Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Πηγάδια (Βαλτσώρα) Κατσανοχωρίων Ιωαννίνων. Δείτε τα video





Δείτε τα video



























Πηγάδια Κατσανοχωρίων Ιωαννίνων

Τα Πηγάδια (Τοπική Κοινότητα Πηγαδίων - Δημοτική Ενότητα ΚΑΤΣΑΝΟΧΩΡΙΩΝ), ανήκουν στον δήμο ΒΟΡΕΙΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ της Περιφερειακής Ενότητας ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα "Καλλικράτης".

Η επίσημη ονομασία είναι "τα Πηγάδια". Έδρα του δήμου είναι τα Πράμαντα και ανήκουν στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.
Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο "Καποδίστριας", μέχρι το 2010, τα Πηγάδια ανήκαν στο Τοπικό Διαμέρισμα Πηγαδίων, του πρώην Δήμου ΚΑΤΣΑΝΟΧΩΡΙΩΝ του Νομού ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ.
Τα Πηγάδια έχουν υψόμετρο 611 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 39,4599819159 και γεωγραφικό μήκος 20,9642185805. Οδηγίες για το πώς θα φτάσετε στα Πηγάδια θα βρείτε εδώ.

Τζουμέρκα και Πηγάδια
Μετά βασάνων και κόπων, βαΐων και κλάδων, φαγωσίμων και ρούχων, επιτέλους επιβιβαστήκαμε στο γεμάτο αποσκευές όχημα. Αυτό, που μου είπαν ότι θα κάνουμε, λέγεται “διακοπές”. Αν και κάθε χρόνο, έχω κάτι άλλο στο μυαλό μου, καλό μας ταξίδι, όπως και να 'χει. Πρωινό Σαββάτου, εγερτήριο από νωρίς, τελευταία μαζέματα, ψέκασμα για τις κατσαρίδες, ψέκασμα για τους κλέφτες, κλειδαμπάρωμα, ένα ξεχασμένο σταυροκόπημα για το καλό και άντε γειά!

Ξεκινήσαμε από τη θάλασσα (όχι δια θαλάσσης…). Αυτή την υπέροχη γαλάζια θάλασσα - που βλέπω τα πρωινά, όταν ξυπνώ και φεύγω για δουλειά και μου παίρνει το μυαλό· που με αποτρέπει από κάθε κακιά και μίζερη σκέψη· που γεμίζει τα πνευμόνια με ιώδιο - και τον ήλιο, που καθρεφτίζεται μεγαλοπρεπής στα νερά της και ρίχνει τις ακτίνες του να ζεστάνει και το τελευταίο ψάρι στο βυθό της…  
Με κουράζει το ταξίδι με το αυτοκίνητο. Όταν οδηγώ, η προσοχή είναι στραμμένη στο δρόμο. Τα αντανακλαστικά είναι σε ετοιμότητα και συνεχώς είμαι σε εγρήγορση. Δεν προλαβαίνω να βαρεθώ. Σαν συνοδηγός, είμαι δράμα. Γκρινιάζω. Γι’ αυτό και τα φαγώσιμα. Να περνά η ώρα κάπως ευχάριστα. Καλά τα τοπία, αλλά πόσο πια;  Ξεφεύγει το μάτι, το μυαλό, η όρεξη. Πείνασα πάλι. Ψαχουλεύω στο φορητό ψυγείο για λιχουδιά…
Λίγες ώρες ταξιδιού, μέχρι την επόμενη στάση: Καρδίτσα. Ένα ποτήρι κρασί με φίλους, σ’ ένα σταθερό ραντεβού, μια φορά το χρόνο. Είναι εκείνοι που αποφάσισαν να αφήσουν το κλεινόν άστυ και να φύγουν μακριά. Να ασχοληθούν με τη γη, τα ζώα και ό,τι άλλο προσφέρεται από την ίδια τη φύση. Χωρίς απαιτήσεις από τους ανθρώπους, παρά μόνο από τα χέρια τους…
Υπομονή για λίγο ακόμα. Τα βλέπω ήδη· γνώριμα τα βουνά, τα λαγκάδια, ακόμα και ο αέρας που φυσά. Ακόμα και το κρύο είναι οικείο. Πώς να μην είναι άλλωστε. Σαράντα χρόνια πέρασαν και κάθε χρόνο, έστω για λίγο, πάλι εδώ. Από την ίδια στροφή, φαίνεται το σπίτι. Το βλέπουμε και μας βλέπει. “Καλώς ορίσατε”, “καλώς σε βρήκαμε”. Ίδιες κουβέντες κάθε χρόνο. Ίδια πουρνάρια, ίδιες καρυδιές, ίδια όλα. Α! Καινούριος δρόμος, να μια αλλαγή. Κάτι πάει να γίνει, με ρυθμούς αργούς, όπως ταιριάζει στους ρυθμούς του τόπου.

























Γύρω ξαπλώνονται τα Τζουμέρκα θεόρατα. Τελευταία στάση στο πέτρινο Ξηροβούνι· Γκούρα, Σκάλα. Κατσανοχώρια· Ελληνικό, Κορίτιανη, Σκλίβανη, Καλέντζι, Πλαίσια. Λέξεις γνωστές και άγνωστες, κατά περίπτωση. Ένα χωριό στην κορφή του πουθενά, στα Πηγάδια. Ουρανός, πλαγιά, κάμπος. Δεν έχει να προσφέρει ευκολίες, διασκέδαση, δραστηριότητες κοσμικές. Σε τρελαίνει η απουσία κόσμου και φασαρίας. Σε τρελαίνει η απόλυτη ησυχία, που επιτρέπει να ακούς τα τζιτζίκια, τα πουλιά, τα πρόβατα και τα κουδούνια τους, τους κατοίκους από τους απέναντι μαχαλάδες. Σε τρελαίνει ακόμα και το υπερβολικό οξυγόνο, που αναπνέεις. Ακόμα και ο ύπνος είναι βαρύς και πέφτει ασήκωτος στα βλέφαρα.
Καλημέρα λοιπόν σε όλους από τα Πηγάδια Ιωαννίνων (το σήμα είναι ασθενές, έριξα μερικές ασπιρίνες, αλλά δεν ξέρω αν θα γίνει καλά. Παθαίνει επανειλημμένες ανακοπές). Αν καταφέρω να πιάσω σήμα, θα λάβετε αυτό το σημείωμα. Αλλιώς…


Και τώρα που βρήκα την άκρη με την επικοινωνία, αισθάνομαι καλύτερα. Μια βδομάδα πέρασε, απ’ όταν έφτασα και σήμερα κατάφερα να ξυπνήσω αργά. Είναι και το ραντεβού στη μέση, καθώς έχει γίνει στανταράκι. Ένα ραντεβού με τον ίδιο μου τον εαυτό.

Ρίχνω μια ματιά ολόγυρα, ξεκινώντας από το σπίτι. Το κοιμητήριο φαίνεται, καθώς κατηφορίζω στην πλατεία. Μια βουβή καλημέρα στους νεκρούς αγαπημένους, που ξεκουράζονται νύχτα-μέρα στη σκέπη της Αγίας Βαρβάρας, σε αντίθεση με εμάς, που βρισκόμαστε σε μια μόνιμη κίνηση· με σκοπό ή χωρίς, δηλώνουμε την παρουσία μας, ταράζοντας την ηρεμία τους. Τραβώ φωτογραφίες, ενός τόπου που δεν αλλάζει ιδιαίτερα, με το πέρασμα του χρόνου· χαζεύω λίγο, να αρπάξω και να κρατήσω τις μυρωδιές που αναδύονται, σε κάθε βήμα, από το θρούμπι, το θυμάρι και τη ρίγανη, που φυτρώνουν οπουδήποτε. 12η μεσημβρινή και φτάνω στον πλάτανο της πλατείας.
«Καλημέρα!»
Μια παρέα αράζει στη σκιά των 200τμ του γέρικου δέντρου· χωρίς τοίχους και πατώματα, παρά πλούσιο φύλλωμα, δίνει την αίσθηση της ασφάλειας και της προστασίας. Δεν αφήνει να περάσει ούτε μια ακτίνα ήλιου. Επικουρεί στην δροσιά, επιτρέποντας το ελαφρύ αεράκι να αγγίξει το ταλαιπωρημένο από τους καύσωνες κορμί. Τα 800μ υψόμετρο μου φαίνονται ικανοποιητικά, για να γλυτώσει κάποιος τη ζέστη του καλοκαιριού, αλλά και για να νιώσει το κρύο, που πέφτει βαρύ τα βράδια. Η βροχή είναι σχεδόν καθημερινή, για να παραμείνει ο τόπος δροσερός.
«Άργησες σήμερα.»
Η απουσία γίνεται αισθητή. Γίνεται έννοια και ανάγκη. Να δεις και να μιλήσεις. Να φας και να πιεις, με παρέα. Η μοναξιά της πόλης απουσιάζει από το χωριό, που βρίσκεται σκαρφαλωμένο στις πλαγιές του βουνού. Σκόρπια σπίτια, χωρισμένα σε μαχαλάδες και η κάθε οικογένεια, με τη δική της θέση ακλόνητη. 30 μόνιμοι κάτοικοι, άνω των 80 ετών, ταγμένοι στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, μέχρι το πλήρωμα του χρόνου.
Πρώτο Σάββατο μετά το Δεκαπενταύγουστο. Δεν είναι γιορτή γραμμένη στα εορτολόγια, αλλά σίγουρα είναι σπουδαία μέρα. Την ονόμασαν «Αντάμωμα». Δε μοιάζει, ούτε ακούγεται σπουδαίο. Δεν υπάρχουν διαφημίσεις τοιχοκολλημένες, ούτε γίνεται λόγος στους ραδιοφωνικούς σταθμούς της περιοχής. Μια συνάντηση είναι για όσους βρίσκονται αυτή τη μέρα στο χωριό, τους μόνιμους και τους ταξιδιώτες του καλοκαιριού, που αγαπούν και νοσταλγούν αυτό τον τόπο και γυρίζουν κάθε χρόνο εδώ, για να μη χαθεί. Η φιλοξενία προσφέρεται απλόχερα. Το τσίπουρο και οι μεζέδες. Τα ψητά και οι πίτες. Ό,τι φτιαχτεί στο σπίτι, αυτό θα πέσει στο τραπέζι το βράδυ.
Ανυπομονώ να έρθει το βράδυ. Δεν είναι το φαγοπότι, ούτε η μουσική, ούτε καν η έξοδος. Είναι αυτό που συμβαίνει: Σαράντα χρόνια, πηγαινοέρχομαι σ’ αυτό τον τόπο. Πολλές φορές, μέχρι τελευταία στιγμή, αρνούμαι να ξεκινήσω για εδώ πάνω. Μα, όταν φτάσω, είναι δύσκολο να ξεκουβαλήσω για πίσω. Μάλλον φταίει η Αγία Παρασκευή, που προστατεύει το χωριό, τις μέρες και τις νύχτες όλων μας, καθώς εκείνη ξαποσταίνει στο ίδιο σημείο, απέναντι από το παλιό σχολείο, από το 1900. Πληροφοριακά το λέω, μήπως και σας βγάλει ο δρόμος. Είναι καλό σημείο για εξορμήσεις, αλλά και για … τίποτα. Λίγες σκέψεις και μια καλημέρα... έτσι για να πάρετε μυρωδιά

Τελευταία Κυριακή του Αυγούστου. Το καφενείο άδειασε. Ο δρόμος που οδηγεί στην πλατεία ερήμωσε. Οι κούνιες ξέμειναν από παιδιά. Τα πλατάνια κάνουν παρέα με τις καρυδιές. Ένα σκυλί κάπου-κάπου γαυγίζει και διακόπτει το θρόισμα των φύλλων στις λεύκες και η ζέστη αποφάσισε να υποχωρήσει, ύστερα από πολλές πιέσεις· ξαφνικό αεράκι και επιτέλους, λίγη δροσιά.
Το χωριό κοιμάται κι εγώ δε μπορώ να (ξε)χάσω εικόνες και ήχους. Έμειναν λίγες μέρες για τη μεγάλη επιστροφή και αδυνατώ να αποδεχτώ κατάσταση. Μέσα στην εβδομάδα που πέρασε, υπάρχει ένα σημείο, το οποίο θα ήθελα να αναφέρω και θα ολοκληρώσω αυτό το ταξίδι. Με τον Απόστολο Σ. (τον οποίο και ευχαριστώ θερμά για την πρόσκλησή του) ανηφορίσαμε με όχημα, καθώς δε χαίρω άψογης φυσικής κατάστασης, προς την τοποθεσία Μπριάσκοβο (όποιος γνωρίζει το σημείο, ας με διορθώσει), σε δρόμο πρόσφατα ανοιγμένο και ιδιαίτερα κακοτράχαλο, για να καταλήξουμε λίγο πριν την Γκούρα (200μ. πριν την κορφή) και σε υψόμετρο σχεδόν 1000μ.
























Είναι το σημείο, που νομίζει κανείς ότι, αν σηκώσει τα χέρια, θα αγγίξει τον Ύψιστο. Είναι το σημείο, που σμίγει η πέτρα με τα σύννεφα και το πράσινο των πουρναριών με το γαλάζιο του ουρανού. Ένα κοπάδι κατσίκια κάνει το πέρασμα του και ανακόπτει την πορεία μας, ενώ γεράκια, σε ιδιαίτερα χαμηλές πτήσεις, βολιδοσκοπούν μικρά ζώα, που πηγαινοέρχονται αμέριμνα.
Ξερολιθιές και απομεινάρια από γκρεμισμένα πέτρινα σπίτια κοσμούν άτσαλα την περιοχή, καθώς οι οικογένειες, που κατοικούσαν εκεί κάποτε, κατέβηκαν πιο χαμηλά και προς τον κάμπο, για λόγους επιβίωσης. Η απόλυτη ηρεμία, η καθαρότητα του τοπίου, η θέα βουνών και κάμπου, καθώς και η ανυπαρξία θορύβων, παρά μόνο αυτών που προσφέρει απλόχερα η ίδια η φύση, είναι στοιχεία που προκαλούν τον επισκέπτη να αναζητήσει την ίδια του την ύπαρξη και μέσα από την απουσία του ανθρώπου, να ανακαλύψει τον πλούτο της ίδιας του της ψυχής και του μυαλού.
«Δόντια πυκνά και μαργαριταρένια,
φωνή σαν τ' αηδονιού, στόμα χελιδονιού,
όλον το Μάη λαλεί κι όλη την άνοιξη...»
Κατσανοχώρια 

    Περιλαμβάνονται τα χωριά: Αετορράχη, Λάζαινα, Ελληνικό, Καλέντζι, Κορίτιανη, Πηγάδια, Πλαίσια Φορτόσι, Κωστήτσι, Νίστορα, Πάτερο.
    Γεωγραφικά η περιοχή οριοθετείται από τον ποταμό Άραχθο στα Ανατολικά, το Ξεροβούνι (1.607μ.) στα Νότια και τις κορυφογραμμές της Αετορράχης (1.137μ.) στα Δυτικά οι οποίες και κατέρχονται ομαλά προς το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων αποτελώντας ταυτόχρονα το Βόρειο όριο.
    Στο κέντρο της σχηματίζεται ένα χαρακτηριστικό εδαφικό κοίλωμα καθώς χαμηλώνουν τα υψώματα της Αετορράχης και του Ξεροβουνίου. Έχει έκταση 77 τετ. χλμ.
    Γεωργοκτηνοτροφικές οι παραγωγικές δραστηριότητες των κατοίκων. Αξιοσημείωτη υπήρξε η προμήθεια της πόλης των Ιωαννίνων σε ξύλα και ξυλοκάρβουνα (υλοτόμοι, καρβουνιάρηδες,) ειδικά από την περιοχή της Ι.Μ Τσούκας.
    Η θέση της περιοχής στη μόνη δίοδο επικοινωνίας Τζουμέρκων-Ιωαννίνων είχε σαν αποτέλεσμα τη διάσχισή της από μια κύρια οδό με κατεύθυνση (ΝΑ)-(ΒΔ).
    Τα μοναστήρια (Ι.Μ. Τσούκας, Ι.Μ. Προδρόμου, Ι.Μ. Κοιμήσεως Θεοτόκου) αποτέλεσαν σημαντικά στοιχεία οργάνωσης του χώρου από θρησκευτική, πνευματική, κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική άποψη.
    Η διαφοροποίηση της τοπικής αρχιτεκτονικής έγκειται ακριβώς στις τοπικές ιδιαιτερότητες, οι οποίες είναι αποτυπωμένες στις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες του κάθε οικοδομήματος.
    Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χορός “καγκελάρι” ή “κύκλες” της ευρύτερης περιοχής και το τοπικό έθιμο-κάλαντα “Λαζαρούδια”.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου