Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Ο φίλος μου ο Κανέλλος και το βιολί του


Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης

Αναμνήσεις από τον στρατό. Οκτώβρης χίλια εννιακόσια εβδομήντα ένα (1971). Ένα μουντό μεσημέρι το καμιόνι κατεβάζει έξω από το στρατόπεδο εκεί κοντά στο Ξηροκάμπη στην Σπάρτη. Παιδιά της πατρίδας βλαστάρια σχεδόν από όλα τα μέρη της χώρας μας καθώς φτάνουμε προτού το απόγευμα περιμένοντας τον κουρέα, χαϊδεύοντας τα κατσαρά μου μακριά μαύρα μαλλιά που σε λίγο θα τα αποχωριστώ. Καιρός να μπούμε μέσα στο στρατόπεδο.      Βλέπω ένα χωριατόπαιδο με κόκκινα μάγουλα να κρατάει ένα βιολί, ήταν μαζί με τον πατέρα του. πάω και τους πιάνω κουβέντα.   

-Με ρωτάει ο πατέρας από είσαι εσύ παλικάρι μου?

-Του απαντάω, από ένα χωριό από τα Γιάννενα, αλλά μένω χρόνια στην Αθήνα.

-Άκου παιδί μου λέει ο πατέρας, εμείς είμαστε από εδώ κοντά από την Τσακωνιά, ο γιός μου ο Κανέλλος δεν έχει βγει από το χωριό, ενώ εσείς οι Ηπειρώτες μεγαλώνετε απότομα και ξέρετε τα κατατόπια της ζωής, αν θές πρόσεξέ τον λιγάκι.

-Έννοια σας και θα τον προσέχω όσο μπορώ.   

Άκου Κανέλλος περίεργα ονόματα μωρέ.   Κανέλλο λέγαμε στο χωριό το μοσχαράκι του μπάρμπα Σταύρου και τσακώνικες της μελιτζάνες καλά λένε ο στρατός είναι δεύτερο σχολείο.   

Μπαίνοντας μέσα βλέπω τον φίλο μου το Σταυρόπουλο από την Πλακωτή Θεσπρωτίας, αφού τα είπαμε εκεί στο ποδαράτο και όρθια μέχρι να μας μαζέψουν στο γήπεδο του λέω: μΜεγάλε άκου φιλοσοφία που έμαθα, δεν κάνουμε τον επιδειξία, όσο λιγότερο γνωρίζουν το όνομά σου τόσο λιγότερο το χρησιμοποιούν. Τέλος ένας λοχίας ανέλαβε για το βραδινό και να μας πάει στους θαλάμους. Εκεί πήραμε και το πρώτο βάπτισμα του πυρός. Ξέρετε λέει αυτός ο κόπανος τι θα πει ΚΕΕΜ.   Ξέρω πετάγεται ένας Ροδίτης ,Κέντρο Εκπαίδευσης Εφοδιασμού Μεταφορών. Λάθος στραβάδι, κορίτσια εδώ εκπαιδεύονται μαλάκες και επειδή δεν το ήξερες πάρε πέντε κάμψεις.  Μάλλον δεν θα τα πάμε καλά με τούτον εδώ λέω είναι επικίνδυνος ο άνθρωπος χωρίς παιδεία, αλλά λέω και πάλι κάτι τέτοιους βάζουν σε αυτή την θέση και τους δίνουν εξουσία δεν τον βλέπεις φουσκώνει σαν παγώνι. 

Ο καιρός περνάει με πολλά στραβά και ανάποδα αλλά τι λέμε : “όπου σταματάει η λογική ξεκινάει ο στρατός.”    Ο φίλος μου οΤζουβάρας τα έχει με τους Πόντιους .

-Μην κάνεις παρέα με αυτού νους είναι πονηροί. -Γιατί ρε τι σου κάναν.

-Ο πεθερός μου είναι Πόντιος και όταν πήγα και του ζήτησα την Σουλτάνα και τον ρώτησα τι μου δίνει για προίκα με βγάζει σε ένα λιβάδι και μου λέει: αυτά παιδί μου και να τάβρω Όταν φάγαμε το μέλι με την Σουλτάνα πήγα στην Καλαμαριά να πάρω την προίκα, του λέω -Πεθερέ τα χωράφια και τον ταύρο που μου έταξες. και τι μου λέει ο Πόντιος

ιά χωράφια παιδάκι μου και ποιόν ταύρο “αυτά σου είπα και αν τα βρώ”, κατάλαβες εγώ πιάστηκα Πόντιος. 


Αλλά ξέχασα τον Κανέλλο, αφού γνωριστήκαμε καλύτερα τον συνόδευα στο βιολί από τα μακρόσυρτα Ηπειρώτικα μπήκαμε στα Τσακώνικα με το κόψιμο στην τελευταία συλλαβή εκείνο [σουπα μανα μ ],του είχαμε αλλάξει τα ΄φώτα.

Πολλοί από εμάς πιάναμε κανά τραγούδι, ο Σπυριδάκης από την Κρήτη την [γριά Παγώνα΄], ο Ασλανίδης από το Κιλκίς [σε ένα γεφυρόπον όμορφον κορτσόπον] και ο πατριώτης μου ο Μπέζας [ βασιλικός θα γίνω].

Μια μέρα αυτός ο κόπανος ο λοχίας μας άκουγε και ήρθε να δώσει μια παραγγελιά στον Κανέλλο, μα ο Κανέλλος δεν την έπαιξε. Και τι κάνει το κωλόπαιδο, του σπάει το βιολί έγινε ένας χαμός εκεί.   Όταν πήρα σαρανταοκτάωρη και ήρθα στην Αθήνα το έφτιαξα. 

Πέρασε λίγος καιρός και μαθαίνουμε ένα βράδυ ότι ο Κανέλλος τον έκανε τόπι τον λοχία εκεί στο σκοτάδι δίπλα στο όρχω και άντε τώρα να βρεις ποιος τον χτύπησε, αυτός είπε ότι έπεσε.   

Θυμάμαι κάτι που είναι για γέλια και για κλάματα. Δύο Λαρισαίοι ο ένας αρχιλοχίας τεχνικός ώρχου φωνάζει ο φαντάρος ο πατριώτης του με την ντοπιολαλιά του

-“κυρ αρχιλοχία κυρ αρχιλοχία του μπουζί !!

-Τι έγινε ρε του ΄μπουζί

πεσε μες στου κάρτερ, (φαντάσου πόσο ιδέα είχε από αυτοκίνητο)

-Γρήγορα ρε να του βγάλτει.

Τελείωσε η βασική εκπαίδευση και πήγαμε στις μονάδες μας, κάνα γράμμα άλλαζα με τον Καννέλο την σειρούλα μου. Τελείωσε η θητεία μας και πήραμε και μια γεύση από επιστράτευση τρεις μήνες Μπιζανομάχος να φυλάω τα απίδια στο Μπιζάνι.

Τι έγινε ο Κανέλλος!! Πέρασε κάμποσος καιρός, μια Κυριακή περνώντας από το Κεφαλάρι του Άργους ακούω κάτι κλαπατσίγκανα να λαλάνε. Καθόμαστε και τι να δώ ο Κανέλλος με την βιόλα του έτσι του έλεγα, γλεντήσαμε και φεύγοντας δώσαμε τον λόγο να μην χαθούμε. Προ καιρού μια μέρα σηκώνω το τηλέφωνο ναι ήταν ο Κανέλλος, αφού τα είπαμε του λέω μόλις ξεμπερδέψουμε με την πανδημία θα καλέσουμε την Β’ Διμοιρία στην εκατό σειρά όσοι παραμείναμε να κάνουμε ένα τρικούβερτο γλέντι και να θυμηθούμε τα παλιά.



Γιώργος Γιαννάκης

Απόδημος Κραψίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου