Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2021

Έριχνε λάδι ο καψερός από το καντήλι της γυναίκας του!..


Της αείμνηστης ΚΟΥΛΑΣ ΤΖΑΛΜΑΚΛΗ-ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ
  
Καλοί μου φίλοι… μάλλον δεν σιούρξα (ζουρλάθηκα… στα Γιαννιώτκα) ακόμα, αφού ξέρω πώς με λένε. Πώς λένε τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, τα δισέγγονά μου… τα σκυλιά μου… διάφορους ηθοποιούς… (έτσι δε ρωτάει ο γιατρός; και σούρχεται να του τραβήξεις κακή κατακεφαλιά…). 

Να μην τα πολυλογώ, με παίρνει η αδελφή μου… κατασυγχισμένη… «Μουρή… τ’ είν’ αυτό πόκανις;». Είπα κι εγώ «Τι έκανα χαλασιά μ’… μήνα, σκότωσα κανέναν; μήνα φίλησα καμιά; πούλεγαν τα βλακώδη Γιαννιώτ’κα στιχοπλάκια… Απλώς, από τη βιασύνη μου να σκολάσω το γράψιμο και να πάω να τεντώσω το βασανισμένο μου κορμάκι, που το τρώει η πολυθρόνα που γένεται και ξαπλώστρα… 

Φίλοι μου, η μαύρη εγώ, πάντα το διαβάζω… και τώρα αλζμόνσα; Το κυριότερο; Έγραφα για τον καψαρό που ανέβηκε στον έβδομο ουρανό – που τοποθετούν τον Παράδεισο!.. Τον υποδέχτηκε ο Άγιος Πέτρος που παίρνει τις ψυχές. Τον υποδέχτηκε έξω από μια μικρή πορτοπούλα – σαν εκείνες που ήταν στα παλιά μοναστήρια και τις έκλειναν από μέσα με χοντρή γρεντά που έμπαινε στον τοίχο από δω κι από κει… (Τέτοια ήταν στο χωριό της μάνας μου, σε πολλά σπίτια… 
Πάμε παρακάτω. Σαν έφτασε ο κάτοικος της Γης και τον υποδέχτηκε ο Άγιος Πέτρος στο σκαλοπάτι της πορτούλας λέγοντάς του. «Άντε, Χριστιανέ μου, γιατί άργησες;» τον καρτερούσε του είπε ο Άγιος… «Ποιος είσαι συ και τ’ είναι δω;». Ρωτά ο κάτοικος της Γης… «Εδώ είναι ο Παράδεισος κι εγώ ο Άγιος Πέτρος που παίρνω τις ψυχές, όποιος πεθαίνει στη Γη τον καρτερώ στην πόρτα». «Τι λες Άγιε μου, εγώ είμαι μια χαρά, κατάγερος… λάθος σε πληροφόρησαν…». «Δε με πληροφόρησε κανένας τέκνον μου… εγώ παρακολουθώ το καντήλι καθεμιανού και γλέπω ποιος τ’μάζεται ν’ αφήκει τον κάτω κόσμο… για κοίτα…». Κι ανοίγει την πορτοπούλα ο Άγιος και βλέπει ο Γήινος μία αίθουσα, όσο έφτανε το μάτι του κι ακόμα παραπέρα… κι από το χαμηλό ταβάνι κρέμονταν εκατομμύρια καντήλια. Άλλα έκαιγαν ωραία, άλλα τρεμόσβηναν κι άλλα έκαναν πρατς-πρατς και πήγαιναν να σβήσουν. «Κι του θ’κομ’ ποιο είναι Άγιε;». «Να… ικείνου»… Και γλέπ’ ου ανθρουπάκους το καντήλι του να κάνει πρατς-πρατς και να πάει να σβήσει… Εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα της απέραντης αίθουσας και ορμάν μέσα ένα τσούρμο αγγελούδια, σκούζοντας «Άγιε… Άγιε… κόσια… τ’ αγγελούδια μαλλιοτραβιούνται…». Μαζεύει τα ράσα του ο Άγιος και βγαίνει στον Παράδεισο να τα ξεχωρίσει… Ορμάει κι ο Γήινος στο καντήλι της γυναίκας του κι έπιασε με το δάχτυλό του το λάδι της …κι έριχνε στο δικό του.. γρήγορα-γρήγορα μη γυρίσει ο Άγιος και δεν προλάβει να του βάλει λάδι… να ζήσει κι άλλο ο μαύρος. Βούταγε το δάχτυλό του και τόριχνε στο καντήλ’ του «τάκα τάκα… τάκα… τάκ…». Τούρχεται μία κατακεφαλιά ξεγυρισμένη κι ακούει… «Άε χριστιανέ μ’ θα κανς τίπουτα… μη πέθανις στου κ@… δάχλου…» και με το πρώτο συνθετικό κι όχι κολοβό… Στην Αθήνα –μου είπαν- πως βγαίνει μια εφημερίδα από δημοσιογράφους που λέγεται «πιπέρι στο στόμα». Αληθεύει;
(Αυτά είναι τα μόνα που μας κάνουν να γελάμε)
Γεια σας χωριανοί!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου