Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης
Το χωριό Ντάρα (σημερινή Ελιά Θεσπρωτικού Πρεβέζης) βρίσκεται στη Λάκκα Σούλι, μεταξύ του Θεσπρωτικού (Λέλοβα) και του Νικολιτσίου. Διαμένουν 60 περίπου κάτοικοι μόνιμα, αφού η αστυφιλία έδιωξε τους υπόλοιπους. Σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του αποτελούν οι Σαρακατσαναίοι, που παλιότερα ξεχειμώνιαζαν στα βοσκοτόπια του.
Οι Σαρακατσάνοι, από αρχαιοτάτων χρόνων χρησιμοποιούσαν την περιοχή σαν πέρασμα από τα βουνά (Γράμμο, Βίτσι, Πίνδο) στα χειμαδιά τον Οκτώβριο και αντίθετα τον Μάιο. Για μέρες διάβαιναν μεγάλα κοπάδια αδιάκοπα. Και καθώς δεν υπήρχαν δρόμοι αλλά μόνο μονοπάτια, το πρώτο πρόβατο ενός κοπαδιού ήταν στο «Σύνορο» (Ελιάς-Θεσπρωτικού) και το τελευταίο στο «Σιούρο» (σύνορο με το Νικολίτσι), δηλαδή σε απόσταση πλέον του χιλιομέτρου. Συνοδεύονταν από τα φορτιάρικα αλογομούλαρα, φορτωμένα με τα κινητά υπάρχοντα κάθε οικογένειας, από τα τσοπανόσκυλα και όλους τους τσοπαναραίους με τις γκλίτσες και τις κάπες τους. Περνούσαν τούτη τη βλαχόστρατα και έφταναν στα βοσκοτόπια της Μαυρής, της Λάμαρης και ακόμα παρακάτω. Στην Λάκκα Σούλι, τον μόνο φόβο που είχαν, ήταν οι κατσικοκλέφτες της Κρανιάς, που δρούσαν στα στενά του Καντζά. Μερικοί απ’ αυτούς τους Σαρακατσάνους ξεχειμώνιαζαν στην «Παλιουργιά» της Ντάρας, όπου νοίκιαζαν κοινοτικά βοσκοτόπια. Τούτο γίνονταν επί αιώνες.
Να σημειωθεί ότι οι Νταρανίτες, αποκαλούσαν τους νομάδες της «Παλιουργιάς» Βλάχους, έστω και αν οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν Σαρακατσάνοι.
Tα όρια του ενοικιαζόμενου βοσκότοπου ήταν ο «Λάκκος Τζανέλω», τα «Πλατάνια», ο «Λάκκος Τασιούλας» μέχρι το ποτάμι και νότια μέχρι το Λελοβίτικο. Μάλιστα η ισχυρότερη οικογένεια των Σαρακατσάνων, οι Βαγγελαίοι, είχαν την έδρα-κονάκι τους, στη θέση όπου σήμερα είναι το σπίτι του Χρ. Φ. Δρόσου.
Διόριζαν μάλιστα, δικό τους αγροφύλακα, Νταρανίτη, με τελευταίον τον Φίλιππα Κ. Δρόσο και τον πλήρωναν οι ίδιοι.
Φίλιππος Κ. Δρόσος, αγροφύλακας των σαρακατσαναίων.
Πολύ δύσκολη η εργασία τους, χωρίς μόνιμη στέγη και μαντριά, παρά μονάχα μερικούς φράχτες από παλιούρια και ξεροτοίχια, που μάντρωναν τα πρόβατα. Απομεινάρια από αυτές τις κατασκευές διακρίνονται και σήμερα, στη θέση «Μαντριά» και αλλού.
Την τυράγνια τους στου Ντάρα και τη γύρω περιοχή, περιγράφει ο ποιητής Kώστας Κρυστάλλης (περπάτησε ο ίδιος στα χώματα του χωριού) στο ποίημά του «Ο Γέννος», από το οποίο μερικοί στίχοι παρατίθενται («Άπαντα», τ. Α΄, εκδ. Μέρμηγκας, σελ. 249):
«Χειμώνιασε. Χιόνια πολλά στα κορφοβούνια πέφτουν….
-Γειά και χαρά σας, ρε παιδιά
-Καλώς τον Μπαρμπατόλιο.
Βρέχει όξω, Μπάρμπα;
-Μοναχά; Για ιδές στην κάπα χιόνια…
Τι κοσμοχάλασ’ είναι αυτή! Νερό μαζί και χιόνι…
Εχ’ οπ’ γυρίζω απ’ την αυγή. Έχασα τη φοράδα
κι έρεψα στα ποδάρια μου, εσάπηκα στη νώπη
στην Παλιουριά, στα Ροζανά, στα Λέλοβα, στην Τάρα,
έφτακα ως τα Λακκώματα, στην Γκούρα, στο Βολίτσι,
γιομάτισα στου Θίλιππα και τώρα βράδυ-βράδυ
μέσ’ την Περιστερότρυπα την εύρηκα χωμένην…”.
Σε τούτο το ποίημα, που γράφτηκε το 1880 περίπου, ο Κ. Κρυστάλλης περιγράφει τους τσελιγκάδες και πού ο καθένας παραχείμαζε. Λέει για τις στερήσεις και τις κακουχίες των τσοπάνηδων. Με τη φωνή του γέρου περιπλανιέται στα μέρη που προτιμούσαν για τις βοσκές τους, τοποθεσίες που ξαπλώνονται από τη Λάκκα Σούλι μέχρι το Ιόνιο πέλαγος. Έτσι η Παλιουργιά είναι η ίδια, που σήμερα ανήκει στο Θεσπρωτικό και την Ελιά, τα Ροζιανά είναι βοσκότοπος του Λελόβου, η (Ν)Τάρα είναι η σημερινή Ελιά. Τα Λακκώματα ανήκουν στα Λέλοβα και την Κρανιά, η Γκούρα είναι μεγάλο λαγκάδι, που ξεκινάει από τις σημερινές εργατικές κατοικίες του Θεσπρωτικού και φτάνει ως την Κρανιά. Το Βολίτσι είναι αρχαίος οικισμός κοντά στα «Πηγάδια της Κρανιάς» ή από παραδρομή γράφτηκε αντί του χωριού Νικολίτσι, του Θίλιππα είναι στη σημερινή οικία των Φιλππαίων (Δροσαίων) στα «Πλατάνια» της Ελιάς, κοντά στην τότε τρικάνουλη βρύση και Περιστερότρυπα είναι τοποθεσίες του Νικολιτσίου και του Λελόβου.
Σαρακατσάνικες οικογένειες, που ξεχειμώνιαζαν στου Ντάρα, ήταν των Κραψίτη, Μπούνα, Χάσκη, Γ(κ)ογ(κ)ολαίων, Βαγγελαίων, Κουμπαίων, Αχνουλαίων, Θεοχάρη κ.ά.
Απομεινάρια από τις καλύβες τους είναι διάσπαρτα στο χωριό
Όταν γεννιόνταν κάποιο παιδί τους, το έγραφαν στα δημοτολόγια της Κοινότητος Ντάρας και αργότερα του Νικολιτσίου. Μάλιστα ένας απ’ αυτούς, ο Θεόδωρος Βαγγελής διετέλεσε εκλεγμένος πρόεδρος της Κοινότητας Ελιάς. Άλλοι προχώρησαν και σε συγγενικούς δεσμούς με τους Νταρανίτες, όπως ο Κωνσταντίνος Βαγγελής, που βάφτισε τον Βασ. Σπύρου Θωμά και τον γιό του Σπύρο Σπύρου.
Στα Μητρώα Αρρένων της Κοινότητας Ντάρας-Νικολιτσίου, υπάρχουν εγγεγραμμένοι 23 Βαγγελαίοι, από το 1844 έως το 1940. Ακόμη υπάρχει ένας Θεοχάρης και τα τέσσερα αγόρια του, δύο με το επώνυμο Χριστοδούλου και άλλοι.
Είχαν όλη την οργάνωση για μια ξεχωριστή κοινωνία. Τα παιδιά τους πήγαιναν στο σχολείο της Ντάρας, ενώ μερικές χρονιές λειτουργούσαν και χωριστό δικό τους σχολείο. Χαρακτηριστικό είναι ότι έστελναν και τα κορίτσια στο σχολείο, προ του 1940.
Προστάτη τους είχαν τον Άγ. Αντώνιο, όταν παραχείμαζαν στην «Παλιουργιά». Ανήμερα της εορτής, στις 17 Ιανουαρίου, αλλά και την Τρίτη του Πάσχα, προτού φύγουν για τα βουνά, έφταναν όλοι τους στον εξωκκλήσι, στολισμένοι σαν σε πανηγύρι. Και μετά το τέλος της Λειτουργίας φιλοξενούσαν όλους τους Νταρανίτες στις καλύβες τους και τους έκαναν το τραπέζι με πλούσια φαγητά από τυρί, κρέας και πίττες, μέχρι αργά το βράδυ.
Η πείρα τους στην κτηνοτροφία και η αντιμετώπιση των στοιχείων της φύσης, ήταν εκπληκτική, όπως φαίνεται και στο παρακάτω περιστατικό.
Οι Βαγγελαίοι είχαν 500 και πλέον πρόβατα και τα στάβλιζαν στον «Μπούντζιο» και στα «Σπυραίϊκα». Γύρω στα Χριστούγεννα του 1935, σε μια βραδιά, γέννησαν 300 απ’ αυτά με μόνο 2 τσαγκάδια (προβατίνες, που ψόφησαν τα αρνιά τους). Είχαν μεγάλη επιτυχία αν αναλογιστεί κανείς τις πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες της συγκεκριμένης βραδιάς. Με δυνατή βροχή και πολλούς κεραυνούς, ένας από τους οποίους σκότωσε ένα άλογό τους πολύ κοντά (στον «Λάκκο Τζανέλω»).
Έχοντας νοικιάσει οι Σαρακατσάνοι τούτοι τα καλύτερα βοσκοτόπια του χωριού από τις δυό – τρείς κεφαλές που έκαναν κουμάντο, φέρνονταν σαν ιδιοκτήτες τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να αγανακτήσουν οι υπόλοιποι Νταρανίτες. Σε μερικές περιπτώσεις οι τελευταίοι έπαιρναν τα όπλα και διεκδικούσαν δυναμικά τον τόπο τους. Όπως με τον τραυματισμό ενός σαρακατσανόπουλου και τη δολοφονία του Ι. Αποστόλου το 1914 (Μάλιστα τον τραυματισμένο ερωτεύτηκε παράφορα κοπέλα του χωριού που ανέλαβε την περιποίηση των τραυμάτων του, με αποτέλεσμα λίγο μετά να χάσει τα λογικά της).
Τελικά σιγά-σιγά οι βλάχοι-σαρακατσάνοι αποσύρθηκαν από την «Παλιουργιά». Περί το 1953-54 είχαν παραμείνει 5-6 οικογένειες στο «Σύνορο». Ένα κρατικό σχέδιο οικοδόμησης της περιοχής για μετεγκατάσταση κατοίκων των Μελιανών ήταν άλλη μια αιτία.
Οι Νταρανίτες θυμούνται και ένα ακόμη επεισόδιο των αμέσως επόμενων χρόνων. Τότε που κατασκευάζονταν ο δρόμος Λέλοβα-Ντάρα από την Μ.Ο.Μ.Α. Οι οδηγοί των αυτοκινήτων του συνεργείου σκότωσαν κατά λάθος ή σκόπιμα, για να τα φάνε, τρία πρόβατα σαρακατσάνων. Εκείνοι εξαγριώθηκαν και ζητούσαν άλλα τρία ζωντανά. Με συγγενείς τους και από άλλα βορειότερα μέρη, έπιασαν καρτέρι στην Ποδογόρα και στον Καντζά, να σκοτώσουν τους οδηγούς. Η αστυνομία πρόλαβε την αιματοχυσία και τους δόθηκαν τα τρία ζωντανά.
Η οριστική εγκατάλειψη της «Παλιουριάς» από του σκηνίτες έγινε ως εξής, όπως θυμούνται οι παλιοί Νταρανίτες:
Βαγγέλης Φίτζος, Γραμματέας
Οι Νταρανίτες είχαν συνεταιρισμό και νοίκιαζαν τα βοσκοτόπια σε αυτούς. Για Γραμματέα του συνεταιρισμού είχαν τον Βαγγέλη Φίτζο, από τα Λέλοβα, που συνεργάζονταν με τον αντιπρόεδρο της Ντάρας, τον Ντουλαπαππά (Κ. Παππά) και άλλους παράγοντες (Αν. Κ. Παππά, αγροφύλακα Αθ. Γρ. Στράτη κ.ά.). Τέσσερα αδέλφια Βαγγελαίοι έκαναν κουμάντο και παζάρια από τη μεριά των τσελιγκάδων, ο Κώστας που ήταν αρχιτσέλιγκας, ο Θεόδωρος που διετέλεσε πρόεδρος της Κοινότητας Ντάρας, ο Γιώργος που ήταν τσέλιγκας και ο Θωμάς. Τον πρώτο λόγο είχε ο Κώστας. Όμως κάποτε αρρώστησε από μελιταίο πυρετό και ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις ο αδερφός του Γιώργος. Ο Γραμματέας του συνεταιρισμού Βαγγέλης Φίτζος συνέταξε τα χαρτιά για το ενοικιοστάσιο, προσθέτοντας ποινική ρήτρα εάν δεν κατέβαλλαν εμπρόθεσμα το ενοίκιο ή εάν δεν έφευγαν για Καλοκαίρι την 1η Μάη, που έλεγε το συμφωνητικό. Ο Γιώργος δεν πρόσεξε και υπέγραψε τα χαρτιά. Έτσι έφυγαν για πάντα οι Σαρακατσάνοι, αφού δεν άντεχαν τους δυσβάστακτους όρους.
Θεόδωρος Βαγγελής, πρόεδρος του χωριού Ντάρα (σημ. Ελιά)
Ο Θεόδωρος Ι. Ντάουλας στις 30-4-2008 (σε ηλικία 99 ετών) απάντησε ως εξής σε σχετική ερώτηση:
«Τους Βαγγελαίους τρομάξαμαν να τους βγάλουμε.
-Πως τους διώξαταν τους Βαγγελαίους;
-Αχά! Ο Τασιοπαππάς (Αν. Κ. Παππάς, πρόεδρος του Σ.Α.Α.Κ. Ντάρας) ήταν ενέργεια μεγάλη, εκειός προσπάθησε με τον δικηγόρο τον Κατσαδήμα αλλιώς δεν μπορέγαμαν.
-Με ποιόν; Με τον Κατσαδήμα;
-Με τον Κατσαδήμα από την Άρτα, πως το κατάφεραν και πως τόφεραν! Και τους έσωσαν, τι θάκαναν εδώ, αλπές ήταν στην Καζάνα πέρα, σώθηκαν εκεί που πάν’, κατάλαβες, αλλά θέλω να σου πώ αυτός τους κυνήγησε, ήταν πρόεδρος, με τον Κατσαδήμα τον Δικηγόρο, αυτός τους κυνήγησε κι έφκαν από εδώ, τι θάκαναν εδώ στου Ντάρα.
-Μαλώνατε με τους Βαγγελαίους, τους Σαρακατσαναίους, μαλώνατε εσείς οι άλλοι οι τσοπαναραίοι;
-Έ, δεν μαλώναμαν, τι να μαλώναμαν, το αγόραζαν ο κόσμος, το πλέρωναν, το νοίκιαζαν.
-Και τα λεφτά (από τα ενοίκια) ποιος τα ’παιρνε;
-Συνεταιρισμός, τά ’παιρναν και ποιος να τα πρωτοφάει. Συνηθισμένα πράματα.
-Δεν ήξεραν ποιος να τα πρωτοφάει;
-Που να το καταλάβεις, ποιος να τα πρωτολάβει να τα φάει. Ήταν δυό-τρεις, Ντουλα-Παππάς, Ντουλαφίλπας, Σακκάς, ο μπάρμπας μου ο Μπαλάφας, που να τα δίνανε, τρώει ο ένας τ’ αρπάζει ο άλλος, ώχ τά ’φαγε ο κερατάς εκειός όλα, βόσκαγαν κάμποσο καιρό με τους Βαγγελαίους αυτοί εκεί, τά ’τρωγαν αυτού, κινά το ανταρτικό κοντά, να μπορούσαν να κάνουν τίποτα, πήγαμαν στο Νικολίτσι στην κοινότητα, ξεχώρισε η δουλειά κοντά».
Οι Σαρακατσάνοι έκοψαν το μεγαλύτερο μέρος του δάσους βαλανιδιάς στην «Καζάνα». Έκοβαν τις βελανιδιές και τις έκαναν καυσόξυλα, τα οποία έδεναν σε δεμάτια με τριχιές. Κατόπιν κυλούσαν τα δεμάτια στον κατήφορο σπρώχνοντάς τα, έως ότου έφταναν στις καλύβες τους, στα «Μαντριά». Από την υπερβόσκηση και την κοπή ξύλων, δεν είχε μείνει ούτε παλιούρι, ούτε κλώνος ασφάκας.
Πολλοί από τους Νταρανίτες Σαρακατσάνους μετά τη φυγή τους από του Ντάρα, εγκαταστάθηκαν στα Σύβοτα και στο Δράμεση Θεσπρωτίας. Δυό απ’ αυτούς, τα αδέρφια Στέφανος και Γιώργος Κ. Βαγγελής, επισκέφθηκαν το χωριό και πάλι ύστερα από χρόνια, στις 18-3-2007. Ήταν κατασυγκινημένοι και θυμήθηκαν τα παιδικά τους χρόνια με τους συνομηλίκους τους, όπως την Ελένη Α. Στράτη. Σε τηλεφωνική επικοινωνία (29-12-2005) και σε κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον συγγραφέα, έδωσαν ορισμένοι, μεταξύ άλλων και τις παρακάτω πληροφορίες:
-«Εγώ έφυγα 4 χρονών. Δεν θυμάμαι τίποτε από το χωριό, παρά μόνο τις ιστορίες του πατέρα μου» (Νεοπτόλεμος Γ. Βαγγελής, γεννηθείς το 1933).
-«Εμείς οι Βαγγελαίοι φύγαμε από το χωριό στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Εγώ γεννήθηκα το 1929. Ο πατέρας μου, Θεόδωρος, ήταν πρόεδρος στο χωριό για πολλά χρόνια. Είχε πολλά βιβλία και χαρτιά, μαζί με φωτογραφίες, που αφορούσαν την κοινότητα Ελιάς. Στον ανταρτοπόλεμο τα αφήσαμε στο σπίτι μας, στο Πάπιγκο. Όταν γυρίσαμε να τα πάρουμε δυστυχώς τα είχαν κάψει οι αντάρτες. Ήταν πολύ και ενδιαφέρον υλικό. Θυμάμαι ότι οι Νταρανίτες και εμείς οι Σαρακατσαναίοι, συγκεντρωνόμασταν στα «Πλατάνια», κοντά στο σπίτι του Φίλιππα Κ. Δρόσου και γλεντούσαμε όλοι μαζί παρέα. Κρεμούσαμε στο λαιμό κυπριά από γίδια (τις απόκριες) και πυροβολούσαμε στον αέρα. Θυμάμαι τον δικό σας Σωκράτη Ζήκο, που είχε μισιακό κοπάδι προβάτων με τον δικό μας Ιωάννη Πέτρου Γιάννη. Όταν φύγαμε από του Ντάρα, πήγαμε για λίγο στο Κανελλάκι και κατόπιν οριστικά στα Σύβοτα και στου Δράμεση (Ρίζιανη).
Οι Αχνουλαίοι εγκαταστάθηκαν στα Σουδενά (σημ. Πεδινά) Ιωαννίνων (όπου υπάρχει και σήμερα απόγονος Αλέξης Αχνούλας).
Ο πατέρας μου, Θεόδωρος, είχε άλλα τρία αδέλφια, τους Κώστα, Θωμά και Γιώργο. Ο αδελφός μου Χριστόδουλος, γεννήθηκε όταν φύγαμε από την Ελιά. Τις περισσότερες φορές, όταν θέλουμε πιστοποιητικό Ποινικού Μητρώου, μας στέλνουν ακόμη και τώρα στην Πρέβεζα» (είπε ο Στέφανος Θ. Βαγγελής).
Ένα άρθρο με πολλές παραστατικές αληθινές λεπτομέρειες για τη ζωή των Σαρακατσάνων στου Ντάρα, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ήπειρος Άπειρος χώρα» ) Δεκ. 2006, τχ. 83), από τον Αθ. Στ. Παπαθανασίου, στο οποίο αναφέρονται μεταξύ άλλων:
«Για χρόνια οι βλάχοι κατέβαζαν τα κοπάδια τους στου Ντάρα ψαχνούς «κουσουλάδες» της ζωοτρόφου Παλιουργιάς. Μεγάλη και βατή η έκταση, πλούσιο το χορτάρι, άφθονα τα παλιούρια, αστείρευτο τότε το ποτάμι του Άμπλα και το κλίμα ήπιο, έκαναν ένα ιδανικό χειμαδιό. Και οι βλάχοι το ανακάλυψαν.
Στα «Πλατάνια», όπου τώρα είναι το σπίτι του Λευτέρη (Στράτη) και άλλων Νταρανιτών, εκεί οι βλάχοι έφτιαχναν τις καλύβες τους. Είχε δημιουργηθεί ένας μικρός οικισμός, ένα γραφικό Βλαχοχώρι. Στο έβγα του φθινοπώρου, ανάλογα με τον καιρό, οι βλάχοι κατέβαιναν από τα βουνά. Πρώτη φροντίδα είχαν να επισκευάσουν τις καλύβες. Ρίχνονταν όλοι μαζί στη δουλειά σαν τα μυρμήγκια. Μονιασμένοι και αγαπημένοι όλοι για όλους. Σαν μια ευλογημένη οικογένεια. Άλλοι έφερναν ξύλα και κλαδιά, άλλοι κουβαλούσαν άχυρο, άλλοι τακτοποιούσαν τους αναγκαίους για ανθρώπους και ζώα εξωτερικούς χώρους. Γιατί οι βλάχοι δεν είχαν μονάχα γιδοπρόβατα, είχαν άλογα, σκυλιά, ακόμη και κότες και γάτες και γουρούνια κι ας φαίνεται παράξενο. Όλα αυτά ήθελαν φροντίδα. Τα γουρούνια τα αγόραζαν σμιδάκια και τα πούλαγαν μεγάλα και καλοθρεμμένα, όταν ερχόταν η ώρα να μετακινηθούν για τα ορεινά. Εκμεταλλεύονταν έτσι το άφθονο τυρόγαλο. Οι βλάχες συγύριζαν το εσωτερικό της καλύβας τους και τακτοποιούσαν την ιδιότυπη οικοσκευή. Η καρδάρα, η βούρτσα, η πλόσκα, το ασκί, τ’ αγγειά, τα σκουτιά….όλα έπρεπε να βρούν τη θέση τους. Στο πι και φι το βλαχοχώρι ήταν έτοιμο και η ζωή έμπαινε στον κανονικό γι’ αυτούς ρυθμό. Οι ντόπιοι τους έβλεπαν που εργάζονταν σαν καλοκουρδισμένη μηχανή και απορούσαν και θυαμένονταν.
Σε αυτή την περιοχή ήταν τα κονάκια τους
Οι βλάχοι δεν ήταν μόνο βοσκοί ήταν και σπουδαίοι τυροκόμοι. Έστηναν ολόκληρο μπατζιαριό στο βλαχοχώρι και τυροκομούσαν οι ίδιοι όλο το γάλα. Παρασκεύαζαν εξαιρετικής ποιότητος φέτα, μυζήθρα και βούτυρο και τα εμπορεύονταν. Βασικά ήταν τυροφάγοι και κρεατοφάγοι. Και βεβαίως δεν έλειπαν τα άγρια χόρτα από το διαιτολόγιό τους…. Οι βλάχες ήταν σπουδαίες μαγείρισσες για τα φαγητά που έφτιαχναν. Στο βλαχοχώρι μοσχοβόλαγε ο τόπος από τις τυρόπιτες και γαλατόπιτες, μοσχομύριζαν τα «Πλατάνια» από τις λαχανόπιτες. Ήταν βέβαια τα αγνά υλικά, το αγνό φρέσκο βούτυρο, αλλά και η τέχνη της βλάχας που έβγαζαν νόστιμο αποτέλεσμα. Επίσης, το γιαούρτι και το γαλοτύρι των βλάχων δεν το ‘φταναν οι ντόπιοι, ήταν το κάτι άλλο! Πρώτευαν όμως οι Νταρανίτισσες στα λαδερά και κυρίως στις τηγανίτες. Εκεί ήταν άφταστες. Εμ! Οι βλάχες είχαν το βούτυρο κι οι ντόπιες το λάδι!…
Η κυρά Πανάγιω (κόρη Ζήκου Γιαννάκη, σύζ. Στ. Παπαθανασίου), παλιά Νταρανίτισσα, θυμάται: «Ζούσαν ομαδικά. Ήταν φρόνιμοι άνθρωποι και καλοί νοικοκυραίοι οι βλάχοι. Νταραβερίζονταν με τους ντόπιους, δεν ξεκόβονταν από τους χωριάτες, ούτε οι μεγάλοι ούτε τα παιδιά τους. είχαν συνηθίσει ο ένας τον άλλον. Ο Θόδωρος ήταν ο μεγάλος, ο αρχηγός. Όλοι τον άκουγαν σε ότι τους έλεγε. Ψηλός, μελαχρινός, με παχιά φρύδια και χοντρό μουστάκι. Τσαρούχι με φούντα, γιλέκο με κεντήματα. Καλοστημένος. Αφέντης βλάχος! Στο κεφάλι, χειμώνα-καλοκαίρι, καπέλο δεν ήξερε. Κράταγε αγκλίτσα με σκαλισμένο κεφάλι κριαριού στην κορφή. Όταν περπάταγε την έβαζε στον ώμο σαν τουφέκι σε παρέλαση. Όταν στέκονταν να κουβεντιάσει την έπαιζε στα χέρια δεν την ακούμπαγε στη γη. Όμως, τα περισσότερα πρόβατα τα είχε ο Βαγγελής. Χίλια και παραπάνω κεφάλια! Είχε μια σκύλα…τι σκύλα! Στα πρόβατα και τα φύλαγε καλύτερα και από τσοπάνο. Και μια κουρούνα να πάνεγε σε προβατίνα, την κυνήγαε! Είχε και μια αδερφή όμορφη, ψηλή, αφράτη, τη Λάμπρω. Βλάχα με τα ούλα της. Ήταν ανύπαντρη κι ας τα ‘χε τα χρόνια της. «Αν δε βρώ βλάχο, ήλεγε, δεν παντρεύομαι». Και δεν παντρεύκε. Οι Νταρανίτες ανύπαντρη τη θυμούνται.
Τον Άγιο Αντώνιο είχαν προστάτη τους
Την Τρίτη μέρα του Πάσχα, λειτούργαε ο Αϊ-Αντώνης. Πήγαιναν οι βλάχοι με τις βλαχοπούλες. Εκείνη τη μέρα έβαζαν τα καλά τους. Οι τσιούπρες στις ομορφιές τους. ήταν που ήταν όμορφες οι βλαχοπούλες…ντύνονταν και περήφανα! Εμείς τις χαζεύαμαν. Άλλες φόραγαν φούστα μακριά, άλλες φουστάνι με πλατιά μανίκια και ποδιά. Κάμποσες και γιλέκο. Στο κεφάλι φακιόλι, είχαν κοτσίδες τα μαλλιά τους. Όλα κεντημένα στο χέρι. Κεντήματα στο στήθος, στα μανίκια, στο γύρο, στην ποδιά…. Και τα τσιουρέπια κεντήδια είχαν κι αυτά. Α! δίχως τσιουρέπια δεν έμπαιναν τσαρούχια με φούντα. Φούντα; Να! Τέεετοια! Κι από κάτω πρόγκες. Πάταγαν λιθάρι και το σημάδευαν. Βάραγαν σε στουρνάρι κι έβγαζε τσίκες. Όμορφη ντυμασία! Αυτή τη φύλαγαν για την εκκλησιά και για το δρόμο, όταν έφευγαν για τα βουνά. Τόχαν σα γιορτή. Εμείς περάγαμαν με τα πράματα από τα Πλατάνια και βλέπαμαν τα ρούχα απλωμένα στις καλύβες. Κότελο και γκιούρτα δεν έβαζαν οι νιές, ήταν για τις μεγάλες….. Την ίδια μέρα την Τρίτη του Πάσχα, όποια παιδιά Βλαχάκια και Νταρανιτάκια, που ήταν σε ηλικία που καταλάβαιναν, κάπου 8 με 15 χρονών, αυτά που ήθελαν γίνονταν αδερφοποιτοί, στον Αϊ-Θανάση…. Έγινα και εγώ αδερφοποιτή. Εκείνη τη φορά ήμασταν έξι παιδιά παρέα, πέντε κορίτσια και ένα αγόρι. Ήταν τρεις Νταρανιτοπούλες: η Νίκη του Ντούλα (Νίκη Κ. Παππά, κατόπιν σύζυγος Θ. Ι. Ντάουλα), εγώ και η Λάμπρω του Κατσιούκη(Λάμπρω Ι. Κατσιούκη, κατόπιν σύζυγος Χρήστου Αν. Βάσιου) και δυό βλαχοπούλες: η Λάμπρω η αδερφή του Βαγγελή και η Αμαλία και ένα βλαχόπουλο…δεν θυμάμαι τα ονόματά του….
Οι βλάχοι έφευγαν για τα βουνά στις 3 Μάη. Στις 2 Μάη τ’ Αϊ-Θανασιού ήταν το πανηγύρι στου Ντάρα, αυτοί έφευγαν την άλλη μέρα.
Τα παιδιά βγαίναμαν στην «Κόντρα» για να κάνομε χάζι που θα πέραγαν οι βλάχοι με τα κοπάδια. Μπροστά πήγαινε μια βλάχα και από πίσω της έρχονταν το γκεσέμι με μια μεγάλη κουδούνα. Γκρούμ! Γκρούμ! Γκρούμ! Ακούγονταν ως πίσω σε όλο το κοπάδι. Παραπίσω ήταν και άλλα γκεσέμια με μικρότερες κουδούνες. Τα πρόβατα πήγαιναν όπως πήγαιναν αυτά και η βλάχα. Πίσω από τα πρόβατα έρχονταν τα γίδια. Μπροστά πήγαινε το τραϊ με τον μεγάλο κύπρο. Λάλαγε σαν καμπάνα. Οι Παπαδιώτες ήλεγαν ότι τ’ άκουγαν στις Παπαδάτες! Τα γίδια ακολούθαγαν σαν να ’ταν ορμηνεμένα! Τα σκυλιά πηγαινοέρχονταν πίσω-μπρός, πίσω-μπρος και φύλαγαν να μη ξεκοπεύει κανένα ζώο… Οι βλάχοι, ένας εδώ ένας εκεί, πήγαιναν δεξιά και αριστερά από το κοπάδι, κι άλλοι από πίσω με τις αγκλίτσες φοβέριζαν τα ζωντανά και σφύραγαν. Γίνονταν μεγάλη φασαρία σηκώνονταν ο μποχός σύννεφο και μύριζε ο τόπος από σαργιά και κοπριά. Να μάζευες τη κοπριά από το δρόμο ένα χωράφι φούσκιζες! Αφού έφευγαν τα κοπάδια, ύστερα την άλλη ή την παράλλη μέρα, έφευγαν τα νοικοκυριά. Τους προλάβαιναν στο δρόμο. Φόρτωναν στ’ άλογα όλα τα χρειαζούμενα: ρούχα, αγγειά, κότες, γάτες και μισοσάμαρα ή πισωκάπουλα τα παιδιά. Το πρώτο άλογο το τράβαγε η νιότερη βλάχα και ακολούθαγαν οι άλλοι. Δεν ξέρω γιατί τόκαναν αυτό….Έφευγαν και νοιώθαμαν σαν να ’φευγαν δικοί μας άνθρωποι. Τους συμπαθάγαμαν. Και περιμέναμαν τα πρωτοβρόχια να μας ξανάρθουν και να βγούμε στην «Κόντρα» να χαζέψομε το γυρισμό τους. Να ξαναζωντανέψει το βλαχοχώρι…..».
Καλόγνωμοι και καλόβολοι οι βλάχοι ήρθαν στου Ντάρα. Άνθρωποι αγαπησιάρηδες, ανόθευτοι, λαγαροί και απλοί σαν τη βλάχικη ζωή. Χώρεσαν στο μικρό χωριό γιατί είχαν μεγάλη καρδιά. Πήραν και έδωσαν. Παραδειγμάτισαν με την ομαδικότητα, τη σύμπνοια, την εργατικότητα και την ασύνορη καλωσύνη. Με το ελεύθερο φρόνημα και την αισιοδοξία για τη ζωή. Αγάπησαν τους ντόπιους και αγαπήθηκαν απ’ αυτούς».
Φεύγοντας οι Σαρακατσαναίοι από του Ντάρα, ο αριθμός των κατοίκων μειώθηκε και ήταν μια από τις αιτίες να καταργηθεί από Κοινότητα και να προσκολληθεί σε αυτή του Νικολιτσίου. Αλλά και αν έφυγαν, οι χωριανοί τους θυμούνται με συγκίνηση και τους μνημονεύουν σε κάθε τους συζήτηση. Άραγε πως θα εξελίσσονταν η ζωή αν αντάμα πορεύονταν στα κατοπινά χρόνια;
(Και πολλά άλλα στοιχεία για τους Σαρακατσάνους της Ελιάς στα βιβλία του Α.Δ. Στράτη «Ντάρα Λάκκας Σουλίου, Ιστορία – Τοπωνύμια», 2008, «Ντάρα Λάκκας Σουλίου, Λαογραφία»2014 και «Ντάρα Λάκκας Σουλίου, Αι γεννεαί πάσαι», 2010).
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Σαρακατσάνικα χαιρετήματα»,Μάρτιος 2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου