Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

Ζηκαίοι Ζόριστας (Πεντόλακκου) Ιωαννίνων



Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης
Εξ Ελαίας Πρεβέζης


Η Λάκκα Σούλι από τα αρχαία ακόμη χρόνια, ήταν το σταυροδρόμι των μετακινήσεων πληθυσμών, από τον Βορρά προς τον Νότο και από την Δύση στην Ανατολή. Μετακινήσεις για θρησκευτικούς λόγους (Νεκρομαντείο, Μαντείο Δωδώνης κ.λ.π.), οικονομικούς (νομάδες, εύρεση εργασίας, τροφής κ.λ.π.) και πολεμικούς (εισβολές αλλοεθνών, κατακτήσεις, ληστείες κ.λ.π.). Ιδιαίτερα για τους πολεμικούς λόγους ανέδειξε τοπικούς ήρωες κατά καιρούς, οι οποίοι ηγήθηκαν των Λακκασουλιωτών, στην αντιμετώπισή τους.
Οι μικροί-μεγάλοι ήρωες τούτης της ελεύθερης γωνιάς της χώρας μας, για εκατοντάδες χρόνια αντιστάθηκαν στους διάφορους εχθρούς, γράφοντας συγχρόνως σελίδες δόξας και τιμής. Τούτοι οι ήρωες, που μόνο η τοπική ιστορία τους αναφέρει, ζούνε στις παραδόσεις των Λακκασουλιωτών. Χωρίς να ζητήσουν ανταμοιβή από την πατρίδα, χωρίς να τους αναφέρουν οι «μεγάλοι» συγγραφείς της. Λακκασουλιώτες, ισάξιοι των μεγάλων στρατηγών, έδωσαν το αίμα τους, την οικογένειά τους, την περιουσία τους στο βωμό της ελευθερίας.
Με αφορμή δημοσιεύματα της εφημερίδας «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ» (Εκδότης Γ. Γάγαρης), προσπαθήσαμε και αλιεύσαμε και άλλα δημοσιεύματα, όσα έπεσαν στην αντίληψή μας, για την οικογένεια των Ζηκαίων από τη Ζόριστα της Λάκκας Σουλίου.




Εφημερίδα «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ», 27 Νοεμβρίου 1892, φ. 11, σελ. 3
«Ζήκος Ευθ. Ζήκος
Την πρωϊαν της παρελθούσης Δευτέρας 23 τρέχ. (23/11/1892) εκηδεύετο απλοϊκότατα από την μέσην των Αθηνών ένας Σουλιώτης γεροντοπαλλήκαρος, ο Ζήκος Θύμιου Ζήκος. Την εκφοράν του, την οποίαν δεν εσυνόδευαν μουσικαί και στρατιωτικαί παρατάξεις, όπως συμβαίνει συνήθως εις την Ελλάδα εις όσους από τους στρατιωτικούς μας έχουν την καλοτυχίαν να στολίζουν τα στήθη των με βασιλικά παράσημα, έστω και να μη είδον ποτέ του εχθρού της πατρίδος το μέτωπον, ακολουθούσαν αρκετοί γείτονές του που τον εγνώριζαν και πολλοί περισσότεροι πατριώται του που τον ελάτρευαν.

