Εκ παραδόσεως η Ευρώπη αποτελούσε παράγοντα σταθερότητας για την διεθνή οικονομία, χάρη στο υψηλό επίπεδο ρυθμίσεων που χαρακτήριζε την οικονομία της και κυρίως της μεγάλης - από άποψη βάθους - αγοράς της. Ως αποτέλεσμα, για όλες τις εξαγωγικές οικονομίες αποτελούσε ασφαλές καταφύγιο και σίγουρο προορισμό. Πλέον όμως όχι. Η λυσσαλέα άρνηση της Γερμανίας να δώσει το πράσινο φως στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να τυπώσει νέο χρήμα από κοινού με την επιβολή αιματηρών προγραμμάτων λιτότητας δεν έχει προκαλέσει μόνο στο εσωτερικό της γηραιάς ηπείρου πρωτοφανείς τριγμούς. Εξ ίσου σοβαρούς κλυδωνισμούς έχει προκαλέσει και στον διεθνή οικονομικό χάρτη. Το γεγονός δε ότι τουλάχιστον μέρος τους συντείνει στην υποβάθμιση της θέσης της Ευρώπης στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού υπογραμμίζει τον αντιφατικό χαρακτήρα του υπό εξέλιξη σχεδίου συντηρητικής αναμόρφωσης της Ευρώπης.
Η θεμελιώδης αιτία για τον επαναπροσδιορισμό της θέσης της ΕΕ βρίσκεται στην οικονομική ύφεση που πλήττει όλη σχεδόν την ήπειρο. Τα προγράμματα λιτότητας που επέβαλλαν οι Βρυξέλλες και στις 27 χώρες της ένωσης οδήγησαν στην αναθεώρηση επί τα χείρω όλων των προβλέψεων για τις οικονομικές επιδόσεις των κρατών μελών. Σε πολλά δε από αυτά, όπως στην Ελλάδα, την Πορτογαλία κ.α., οδήγησαν σε αρνητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις, όπως στην ελληνική, ισοδυναμούν με κατάρρευση της εσωτερικής αγοράς. Το μέλλον προβλέπει την μετάδοση του ιού της ύφεσης, με την εστία της μόλυνσης όμως να βρίσκεται στο Βερολίνο και όχι στις περιφερειακές χώρες όπως θέλει το Τέταρτο Ράιχ.
Δυσοίωνες προβλέψεις
Πρόσφατες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συγκεκριμένα αναπροσαρμόζουν την προβλεπόμενη μεγέθυνση για τις 27 χώρες της ΕΕ το 2012 στο επίπεδο του 0,6% από 1,9% που ανέμεναν μόλις πριν έξι μήνες. Για την ευρωζώνη οι προβλέψεις είναι πως η μεγέθυνση θα φτάσει στο 0,5% το 2012 από 1,8% που ήταν οι αρχικές προβλέψεις.
Εκτός ευρωπαϊκής ηπείρου ο μεγαλύτερος χαμένος από αυτή την αλλαγή, που συνεπάγεται μειωμένη αγοραστική ικανότητα για εκατομμύρια καταναλωτές, θα είναι οι αμερικανικές επιχειρήσεις. Η αμερικανική οικονομία ως αποτέλεσμα των πρωτείων που διατηρεί στις εξαγωγές κεφαλαίου, του γεγονότος δηλαδή ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις είναι διασκορπισμένες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, δεν στηρίζεται τόσο πολύ στις εξαγωγές όπως άλλες. Τη στιγμή για παράδειγμα που οι εξαγωγές συμβάλουν στο 30% των οικονομικών επιδόσεων της Γαλλίας και της Γερμανίας, στην περίπτωση των ΗΠΑ συμβάλουν στο 14% (ενώ μόλις το 2004 ήταν στο 10%). Το μερίδιο ωστόσο των εξαγωγών που κατευθύνεται στην ευρωζώνη δέχεται την μεγαλύτερη επιβράδυνση το τελευταίο διάστημα. Μόνο τον Σεπτέμβρη σε σχέση με τον Αύγουστο η αύξηση ήταν της τάξης του 0,5% όταν τον προηγούμενο μήνα είχε αυξηθεί κατά 5,9%. Η εισαγωγική διείσδυση των αμερικανικών προϊόντων στην ευρωπαϊκή αγορά το επόμενο διάστημα προβλέπεται να επιβραδυνθεί πολύ παραπέρα λόγω της αλλαγής που είναι σε εξέλιξη στην συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ - δολαρίου. Βασικό της γνώρισμα είναι η πτώση της αξίας του ευρώ (λόγω των τριγμών στην ευρωζώνη) έναντι του δολαρίου που θα δυσχεράνει τις αμερικανικές εξαγωγές και θα δώσει ώθηση, έστω οριακή στις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ.
Η Ευρώπη και οι εμπορικοί εταίροι
Η Ευρώπη αποτελεί πονοκέφαλο και για την Κίνα. Οι εξαγωγές προς την ΕΕ, που αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της αχανούς ασιατικής χώρας, τον μήνα Οκτώβριο αυξήθηκαν κατά 8%, πολύ πιο χαμηλά από τις επιδόσεις που είχαν καταγραφεί έναν χρόνο πριν, όταν οι κινέζικες εξαγωγές είχαν αυξηθεί κατά 25%. Κι αυτό παρότι η επέλαση της Κίνας προς άλλες αγορές, όπως η αμερικανική, συνεχίστηκε αμείωτη προκαλώντας μάλιστα την οργή της αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας που προσανατολίζεται στην εφαρμογή κυρώσεων εναντίον του Πεκίνου. Το Βερολίνο δεν έχει τέτοια ανάγκη και αποφεύγει την φθορά των εμπορικών πολέμων, επιβάλλοντας κυρώσεις στους λαούς της Ευρώπης. Έτσι η ΕΕ τιμωρεί το Πεκίνο, εξ αντανακλάσεως.
Και το Τόκιο όμως χαρακτήρισε την Ευρώπη κι ιδιαίτερα τις εξελίξεις γύρω από το δημόσιο χρέος των κρατών μελών της, ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο που αντιμετωπίζει. Ο χαρακτηρισμός ανήκει στον πρόεδρο της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας κι έγινε στις 16 Νοέμβρη επ' αφορμή ανακοίνωση του ότι το επιτόκιο παρέμβασης θα παραμείνει στα εντυπωσιακά χαμηλά επίπεδα του 0 και 0,1%.
Σοβαρές ανατροπές προκαλεί η κρίση στην ευρωζώνη και στην (έτσι κι αλλιώς χαοτική) αγορά των βασικών εμπορευμάτων (commodities). Το 2005 οι οικονομίες της ευρωζώνης κατανάλωσαν 11,5 εκ. βαρέλια πετρελαίου την μέρα, που αντιστοιχούσαν στο 13,6% της παγκόσμιας ζήτησης. Το 2010 η ζήτηση μειώθηκε στα 10,6 εκ. βαρέλια που ισοδυναμούσαν με το 12,1% της παγκόσμιας ζήτησης. Οι συνέπειες αυτής της αλλαγής περιγράφηκαν ως εξής από την αμερικανική εφημερίδα Γουόλ Στριτ Τζέρναλ στις 26 Οκτώβρη: «Η επιρροή της ευρωζώνης στις τιμές των πρώτων υλών μειώνεται. Αυτά τα 850.000 βαρέλια πετρελαίου που χάθηκαν κατά ημέρα από το 2005 ως το 2010 είναι σαν η Καλιφόρνια να έσβησε τις μηχανές της. Αλλά τώρα, η ζήτηση της ευρωζώνης δεν είναι πολύ μεγαλύτερης της Κίνας. Όσο η δίψα της τελευταίας για πετρέλαιο μεγαλώνει, μπορεί να αντισταθμίσει τα προβλήματα της ευρωζώνης. Ανάλογη εικόνα με αυτή που παρατηρείται στο πετρέλαιο ισχύει και σε όλες τις υπόλοιπες αγορές πρώτων υλών. Για παράδειγμα, η κατανάλωση χάλυβα στην ευρωζώνη έχει μειωθεί μεταξύ 2000 και 2010 κατά 14,4% με το μερίδιο των 17 στην παγκόσμια ζήτηση να πέφτει από το 17,4% στο 8,6%. Η ζήτηση χαλκού μειώθηκε την ίδια περίοδο κατά 13,8% με το μερίδιο της ευρωζώνης στην παγκόσμια κατανάλωση να περιορίζεται από 22,7% στο 15,4%, κοκ.
Η κρίση της ΕΕ
Η εικόνα που συνθέτουν όλες αυτές οι αλλαγές υπογραμμίζει ότι η κρίση στην οποία βυθίζεται η ΕΕ δεν αναπληρώνεται από το αυξημένο ειδικό βάρος της Γερμανίας. Γιατί, όλη αυτή η περίοδος που ξεκίνησε με την απλή υπόδειξη για επιβολή προγραμμάτων λιτότητας κι έφθασε στα «τραπεζικά πραξικοπήματα» της Ελλάδας και της Ιταλίας, σύμφωνα με το περιοδικό Τάιμ, μπορεί στην μία όψη να είχε την καταβαράθρωση των περιφερειακών χωρών στην άλλη όψη όμως είχε την βελτιωμένη θέση της Γερμανίας. Από την μια δηλαδή συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 5% και 3% στην Ελλάδα και την Πορτογαλία αντίστοιχα, κι από την άλλη όμως μεγέθυνση της γερμανικής οικονομίας κατά 2,9%, προς επιβεβαίωση του βαθιά ανταγωνιστικού χαρακτήρα της νομισματικής ενοποίησης. Η «επόμενη μέρα» θέλει την Γερμανία να πληρώνει ένα τίμημα για την επιτυχία της, στο βαθμό που οι εξαγωγές κι επομένως η παραγωγή της θα υποστούν πλήγμα από την συρρίκνωση των οικονομιών που παραδέρνουν στην κρίση και φθάνουν να εκλιπαρούν την στήριξη πρώην αποικιών τους, όπως συνέβη με την επίσκεψη του πορτογάλου πρωθυπουργού Πέδρο Κοέλιο στην Αγκόλα, που από πηγή σκλάβων για την Λισαβόνα μετατρέπεται σε πηγή άντλησης κεφαλαίων. Ως αποτέλεσμα τοποθετούμενη η (Γερμανική πλέον) Ευρώπη στο διεθνές κάδρο θα έχει μικρότερο οικονομικό ειδικό βάρος και λιγότερη πολιτική επιρροή.
Περιττό δε να ειπωθεί πως επ' ουδενί δεν αποτελεί θετική εξέλιξη το γεγονός ότι μπαίνει σε κρίση ένα βαθιά νοσηρό μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης που στηρίζει την αύξηση της παραγωγής και των εισοδημάτων στις εξαγωγικές επιδόσεις και την άλωση του εμπορικού ισοζυγίου του γείτονα. Ένα μοντέλο δηλαδή που θεωρεί δεδομένη την συντριβή της εσωτερικής κατανάλωσης. Γιατί αυτό το μοντέλο δεν αμφισβητείται από την διεύρυνση της εγχώριας αγοράς των εξαγωγικών κρατών, αλλά από την συρρίκνωση της αγοράς του «κράτους - στόχου», οπότε αυτό το μοντέλο έρχεται αντιμέτωπο με τις αντιφάσεις που γεννάει η εξάπλωσή του. Θύμα της επιτυχίας του κι αυτό.
Οι σχεδιαζόμενες αλλαγές με πρωτοβουλία της Γερμανίας και κοινό παρανομαστή την αφαίρεση εξουσιών από τα κράτη μέλη και την μεταφορά τους στις Βρυξέλλες και επί της ουσίας στο Βερολίνο δεν ανατρέπουν την εικόνα συρρίκνωσης της θέσης της Ευρώπης. Απλώς υπογραμμίζουν (και αυτές.) τον αντιφατικό χαρακτήρα των δρομολογούμενων αλλαγών.
Περιοδικό ''Επίκαιρα''.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου