(Εκεί… δυο μέρες στην Ηλιούπολη)
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Του
βλέμματός του να ρουφώ τη ζαφειρένια δρόσο»
Όσο περνούν τα χρόνια και
γερνάμε-άσχετο, αν πολλοί δεν θέλουν να το παραδεχτούν- τόσο εξασθενεί η μνήμη μας. Φυσικό φαινόμενο θα έλεγε
κάποιος. Φυσικό, όμως, φαινόμενο θα έλεγα
κι εγώ πως όλοι μας τρέφουμε τα θυμητάρια μας. Κι αυτά δεν είναι απλά ενθυμήματα.
Είναι τρόπος ζωής, που στοιχειοθετήθηκε και θεμελιώθηκε εκεί, στην Ήπειρο, στα
χωριά μας.
Θυμάμαι το ήρεμο χωριό που πέρασα έρημος εκεί
και μες στα μάτια η ομορφιά μ’ είχε φιλήσει
κι ακόμα η μνήμη μου κρατεί σα μακρυσμένη μουσική
μύρα, λαλιές κι ιριδισμούς-ξανθό μελίσσι.
Κι όλα αυτά δεν είναι, απλά ένα σελάγισμα μιας περασμένης ζωής, μια
βουκολική αναπόληση, μια θύμηση
περαστική, ένα ξάφνιασμα της μνήμης. Κι ας μας δουλεύουν αγρίως « οι εκπολιτισμένοι», οι πρωτευουσιάνοι, κι
ας μας αποκαλούν οπισθοδρομικούς και «βλαχοόντα». Εμείς απαντάμε:
Στη λάσπη ρίξαν τη ζωή, συντρίψαν τα φτερά▪
όλα τα δώρα σάπισαν αδώρητα, μα ακόμα
σε μια άκρη της καρδιάς ανθεί κυκλάμινο η χαρά
πάνω απ’ το χιόνι της σιωπής κι απ’ των χυδαίων
το σκώμμα.
Είναι το ηπειρώτικο χωριό.
Αληθινή ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ. Πόθοι κι αγάπες,
όνειρα κι ελπίδες στο ηπειρώτικο λιακωτό
από λούλουδα βαλμένες.
Αχολογούν οι ρεματιές και στα λουμάκια οι
τζιτζικάδες συνεχίζουν το τραγούδι τους.
Και μεις εδώ στην πρωτεύουσα
μονολογούμε:
Να ‘χα νερό απ’ τον τόπο μου
και μήλο απ’ τη μηλιά μου,
σταφύλι
ροδοστάφυλο
απ’ την κληματαριά μου.
Από ‘δω, από την πρωτεύουσα,
μακριά από τη φύση, μέσα στις πολυκατοικίες που έδιωξαν τα δεντράκια, τις
αλάνες, τα δασάκια, τα αλογάκια με τα καρότσια των μανάβηδων, όπως λένε οι
παλιοί, με γλυκούς ανασασμούς, ζούμε, αναπνέουμε στην Ήπειρο.
Από ‘δω από την πρωτεύουσα
ο κάθε Ηπειρώτης αναζητά:
Του καλοκαιριού
τα μυστικά γλυκά να διδαχτεί
μέσα στους μελαψούς μηρούς μιας νέας κοντά στη
στάνη,
στα στήθια να βάζει αυτή το πέλαο τ’ ανοιχτό
κ’ αυτός
τον έναστρο ουρανό να της φορά
φουστάνι.
Από ‘δω προσπαθούμε να δώσουμε
την απάντησή μας στήνοντας μνημονικά ξωκλήσια.
(Και κοντά στα εξωκκλήσια οι ερωτευμένοι λειτουργοί και τα φιλιά τροπάρια
)
……………………………………………………………………………
Μ’ αυτές τις σκέψεις συμμετείχαμε στο διήμερο ηπειρώτικο πανηγύρι
που διοργάνωσε (28 και 29 Ιουνίου) ο
Σύλλογος Ηπειρωτών Ηλιούπολης.
Και τι έγινε; Το έλα να δεις
έγινε…
Ανηφορίσαμε από βραδύς στα δασωμένα
πλέον ζάβατα και σαν έπεσε το σκοτάδι μας χαιρετούσαν τ’ αστέρια με την έκφραση
της περήφανης φτώχειας και του γενναίου, πλην όμως αποφασιστικού ηπειρώτικου
ανασασμού, που όλα ευωδίαζαν από τη λουλουδιασμένη ιτιά, όπως την «περιέγραφε»
το κλαρίνο του εξαίρετου ηπειρώτη καλλιτέχνη Νίκου Φιλιππίδη και τη διαλαλούσε
η μελίρρυτη φωνή του Αντώνη Κυρίτση.
Ιτιά, ιτιά, λουλουδιασμένη, πώς μοσκοβολάς
καημένη!
Και κει πάνω στο Ηπειρώτικο
λιακωτό στήσαμε το χοροστάσι μας. Στοιχειώσαμε την Ήπειρο στην Αττική!
Πρώτα πρώτα το μοιρολόγι. Η ζωή και o θάνατος, το πένθος και η χαρά γίνονται ένα.
Μέσα από την ηχητική μυσταγωγία της δωρικής πεντατονικής αρμονίας.
Κανόνας: Πάντα
ξεκινούν οι Ηπειρώτες τα γλέντια τους με μοιρολόγια.
«Ακουσα το θεό να κλαίει»
Μοιροκαμένοι, όπως ήταν, πάντα μοιρολογούσαν, σε κάθε συναπάντημά τους.
▪Την ξενιτιά.
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ 'χω τον καημό σου.
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ 'χω τον καημό σου.
▪Τους αποθανόντας συγγενείς και φίλους.
«θα
‘ρθουνε μάνα μου οι γιορτές, οι μεγαλοβδομάδες, θα πας μέσα στην εκκλησιά με
την καρδιά καμένη,… θα βρεις τον τόπο μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλον, θα
σ’ έρθει δίψα στην καρδιά και κάψα μες στ’ αχείλι, θα θολωθούν τα μάτια σου
τηράγοντας τις στράτες».
Εκεί στην Ηλιούπολη
▪Συνοδεύσαμε
το παράπονο των νεκρών:
«Καλά τό χουνε τα βουνά, καλόμοιρ' ειν' οι κάμποι,
που Χάρο δεν παντέχουνε, Χάρο δεν καρτερούνε,
το καλοκαίρι πρόβατα και το χειμώνα χιόνια».
▪Και «σαν η μέρα έφεξε
και ο ήλιος κατακάθισε στο σβέρκο και καψάλισε το πρόσωπο και έξυνε τη ράχη του
στα όμορφα ασβεστωμένα ηπειρώτικα μονοπάτια όπου όλοι μαζί, με χορό και με
τραγούδι, φτάσαμε στο παράθυρο της
περδικομάτας και τραγουδήσαμε :
Ξύπνα περδικομάτα μου κι ήρθα στον μαχαλά σου.
▪Και βρήκε ευκαιρία για
να ξομολογηθεί ο νιος:
-παιδί μ’, πού ‘ναι τα γράμματα, παιδί μ’ πού ‘ναι ο
νους σου;
-Τα γράμματά μου στο χαρτί κι ο νους μου πέρα δέρνει,
Πέρα στις νιες, τις όμορφες...
(Και στην «πλατεία του χωριού» οργανώσαμε μουσικό
πανηγύρι τονίζοντας τη συνέχεια… «τέτοιαν ώρα ήταν εψές, τέτοια και
παραπροψές»)
Το λάλαγε ο Φιλιππίδης,
το λάλαγε το άτιμο το κλαρίνο, που σε χτύπαγε κατακούτελα, στο Δόξα πατρί. Κι από κοντά ο Κυρίτσης με την κρουσταλλένια
φωνή του, λες και πήγαζε απ’ τα νεροξεπετάγματα του Αώου, του Αχέροντα και του
Αράχθου. Κι ο Σπύρος με το ντέφι του που έδινε ρυθμό και αρμονία σ’ όλα τα
μουσικά ακούσματα… Γλυκύτατοι ηπειρώτικοι κελαϊδισμοί. Το λάλησαν
μέχρι το πρωί και τις δυο μέρες.
«Αχολόγησαν» οι ρεματιές του Γράμμου και των Τζουμέρκων με την Καραγκούνα, την Ιτιά, τον Σελήμπεη και
τη Γενοβέφα. Και αβέρτα οι φούρλες ... Ηπειρώτες και ηπειρώτισσες, φίλοι και
φίλες της Ηπείρου όλοι μαζί σε ένα
πρωτόφαντο αντάμωμα, όπου αποτυπώθηκε το
αυθόρμητο, η απλότητα, η ειλικρίνεια, το ανεπιτήδευτο της κίνησης…, αλλά και η
καθαρότητα της ηπειρώτικης ψυχής.
Εκεί, όπου ΟΛΟΙ μας ενθυλακώσαμε
τη μαγική έκφραση και συγκίνηση. Ατέλειωτη Ηπειρώτικη συγκίνηση… Ιεροτελεστία.
(Στα πρωτοφανέρωτα
μνημούρια(!!!), «ανάψαμε τη λαμπάδα μας»)
Μνημόσυνο αληθινό
που μετατράπηκε σε ερωτική πράξη, μια τελετουργία, μια
θρησκευτική επαφή▪ επίπονη κι ασταμάτητη προσπάθεια ανίχνευσης κι αποκάλυψης,
μνήμης και προφητείας.
Έπαιζε το κλαρίνο
«αργά», ύστερα «πιο αργά» και στο τέλος «ακίνητα». Και ο χορός δίχως
φιγούρες εγωλατρίας, αληθινή εκδήλωση
ενδιάθετης βούλησης. Και «βάρεσε » για
τα καλά το συναίσθημα, που εκδηλώθηκε
με το κλάμα. Κλάμα να δουν τα μάτια σας.
Κλάμα στα πανηγύρια, φυσικά και δε συνηθίζεται. Ήταν, όμως, τόσο εκφραστικό, τόσο λυτρωτικό! Τόσο όμορφο!
Κλάμα στα πανηγύρια, φυσικά και δε συνηθίζεται. Ήταν, όμως, τόσο εκφραστικό, τόσο λυτρωτικό! Τόσο όμορφο!
Και σ’ αυτή τη μαγική
σκηνή με πρωταγωνιστές όλους και μάγους τους μουσικούς μας, που απλόχερα, δυο
βράδια, μας κέρασαν τη μουσική τους, φωτίζοντας κάθε κρυφή κι αθέατη γωνιά της παραδοσιακής
ηπειρώτικης πανδαισίας.
Κι όλα αυτά όχι μονάχα
για να διασκεδάσουμε την αμηχανία μας,
τις δυσκολίες μας, την οικογενειακή μας πλήξη ή την όποια απογοήτευσή μας.
Σ’ αυτή τη μαγική-
ηπειρώτικη στιγμή δώσαμε απάντηση στην πεζή
και καθόλα προβληματική καθημερινότητά μας και εκστασιαζόμενοι πετύχαμε το λυτρωμό, νιώσαμε τις ρίζες μας, αφού αγκαλιαστήκαμε σε
μια συνέχεια τραγουδώντας τη λεβεντογέννα Ήπειρο και τα «Τζουμέρκα μου
περήφανα, παλικαριών λημέρια…»
Ζήσαμε δυο μέρες την
ΗΠΕΙΡΟ!!!
Άμποτες, ταχιά, να
είμαστε πανηγυριώτες και στα ηπειρώτικα χωριά μας…
Ευχαριστούμε το Σύλλογο
Ηπειρωτών Ηλιούπολης.
Κρατάνε γερά την
ηπειρώτικη παράδοση.
Ένα μεγάλο ΕΥΓΕ!!!
Φαίνεται πως γεννήθηκε ο καινούργιος τραγουδιστής των βουνών και των χωριών μας, αν και σ' αυτά τα τελευταία ταιριάζουν (ή θα ταιριάζουν σε λίο) πιο πολύ τα μοιρολόγια...
ΑπάντησηΔιαγραφή