Πεντόλακκος (Ζώριστα) Ιωαννίνων

Ο Ζήκος Θύμιου Ζήκος εγεννήθη εις Ζόρισταν, χωρίον της Λάκκας του Σουλιού, φημισμένον δια την μεγάλην παλληκαριάν και την πολεμικήν ανατροφήν των κατοίκων του, μέσ’ από τους παλαιούς χρόνους έως σήμερον, οπότε τα τέκνα των εισέρχονται μέσα εις το σχολείον και ακούουν το μάθημά των αρματωμένα.
Αλλ’ εξ αρχής η οικογένεια των Ζηκαίων δεν ήτο γνησία Σουλιωτική. Ο παππούς των ζώντων σήμερον αδελφών Ζηκαίων, ονομαζόμενος Ζήκος Μίχος κατήγετο από την Κορυτσάν (Τζιόρτζιαν). Όταν εκυριεύθη η μεγάλη αυτή πόλις της Άνω Ηπείρου από τους Έλληνας αρματωλούς των Αγράφων και του Ολύμπου, που ωδήγει ο Αλή-πασάς κατά του επαναστατήσαντος εναντίον του Σουλτάνου Μουσταφά-πασά της Σκόδρας, με άλλους γενναίους και ανυποτάκτους κατοίκους της μαζί έφυγεν οικογενειακώς και ο Ζήκος Μίχος. Και καταβάς εις την Κάτω Ήπειρον διηυθύνθη εις την επικράτειαν του Σουλιού όπου συνήγετο τότε από κάθε ηπειρωτικήν γωνίαν όλον το άνθος των ηρώων της καταδειναστευομένης πατρίδος. Και πρώτον μεν εκατοίκησεν εις την Μουσιοτίτσαν της Λάκκας, όπου διέτρεφε τους συντρόφους του με τας αρπαγάς, έπειτα δε επειδή εκαταδιώχθη , μετώκησεν εις την Ζόρισταν όπου και αποκατεστάθη οριστικώς. Έτυχε την εποχήν εκείνην να ορμήσουν οι Σουλιώται από τα βουνά των, δια να ελευθερώσουν και την Λάκκαν. Εις το κίνημα δε αυτό κατά το οποίον κατά το οποίον εξεδιώχθησαν ολοτελώς οι Τούρκοι από την Λάκκαν, έλαβε σπουδαιότατον μέρος ο Ζήκος Μίχος. Ο δε Αλή-πασάς, εκτιμητής της ανδρείας του, τον επήρεν από το έτος 1799 μαζί του ακόλουθον.
Ο Ζήκος Μίχος ήτο πολύ άγριος εις την όψιν, ήτο και πολύ οργίλος και είχε μεγάλα και δασιά οφρύδια. Λέγουν ότι η σύζυγος του υιού του παρατηρούσα αυτόν κατά πρόσωπον ενώ την επέπληττεν, είδε τόσον φρικτά αγριευμένην την όψιν του, ώστε κατελήφθη από σπασμούς και απέθανεν. Αλλ’ ως ακόλουθος του Αλή-πασά έγεινεν αίτιος σωτηρίας εις πολλούς κατατρεχομένους ο Ζήκος Μίχος.
Φέρομεν εδώ ως παράδειγμα την σωτηρίαν του Παπά-Ζώη Μπουσιολίκα από το Στρούνι, τον οποίον συνέλαβεν ο στρατός του Αλή αιχμάλωτον με άλλους Σουλιώτας μετά την εις Ζάλογγον καταστροφήν και τον οποίον ο τύραννος διέταξε να σκοτώσουν, αφού πρώτα τον βάλουν να εκδάρη με τας χείρας του τας κεφαλάς όλων όσοι είχον φονευθή εις την φονικωτάτην εκείνην μάχην του Ζαλόγγου. Ο Ζήκος Μίχος έπεσε τότε εμπρός εις τον Βεζύρην και προσκυνήσας εφίλησε τον μεγαλείτερον δάκτυλον του δεξιού του ποδός. Ο Αλής δεν τον ήκουσεν. Ο Σουλιώτης επροσκύνησε τότε και δευτέραν φοράν και εφίλησεν εκ δευτέρου τους πόδας του Βεζύρη, προσφέρων εκ μέρους του ιερέως και 100 φλωρία. Τότε ο Αλής δεν αντεστάθη περισσότερον και ο Παπά-Ζώης εσώθη. Και τα τοιαύτα αγαθοεργήματα του Ζήκου Μίχου εστάθησαν τόσον πολλά ώστε εκμηδενίζουν τα άλλα εκείνα παραπτώματά του, τα οποία αργότερα μετεχειρίσθη προς τους πατριώτας του από κακήν προτροπήν του κυρίου του.
Ο Ζήκος Μίχος απέθανε γηραλέος. Από τα τέκνα αυτού μεγάλως ετιμήθη εις την Ήπειρον μετά το 1821, ο Θύμιος Ζήκος διατελέσας μέχρι τέλους ντερβέναγας του Ζαγοριού, το οποίον υπερασπίσθη πάντοτε γενναιότατα από τας επιδρομάς κακοποιών συμμοριών. Από την νεανικήν των δε ηλικίαν τον ηκολούθησαν εις το καπετανάτον του και οι τέσσαρες γενναίοι υιοί του, ο εν πολέμω πεσών Λάμπρος, ο κηδευθείς προχθές Ζήκος, ο ζών Γάκης και ο Μήτσος, κατέχων ακόμη το αρματωλίκι της Ηπείρου. Ώστε ότε εγένετο η Ηπειροθεσσαλική επανάστασις του 1854, εύρεν εις τα άρματα ολόκληρον την  οικογένειαν των Ζηκαίων, ούσαν υπό την αρχηγίαν του Λάμπρου τότε, αποθανόντος του καπετάν Θύμιου.
Οκτώ μήνας πρό της εξόδου του ελληνικού στρατού ο Λάμπρος, ο άρτι μεταστάς Ζήκος και ο Γάκης διετήρουν ενόπλους πότε μεν τριακοσίους πότε δε περισσότερους Λακκιώτας, τρεφομένους εφ’ όλον τον χρόνον εκ του πλουσίου οίκου του Λάμπρου Ζήκου. Ο στρατός ούτος κατά το διάστημ’ αυτό εκαθάρισεν ολόκληρον την επαρχίαν της Λάκκας από τους Τούρκους στρατιώτας, άλλους μεν τούτους φονεύσας, άλλους δε καταδιώξας. Εκυρίευσεν έπειτα δια πολιορκίας το μικρόν φρούριον των Πέντε Πηγαδιών, φονεύσας τους μη προφθάσαντας να φύγωσι φρουρούς του και διέκοψεν ούτω την μεταξύ Ιωαννίνων και Άρτης συγκοινωνίαν του εχθρού. Εστάλη τότε κατά των Ζηκαίων με πλήθος στρατού ο Αρβανίτης Μουχαρέμ-μπέης Μπελιούλ Τότος, ο οποίος υπεσχέθη εις τον Πασσάν να εξολοθρεύση τους επαναστάτας και να επαναφέρη την μεταξύ Ιωαννίνων και Άρτης διακοπείσαν συγκοινωνίαν. Αλλ’ οι Ζηκαίοι τον έκλεισαν εις το Κρυφοβό, και εάν δεν επρολάμβανε να τον σώση ο στρατηγός Ν. Ζέρβας, δόντα τον λόγον της μπέσας ότι θα επαναστατήση ολόκληρον την Αλβανίαν κατά του Σουλτάνου, ο Μουχαρέμ ήθελε πέσει αιχμάλωτος ή φονευθή μαζύ με όλον του τον στρατόν. Τοιαύτα ετελέσθησαν κατά τους οκτώ μήνας του χειμώνος του 1853-54, καθ’ ά ο μεταστάς Ζήκος διεκρίνετο επί ανδρεία και φρονήσει ως οπλαρχηγός των Λακκιωτών, του Λάμπρου Ζήκου έχοντος την γενικήν αρχηγίαν. Ότε κατά τον Μάρτιον του 1854 εξήλθε της οροθετικής γραμμής ο ελληνικός στρατός, εις την Λάκκαν ήλθαν δύο στρατηγοί, ο Θεόδωρος Γρίβας και ο Νικόλαος Ζέρβας. Εις την μάχην του Κουτσελιού, 2 ώρας έξωθεν των Ιωαννίνων, διαρκέσασαν από τα χαράγματα μέχρι της δύσεως του ηλίου, κατά την οποίαν διέτρεξε τον έσχατον κίνδυνον ο στρατηγός Γρίβας, πολιορκηθείς, εσώθη δια της έξωθεν ελθούσης επικουρίας του Λάμπρου Ζήκου και Γάκη Ζήκου. Ο μεταστάς Ζήκος δεν είχε μέρος, διότι είχεν υπάγει μετά του στρατηγού Ζέρβα εις Τσαμουριάν κατ’ άλλου εχθρού, του Οσμάν Ντίνου, οπλαρχηγού των Τσάμιδων, κατέχοντος το χωρίον Γλυκύ, μίαν ώραν απέχοντος του Σουλιού. Τον Οσμάν μετά μάχην αιματηράν ενίκησαν και συνέλαβον ζώντα. Την άνοιξιν δε του αυτού έτους ότε ο υπό τον στρατηγόν Τζαβέλλαν στρατός κατεστράφη εις το Πέτα, οι δε Τούρκοι πολυπληθείς εξελθόντες από τα Ιωάννινα διέσπασαν την άλυσσον των επαναστατών, ο Ζήκος Θύμιου Ζήκος αντιπαρετάχθη εις Μπερερά, παραποταμίαν χώραν, επί κεφαλής 150 πολεμιστών Λακκιωτών κατά 400 Τουρκαλβανών, επιδραμόντων εις τα χωρία της Λάκκας και διασπειρόντων πανταχού την φρίκην και την ερήμωσιν. Μετά δε οκτάωρον μάχην, κατά την οποίαν έπεσαν πλέον των 70 από τους εχθρούς, οι δε επίλοιποι ετράπησαν εις φυγήν άτακτον καταλιπόντες και όσους είχον αρπάσει αιχμαλώτους και κτήνη, υπεχώρησε και ο Ελληνικός στρατός. Εγύρισαν όμως και πάλιν οι Τούρκοι εναντίον αυτού και τότε συνήφθη μάχη εις Σκουληκαριάν κατά το Ραδοβίζι, όπου εφονεύθησαν πολλοί από τους ιδικούς μας και ο Ζήκος έλαβε πληγήν δια σπάθης εις την δεξιάν χείρα. Και εις την μάχην ταύτην ο υπό τους Ζηκαίους στρατός έδειξε καρτερίαν απαράμιλλον. Επί δε των λοιπών επαναστάσεων ήτο πανταχού παρών ο μακαρίτης. Εις το Ναύπλιον μετά του στρατηγού Δημητρίου Μπότσαρη, εις Κλίνοβον, εις το Δημαριό παρά το Ραδοβίζι πάλιν, όπου εφονεύθη ο επ’ αδελφή γαμβρός του Δημήτριος Κώστας. Ο Λάμπρος έπειτα και ο Ζήκος επί κεφαλής ολίγων πολεμιστών ανεχαίτισαν την ορμήν 1500 Τουρκαλβανών, σκοπούντων να επιτεθούν κατά των κατοίκων του Ραδοβιζίου και να λεηλατήσουν.
Τοιαύτη εστάθη απ’ αρχής η πολεμική οικογένεια των Ζηκαίων και τοιαύτα ηρωικά κατορθώματα εξετέλεσεν ο προχθές αποθανών εν μέσω ημών και απλοϊκότατα από τους αδελφούς του, τους συμπατριώτας και φίλους του κηδευθείς γενναίος καπετάν Ζήκος Θύμιου Ζήκος, του οποίου το όνομα οι Ηπειρώται κατατάσσομεν επαξίως μεταξύ των μεγαλειτέρων ηρώων μας».
Συμπληρωματικά στην ίδια εφημερίδα, φ. 12, 4 Δεκεμβρίου 1892, σελ. 2, αναφέρονται:
«Εν τω προηγουμένω φύλλω σκιαγραφούντες τον μεταστάντα Ζήκον Ε. Ζήκον, εγράψαμέν τινα και περί του προγόνου αυτού Ζήκου Μίχου. Επί το ακριβέστερον και επί τη βάσει σωζομένων ιστορικών εγγράφων συμπληρούμεν σήμερον τα αναφερόμενα εις αυτόν:
Κατά ταύτα λοιπόν ο ήρως της Λάκκας Ζήκος Μίχος διετέλει μεν εν τη υπηρεσία του Αλή-πασά καθώς και πάντες οι οπλαρχηγοί της εποχής εκείνης Σουλιώται και μη, αλλ’ ενωρίς δραπετεύσας εκ της αυλής του τυράννου και σχηματίσας σώμα Λακκιωτών επολέμει κατά των στρατών του Αλή, εν Πέντε Πηγαδίοις πολλάκις, εν Μπερερά, Βαρυάδες και αλλαχού. Ο Αλής μη δυνάμενος να καταστρέψη τον Ζήκον Μίχον έστειλε πολλάκις δολοφόνους τουρκαλβανούς εις το χωρίον του Ζώρισταν, ίνα τον δολοφονήσωσιν, αλλ’ ο ήρως επετίθετο μετ’ ολίγων οπαδών του κατά των ενεδρευόντων και άλους μεν τούτων εφόνευε, τους δε λοιπούς έτρεπεν εις φυγήν. Οι δε δολοφόνοι εθάπτοντο εις κοινόν τάφον εκτός του χωρίου. Τούτου του τάφου σώζονται δύο σωροί ακόμη και σήμερον υπό το όνομα «τούρκικα μνήματα». Εν δε τη πολιορκία του Σουλίου τω 1819 παρευρέθη ού μόνον ο Ζήκος Μίχος, αλλά και οι δύο υιοί του Θύμιος και Σπύρος, εκεί δε εν τω πολιορκουμένω Σούλι εγεννήθη η πρώτη θυγάτηρ του Θύμιου, Ειρήνη, ήτις ζή ακόμη και διηγείται τα της πολιορκίας, όπως ήκουε παρά των γονέων της. Περί δε της καταγωγής του Ζήκου Μίχου γινώσκομεν ότι ήν υιός του Μίχου Γκόγκα, υιού του Γιώργου Γκόγκα αυτοχθόνων και ουχί εκ Κορυτσάς ελθόντων, ως ουχί ακριβώς εξετέθη. Ο Ζήκος Μίχος κατώρθωσε ν’ απελευθερώση από τον Αλή πασά τον Παπά Ζώην ουχί δι’ ασπασμόν του ποδός και προσκυνημάτων, αλλά αφού εμέτρησε πολλά φλωριά. Λεπτομερής εξιστόρησις των κατορθωμάτων του Ζήκου Μίχου ανήκει εις την ιστορίαν».
Στην εφημερίδα «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ» (φύλο 89, σελ. 2,3 της 3 Ιουνίου 1894) αναφέρονται:
«Λυπηροτάτην σας αναγγέλω είδησιν, την απώλειαν του καπετάν Μήτσου Θύμιου Ζήκου. Εξ οικογενείας ανέκαθεν ηρωικής καταγόμενος εν πολλαίς περιστάσεσιν ανεδείχθη προστάτης όλων των χωρίων του τμήματος Τσαρκοβίστας, της Λάκκας Σουλίου λεγομένης, σώσας πολλούς ανθρώπους από τας φυλακάς των Ιωαννίνων από αδίκους ενοχοποιήσεις. Πάντοτε υπερήσπιζε τους αδικουμένους υπό των Οθωμανών εις τους διοικητάς Ιωαννίνων, διότι τον εφοβούντο πολιτικώς επειδή με εν νεύμα του οι Λακκιώται όλοι θα ευρίσκοντο έτοιμοι στ’ άρματα και έχαιρε μεγάλην επιρροήν. Είχε μεγάλην υπόληψιν ένεκα του ακεραίου χαρακτήρος του. Ωσαύτως και εις τους εξέχοντας οθωμανούς Ιωαννίνων και Λούρου. Αυτός ήτο ο μόνος γόνος των παλαιών ενδόξων καπεταναίων. Το τμήμα αυτό της Τσαρκοβίστας έχασεν ανεκτίμητον άνδρα, ως έχασαν τον προστάτην των και δια πάντας συμπαθούντα γνήσιον πατριώτην τα τμήματα των Ιωαννίνων, Ζαγορίου και Μαλακασίου άτινα υπέφερον δεινώς από ληστρικάς συμμορίας, εις δε τα χωρία της Τσαρκοβίστας ουδέποτε συνέβη ληστρικόν τι δυστήχημα. Οι κακούργοι τον εφοβούντο φοβερά διότι μόλις επατούσε καμμία ληστρική συμμορία εις το έδαφος της πολυπαθούς πατρίδος του, πάραυτα εύρισκε τον θάνατον ή την αιχμαλωσίαν. Τα παλληκάρια του ήταν όλα πατριώται Λακκιώται, άνδρες με πατριωτισμόν και ενθουσιασμόν δια την τάξιν και ησυχίαν των χωρικών. Ήτο εις άκρον ελεήμων. Η οικία του εις πάντας ήτο φιλόξενος. Έφθασε την ηλικίαν των 53 ετών, αλλ’ ήτο ροδοκόκκινος και ζωηρός ως νέος μόλις 30 ετών πολύ δυνατός και χειροδύναμο. Απέκτησε 4 υιούς και 5 θυγατέρας. Πρό 3 ετών έδωσε την παραίτησίν του εις την διοίκησιν των Ιωαννίνων, διότι είχε θέσιν προς καταδίωξιν των ληστών με 7 παλληκάρια, αλλά δεν εγένετο δεκτή. Τότε εσύστησε τον μεγαλήτερον υιόν του Γεώργιον και τας λαμπράς οδηγίας του πατρός του εξακολουθεί εις την υπηρεσίαν ταύτην απαράλλακτα ως και ο πατήρ του. με 7 λοιπόν παλληκάρια Σουλιώτικα διατηρεί προ πολλών ετών εν άκρα ασφάλεια την επαρχίαν Τσαρκοβίστας, ενώ εις τας άλλας επαρχίας συνέβαινον πάντοτε τρομερά και σπαραξικάρδια ληστρικά δυστυχήματα φόνων, αρπαγών, απαγωγών κ.λ.π. ενώπιον πολυαρίθμων στρατιωτικών τακτικών σωμάτων και αποσπασμάτων (κοσιάδων) άτινα εξήρχοντο και εισέτι εξέρχονται προς καταδίωξιν των ληστών, αλλά τους ληστάς δεν τους πλησιάζουν, τρέχουν όμως από χωρίον εις χωρίον, τρώγουν κόττες και αρνιά και απειλούσι τους προκρίτους τους οποίους θεωρούν ως φίλους των ληστών και φοβερίζουν ότι θα τους στείλουν δεσμίους εις Ιωάννινα. Ευτυχώς από τινος εξέλιπεν η ληστεία και δεν είναι ανάγκη καταδιώξεως.
Χθές λοιπόν φθάσας εξ Ιωαννίνων εις το κτήμα του Λογγιότισα λεγόμενον και ιδών μερικάς σανίδας νέας στραβοβαλμένας υπό του υπηρέτου ηθέλησε να τας διορθώση. Με την πρώτη ώθησιν που έκαμεν όπως τας διορθώση, πίπτει το κουμπούρι το οποίον έφερεν από το σελιάχι κατά γής και αμέσως επήρε φωτιά και το βόλι του ερούφιξε την καρδίαν και έπεσε κατά γής άπνους. Εκεί εις την κατοικίαν του εις Λογγιότισα ήτο μόνον ένας πιστότατος υπηρέτης Μαρούλης ονομαζόμενος και ολίγοι κτίσται δια μικράς επιδιορθώσεις, διότι η οικογένεια άπασα ήτον εις Ζόριστα, απέχουσαν 1½ της ώρας προς τα άνω της Λογγιότισας εις το προγονικόν οίκημα, όπου ητοίμαζε τον γάμον του δευτέρου υιού του Θύμιου δια την ερχομένην Κυριακήν. Εστεφανούτο με την ορφανήν θυγατέρα κάποιου Γκάνιου εκ του χωρίου Προσγόλι του τμήματος Μαλακασίου, αποθανόντος πρό 2 σχεδόν ετών εν Βλαχία και αφήσαντος αρκετά καλήν περιουσίαν δια τας θυγατέρας του. αναλογούσι δε και τη εν λόγω μνηστή του Θύμιου Μήτσου περί τας 50.000 φρ. χρ. Αντί δε της περιμενομένης και ετοιμαζομένης λαμπράς ταύτης στέψεως ήν θα παρευρίσκοντο άνω των 300 ατόμων πάσης τάξεως και θρησκείας, σήμερον, ώ φρίκη!! Ενταφιάζεται ο αρχηγός της οικογενείας ταύτης, ο πατέρας των Λακκιωτών, με πολυάριθμον πανταχόθεν πληθυσμόν εκ φίλων και ψάλλεται η νεκρώσιμος ακολουθία υπό 40 περίπου ιερέων.
Λούρος 22 Μαΐου 1894».
Φωνή Της Ηπείρου Φ. 230 της 14 Μαρτίου 189, σελ. 4:
«Οι εν Ιωαννίνοις Οθωμανοί (κατά τον πόλεμο του 1897) απεπειράθησαν πρό τινος να πυρπολήσωσι διαφόρους οικίας και κατορθώσωσιν ούτω να επιδοθώσιν εις διαρπαγάς. Εν Πρεβέζη δε επανέλαβον την απόπειραν ταύτην εις το Ιταλικόν προξενείον.
Η διοίκησις Ιωαννίνων συνέλαβε και εφυλάκισε άπαντας τους Σουλιώτας καπεταναίους ως και τον υιόν του αειμνήστου καπετάν Μήτσου Ζήκου….».
Και στο επόμενο φύλο 231, σελ. 1 αναφέρονται:
«…. Ανακριβή είναι τα γραφέντα ότι εφυλακίσθησαν οι Καπεταναίοι Σουλιώται Ζήκος, Τζήμας κ.λ.π. Ούτοι εκλήθησαν να μένουν μόνον εις Ιωάννινα…».

Ο Ιωάννης Λαμπρίδης («Ηπειρωτικά Μελετήματα», τχ. 10, 1887, επανέκδοση Ε.Η.Μ.,1993,σελ. 56) αναφέρει ότι:
«… Την 16η και 17η Δεκεμβρίου (1803) απέκρουσαν οι Σουλιώται εκ της κορυφής Ζαλόγγου μετά πολλής επιτυχίας τους εχθρούς αυτών, την δε 18η εξαντλήσαντες τας τροφάς αυτών και τα πολεμοφόδια, ο μεν Ν. Κουτσονίκας προσήλθε ακινδύνως και ελευθέρως στο στρατόπαιδο του αδελφοποιτού αυτού Μπεκίρ Τσιοχαδιάρη. Εκ δε των άλλων 56 γυναίκες και13 άνδρες εν χορείς όντος και άσμασι την 11ην π.μ. κατεκρημνίσθησαν. Οι δε λοιποί ξιφήρεις υπό τον Κίτσον Βότσιαρην περί λύχνων αφάς διέσχισαν τις τάξεις του εχθρού και διήλασαν αυτάς 147 εσώθησαν. Άλλοι 82 σε οικία του καπετάνιου Γιαννάκη στην Καμαρίνα, όπου και ο εκ Στρούνης ιερεύς Ζώης Μπουσιολίκας συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Τον τελευταίο διέταξε ο Αλή Πασάς να γδάρει τα κεφάλια των πεσόντων Σουλιωτών στη μάχη εκείνη, με σκοπό αργότερα να σκοτώσει τον ίδιον. Όμως τούτος διεσώθη μεσιτεία Ζήκου Μίχου, δορυφόρου του, ο οποίος προς εξιλέωση του τυράννου προσεκίνησε αυτώ ασπασθείς τον μέγαν δάχτυλον του δεξιού αυτού ποδός. Επειδή ο Βεζύρης υπεκρίνετο αδιαφορίαν, ο δορυφόρος προσεκύνησε και πάλι δαγκώνοντας συγχρόνως και τον δάχτυλον εκείνου. Τότε ο Αλής στρέψας την κεφαλή του και ακούσας συγχρόνως ότι ο ιερεύς κατά την αιχμαλωσίαν έφερε 100 ενετικά φλωριά, συγχώρησε αυτόν και απήλλαξε, αλλά και ηγούμενον της Μονης Μεσιανών διώρισε διά διατάγματος. Η μεσιτεία του Ζήκου Μίχου έγινε αφού υποσχέθηκε η εκ Δερβιζιάνων οικογένεια Ρώση να παντρέψει την κόρη της μετά του Σπυρίδωνος υιού του δορυφόρου, που δεν έστεργε πρότερον λόγω πολιτικών λόγων».
Στο βιβλίο του Π.Π. Καβασιάδου: «Η Εκστρατεία της Καλαμπάκας, ήτοι ιστορικόν επεισόδιον των κατά το 1854 μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων συγκροτηθεισών μαχών εν ταις Ηπειρο-Θεσσαλικαίς πεδιάσιν», Φυλλάδιον 1ον, εν Γαλαζίω 1880, αναφέρονται:
Σελ. 83: «… Μ’ όλην την ανισότητα των δυνάμεων και των μέσων ο στρατός διετήρει τόλμην αξιοθαύμαστον. Αι επανειλημμέναι όμως και αυστηραί διαταγαί της ελληνικής κυβερνήσεως, πιεζομένης από των Αγγλογάλλων δια να επιστρέψωσι πάντες οπίσω, παρέλυσε το θάρρος του στρατού, διό και πολλά καπετανάτα ήρχισαν να επιστρέφουν, μεταξύ δε των πρώτων ήτο και ο Ζάχο-Μήλιος, αδελφός του στρατηγού Σπύρου Μήλιου, έχων μεθ’ ευατού περί τους 200 Χειμαριώτας και ο Ζίκο Ευθύμιος από Λάκκαις, έχων 180 Σουλιώτας, και οι δύο άνδρες γενναιότατοι πολεμήσαντες ανδρείως κατά των εχθρών εις διαφόρους μάχας. Αλλά τι το όφελος! Η τότε τουρκόφρων Αγγλία τα πάντα εματαίωσε και διέλυσε τον ιερόν εκείνον αγώνα…».
Σελ. 86: «Η μάχη (στο Κουτσελιό) διήρκεσεν όλην την νύχτα και όλην την άλλην ημέραν, σχεδόν 24 ώρας, έπειτα, φθάσαντος εις βοήθειαν των ημετέρων του Ζίκο Ευθυμίου μετά 170 στρατιωτών Σουλιωτών, οι εχθροί ανεχώρησαν αν και συνεποσούντο εις 3500 χιλιάδας περίπου. Τότε ο Γρίβας εξήλθεν του χωρίου και κατέλαβε θέσειν οχυράν εις την οποίαν έμεινεν ικανήν ώραν. Εις την μάχην ταύτην εφονεύθησαν εκ μεν των εχθρών έως 145 και πολλοί επληγώθησαν, εκ δε των ημετέρων έπεσαν, ως λέγηται, 17, επληγώθησαν δε 13…..».

Ο Γιαννάκη Παπαγεωργίου (Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος) «Η επανάστασις της Ηπείρου, 12 έγγραφα», Αθήναι 1899, καταγράφει:
 Σελ. 17-26: «…. Ο προς όν απευθύνονται τα ανωτέρω έγγραφα Καπετάν-Γιαννάκης Παπαγεωργίου οπλαρχηγός τότε και είς εκ των πρώτων μοχλών της επαναστάσεως του 1854-1854, νύν δε εφημέριος εν τω Ελληνικώ Στρατώ, προήχθη εις Αρχιμανδρίτην και μετωνομάσθη Ιγνάτιος. … Εν τη κόμη ταύτη (Τσαρκοβίτσαν) συνέλαβε τον προδώσαντα τον Γρίβαν Παππαγεώργιον, όστις περιήρχετο ως κατάσκοπος να προδώση και τον στρατηγόν Ν. Ζέρβαν! Προς σωτηρίαν αυτού εκ της οργής των επαναστατών απέστειλεν αυτόν μετά του Λάμπρου Ζήκου προς τον στρατηγόν Ν. Ζέρβαν. Μετά τινας ημέρας ανεχώρησε και πάλιν εις Κοκκινόχωμα και Αραχωβίτσαν. Εν τω ιδίω μέρει ετύγχανε να ήναι και ο Λάμπρος Ζήκος, οίτινες διετάχθησαν παρά του στρατηγού αυτών Ν. Ζέρβα όπως απελευθερώσωσι τον Γεώργιον Τσάμην από της πολιορκίας των Τούρκων εν Κρετσούνστα. Εν τη κώμη ταύτη επήλθεν έρις μεταξύ του Λ. Ζήκου και του Ιγνατίου, του μεν πρώτου επιμένοντος να αναχωρήση προς απελευθέρωσιν της κινδυνευομένης ιδίας του Πατρίδος εξ ολεθρίου κινδύνου, του δε επιμένοντος να παραμείνη προς απελευθέρωσιν του δυστυχούς Γεωργίου Τσάμη και λέγοντος ότι ο τόπος πολιορκούμενος υπό των Τούρκων είναι πατρίς. Αλλά τα πάντα απέβησαν ματαίως. Διό ηναγκάσθησαν ν’ αναχωρήσωσιν, αφήσαντες τον Γεώργιον Τσάμην εις την εαυτού τύχην.
Ο Ιγνάτιος έπειτα ανεχώρησε προς συνάντησιν του στρατηγού Ζέρβα και του παρ’ αυτώ διαμένοντος ως σύμβουλος αδελφού του Παπαβασιλείου, ένθα εώρτασε μετ’ αυτών τας αγίας ημέρας του Πάσχα, καθ’ άς στίφοι Αλβανοί λαφυραγωγήσαντες τα ζώα των χωρικών Κατσααύνων, έσπευσαν ούτοι και μετά του Λάμπρου Ζήκου και Γάκι οίτινες είχον αρχήσει την μάχην, ηναγκάσαντες τους επίλοιπους Τούρκους εκ των 1500 να φύγωσιν εις Ιωάννινα, και τα ζώα αυτών έσωσαν, αφού πολλούς εις τον Άδην έπεμψαν. Τέλος δ’ έλαβον διαταγάς εξ Ελλάδος όπως παύσωσι την επανάστασιν και εισέλθωσιν εν τη ελευθέρα Ελλάδι….
…. Τέλος αποκαμόντες οι Τούρκοι (στη μάχη στο Κουτσελιό Ιωαννίνων) απεσύρθησαν καταλαβόντες άλλας θέσεις πέραν της κατοικίας του Γρίβα και εκείθεν επυροβόλουν άχρις εσπέρας. Συγχρόνως έτερον σώμα Τούρκων εφώρμα κατά των εν τη εκκλησία Ελλήνων, ήν περιέφραττεν άθλιόν τι τειχάριον. Αλλ’ όμως εκεί έτυχον να ήναι οι ανδρειότεροι των Ελλήνων και οι πολεμικώτεροι (οι σταυροφόροι τότε λεγόμενοι) μετά του υιού του Γρίβα Δημητρίου. Εκεί ήτο η μένεα πνέουσα νεολαία της Λάκας του Σουλίου με τον Καπετάν-Νικολάκην αδελφόν του Καπετάν Γάκη Ζήκου και άλλοι εξ άλλων μερών…. Οι Τούρκοι επανειλημμένως επιτιθέμενοι και πάντοτε αποδεκατισμένοι υποχωρούντες και απελπισθέντες δια την εξ εφόδου κατάληψιν της εκκλησίας, ωχυρώθησαν εντός των μανδρών και οικιών του χωρίου και εκείθεν επυροβόλουν ματαίως κατά των Ελλήνων….. Οι επαναστάται Λακιώται εκ Δυσμών, εξ Ανατολών δε οι Μαλακασιώται, ού μακράν απέχοντος του Κουτσελιού ενεποίησαν φόβον εις τον Κιρκάσιον (στρατηγόν). Όθεν διέταξε τα της υποχωρήσεως. Και οι Τούρκοι οπλίται πυροβολούντες συνεχώς όπως εκ του πολλού καπνού μη σκοπεύονται ευκόλως υπό των Ελλήνων έφευγον….».
Ακόμη στο βιβλίο του Δημητρίου Φωτίου Καρατζένη: «Η Επανάστασις της Άρτης του 1854», Αθήναι 1973, αναφέρονται τα κάτωθι:
Σελ. 36: «… Πλήν του (Αλβανού Τσέλιου) Πίτσιαρη και άλλος Αλβανός ο Ζεϊνέλ Βέης, φίλος του Σουλεϊμάν Φράσαρη και αρχηγός στρατιωτικού αποσπάσματος εις τον Λούρον, συνηγωνίζετο τον πρώτον εις τας πράξεις βιαιότητος και αυθαιρεσίας, δια της καταληστεύσεως δε περιήγαγε τους κατοίκους της περιοχής Λάμμαρης, Λάκκας και Λελόβων εις απόγνωσιν. …. Ούτω, μόλις ανηγγέλθη η εξέγερσις του Ραδοβυζίου, πρώτη η Λάκκα Πρεβέζης και τα παρακείμενα ορεινά χωρία του Σουλίου, συνεκρότησαν ένοπλα σώματα δυνάμεως έως 1500 ανδρών, τα οποία, υπό τους αρχηγούς, τους Θύμιον Ζήκον, Λάμπρον Ζήκον, Νικόλαον Ζήκον, Νάσην Νίκον, Γιάννην Κώσταν, Νάσον Γιάννακαν και άλλους, αφού εξεδίωξαν τους προσδραμόντας εις την περιοχήν προς κατασίγασίν των Τούρκους των Ιωαννίνων, έσπευσαν ακολούθως να καταλάβωσι και αποκλείσωσι την οδόν, δια της οποίας θα ενισχύοντο εξ Ιωαννίνων αι Τουρκικαί Φρουραί Άρτης και Πρεβέζης. Προς τον σκοπόν αυτόν ο μεν Λάμπρος Θύμιου Ζήκος κατέλαβε, δι’ ενός σώματος 500 ανδρών εκ της Λάκκας Σουλίου, την θέσιν «Πέντε Πηγάδια» της παλαιάς οδού Ιωαννίνων προς Άρταν και Πρέβεζαν, ο δε Ηγούμενος Ρωγών αρχηγός άλλων 300 Λακκιωτών την επί της ιδίας οδού γέφυραν της «Πάσσαινας».
Σελ. 67: « ….. μετά γενομένην συζήτησιν συνετάγη το κάτωθι πρακτικόν, το πρωτότυπον του οποίου σώζεται σήμερον εις το αρχείον του ιδίου του Γρίβα: «Οι υποσημειούμενοι οπλαρχηγοί της κατά την Ήπειρον στρατιωτικής δυνάμεως συνελθόντες σήμερον την 7η Φεβρουαρίου 1854 εν τω χωρίω Κομπότι της Άρτης και συσκεφθέντες περί της εκλογής και του διορισμού κατά την Ήπειρον αρχηγού, ομοφώνως εξελέξαμεν τοιούτον τον στρατηγόν Κύριον Θεόδωρον Γρίβαν …… Νικολάκης Λάμπρος, Νικ. Ζήκου Θύμιος, Ηλίας Χορμόβας, Δ. Γρίβας, Φώτιος Κοντονίκας, Α. Βήτος, Ν. Ζέρβας, Σωτ. Στράτος, Νικόλ. Κάσκαρης, Δ. Τσόγκας, Γεώρ. Τσάμης, Αναγνώστης Οικονόμου ταγματάρχης, Γ. Νταλάνης»….. Το συμβούλιον συνήλθεν την επομένην ημέραν, 8ην Φεβρουαρίου, καθ’ ήν επανελήφθη η συζήτησις και εξέτασις της καταστάσεως. Κατ’ αυτό καθωρίσθη ο ρόλος εκάστου αρχηγού και ο τομεύς δράσεώς του ως ακολούθως: Ο Σωτ. Στράτος να μεταβή εις Τζουμέρκα, ο Ιωάν. Ράγγος ν’ αναχωρήση δια τα Άγραφα τα οποία προ τριάκοντα ετών κατείχεν ως αρματωλός των, ο Νικ. Ζέρβας και Νικ. Κάσκαρης να κατευθυνθώσι εις Λάκκα Σούλι και ενωθώσι με το εκ 1500 ανδρών Σώμα του Λάμπρου Θύμιου Ζήκου, κατέχοντος πάντοτε δια δυνάμεως 500 ανδρών και την διάβασιν των Πέντε Πηγαδίων εις Ιωάννινα».
Σελ. 77: «…. Την 12ην Φεβρουαρίου έφθασε εις Ιωάννινα ο Μπεσίμ Πασάς από το Μοναστήρι και αντικατέστησε τον ασθενούντα Σαλήκ Πασά. Ούτως συνεκρότησε σώμα 500 Αλβανών υπό την αρχηγίαν του Μουχαρέτ Αγά το οποίον έστειλε προς ενίσχυσιν της Φρουράς της Άρτης. Την 18ην Φεβρουαρίου η εξ 150 ανδρών και 50 ιππέων εμπροσθοφυλακή του σώματος αυτού έφθασε εις θέσιν «Πέντε Πηγάδια» της παλαιάς οδού Ιωαννίνων – Άρτης, όπου προσεβλήθη από τμήματα του Θεοδ. Γρίβα, Νικ. Ζέρβα και Λάμπρου Ζήκου και εξωλοθρεύθη εντελώς, οι δε άνδρες της εσφάγησαν».
Σελ. 81: «… Την 1ην Μαρτίου 1854,….. πέραν της Άρτης, διάφορα άλλα τμήματα του επαναστατικού Στρατού κατείχον επικαίρους θέσεις ως εξής: Ο Θεόδωρος Γρίβας τα Πεστά και το χάνι του «Αγίου Δήμητρίου», οι Ζηκαίοι με ισχυρόν απόσπασμα 500 ανδρών τα «Πέντε Πηγάδια», οι Κίτσος Τζαβέλλας, Ν. Βότσης και Αθαν. Κουτζονίκας την περιοχήν Λούρου Πρεβέζης, ο Κώστας Νίκας το Λοζέτσι Ιωαννίνων, ο Γ. Τσάμης το Ράϊκον, ο Καπετάν Θύμιος με 200 εφύλασε την γέφυραν του Καλαμά….».
Σελ. 99: «Ο Θ. Γρίβας μετά τας συμπλοκάς εις τα Πέντε Πηγάδια και το Γκρίμποβον, με τον Μουχαρέτ Αγά, επροχώρησε και εστρατοπέδευσε εις το Κουτσολιό, χωρίον απέχον 10 χιλιόμετρα της πόλεως των Ιωαννίνων. Είχε μαζύ του 300 ενόπλους άνδρας άλλους εκ Ξηρομέρου και άλλους εκ του τμήματος των Ζηκαίων της Λάκκας. Ο Αβδή Πασάς των Ιωαννίνων, πληροφορηθείς εκ προδοσίας την δύναμιν του τμήματος Γρίβα, το βράδυ της 26ης Φεβρουαρίου εκινήθη με στρατόν 1000 τακτικών ανδρών, 150 ιππέων και 4 πυροβόλων, εξ ών τα δύο ορεινά και, κατά την νύκτα, χωρίς να γίνει αντιληπτός, επολιόρκησε το χωρίον. ….. Εις μίαν στιγμήν της μάχης ο υιός του (του Θεοδώρου Γρίβα), Δημ. Γρίβας με τον Νικόλαον Ζήκον αδελφόν του Θύμιου Ζήκου και με δύναμιν 100 ανδρών επιτυγχάνουν και καταλαμβάνουν την εκκλησίαν του χωρίου και τον περίβολον αυτής. Εκ της θέσεως αυτής, ωχυρωμένοι, αποκρούουν τας επιθέσεις των Τούρκων και προστατεύουν τον Θ. Γρίβαν τον οποίον οι Τούρκοι, επιδιώκοντες να τον κτυπήσουν, είχον ανέλθει εις την στέγην της οικίας εξ ής εκείνος εμάχετο, προσπαθούντες να αποστεγάσουν αυτήν και επιτύχουν τον σκοπόν των. Ο Δ. Γρίβας αντιληφθείς τας προθέσεις των, κατευθύνει και προς την στέγην τας βολάς του και προστατεύει τον πατέρα του. οι Τούρκοι κατά του Δημ. Γρίβα και Ν. Ζήκου ενήργησαν 12 επιθέσεις. Η μάχη συνεχίζεται μέχρι των απογευματινών ωρών οπότε ήρχισαν να καταφθάνουν τμήματα των κινηθέντων προς βοήθειαν του Γρίβα, 500 Λακκιωτών».
Σελ. 113: «… Μετά την κατάρευσιν της Άρτης, τμήμα των Τούρκων δυνάμεως έως 1.500 ανδρών υπό τον Τσέλιον Πίτσιαρην, εστράφη προς την περιφέρειαν Ιωαννίνων, όπου η επανάστασις συνεχίζετο. Εις τα Πέντε Πηγάδια είχε φθάσει με ικανήν δύναμιν στρατού εξ Ιωαννίνων, ο Αβδή Πασάς και επετέθη κατά των εκεί τμημάτων, δυνάμεως 800 ανδρών Σουλιωτών υπό τους Νάση Νίκαν και Θύμιον Ζήκον, προσπαθών να απομακρύνη αυτά και ελευθερώση την οδόν».
Σελ. 114: «… Κατά τας ημέρας, καθ’ άς συνήπτοντο αι μάχαι του Ζέρβα κατά του Πίτσιαρη (19 Απριλίου), οι Σουλιώται κατείχον δια διαφόρων τμημάτων τας θέσεις της γραμμής από Πέντε Πηγάδια μέχρι του Σουλίου. … Ετέθη εις ενέργειαν ο μηχανισμός του Λόγκβορθ (απεσταλμένος της Αγγλικής Κυβερνήσεως), όστις κατώρθωσε δια διαφόρων υποσχέσεων, περί τερματισμού του πολέμου, να επιτύχη συνάντησιν μετά των επαναστατών της Λάκκας και Σουλίου εις το Μοναστήρι της Κοσμηράς. Δεν φαίνεται όμως να επετεύχθη προσέγγισις των απόψεων και την επομένην ημέραν 22αν Απριλίου ο Λόγκβορθ επέστρεψε εις Ιωάννινα και συνέστησε εις τον Τούρκον Διοικητήν, όπως σπεύση και αποστείλη προς τας θέσεις των επαναστατών δύναμιν στρατού ισχυράν, ίνα και δια της απειλής αυτής, καταστήση αποτελεσματικωτέραν την συνεννόησιν. Όντως το ίδιον βράδυ ανεχώρησεν εξ Ιωαννίνων δύναμις στρατού 2.200 ανδρών μετά 5 πυροβόλων, την επομένην άλλη δύναμις ατάκτων Αλβανών και την 24ην Απριλίου 250 Χειμαρριώται εκ των συμπραττόντων με τους Τούρκους. …. Την 24ην Απριλίου οι Λόγκβορθ και Βερτράν έκαμον νέαν κρούσιν συνδιαλλαγής προς τους επαναστάτας και την 27ην ιδίου απέστειλαν εις το Σούλι ειδικόν απεσταλμένον, όστις επέστρεψε μετά δύο ημέρας, κομίζων αίτησιν κατοίκων 10 Σουλιωτοχωρίων, δηλούντων ότι δέχονται να εγκαταλείψουν τον αγώνα και να υποταχθούν εις την Τουρκικήν εξουσίαν, εφ’ όσον προς εγγύησιν αναλάβουν οι Αγγλογάλλοι την επικυριαρχίαν της περιφερείας των. Ο Λόγκβορθ δεν εδέχθη τον όρον αυτόν και διεμήνυσε εις τον συνοδεύοντα τον απεσταλμένον των Σουλιώτην, ότι μόνον δια την χορήγησιν αμνηστίας δύναται να εγγυηθή ως και δια την απαλλαγήν των εκ των φόρων δια πολλά έτη και δια το δικαίωμά των να οπλοφορούν.
Την 29ην Απριλίου ο Τουρκικός Στρατός επροχώρησε από το Ροβίλιστο και τότε τα τμήματα των Σουλιωτών που εφύλασσον τα Πέντε Πηγάδια υπεχώρησαν και κατέλαβον τα όρη της Λάκκας και Σουλίου. Ο Αβδή κατέλαβεν την 1ην Μαϊου τα Πέντε Πηγάδια, όπου την 4ην ιδίου μηνός μετέβη και ο Λόγκβορθ κατόπιν προσκλήσεως των Σουλιωτών. Την 6ην Μαϊου παρουσιάσθησαν εκεί οι Ζηκαίοι, Γάννης, Κώστας, Νάσος Γιάννακας, και εδήλωσαν την υποταγήν και παράδοσίν των. Οι Τούρκοι έδωσαν αμνηστίαν και εφάνησαν ότι δεν ζητούν φόρους. Πολύ σύντομα όμως έστειλαν εισπράκτορας δια την είσπραξιν και καθυστερουμένων παλαιών τοιούτων».
Σελ. 117: «… Αι ειδήσεις των επεμβάσεων και της στρατιωτικής καταλήψεως των Αθηνών, έφθανον εις την περιοχήν της Άρτης και ηραίωνον καθημερινώς τας τάξεις των επαναστατών. Πολλά τμήματα εθελοντών είχον αναχωρήσει μετά των αρχηγών των. Την 11ην Μαϊου, ημέραν Τρίτην, ευρίσκοντο συγκεντρωμένοι εις Σκουληκαριάν οι Νικ. Ζέρβας, Γ. Τσάμης, οι Ζηκαίοι, ο Θεμελής, τμήμα Πελοποννησίων υπό τον Μιχαλόπουλον, ο Καραϊσκάκης, ο Νικ. Μπότσαρης, ο Αθαν. Κουτσονίκας και τινες άλλοι. … την 12ην Μαϊου προσέβαλλον τους Τούρκους (4.000 τακτικούς και 1.000 ατάκτους Λιάπηδες)…. Έπεσον δε εκτός του γενναίου σημαιοφόρου Μπεράτη, είς ανεψιός του Τσάμη, είς εξάδελφος των Ζηκαίων, ο υιός του γέροντος αγωνιστού Χρηστοθανάση και άλλοι εκ των διαφόρων σωμάτων περί τους 12, πληγωθέντων υπέρ τους 16…. Η ζημία του εχθρού υπερβαίνει τους 130 φονευμένους…..».

Η λαϊκή μούσα δεν παρέλειψε να τραγουδήσει την μάχη στο Κουτσελιό και την γενναία συμμετοχή των Ζηκαίων σ’ αυτήν. Την έκανε δημοτικό τραγούδι, που δημοσίευσε ο Π. Αραβαντινός στο βιβλίο του «Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπείρου», Τυπογραφείον Πέτρου Περρή, σελ. 24, Εν Αθήναις 1880).

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΟΥΤΣΕΛΙΟΥ (1854)
(Βλέπε και Χασιώτη VI, 55)
Ο ντελή Γρίβας έπιασε του Κουτσελιού τα σπίτια,
κ’ είχε μαζύ του μοναχά τρακόσια παλληκάρια.
Σαν τώμαθ’ ο Αβδή Πασσάς (ένα λελέκι τόπε)
εβγήκε από τα Γιάννενα νύχτα, βαθύ σκοτάδι,
κ’ επήγε κ’ εξημέρωσε ΄ς του Κουτσελιού ταις ράχαις.
Παρασκευή ξημέρωνε, κρύα, παταγομένη,
κ’ ο Γρίβας όταν ξύπνησεν, ευρέθηκε κλεισμένος.
Βροντάν τα τόπια των Τουρκών, ντουφέκια αντιβογκούνε,
και πεντακόσι’ αλόγατα ‘ς τον κάμπο χλιμιτρίζουν.
Ο πόλεμος δεν έπαψεν απ’ το πουρν’ ως το βράδυ,
και μέσ’ από την εκκλησιά κι’ από δυό τρία σπίτια
όσα μολύβ’ απέταγαν έπεφταν σε κουφάρια.
Ο Λάμπρο Ζήκος φώναξε από ψηλή ραχούλα,
«Γρίβα μου, βάστα τη φωτιά ως να καλονυχτίση,
φέρνω λεβένταις διαλεχτούς, Λακκιώτες πεντακόσιους».
Οι Τούρκοι δεν καρτέρεψαν να τους πλακώσ’ η νύχτα,
κ’ εμπήκαν μέσ’ τα Γιάννενα πεζούρα και καββάλα.
Πέντε χιλιάδες βγήκανε Νιζάμι κι’ Αρβανίταις
κ’ επλέρωσαν τη δεκατιά ‘ς του Κουτσελιού ταις ράχαις.
( Σε υποσημείωση: Η μάχη αύτη συνέβη κατά την 26 Φεβρουαρίου 1854).

Εδώ θα καταχωρηθεί και ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Αντ. Μιχ. Κολτσίδα «Ιστορία της Βωβούσας» (εκδ. Κυριακίδη, σελ. 72, Θεσσαλονίκη 1997):
«Ο Ευθύμιος Ζήκος είχε αδελφή παντρεμένη στη Βωβούσα, με τον Βίγγαρη. Ήταν από τη Ζόριστα (σημ. Πεντόλακκο) Λάκκας Σουλίου. Με το ακόλουθο ηρωϊκό κατόρθωμα απέτρεψε την λεηλασία της Βωβούσας και των Ζαγοροχωρίων από τον Θεόδωρο Γρίβα.


Θεόδωρος Γρίβας

Το 1854 ο Γρίβας ξεκίνησε με 1000  αιτωλοακαρνάνες για να λεηλατήσει το Ζαγόρι. Στο Κουτσελιό Ιωαννίνων περικυκλώθηκε από τον Τουρκικό στρατό και παρά τρίχα να πιαστεί ζωντανός, όχι μόνο αυτός αλλά και οι οπαδοί του, εάν δεν πήγαινε ο Ευθύμιος Ζήκος με 300 Σουλιώτες να τον σώσει. Τότες λέγει ο Γρίβας προς τον Ζήκο: «Μια που με έσωσες, έλα τώρα να λεηλατήσουμε το Ζαγόρι και να μοιραστούμε τα λύτρα». Εκείνος του απαντά: «Όχι μόνο δεν έρχομαι, αλλά δεν θα πάς και σύ, διότι θα γίνουμε εχθροί. Το Ζαγόρι είναι υπό την προστασία μου. Έχω συγγενείς εκεί». Τότε ο Γρίβας αναγκάστηκε να μεταβεί στο Μέτσοβο με τον φυγόδικο Μετσοβίτη Δημ. Τσάπο και αφού το ελεηλάτησε, εθεώρησε καλόν να στήσει το στρατηγείο του εκεί, μια και ηύρε όλα τα αγαθά. Μαθαίνοντας τούτο οι Τούρκοι, μετέβησαν στο Μέτσοβο και αφού το επανελεηλάτησαν αφαίρεσαν τα προνόμια του Φλόκα…».

Θα παρατεθούν ακόμη δύο δημοσιεύματα της «ΦΩΝΗΣ ΤΗΣ ΗΠΕΊΡΟΥ».
Το πρώτο στο φύλο 447, σελίδα 3 στις 5 Οκτωβρίου 1901:
«Ένεκα κτηματικής διαφοράς εις το χωρίον Μελίχοβον μεταξύ των υιών του μακαρίτου Καπετάν Μήτσιου Ζήκου εκ Ζορίστης και Ι. Μπαλατάση εκ Μελιχόβου οι υιοί Ζήκου εφόνευσαν τον Ιω. Μπαλατάσην».
Στο σημείο τούτο να σημειώσουμε ότι στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο συνοικισμός του χωριού Μελιά (Μελίχοβο) η Λαγκιώτισσα, ήταν γεώμορο (καλλιεργήσιμη γή) του Δημ. Θύμιου Ζήκου.

Το δεύτερο στο φύλλο 458, σελ. 3, στις 21 Δεκεμβρίου 1901:
«ΓΑΚΗΣ ΖΗΚΟΣ
Όταν εκ τινος πλησίον δάσους εκπίπτωσιν οι υψίπρεμνοι δρύες, οι στοιχειωμένοι πλάτανοι και οι υψικόρυφοι κυπάρισσοι, κατ’ ανάγκην το δάσος εκείνο χάνει πλέον την επιβλητικότητα και το μεγαλείον αυτού, περιβάλλει δε εις τον θεατήν διαβάτην εικόνα αθλίαν, εικόνα ταπεινήν, προκαλούσαν περιφρόνησιν μόνον και ειρωνικόν μειδίαμα. Τοιαύτην τινά εικόνα κινδυνεύει δυστυχώς να παρουσιάση και η ημετέρα πατρίς, η ευγενής εκείνη χώρα, η οποία δια το πλήθος των εξοχοτήτων, άς κατά καιρούς αφθόνως ανέδειξε, πολύ δικαίως εκλήθη εύανδρος χώρα. Αι υψηλαί όμως αυτής εξοχότητες, αι υπερέχουσαι και επιβαλλόμεναι προσωπικότητες απέρχονται η μία κατόπιν της άλλης χωρίς δυστυχώς να βλέπωμεν και την επιτυχή αυτών αναπλήρωσιν. Δεν είναι λοιπόν παράδοξον εν προσεχεί χρόνω η ημετέρα πατρίς να παρουσιάζη την δυσάρεστον εικόνα του ορφανωθέντος και ερημωθέντος δάσους, και τότε θα βαυκαλιζόμεθα βεβαίως μόνον με την αίγλην του παρελθόντος, θα περιποιώμεθα μόνον παλαιάς δάφνας ξηράς και αστιλβείς, θα ερειδώμεθα μόνος επί παρελθόντων μεγαλείων. Η εικών τοιούτου μέλλοντος με τρομάζει, με πληροί απογοητεύσεως και ανίας, έντρομος δε αποσύρω εκείθεν την φαντασίαν μου προς το παρόν, αλλά τι βλέπω; Τι απαντώ πάλιν ενώπιόν μου; Και άλλο τέκνον της πατρίδος μου νεκρόν, και άλλη γυναικεία μορφή απερχομένη; Ώ οίμοι τάλαινα πατρίς, οίμοι χώρα δυστυχισμένη, χώρα βασανισμένη, ποίος είναι ούτος; Ο κλεινός Γάκης, ο ένδοξος ήρως του Κουτσουλιού και του 1878; Άς αποτρέψω και εντεύθεν τους οφθαλμούς μου. Δεν θέλω να βλέπω νεκρόν τον άλλοτε πλήρη ζωής και σφρείγους ήρωα, δεν θέλω να βλέπω αδρανές, αμίλητο και λαμπρό εκείνο το παλληκάρι, ας στρέψω προς τα οπίσω την φαντασίαν μου και ας ακολουθώ αυτόν επαναστάτην, τρέχοντα με την σημαίαν της ελευθερίας εις τας πεδιάδας των Ιωαννίνων, σφριγώντα νεανίαν, πλήρη μένους, πλήρη ενθουσιασμού αγωνιζόμενον κατά των τυράννων. Ναι εκεί ευχαριστούμαι να βλέπω αυτόν τον καπετάνον εξορμώντα και εμψυχούντα τα παλληκάρια του, τρέποντα εις φυγήν τα βάρβαρα στίφη, πηδώντα από ράχι σε ράχι, από κορυφούλα σε κορυφούλα, από βουνό σε βουνό και σείοντα την επαναστατικήν σημαίαν με πάθος, με λαχτάρα, δεν αντέχω να βλέπω αυτόν με κλεισμένα μάτια, με κλεισμένα χείλη, αλλά τον θέλω ζωηρόν, φαιδρόν, ατενίζοντα ένδακρυν τα δουλωμένα Γιάννενα, απειλούντα τους εχθρούς ούς τόσον εμίσησε και τόσον απεστρέφετο.
Και αφ’ ού γνωρίσω αυτόν καπετάνιον, επαναστάτην, αφ’ ού ανεύρω τους συλλογισμούς αυτού και τον διακαή προς απελευθέρωσιν της πατρίδος έρωτα, δια το μεγαλείον της Ελλάδος, δια την δόξαν της Ελληνικής φυλής, αφ’ ού ανεύρω το παράπονον με το οποίον έκλεισαν τα χείλη του, θα σταματήσω έπειτα σε μια ψηλή κορφούλα, να βγάλω φωνή λυπητηρή, φωνή πικραμένη.
Ο Γάκης Ζήκος πέθανε, ο Γάκης Ζήκος πάει.
Ο Γάκης Ζήκος εγεννήθη εις Ζόρισταν του Σουλίου κατά το 1827, νεώτατος δε ών το 1854 ύψωσε μετά των αδελφών του Λάμπρου και Ζήκου την σημαίαν υπέρ της απελευθερώσεως της πατρίδος γενναίως πολεμήσας τότε κατά των εχθρών. Μετά την αποτυχίαν της επαναστάσεως κατέφυγεν εις Ελλάδα. Ότε όμως κατά το 1866 εξερράγη η επανάστασις εν Κρήτη κατήλθε και επολέμησεν ηγούμενος ιδίου σώματος. Σφαίρα εχθρική διετρύπησε το αριστερόν μέρος του θώρακος και ηνάγκασεν αυτόν να επανέλθη εις Αθήνας προς νοσηλείαν. Ιαθείς κατήλθεν εκ νέου εις Κρήτην, όπως συνεχίση τον αγώνα και ανεχώρησεν εκείθεν μετά την λήξιν της επαναστάσεως. Κατά το 1878 ότε πάλιν εξερράγη η εν Ηπείρω επανάστασις, πρώτος ευρέθη εν τη γραμμή του πολέμου. Και ότε κατά το 1897 εκηρύσσετο ο πόλεμος ήτοιμάζετο καίτοι εβδομηκοντούτης να εναγκαλισθή το όπλον. Το βάρος των ετών δεν είχε ποσώς κυρτώσει το Σουλιωτικόν του σώμα. Καταλίπει ένα υιόν τον ανθυπολοχαγόν του πυροβολικού κ. Σπ. Ζήκον και μίαν θυγατέρα. Την κηδείαν του γενομένην την παρελθούσαν Κυριακήν ηκολούθησαν πολλοί των εξεχόντων εν Αθήναις Ηπειρωτών».

Τιμή και δόξα λοιπόν στους δικούς μας τοπικούς ήρωες, επώνυμους και ανώνυμους. Αυτούς τους ήρωες που κράτησαν ψηλά τη «σημαία» της Λάκκας Σουλίου και βοήθησαν τα μέγιστα για την ασφάλεια και την ευημερία των κατοίκων της. Ας μην ξεχνάμε την προσφορά τους. Ας τους μνημονεύουμε σε κάθε ευκαιρία.
(Κάθε υπόδειξη σχετικού δημοσιεύματος δεκτή).

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΝ ΝΙΚΟΛΙΤΣΙΩ», φύλα 44, 45,  2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου