόηχος.
Πώς
να τιθασέψεις εκατόν τόσες φωνές; Εκατόν τόσες ψυχές;
Πώς
να σου παρουσιάσω αναγνώστη τόσες αφηγήσεις, μικρές και μεγάλες, θραύσματα
μνήμης και λογικές αποτιμήσεις, αναπολήσεις και συγκινήσεις...
Το
υλικό οργανώθηκε σε τέσσερις ομόκεντρους κύκλους. Με πρώτον την αυτοβιογραφία
του και δεύτερο τις αφηγήσεις αυτών που έζησαν μαζί του, εργάστηκαν δίπλα του,
συναγωνίστηκαν τον αγώνα τον καλόν. Που τα λόγια τους θα μπορούσε να είναι η
συνέχεια της αυτοβιογραφίας του. Ο αχός του κόσμου αποτελεί τον τρίτο κύκλο, τον
ευρύτερο, μαρτυρίες έξω από τον στενό κύκλο του δεύτερου μέρους, συνήθως μικρές,
κάποτε αποφθεγματικές σαν παροιμίες, έτσι όπως κάθε μύθος καταλήγει σε
φιλοσοφικό απόσταγμα. Ο επίλογος αφέθηκε σε κείνους που τον κληρονόμησαν. Πώς ο
θρύλος πέρασε στην επόμενη και μεθεπόμενη γενιά.
Έστω!
Αλλά με ποια σειρά; τόσα ονόματα; Για να
καλυφθεί το ενιαίο του ιστορήματος, η σειρά των αφηγητών στο δεύτερο κύκλο
είναι, όσο μπορέσαμε να είναι, 'λογική': από τα μέσα προς τα έξω, από τους
συγγενείς προς τους συντρόφους. Αλλά η 'λογική' σειρά στον τρίτο κύκλο
αποδείχτηκε αδύνατη. Και έτσι επιλέχτηκε η αλφαβητική σειρά, με εξαίρεση τους
επίσημους αποτιμητικούς λόγους της Πανηπειρωτικής και του τότε Προέδρου της
Πεδινής στα αποκαλυπτήρια του αγάλματός του, καθώς και τα αποφθέγματα των
θαμώνων των καφενείων αμέσως πριν.
Το
όλο εγχείρημα συμπληρώνουν γραφτά ντοκουμέντα, επίσημα έγγραφα και φωτογραφικό
υλικό.
Τέλος,
εκτός και αν ορίζεται αλλιώς, όλα τα χωριά που αναφέρονται είναι του νομού
Ιωαννίνων.
Αγαπητοί
αναγνώστες,
αυτό
το βιβλίο είναι μισοτελειωμένο. Δεν μίλησαν όλοι όσοι θα μπορούσαν να μιλήσουν.
Και είναι πολλοί, πάρα πολλοί. Καθένας από σας που γνώρισε το Γιατρό ή άκουσε
γι' αυτόν, ας συμπληρώσει τα κενά.
Γεωργία
Σ Σκοπούλη
Πεδινή,
16 Μάρτη 2009
Γράφει ο Κωνσταντίνος Βαζούρας, φοιτητής
Ιατρικής για το ''Ο Γιατρός''.
Όταν
πρώτη φορά έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο αυτό, ομολογώ ότι αμφέβαλλα αν θα
μπορούσα να γράψω, να πω κάτι για έναν άνθρωπο που ποτέ δε γνώρισα, ποτέ δεν
άκουσα. Ξένος αυτός, ξένος εγώ, πώς να ταιριάξουν τα χνώτα μας; Κι όμως! από τις
αφηγήσεις των ανθρώπων που τον γνώρισαν, ζωντάνεψε μέσα μου η άγια μορφή του
ανθρώπου αυτού. Το φτωχό παιδί απ' τη Ραψίστα, που, μ' όλες τις δυσκολίες, όλη
την ανέχεια, έβαλε ένα σπουδαίο στόχο για την εποχή εκείνη: να σπουδάσει. Και τό
'κανε! Και μάλιστα κόντρα σ' ένα κατεστημένο που την εποχή εκείνη ήθελε τους
γιατρούς νά 'ναι γόνοι πλούσιων οικογενειών. Ξεπέρασε τη δυσκολία, ξεπέρασε τη
διάκριση, κι έγινε! Και μόνο αυτό θα μπορούσε νά 'ναι αρκετό να τον
χαρακτηρίσουμε και να εξάρουμε τις αρετές του.
Όμως, ο γιατρός υπήρξε πραγματικά μια καθολική
προσωπικότητα. Πράος, μειλίχιος,
υπομονετικός, ήξερε να κερδίζει την εμπιστοσύνη των ασθενών του. Τους άκουγε κι
έδινε σημασία, όχι μόνο στην πάθηση και στα προβλήματα του σώματος, μα και στα
προβλήματα της ζωής και της ψυχής. Δεν αντιμετώπιζε τον άνθρωπο ως έναν
οργανισμό απλά, μα ως ψυχή που πονά, ως καρδιά που επιθυμεί. Ήξερε να δίνει
λύσεις στα προβλήματα των ανθρώπων. Πόσοι και πόσοι πήγαν για να θεραπευτούν, κι
όχι μόνο θεραπεύτηκαν, αλλά έφυγαν με φάρμακα, χρήματα, ακόμη και δουλειά. Αν ο
γιατρός ζούσε, ίσως, με το λεπτό του χιούμορ, νά 'λεγε. «Μόνο συνοικέσια δεν έκανα! Πού χρόνος για
όλα!»
Η πάθηση θεραπεύεται συχνά
ακόμη και μόνη της. Ο ανθρώπινος οργανισμός είναι σοφός. Ξέρει από μόνος του και
κλείνει τις πληγές, κι ακόμη ξέρει και σβήνει τα ίχνη τους για πάντα. Όμως, ο
άνθρωπος δεν είναι μια σκέτη πάθηση, ένα περιστατικό, ένας αριθμός θαλάμου. Ο
άνθρωπος έχει ανάγκες που προκύπτουν απ' την ίδια την ασθένεια, ή απ' τις
συνθήκες της ζωής του. Κι ο Γιατρός στόχευε και γιάτρευε και την πάθηση, και τις
ανάγκες αυτές. Ήξερε ν' αγαπά και να δίνει στο συνάνθρωπο με υπομονή,
διαλεκτικότητα, με όρεξη, χωρίς βιασύνες, με απόλυτο κι αδιαμφισβήτητο επίκεντρο
τον Άνθρωπο με «Α» κεφαλαίο. Αφήστε με εδώ να παρεμβάλλω τον ορισμό του
καθολικού ανθρώπου, βάσει του
διανοητικού κινήματος του Ανθρωπισμού το 15ο αιώνα:
«Οι
ανθρωπιστές θεωρούν ότι ο άνθρωπος είναι το κέντρο του κόσμου. Ένας
τέτοιος άνθρωπος πρέπει να έχει μια πολύπλευρη προσωπικότητα, να χαρακτηρίζεται
από αγάπη για δημιουργική και δραστήρια ζωή και τέλος πίστη στις πνευματικές και
σωματικές δυνάμεις του ανθρώπου. Ο άνθρωπος αυτός ψάχνει για την αληθινή πίστη,
αισθάνεται υπεύθυνος για τη μοίρα του και δημιουργός του πολιτισμού
του.»
Έτσι ήταν ο Γιατρός, ο
γιατρός της καρδιάς μας, γιατρός κάτω απ' όλες τις συνθήκες. Και με βροχές, και
με χιόνια, κι εξόριστος, κι εμφραγματίας ακόμη. Κανένας λόγος δεν ήταν αρκετός για να παρατήσει τους
ανθρώπους που τον χρειάζονταν.
Μπορεί να πάρει πολλές-πολλές σελίδες να εξιστορήσω
τις αρετές του, όπως τις βίωσα από τις μαρτυρίες των ανθρώπων που τον έζησαν.
Μαζί τους, ένιωσα κι εγώ τον ίσκιο αυτού του ανθρώπου, τόσο έντονα, σα να τον
γνώρισα κι εγώ, ως ασθενής του σε μια μεταφυσική διάσταση. Υπάρχουν, όμως,
μερικά στοιχεία του χαρακτήρα του που θέλω να σταθώ πιο πολύ.
Ο Νίκος Σκοπούλης, κι αυτό πρέπει να μάς μείνει,
ήταν μια κατατρεγμένη ψυχή. Υπέστη φυλακίσεις και μακρόχρονες εξορίες. Ζάκυνθος,
Αη Στράτης, Μακρόνησος, Ικαρία, Λευκάδα, Γυάρος, Λέρος, Αλικαρνασσός. Όντας ένας
καθολικός άνθρωπος, αισθάνθηκε υπεύθυνος για τη μοίρα του και πάλεψε με το αίμα
του να την καθορίσει. Όπως λέει η κόρη του Φωτεινή «Το ότι ο πατέρας μου
συμμετείχε στα κοινά ήταν φυσικό κι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Ο ίδιος
έλεγε "Δεν μπορείς να μην το κάνεις. Είναι ένας χρέος."» Αρνήθηκε να υπογράψει κάθε δήλωση για να τον αφήσουν
ελεύθερο. Την έσκισε! Δεν πρόδωσε ποτέ τα ιδανικά του μπροστά σε κανένα
πολυβόλο, σ' οποιονδήποτε κίνδυνο για της ζωή του. Πίστευε σ' έναν κόσμο
καλύτερο κι εργάζονταν γι' αυτόν ως γιατρός, ως βουλευτής, ως
πολίτης.
Και παρά τον κατατρεγμό
του και την κακουχία που σπείραν στο δρόμο του, αυτός ξεπέρασε κάθε όριο
μεγαλοψυχίας και γιάτρεψε μέχρι και τους βασανιστές του. «Άγιος», είπαν και
ξανάπαν όλοι, «άγιος!», «Χριστός!». Τον Πατακό που κάποτε τού 'πε, όταν
ο γιατρός είχε πάθει έμφραγμα, «δεν
είναι τίποτα, θα περάσει», πάνω σ' αυτόν
τον άνθρωπο έσκυψε να τον θεραπεύσει.
Νέος-γέρος, φτωχός-πλούσιος, δεξιός-αριστερός; Δεν είχε σημασία. δεν έκανε
διακρίσεις. Δε μισούσε το διαφορετικό, ούτε το αντίθετο. Η ιατρική που άσκησε
δεν είχε σύνορα, ούτε πολιτικά, ούτε άλλου είδους. Δε σε ρώταγε τι είσαι ή τι
πιστεύεις. Ήταν σ' όλο τον κόσμο το ίδιο. Και είχε συνέπεια ο πολιτικός του
λόγος με τη δράση του στη ζωή. Κομμουνιστής στο λόγο, κομμουνιστής και στην
πράξη.
Αγαπήθηκε κι αποθεώθηκε
αβίαστα από τους ανθρώπους που τον γνώρισαν. Τον ψήφισαν ξανά και ξανά, ακόμη κι
οι αντιφρονούντες. Τον στήριξαν, τον πίστεψαν. Μα είπαμε, όμως, ο δρόμος αυτός
δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Ο γιατρός διώχθηκε. Ήταν προκλητικά αγνός για
να μην τον εκδικηθούν. Όπως πολύ εύστοχα λέει ο γιατρός Στέφανος Σκοπούλης «το
μετεμφυλιακό κράτος και το δικτατορικό καθεστώς δεν του συγχώρησαν ποτέ τους
αγώνες του για τον άνθρωπο». Τον κυνήγησαν. Κι όμως! αυτός δεν κυνήγησε κανέναν. Αντιθέτως, έδειξε
κατανόηση, δικαιολογώντας τους διώκτες του ότι είναι εντολοδέκτες και υπάλληλοι.
Και φρόντισε μάλιστα να μεταδώσει αυτά τα αισθήματα ειρήνης και στα παιδιά του.
Θα δανειστώ πάλι τα λόγια της κόρης του: «Θεωρώ ότι κύρια έννοια του ήταν να μην
αναπτύξουμε κακίες και μίση προς κανέναν. Ήταν η φιλοσοφία του αυτή. Δεν αξίζει
τη ζωή να τη χαραμίσεις για τέτοια πράγματα, έλεγε. Δεν οδηγούν πουθενά και
υποβιβάζεσαι σαν άνθρωπος. Ποτέ στο σπίτι δεν ακούγονταν κρίσεις για τρίτους.
Δεν υπήρχαν ανταγωνιστές. Δεν υπήρχαν κατώτεροι κι ανώτεροι.»
Μιλάμε σήμερα για μια πολύ ειρηνική προσωπικότητα,
για έναν άνθρωπο που ποτέ δε μπόρεσε να ασκήσει βία, σωματική ή ψυχική, σε
κανέναν.
Και σ' όλη του την πορεία,
είχε συμπαραστάτες την οικογένειά του και, βέβαια, τη γυναίκα του
Αφροδίτη, που δικαιωματικά θα πάρει
τον τίτλο του αφανούς ήρωα αυτού του βιβλίου. Μια γυναίκα δυνατή που πίστευε
στις ίδιες ιδέες, υπόμενε τις δοκιμασίες του μαζί του, τον στήριξε καρτερικά κι
αδιαμαρτύρητα. Τον βοήθησε να είναι αυτός που ήθελε να είναι, χωρίς αυτό να του
φέρνει εμπόδια, ακόμη κι αν αυτό έθετε οικονομικές δυσκολίες, ακόμη κι αν αυτό
σήμαινε ότι η ίδια θά 'πρεπε να
κουραστεί διπλά και τριπλά. Παράλληλα
όμως, με τη συμπεριφορά της, τροφοδοτούσε τα παιδιά της με την καλύτερη εικόνα
για τον άνθρωπο αυτό.
Ο Νίκος
Σκοπούλης, εκτός από φοβερός άνθρωπος, ήταν κι ένας λαμπρός επιστήμονας. Διάβαζε
όλα τα καινούρια βιβλία, παρακολουθούσε τα συνέδρια και τα μετεκπαιδευτικά
σεμινάρια μέχρι μεγάλη ηλικία. Αγαπούσε τη γνώση, όχι μόνο για τη γνώση, μα για
την ουσία της, για την εφαρμογή και την ωφέλειά της στον άνθρωπο. Η Άρτεμις
Παπαϊωάννου από τη Μεγάλη Γότιστα μαρτυρά ότι: «Έρχονταν αντιπρόσωποι με
φάρμακα, γάλα, κρέμες. Δεν επηρεάζονταν με το τι του έλεγαν. Πάντα, ό,τι νόμιζε
αυτός σωστό έγραφε».
Ο γιατρός δε
χρησιμοποίησε την ιατρική ως μέσο πλουτισμού. Κι αυτή είναι η πρόκληση των
καιρών μας, σε μια εποχή που οι φαρμακευτικές εταιρίες χορεύουν πάνω στον
άρρωστο το χορό του συμφέροντος. Κάθε μέρα, στα νοσοκομεία της Ελλάδας, κι όχι
μόνο, ώρα 1 το μεσημέρι, οι
διαφημιστικές καμπάνιες των φαρμάκων λαμβάνουν τη σκυτάλη. Η άσκηση της ιατρικής
επιστήμης δεν είναι πια και τόσο αθώα. Εξωτικά ταξίδια, ακριβά αυτοκίνητα,
πλουσιοπάροχα γεύματα. δεν αφήνουν πολλούς ασυγκίνητους. Το γράμμα του Ιπποκράτη
παραφράζεται καθημερινά και με ποικίλους τρόπους από τον καθένα, ανάλογα πώς
βολεύεται. Με περίσσεια θράσους και κυνισμού, οι ίδιοι αυτοί που σφάζουν την
ανθρωποκεντρικότερη όλων επιστήμη, στο χειρουργικό πεδίο της κερδοσκοπίας,
καθημερινά ηθικολογούν και παραδίδουν μαθήματα ιατρικής σκέψης σε φοιτητές
και ασθενείς.
Η αδέκαστη προσωπικότητα του «τεράστιου» γιατρού
Νίκου Σκοπούλη αποτελεί μιαν άριστη αφορμή για να συζητηθεί το τι μέλλει γενέσθαι της Ιατρικής. Αρκεί μόνο να
σκεφτούμε ότι ο ανθρώπινος πόνος έχει γίνει αντικείμενο της μεγαλύτερης
εμπορικής εκμετάλλευσης παγκοσμίως. Τα κέρδη είναι γιγάντια για τη φαρμακευτική
βιομηχανία, αλλά και για την πλειάδα των γιατρών και φαρμακοποιών που
κερδοσκοπούν. Η ιατρική έρευνα και πράξη χρηματοδοτείται από τις εταιρείες,
συνεπώς, λογικό κι επόμενο να προσανατολίζονται στην κατεύθυνση του
κέρδους.
Το Δεκέμβρη του 2000,
δημοσιεύτηκε από το γενικό γιατρό Ιωάννη Γιαννακάκη κι από τον καθηγητή Υγιεινής
κι Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου
μας Ιωάννη Ιωαννίδη ένα σπουδαίο άρθρο «Νύχτες της Αραβίας- 1001
μύθοι του πώς οι φαρμακευτικές εταιρίες τροφοδοτούν τις υλικές
ανάγκες των γιατρών: παρουσίαση περίπτωσης». Το πέρα για πέρα αληθινό περιστατικό
εκτυλίσσεται σ' ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο, σε μια ονειρική τοποθεσία παράκτια
στη Νεκρά Θάλασσα, όπου «φιλοξενούνται» δωρεάν διακόσιοι γιατροί απ' την Ελλάδα.
Λουλούδια, εξωτικά φρούτα, πλούσια φαγητά, ποτά, ναργιλέδες, μουσική, χορός,
καθώς και μια πανέμορφη δεκαοχτάχρονη χανούμισσα συνθέτουν το ιδανικό περιβάλλον
για την παρακάτω «ποιητικότατη» κι «ανθρωποκεντρική» θεώρηση του πόνου και της
ασθένειας, από κάποιον μεθυσμένο γιατρό:
«Χόρευε ψυχή μου, χόρευε βασίλισσά μου, κι εγώ θα
συνταγογραφήσω όποιο φάρμακο θέλει η εταιρεία! Χόρευε γοργόνα μου και θα γεμίσω
το συνταγολόγιο με το φάρμακο Χ, κούνα τη μικρή αλαβάστρινη κοιλίτσα σου, χόρευε
μικρό μου περιστέρι.»
Κι όπως πολύ
σωστά λένε οι συγγραφείς, «γίναμε
μάρτυρες της γέννησης ενός ποιητή».
Αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί, κι ως
φοιτητής θέλω να σας μεταφέρω, επ' ευκαιρία αυτής της παρουσίασης, τον
προβληματισμό μου για το μέλλον της επιστήμης αυτής, όταν αυτή κινείται γύρω από
το χρήμα, που ο Νίκος Σκοπούλης απαρνήθηκε και σχεδόν μίσησε, κι όχι απ' την
αγάπη προς το συνάνθρωπο, της οποίας είναι και δημιούργημα. Ναι, το χρήμα δε
φέρνει την ευτυχία. Πόσοι, όμως, θ' αντάλασσαν τη βολή και την ευδαιμονία τους
με την κυνηγημένη ζωή του Γιατρού;
Εμείς οι φοιτητές νιώθουμε άγχος κι ανασφάλεια για
όσα στο μέλλον θα αντιμετωπίσουμε κι εύχομαι να συναντήσουμε πολλούς σπουδαίους
γιατρούς για να τους μιμηθούμε.
Με
το ζήτημα, όμως, της ιατρικής εκπαίδευσης τι γίνεται; Η αρετή της αγάπης στον
άνθρωπο διδάσκεται; Ή μήπως είναι ζήτημα κοινωνικοπολιτικό; Υπάρχουν όρια στην
εκμετάλλευση; Αν ναι, μπορούν να εφαρμοστούν;
Το αφήνω στην κρίση σας.
Η φήμη κι η ανθρωπιά του Γιατρού ταξιδέψαν στα μήκη
και στα πλάτη της γης, από την Ήπειρο και τα νησιά της Ελλάδος, μέχρι το
Μανχάτταν. Κι οι άνθρωποι που τον ξέρουν έχουν την ανάμνησή του για φυλαχτό. «Και μετά θάνατον θα τα θυμάμαι!»
λέει ο ψαράς Γιώργος Νέος από το Νησί. Ο Γιατρός δίδαξε τι σημαίνει ανθρωπισμός
και δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Σήμερα υπάρχει;
(Ακολουθούν
ορισμένες μαρτυρίες για τον Γιατρό, σταχυολογημένες από το βιβλίο της Γεωργίας
Σκοπούλη. Το βιβλίο αυτό θάπρεπε να το διαβάσει κάθε φοιτητής - φοιτήτρια των
Ιατρικών Σχολών)
..Το δεύτερο έκανε κοκκινίτσα, στα δυο του
χρόνια. Κι εγώ τ' άφησα μόνο του και πήγαινα στα χωράφια..το τρίτο γεννήθηκε
άρρωστο και πέθανε κι αυτό. Ερχόταν εδώ ο Γιατρός, καβάλα στο κόκκινο άλογο, και
μας κοίταγε και μας έφερνε και τα φάρμακα. Ξακουστός. Και άνθρωπος και γιατρός.
Με τους μικρούς μικρός, με τους μεγάλους μεγάλος. Δεν είχε περηφάνια, δεν ήταν
εγωϊστής. Έτσι ήταν ο γιατρός μας ο Σκοπούλης. Ααα, μα κουράστηκα! Δεν μπορώ να
μιλήσω άλλο. Για το χατίρι του γιατρού μας μίλησα! Ο Σκοπούλης ένας ήτανε. Μόλις
είπαν Σκοπούλη, ράγισε η καρδιά μου. (
Ελένκω 93 χρονών, Μπάφρα
2006)
..Εικοσιμιά Απρίλη του 1967 το πρωϊ βγήκα έξω ν' αγοράσω ψάρια.
Έξω από τη λέσχη των αξιωματικών συναντάω έναν φίλο από την Ηγουμενίτσα, ήταν με
αυτοκίνητο, σταματάει και μου λέει: Τρέξε να πεις στο γιατρό να φύγει να
κρυφτεί, έγινε δικτατορία!
Πήγα τρέχοντας, του το είπα. Σηκώνουμε το τηλέφωνο
κομμένο!
Το ιατρείο γεμάτο κόσμο. Δεν έφυγε.
Τους εξέτασε όλους, ανέβηκε
επάνω ώρα τρεις και φάγαμε.
Τότε ήρθε και ο Χριστογιώργος, γιατρός και πρώην
βουλευτής της ΕΔΑ. Ρε Νίκο, του λέει, θα κάτσουμε να μας πιάσουν σαν τα
ποντίκια; Έμεινε λίγο και μετά έφυγε για το σπίτι του που ήταν εκεί
κοντά.
Μετά κάμποση ώρα χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγουμε. Ήταν η ασφάλεια.
Ήρθαν επάνω.
Ξυπνάμε και το θείο κι έρχεται στο σαλόνι. Ήταν ο διευθυντής
ασφάλειας, ο διευθυντής του τμήματος και ένας βοηθός.
Στη λίστα ήμουν και
εγώ. Αυτός ο βοηθός βοήθησε να μη με πιάσουν. .Τον πήραν και έφυγαν.
Μας
έλεγε μετά ο θείος ότι οι αστυνομικοί του έλεγαν: Ντρεπόμαστε γιατρέ, που
αναγκαζόμαστε να σε συλλάβουμε, είμαστε αναγκασμένοι, τι να κάνουμε; ...
Το
Πάσχα πήγαμε να τους δούμε στη Λευκάδα. Είχαν μεταφέρει και τη θεία Αφροδίτη
εκεί. Τους πήγαμε αρνιά, πίτες, αυγά, τα είχαν ετοιμάσει οι θείες στο
χωριό.
Την επομένη τους βάλανε στο καράβι όπου οι συνθήκες ήταν άθλιες. Το
βράδυ παίρνανε τους πιο νέους στο κατάστρωμα και τους δέρνανε.
Σταματήστε
αυτό που κάνετε, τους είπε ο καπετάνιος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού,
γιατί θα βουλιάξω το καράβι. Τώρα είναι δικοί μου κρατούμενοι. Όταν βγείτε στη
στεριά κάντε ό,τι νομίζετε.
Τους πήγαν στη Γυάρο όπου δεν υπήρχε τίποτε,
μόνο κάτι παλιές φυλακές. Τους δώσανε τσουβάλια και τα γέμισαν με άχυρα για να
κοιμηθούν. Εκεί ο θείος έπαθε έμφραγμα.
Ήταν ξαπλωμένος χάμω, με τον ορό στο
χέρι, και έτυχε να πάει ο Πατακός.
Τι έχει αυτός εδώ; Έμφραγμα του
λένε.
Α! δεν είναι τίποτε θα περάσει, του είπε.
Μετά τον πήγανε στη Λέρο,
στις φυλακές στο Παρθένι, και μετά στο νοσοκομείο.
Πήγαμε κι εμείς να τον
δούμε αλλά δεν μας επέτρεψαν, ούτε στα παιδιά του!
Μετά το νοσοκομείο της
Λέρου τον μετέφεραν στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα.
Μου στέλνει μήνυμα η θεία
Αφροδίτη που ήταν ακόμη στην εξορία και μου λέει να πας στον Λαδά να ζητήσεις
επιείκεια για τον Νίκο, του έσωσε το παιδί κάποτε. Ο Λαδάς ήταν υπουργός
τότε.
Ζήτησα άδεια για ακρόαση. Με δέχτηκε.
Τι θες εσύ μικρή;
Είμαι
ανηψιά του Σκοπούλη που ήταν στη Λέρο άρρωστος και είμαστε τρία παιδιά μόνα μας
χωρίς οικονομικούς πόρους.
Αυτός είναι καλό φαϊ σε άσχημο πιάτο βαλμένο, μου
λέει.
Αφού είναι καλό φαϊ ας κάνουμε και το πιάτο καλύτερο, του απαντάω.
Είσαι κομουνίστρια;
Και να μην είμαι θα γίνω τώρα, γυρίζω και του λεώ. Φύγε,
φύγε, δεν ξέρω.μου λέει
(Χρυσάνθη Αναγνώστου 61 χρονών, νοικοκυρά, από
Πεδινή Αθήνα 2 Ιούλη 2007)
Στις εκλογές του
1958 βρέθηκε στην Καταμάχη ένας ψήφος στην ΕΔΑ. Δεν είχε ξαναγίνει ποτέ αυτό. Οι
προύχοντες του χωριού άρχισαν να ψάχνουν, να ρωτούν. Πήγε και ο αστυνόμος και
ρώτησε κι αυτός. Οπότε βγαίνει ο μπάρμπα Βαγγέλης ο Μηλιώνης και λέει:
«Τι θέλεις καπετάνιε; Εγώ ψήφισα το Σκοπούλη γιατί μούσωσε τη
ζωή!
Ήμουν στην πλατεία στα Γιάννενα διπλωμένος στα δυο από τον πόνο.
Είχε σπάσει η σκωληκοειδίτιδα. Τυχαία πέρναγε ο Σκοπούλης από εκεί και με πήγε
κατευθείαν στο Νοσοκομείο
(Βασίλειος Πάκος 88 χρόνων αγρότης από
Παρδαλίτσα, Απρίλης 2008)
Μια γυναίκα του έφερε για επίσκεψη οκτώ
καρύδια! Δεν έχω τίποτε άλλο γιατρέ, είπε. Από τη Νέα Ζωή, πάνω από το
αεροδρόμιο, που ήταν οι πιο πολλοί γύφτοι και πολύ φτωχοί, ποτέ δεν έπαιρνε,
τους έδινε και τα φάρμακα.
Όταν πρωτοξεκίνησε, τον φώναξαν στην Καλούτσανη οι
γύφτοι να δει μια κοπέλα που λιποθύμησε. Δεν έχει τίποτα, τους είπε, από την
εγκυμοσύνη είναι. Χίμηξαν να τον δείρουν, ποιος σου είπ' εσένα ότ' είναι έγκυος;
Τους ζήτησε να την ξαναδεί και είπε, λάθος έκανα.Από τότε ρώταγε πριν αν είναι
παντρεμένη - αφού την πάτησε μια φορά!
Μάλλον είσαι έγκυος- ήταν αρχή της
εγκυμοσύνης- είπε σε μια κυρία. Καλά γιατρέ, ότ' είμαι έγκυος το κατάλαβες, ότι
τόχω μ' άλλον πως το πέτυχες; - ο άντρας μου λείπει στη Γερμανία.
(Άρτεμις Παπαιωάννου 56 χρόνων, μοδίστρα, από Γότιστα Γιάννενα Νοέμβρης
2007)
..Ο μύθος που κουβάλαγα μέσα μου για τον Σκοπούλη με
οδήγησε στο ιατρείο του. Τη φυσιογνωμία του δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Μας
καλοδέχτηκε με ανεπιτήδευτη ευγένεια, απλά, καλοσυνάτα, αποδιώχνοντας την
αμηχανία και τον κάποιο φόβο μου για το πώς θα μας αντιμετώπιζε. Με ρώτησε αν
είμαστε συγγενείς.
--Όχι του είπα, είναι απ' τα μέρη μου και μου ζήτησε να
τον πάω σε γιατρό.
---Και ποιος σ' έστειλε σε μένα;
--Κανένας, άκουγα στο
χωριό μου από μικρό παιδί για το Σκοπούλη, τον Κρόκο και το Γρηγόρη. Κι έτσι
ήρθα. Είναι πολύ φτωχός, ήρθε στην καρότσα ενός φορτηγού..
---Δεν πειράζει,
μ' έκοψε ευγενικά, όλοι ξέρουμε από φτώχεια. Κι άρχισε να τον εξετάζει. Όταν
τελείωσε, του είπε με την ήρεμη φωνή του: Μη φοβάσαι, δεν έχεις τίποτε, όλα θα
πάνε καλά. Είσαι πλευριτωμένος. Κάθισες ιδρωμένος σε ρεύμα; Θα πάρεις λίγα
φάρμακα και θα γίνεις περδίκι. Με το που άκουσε αυτός φάρμακα με κοίταξε
ερωτηματικά. Κι ο γιατρός που το πιασε με την κόρη του ματιού του, καθώς έγραφε
τη συνταγή, μου είπε σε ποιο φαρμακείο θα πάμε για τα φάρμακα, το κόστος των
οποίων θα έμπαινε στις οφειλές του.
Είπαμε στα όρθια και δυο πολιτικές ή
περίπου πολιτικές κουβέντες, καθώς με ρώτησε για τους σπουδαστές και τα
προβλήματά τους στην πόλη, και μας άπλωσε το χέρι του. Του το έσφιξα με
ευγνωμοσύνη. Ευχαριστούμε πολύ, του είπα, καθώς ο συντοπίτης μου έσκυβε να του
το φιλήσει. Ο Γιατρός το τράβηξε γρήγορα, έμεινα με την εντύπωση πως κοκκίνισε
το πρόσωπό του, και μας αποχαιρέτησε ευγενικά, σαν να 'μασταν γνωστοί από
χρόνια. Περαστικά, περαστικά!, να πάτε στο καλό!
Μόλις βγήκαμε στο δρόμο, ο
καημένος ο συντοπίτης μου γύρισε προς το ιατρείο κι έκανε το σταυρό του: «Να στα
δίνει ο Θεός διπλά και τριπλά αυτά που κάνεις. Εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είσαι
άγιος».
Πέρασαν πολλές δεκαετίες από τότε. Κι ο κόσμος όλος λέει ακόμη:
«Αυτός δεν ήταν άνθρωπος, ήταν άγιος»
Αλήθεια, αναρωτιέμαι, υπάρχει κάπου
στην πόλη των Ιωαννίνων μια προτομή του Σκοπούλη;
(Λαοκράτης Βάσσης, 63
χρονών από Ριζοβούνι Πρέβεζας, φιλόλογος, Αθήνα Μάης
2008)
Υπηρετούσα, το 1962, ως καθηγητής φιλόλογος στο Γυμνάσιο
Φιλιατών Θεσπρωτίας. Στο διπλανό σπίτι έμενε ένας χωροφύλακας, απλός άνθρωπος
και λαμπρός οικογενειάρχης, αλλά, σύμφωνα με τις επιταγές της πρώτης
Καραμανλικής οκταετίας, βαμμένος αντικομουνιστής. Αρρώστησε, βαριά μάλιστα, ο
μικρός του γιος και η οικογένεια του είχε περιέλθει σε απόγνωση. Είχε επισκεφθεί
κάμποσους γιατρούς, αλλά γιατρειά για το γιο του δεν βρήκε. Του συνέστησα να
επισκεφθεί στα Γιάννενα το γιατρό Νίκο Σκοπούλη. Αντιμετώπισε, αρχικά, την
πρότασή μου με πολλή απορία και σκεπτικισμό. Ένας ακραιφνής εθνικόφρονας πως
μπορούσε να εμπιστευθεί την υγεία του γιου του σε ένα κομουνιστή γιατρό; Τελικά
η πατρική στοργή και η προτροπή των συγγενών του νίκησαν τους δισταγμούς
του.
Επισκέφτηκε το γιατρό Σκοπούλη στο ιατρείο του, άκουσε τις σοφές
συμβουλές του, δωρεάν μάλιστα, δέχτηκε την πλούσια προσφορά των φαρμάκων για τη
θεραπεία του γιου του και γύρισε στο Φιλιάτι κατενθουσιασμένος. Αν είναι έτσι
όλοι οι κομουνιστές, μου είπε, τότε εμείς οι εθνικόφρονες που τους κυνηγάμε και
τους φακελώνουμε είμαστε για τα πανηγύρια.
..Την άλλη μέρα, στο γραφείο των
Ηλιού και Ηλιόπουλου, βουλευτών της ΕΔΑ τότε, συναντηθήκαμε ο φίλος μου ο
δικηγόρος κι εγώ με το Νίκο Σκοπούλη. Δεν έκρυβε την απογοήτευσή του για την
κατάληξη της υπόθεσης (σύσταση εξεταστικής των πραγμάτων επιτροπής να εξετάσει
την υπόθεση της αγοράς οικοπέδων από τις οικογένειες Καραμανλή). Δυστυχώς,
παιδιά, μας είπε, σε τούτον εδώ τον τόπο δεν πρόκειται να γίνει τίποτε. Αυτά που
συνέβαιναν στην εποχή της οκταετίας της ΕΡΕ, εξακολουθούν να συμβαίνουν,
δυστυχώς, για πολύν καιρό ακόμα. Το θύμα, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ο
λαός που κάθε τόσο καλείται να πληρώνει τα σπασμένα. Τα πλήρωσε στον πόλεμο του
'40, τα πλήρωσε στην Κατοχή, τα πλήρωσε στον εμφύλιο, εξακολουθεί να τα πληρώνει
και τώρα. Εμείς όμως δεν πρέπει να το βάζουμε κάτω. Δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε
τον αγώνα, αν θέλουμε να ανατείλουν και για το λαό μας καλύτερες
μέρες.
«Καλύτερες μέρες για το λαό μας», αυτό ήταν το όραμα του γιατρού, του
πολιτικού και αγωνιστή Νίκου Σκοπούλη. Αυτές τις καλύτερες μέρες περιμένει και
σήμερα ο λαός μας, αλλά αυτές δεν φαίνονται ακόμα στον ορίζοντα. Και το κακό για
τούτο τον τόπο είναι ότι ένας - ένας λείπουν τέτοιοι αγνοί αγωνιστές, τέτοιοι
τέλειοι άνθρωποι, όπως ήταν ο Νίκος Σκοπούλης.
(Σπύρος Εργολάβος 71
χρονών, φιλόλογος, συγγραφέας από Παραμυθιά, Γιάννενα Αύγουστος
2008)
.ως υπαξιωματικός υπηρέτησα στο τμήμα ασφάλειας Ιωαννίνων και
από τον Αύγουστο του 1959 μου είχε ανατεθεί και η παρακολούθηση του βουλευτή της
ΕΔΑ Σκοπούλη. Ως επιστήμων υπήρξε καθολικής αποδοχής, είχε καταξιωθεί και
υφίστατο διάχυτη η εντύπωση ότι ασκούσε ιατρικό λειτούργημα και όχι επάγγελμα
για πλουτισμό. Ως πολιτικός εκπροσωπούσε το ξεχωριστό ήθος, την πραότητα, την
ευγένεια και την αυτοσυγκράτηση χωρίς ακρότητες.
Κατά την παρακολούθηση, εκ
του σύνεγγυς και σε απόσταση αναπνοής, ουδέποτε είχε εκδηλώσει αγανάκτηση.
Αντίθετα, με το αφοπλιστικό του χαμόγελο, έλεγε σε μένα και τους δυο
χωροφύλακες: «Κάντε τη δουλειά σας παιδιά μου, δεν φταίτε εσείς τα όργανα, αλλά
οι οργανοπαίχτες». (Λεωνίδας Νικόπουλος 72 χρονών, αστυνομικός, από Πάπιγγο,
Σεπτέμβρης 2008)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου