Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Γιατί η μείωση των εργοδοτικών εισφορών στο Ασφαλιστικό, δεν τόνωσε την οικονομία


Η εσωτερική υποτίμηση και η μείωση των εργοδοτικων εισφορών δεν τόνωσαν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Πώς τα επίσημα μακροοικονομικά δεδομένα δικαιώνουν την πρόταση της κυβέρνησης για αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, προκειμένου να στηριχτεί το νέο ασφαλιστικό σύστημα χωρίς μειώσεις συντάξεων, αφήνοντας εκτεθειμένη την αξιωματική αντιπολίτευση και τις νεοφιλελεύθερες προτάσεις της. 

Σε πρόσφατο άρθρο με τίτλο «Η μείωση των εισφορών αύξησε τα έσοδα, μείωσε την ανεργία» κορυφαία στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης υποστηρίζουν ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9% από την 1η Ιουλίου 2014 είχε τέτοια θετική επίδραση στην οικονομία, μέσα από την τόνωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, ώστε συνέβαλε αποφασιστικά στη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των εσόδων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης... ένα χρόνο μετά! Και ότι εν τω μεταξύ έγιναν εκλογές και άλλαξε κυβέρνηση, αυτό δεν μετρά καθόλου, γιατί η αγορά εργασίας αντιδρά με «υστέρηση» στις εξελίξεις στην οικονομία...

Όσο για την πρόταση της κυβέρνησης για μικρή αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, προκειμένου να στηριχτεί το νέο ασφαλιστικό χωρίς μειώσεις στις συντάξεις, αυτή χαρακτηρίζεται από τους συντάκτες του άρθρου «ιδεοληπτική», παρά την ευρύτερη συναίνεση των εργοδοτικών φορέων!
Είναι άραγε λάθος να αυξηθούν οι εργοδοτικές εισφορές, όπως διατείνεται η αξιωματική αντιπολίτευση, σε πλήρη ευθυγράμμιση με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τη γραμμή Schauble;
Δεν θέλουμε να τους στεναχωρήσουμε αλλά τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τους διαψεύδουν πανηγυρικά.
Κέρδος επιχειρήσεων και αμοιβές εργασίας


Θυμίζουμε ότι από το 2010 μέχρι το 2014 ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία εφάρμοσαν τη νεοφιλελεύθερη συνταγή της σκληρής λιτότητας και της ακραίας εσωτερικής υποτίμησης. Έτσι, παράλληλα με την εξέλιξη της κρίσης και τη συρρίκνωση της οικονομίας, συντελέστηκε μία μεγάλη αναδιανομή του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε βάρος της εργασίας, η οποία στα μακροοικονομικά δεδομένα καταγράφεται ως μεγάλη αύξηση του λόγου ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα (που αντανακλά το κέρδος των επιχειρήσεων κάθε είδους) προς συνολικές αμοιβές εξαρτημένης εργασίας (που περιλαμβάνουν τους μισθούς των εργαζομένων και τις κοινωνικές εισφορές των εργοδοτών). Η αύξηση του λόγου κέρδος προς αμοιβές έφτασε στο +24,6% το 2013 και το +20,5% το 2014 σε σχέση με το 2010. [1]
Με πιο απλά λόγια, οι επιχειρήσεις χάρη στην εσωτερική υποτίμηση έχουν βρεθεί να κερδίζουν σημαντικά μεγαλύτερο κομμάτι της «πίτας».

Πηγή: AMECO (Annual Macro-Economic database of the European Commission's DG ECFIN)

Κόστος εργασίας, τιμές και εξαγωγική επίδοση της χώρας
Ο στόχος ήταν μέσα από τη μεγάλη μείωση του κόστους εργασίας να υπάρξει ανάλογη πτώση των τιμών, που θα οδηγούσε σε ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών και συνεπώς σε αύξηση των εξαγωγών, ώστε η χώρα να βγει από την κρίση ως εξαγωγική δύναμη (export-led recovery).
Βέβαια, τίποτα από τα παραπάνω δεν συνέβη. Παρά την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και την τεράστια μείωση του κόστους εργασίας, μετά από πέντε χρόνια εσωτερικής υποτίμησης υπάρχει πλέον πληθώρα πραγματικών δεδομένων (και όχι εκτιμήσεων ή ερμηνειών), που αποδεικνύουν ότι η πολιτική που ακολουθήθηκε απέτυχε παταγωδώς ως προς τους διακηρυγμένους της στόχους.
Συγκεκριμένα, το μοναδιαίο κόστος εργασίας, συνυπολογίζοντας τις κοινωνικές εισφορές που πληρώνουν οι εργοδότες, το 2014 ήταν 18,3% μικρότερο σε σχέση με το 2010 συγκριτικά με 36 αναπτυγμένες χώρες.[2] Αυτό, όμως, έγινε μέσα από τη μείωση της ονομαστικής αμοιβής ανά εργαζόμενο και όχι μέσα από την αύξηση της μέσης παραγωγικότητας της εργασίας, κάτι που αποτελεί ζητούμενο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Παράληλα, οι επιχειρήσεις εκμεταλλεύτηκαν την πτώση του μισθολογικού κόστους, κρατώντας τις τιμές άκαμπτες, για να επιτύχουν ένα υψηλότερο περιθώριο κέρδους. Έτσι, οι τιμές των εξαγωγών δεν παρουσίασαν ανάλογη μείωση, πέφτοντας μόνο 4,4%. Ως αποτέλεσμα, καθώς η ανταγωνιστικότητα των τιμών ουσιαστικά δεν βελτιώθηκε, η εξαγωγική επίδοση της χώρας έμεινε στάσιμη, παρουσιάζοντας άνοδο μόλις 1,8% το 2014 σε σχέση με το 2010 και χωρίς να επιστρέψει στα επίπεδα του 2009 και των προηγούμενων ετών.[3]
Μάλιστα, οι μακροοικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι ακόμα και αν το μοναδιαίο κόστος εργασίας συνεχίσει να μειώνεται συγκριτικά με άλλες ανεπτυγμένες χώρες, τα επόμενα χρόνια η εξαγωγική επίδοση της χώρας θα επιδεινωθεί. Αυτό από μόνο του αποδεικνύει, και μάλιστα σύμφωνα με στοιχεία ευρωπαϊκά και όχι της κυβέρνησης ή του ΣΥΡΙΖΑ, ότι ακόμα και με όρους ανταγωνιστικότητας το κόστος εργασίας και οι εισφορές που πληρώνουν οι εργοδότες δεν αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την υπέρβαση της κρίσης.

Πηγή: AMECO (Annual Macro-Economic database of the European Commission's DG ECFIN)

Υπενθυμίζουμε ότι αυτό είχε διαπιστωθεί ήδη πριν ενάμιση και πλέον χρόνο, στα μέσα του 2014, όταν ακόμα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην πέμπτη του αξιολόγηση παραδέχτηκε ανοικτά ότι:

  • οι μειώσεις στις τιμές δεν υπήρξαν ανάλογες με τις μειώσεις των μισθών
  • η εξαγωγική επίδοση της Ελλάδας εξακολουθούσε να είναι αδύναμη
  • η εξισορρόπηση του εξωτερικού ισοζυγίου, που από τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρουσιάζεται ως απόδειξη ανάκαμψης, επιτεύχθηκε μέσα από τη μείωση των εισαγωγών και όχι την ανάκαμψη των εξαγωγών
Μάλιστα, στον διεθνή Τύπο είχε γραφτεί τότε ότι η ανταγωνιστικότητα στις τιμές που η Τρόικα στόχευε να πετύχει μέσα από τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση και την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν απέδωσε καρπούς, παρόλο που η Ελλάδα μέσα σε μόλις τρία χρόνια διόρθωσε όλη την ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας που είχε χαθεί την περίοδο 2000 - 2009.

Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγουν και πιο πρόσφατες μελέτες, οι οποίες επιπλέον επισημαίνουν ότι η κακή επίδοση των εξαγωγών υπήρξε υπεύθυνη για το ένα τρίτο της μείωσης του ΑΕΠ από το 2007, επιδεινώνοντας την οικονομική κρίση.

Όπως αναγνωρίζεται πια ευρύτερα, άλλα είναι τα πραγματικά προβλήματα που ταλανίζουν την οικονομία: το στρεβλό παραγωγικό μοντέλο και η έλλειψη αναπτυξιακού σχεδίου μετά από σαράντα χρόνια mainstream πολιτικών, η καρτελοποίηση και η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς, το κόστος ενέργειας, η υπερφορολόγηση εκείνων που καλούνται να ματώσουν, για να καλύψουν τις μαύρες τρύπες που αφήνουν όσοι (εισ)φοροαποφεύγουν ή (εισ)φοροδιαφεύγουν, το υψηλό χρηματοπιστωτικό κόστος, που στη χώρα μας είναι σε δυσθεώρητα επιπέδα πάνω από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, λόγω της τεράστιας διαφοράς του περιθωρίου επιτοκίου των τραπεζών και της επίδρασης του αποπληθωρισμού στα πραγματικά επιτόκια.
Με βάση τα παραπάνω, είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι παρά την αλλαγή ηγεσίας η αξιωματική αντιπολίτευση δεν κάνει καμία αυτοκριτική για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου αλλά συνεχίζει να υπερασπίζεται με σθένος το αποτυχημένο success story.
Συμπέρασμα
Το ζήτημα της αύξησης ή όχι  των εργοδοτικών εισφορών για τη στήριξη του ασφαλιστικού, μετά τα όσα έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια, δεν είναι ζήτημα σωστής ή λάθους πολιτικής. Είναι ζήτημα αριστερής ή δεξιάς πολιτικής. Και θυμίζουμε ότι ο κυρίαρχος λαός μόλις πριν τρεισήμισι μήνες αποφάσισε ότι θέλει αριστερή - προοδευτική διέξοδο από την κρίση.
Τα επίσημα στοιχεία δείχουν ότι η ψαλίδα μεταξύ κέρδους και αμοιβών μπορεί να κλείσει, αφού το άνοιγμά της δεν οδήγησε στην επιδιωκόμενη ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας των τιμών και βελτίωση της εξαγωγικής επίδοσης της οικονομίας. Συνεπώς, έχει δίκιο η κυβέρνηση που προτείνει μια αριστερή λύση, με λελογισμένη αύξηση του κόστους εργασίας και των εισφορών των εργοδοτών, προκειμένου να στηριχτεί το νέο ασφαλιστικό σύστημα χωρίς να μειωθούν οι συντάξεις, ώστε να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή.
Αντίθετα, η αξιωματική αντιπολίτευση, ακολουθώντας πιστά τη νεοφιλελεύθερη γραμμή ΔΝΤ και Schauble, κάνει μια δεξιά πρόταση για μείωση των εισφορών και ταυτόχρονα συγκράτηση των δαπανών. Βέβαια, τα στελέχη της αποσιωπούν το προφανές. Ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε απώλεια εσόδων για το ασφαλιστικό σύστημα και δημοσιονομικό κενό, οδηγώντας υποχρεωτικά σε άμεσες μειώσεις σε μισθούς του δημοσίου, συντάξεις και κοινωνικές παροχές, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των πρωτογενών δαπανών του κράτους.
Ίσως για αυτούς να είναι λεπτομέρειες...
ΥΓ: Στο άρθρο των στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως απόδειξη της επιτυχίας της «αναπτυξιακής» πολιτικής της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου χρησιμοποιείται η πρόβλεψη του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής του Μαΐου 2014 ότι η ανεργία το 2016 επρόκειτο να είναι 19,5%, αποδίδοντας στους «εγκληματικούς χειρισμούς της κυβέρνησης» τις νεώτερες εκτιμήσεις για ανεργία 24%. Αφήνουμε στην κρίση των αναγνωστών την αξιολόγηση τέτοιων επιχειρημάτων, που στηρίζονται στις προβολές που είχαν γίνει στο πλαίσιο των προηγούμενων προγραμμάτων, οι οποίες κατ' επανάληψη έχουν διαψευστεί, όπως πλέον αναγνωρίζεται ακόμα και από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς και το ΔΝΤ.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα που χρησιμοποιείται στους υπολογισμούς και τα διαγράμματα είναι με στάθμιση για την αυτο-απασχόληση. Δηλαδή είναι αυτό που προκύπτει μετά από αφαίρεση ενός ποσού που υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί στους αυτο-απασχολούμενους.

[2] 27 χώρες της ΕΕ, Τουρκία, Ελβετία, Νορβηγία, ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Αυστραλία, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία.

[3] Η εξαγωγική επίδοση είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός δείκτης για την πορεία των εξαγωγών, καθώς πέρα από το μέγεθος των εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών συνυπολογίζει και τη μεγέθυνση των αγορών προορισμού.

Κώστας Στρατής και Γιώργος Βουδούρης

Οι Κώστας Στρατής και Γιώργος Βουδούρης είναι συνεργάτες του γραφείου του Αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Γιάννη Δραγασάκη



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου