Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Στα πανηγύρια



Καλοκαίρι ή άνοιξη στηνόταν το πανηγύρι στην πλατεία κάτω απ' τον πλάτανο κι απέναντι απ' την σημαιοστόλιστη εκκλησιά του εορτάζοντος Αγίου. Στην εξέδρα το τσούρμο, οι μουσικοί επικεντρωμένοι στην τραγουδίστρια με το ντέφι και τον κλαρινίστα με τη χρυσόλιρα καταμεσής στα δάχτυλα του χεριού. Κάθε παραγγελιά κατά το έχειν του καθενός στο μέτωπο του γύφτου. Η ραχούλα αντιλαλούσε τις φάλτσες ενίοτε νότες της «Ιτιάς», που «κλαίουσα» οδηγούσε τα βήματα των χορευτών. Τότε πλέκονταν και τα ειδύλλια, γίνονταν και τα προξενιά.

Οι κλεφτές ματιές κάτω απ' τον ίσκιο του γεροπλάτανου κι αργότερα υπό το σεληνόφως έδιναν κι έπαιρναν. Η αυγούλα χάραζε πίσω απ' την κοντινή ραχούλα, αγναντεύοντας τους τελευταίους να σέρνονται χορευτές. Και η δροσούλα εξατμιζόμενη με το πρώτο σκάσιμο του ήλιου διέχεε κοκκινίζοντας από ντροπή την οσμή του καταβρέχοντος ολονυχτίς λόγω μπίρας τη φύση.


Στα προεκλογικά πανηγύρια τη θέση της τραγουδίστριας έπαιρνε ο υποψήφιος βουλευτής. Αντί για το γύφτικο σινάφι εκείνος περιστοιχιζόταν απ' την τοπική αρχή με επικεφαλής τον χωροφύλακα. Το δημοτικό τραγούδι αντικαθιστούσε ο δημώδης λόγος, ο εξυμνών τα μελλούμενα έργα της κυβέρνησης και τα υπάρχοντα αλλά μη ορατά στους χωρικούς λόγω απόστασης. Η πίστη στην κυβέρνηση ύψιστη αρετή του εθνικόφρονα πολίτη. Προς το παρόν έπρεπε να είναι κι ευχαριστημένος. Ο χωροφύλακας προστάτευε το ποίμνιό του απ' τον κακό λύκο, τον κομμουνισμό. Αυτός έκανε ό,τι μπορούσε για ν' αρπάξει τις περιουσίες τους, δηλαδή για τους περισσότερους το απόλυτο μηδέν.

Στοιβαγμένοι στον καφενέ σαν πρόβατα στο μαντρί, περιτυλιγμένοι από τουλούπες καπνού και ζαλισμένοι απ' τις αναθυμιάσεις του τσίπουρου, του ούζου και της μπίρας ζητωκραύγαζαν και χειροκροτούσαν αναθεματίζοντας την επάρατη, τον εχθρό του έθνους. Και όλα αυτά προς τέρψη και της παριστάμενης αρχής. Αν μπορούσαν, ας έκαναν κι αλλιώς! «Εβίβα, Μήτσου. Να μας ζήσ' ου λεβέντ'ς, αυτούνος απ' μας κ'βερνάει. Να τον έχ' ου Θιός καλά. Χρόνια να κόβ' απού μένα κι να τα δίν' εκ'νού», ύψωνε το ποτηράκι του ο Θύμιος και μετά ο Θανάσης, ο ένας μετά τον άλλο. Όλοι με τη σειρά, για να βλέπει ο υποψήφιος πόσο λάτρευαν τον κυβερνήτη τους. Ο γραμματέας της κοινότητος με το τέλος του προεκλογικού αγωνίσματος παρέδιδε τον πάκο τα σημειώματα στον βουλευτή κι εκείνος τα τοποθετούσε προσεκτικά στην τσάντα, για να τα ρίξει με την ησυχία του εκεί όπου εξ αρχής είχε κατά νου, δηλαδή στον κάλαθο των αχρήστων. Το μυαλό του βάραινε μία και μοναδική έννοια: πώς θα εξασφάλιζε με τις πλάτες του χωριάτη ξανά τη θέση του στη Βουλή κατά το «Βόηθα με φτωχέ, να μη γίνω σαν κι εσέ».


Σκαρφάλωναν οι υποψήφιοι ανά τετραετία στα χωριά, για να μοιράσουν ελπίδες στους απελπισμένους. 

Ταλαιπωρούνταν ώσπου ν' ανταμώσουν τους αποκομμένους απ' τον κόσμο. Πού να 'φταναν οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι στα βουνά! Αυτοί ήταν για τους ανθρώπους και όχι για τα «ζ'α». Βάσει του σχεδίου Μάρσαλ εξυπηρετούσαν το κεντρικό δίκτυο. Πού ν' ανηφόριζαν στα βουνά! Ανηφόριζαν όμως οι υποψήφιοι με τις γυαλιστερές λιμουζίνες τους, σηκώνοντας σύννεφο τη σκόνη το καλοκαίρι ή το χειμώνα τσαλαβουτώντας στους διάσπαρτους από λακκούβες δρόμους.

Θάμπωναν τα μάτια των χωρικών. Μια φορά στα τέσσερα χρόνια απολάμβαναν τέτοιο μεγαλείο! «Δυο ούζα μια ψήφος» το σλόγκαν για τις εκλογές στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, υπό το βλοσυρό βλέμμα του χωροφύλακα. Η περιφέρεια φορούσε τα γιορτινά της. Στήνονταν και τα τραπέζια, γέμιζαν τα τεφτέρια ονόματα. Το παρακαλετό και οι υποσχέσεις, η συναλλαγή στο φόρτε τους. Έμοιαζαν με τα πανηγύρια που το ξεφάντωμά τους συνέπιπτε με της φύσης.

Της Χαράς Παπαβασιλείου
www.ixotisartas.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου