Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Από τον εφιάλτη του ISIS στην αγκαλιά των Ελλήνων. H μαρτυρία ενός Ιρακινού των ειδικών δυνάμεων της ιρακινής αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας


Η Oδύσσειά του για να φτάσει από τη Βαγδάτη στη Μυτιλήνη κράτησε πέντε εβδομάδες. Επικηρυγμένος στον τόπο του από τον ISIS, ανεπιθύμητος από τους Κούρδους στο βόρειο Ιράκ, ο Ουαλίντ Αλ-Κάλντι και η οικογένειά του αναπνέουν τον αέρα της ελευθερίας στην Ελλάδα. Δεν τον νοιάζει αν θα μείνουν στην Ελλάδα ή θα φύγουν στη Γερμανία. Το σημαντικότερο για αυτόν είναι ότι δραπέτευσαν από τον εφιάλτη του ISIS, του Ισλαμικού Κράτους, ότι είναι ζωντανοί.


Στη Βαγδάτη η δουλειά του Ουαλίντ δεν ήταν εύκολη. Τα τελευταία χρόνια μετά από μια μεγάλη περίοδο σκληρής εκπαίδευσης, υπηρετούσε στη SWAT (Special Weapons and Tactics), τις ειδικές δυνάμεις της ιρακινής αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας. Στόχος της SWAT είναι να εξουδετερώνει τους πυρήνες της ISIS. Οι άνδρες της SWAT βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Ζουν με άλλα ονόματα, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης, εκτελούν ειδικές αποστολές κι αν τυχόν συλληφθούν από τους τρομοκράτες, εκτελούνται αμέσως με αποκεφαλισμό.

Ο 32χρονος Ουαλίντ, που τον συναντώ σ΄ έναν καταυλισμό στη βόρεια Ελλάδα, δεν μπορεί να ξεχάσει όσα πέρασε από τη στιγμή που ο ISIS χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του. «Επιστρέφοντας μια μέρα σπίτι μου βρήκα στην είσοδο θυροκολλημένο ένα χαρτί με την μαύρη σφραγίδα της DAESH (το αραβικό ακρωνύμιο της ISIS). Κανείς στο σπίτι ή από τους γείτονες δεν αντιλήφθηκε ποιος το είχε βάλει. Στο έγγραφο, όμως, ανέφερε ότι μέσα σε 24 ώρες έπρεπε να φύγουμε, εγώ και η οικογένειά μου, αλλιώς θα μας εκτελούσαν.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκα για τη ζωή της γυναίκας και των δύο παιδιών μου. Λίγους μήνες νωρίτερα άγνωστοι είχαν επιχειρήσει να με σκοτώσουν. Έβαλαν εκρηκτικά κάτω από το αυτοκίνητό μου. Τη στιγμή που απομακρυνόμουν, έγινε η έκρηξη ακριβώς εκεί που το είχα σταθμεύσει. Σώθηκα μάλλον γιατί δεν πρόλαβαν να πυροδοτήσουν εγκαίρως τη βόμβα.
Μια άλλη φορά ένοπλοι μπήκαν νύχτα στο σπίτι μου. Με ρώτησαν αν είμαι αστυνομικός. Αρνήθηκα. Τους είπα ότι είμαι κουρέας. Έψαχναν παντού για να βρουν έγγραφα, ρούχα, που θα πρόδιδαν την ταυτότητά μου. Ευτυχώς δεν βρήκαν τίποτε. Τα παιδιά μου έκλαιγαν. Τους παρακαλούσα γονατιστός να μη μας σκοτώσουν.
Άλλαξα σπίτι, αλλά προφανώς με παρακολουθούσαν. Κι όταν βρήκα θυροκολλημένο το χαρτί της DAESH (ISIS),  που ανέφερε το πραγματικό μου όνομα κατάλαβα ότι ήταν η τελευταία προειδοποίηση. Μίλησα στη γυναίκα μου, το ανέφερα αμέσως στην υπηρεσία μου, αλλά ο επικεφαλής της ομάδας μου μού είπε ότι δεν μπορούσαν να με προστατέψουν. Έτσι αποφασίσαμε να φύγουμε. Δεν είχαμε άλλη επιλογή.
Κρυβόμασταν για αρκετές μέρες, ταξιδεύαμε νύχτα μέχρι που φτάσαμε στο Ερμπίλ, στο ιρακινό Κουρδιστάν. Παρουσιάστηκα στην αστυνομία και στις ένοπλες δυνάμεις, όπου τους εξιστόρησα τα γεγονότα. Τους ζήτησα βοήθεια. Η απάντηση ήταν σκληρή. Δεν την περίμενα. «Δεν είσαι Κούρδος. Είσαι Άραβας. Κι εδώ  δεν θέλουμε Άραβες. Έχεις διορία μια εβδομάδα για να εγκαταλείψεις την περιοχή μας» μου είπαν.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήμουν απελπισμένος. Για να φτάσουμε στα σύνορα με την Τουρκία έπρεπε να περάσουμε μέσα από ζώνες που ελέγχει ο DAESH (ISIS), μέσα από περιοχές που γίνονται μάχες. Για να διανύσουμε μία απόσταση που κανονικά γίνεται σε τρεις ώρες, κάναμε τριπλάσιο χρόνο. Ευτυχώς είχαμε έμπειρο οδηγό, που ήξερε τα κατατόπια. Πληρώσαμε εξακόσια δολάρια το άτομο».
Ο Ουαλίντ που μέχρι εκείνη τη στιγμή μου μιλά ήρεμος, σταματά. Το βλέμμα του γίνεται ανήσυχο. Κάνοντας μια κίνηση αποστροφής με το χέρι, λες και θέλει να ξεχάσει, μου λέει ότι δεν φοβόταν για τη ζωή του, αλλά κυρίως για τα παιδιά του, το ένα δώδεκα και το άλλο πέντε χρονών. «Αν έπεφταν στα χέρια του ISIS, φαντάζεσαι τι θα γινόταν».
«Ούτε στην Τουρκία τα πράγματα ήταν εύκολα. Πλήρωσα στους διακινητές δύο χιλιάδες εκατό δολάρια για να φτάσουμε μέχρι τη Σμύρνη. Από επτακόσια εγώ και η γυναίκα μου, από τριακόσια πενήντα κάθε παιδί. Από τη Σμύρνη μας μετέφεραν νύχτα σ΄ένα κοντινό χωριό. Τριάντα τρία άτομα μαζί με μωρά που έκλαιγαν στριμωχθήκαμε μέσα σ΄ ένα φορτηγάκι. Γίνονταν έλεγχοι στους δρόμους από την αστυνομία και ο κόσμος, οι πρόσφυγες φοβόντουσαν. Περιμέναμε μέρες κρυμμένοι ώσπου ένας διακινητής μάς ειδοποίησε να πάμε μέχρι την πλησιέστερη ακτή.
Πλήρωσα άλλα χίλια οκτακόσια δολάρια και μπήκαμε σε μια βάρκα μαζί με άλλους. Απέναντί μας φαινόταν η Λέσβος. Όμως μετά από πέντε λεπτά στη θάλασσα, η μηχανή έσβησε. Ο οδηγός ειδοποίησε με το κινητό του κάποιον, που ήρθε και την έφτιαξε.  Ήμασταν μεσοπέλαγα όταν χάλασε για δεύτερη φορά η μηχανή. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει. Φοβόμασταν ότι η βάρκα θα αναποδογύριζε. Κάποια στιγμή μας πλησίασε ένας άγνωστος με ταχύπλοο. Επιδιόρθωσε τη βλάβη, αλλά πήρε μαζί του και τον διακινητή. Ήμασταν τρεις ώρες στη θάλασσα και το νησί απέναντί μας ήταν ακόμη μακριά.
Όμως τα καταφέραμε. Φτάσαμε στην ακτή της Μυτιλήνης. Όλοι μας υποδέχθηκαν με ανοιχτές αγκαλιές. Για μας ήταν κάτι απίστευτο μετά τα όσα περάσαμε. Αυτά τα χαμόγελα, αυτή η συμπεριφορά των Ελλήνων απευθύνονταν σε μας; Ήταν δυνατόν;
Ναι, αυτή είναι η ζωή που θέλουμε να ζήσουμε. Να μην έχουμε πόλεμο. Τώρα είμαστε εδώ. Δεν με νοιάζει αν θα μείνουμε ή θα φύγουμε στη Γερμανία. Αρκεί να μην γυρίσουμε στον εφιάλτη που ζούσαμε»

Παύλος Νεράντζης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου