Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Το σκέλ’σμα. Το Λαογραφικό Σημείωμα της εβδομάδας


Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

«Αχ, μωρέ σκελ’σμένο, θα σε μουνουχίσω. Άμα σε πιάσω θα σ’ πετάξω τα τσιαούλια στον τενεκέ!» Και ποιος δεν άκουσε αυτές τις φράσεις, οι οποίες σήμερα στην ουσία δεν υπάρχουν πια για τον απλούστατο λόγο πως δεν υπάρχουν παιδιά στα χωριά. «Τα έφαγε παιδάκι μ’ η Αθήνα και το άειστε ιδέστε! Ποιος να κάν’ και με τι παιδιά. Όλα κατάντ’σαν μουλαΐμκα. Τάφαγε το καυσαέριο και η μαυρίλα», πιστοποίησε πρόσφατα η Αλέξαινα. Και συνέχισε ... «Μαράγκιασαν τα χαμπέρια, αφού δεν σ’κώνεται ο οργωτής». 
«Το σκέλσμα αφορούσε το ξέσπασμα των σατανάδων εναντίον των ανθρώπων που αρρώσταιναν ψυχικά και σωματικά, γιατί χωρίς να το καταλάβουν έκαναν δια-σκέλισμα πάνω από την «τάβλα» των διαβόλων». Το σκέλσμα ακόμη αφορούσε και το μάτιασμα ανθρώπου από άνθρωπο, το κακό μάτι, το βάσκαμα. Το μάτιασμα αποδεκτό αρμοδίως και επισήμως αφορά δηλαδή κάποιον «σαϊτάν’» που με φθόνο, μίσος και εκδίκηση, επιδιώκει το κακό ενός συνανθρώπου του και γι’ αυτό παρακινεί το διάβολο να τον βλάψει. Εδώ, σ’ αυτή την περίπτωση υπάγεται και όταν κανείς με λόγια στείλει κάποιον στον διάβολο. Με λίγα λόγια μάλλον όλοι/ες είμαστε σκελσμένοι γιατί κάποιος/α κάπου κάποτε μας διαολόστειλαν ή διαολοστείλαμε. 

Για να απαλλαγεί κάποιος από το σκέλσμα πήγαινε στον παπά και του διάβαζε ειδικές για την περίπτωση ευχές, «για να απελάσει πάσαν διαβολικήν ένεργειαν, πάσα σατανικήν έφοδον». Επειδή όμως ο κοινωνικός αποκλεισμός λειτουργούσε για τα καλά (« Α, πα, πα, τον σκελσμένο θα μπάξω στο σπίτι μου; Δε γίνεται»), συνήθως κατέφευγαν στις «ξεματιάστρες» και στις «μάγισσες» μεσάνυχτα και με χίλιες δυο προφυλάξεις. Αυτές με πάσα μυστικότητα του έσβηναν τα κάρβουνα («κάρνα») ή του έδιναν να πιει «ένα νεράκι» που το έφτιαχναν «με μαγική και κρυφή συνταγή!» Το έπιναν, «γκλούπ και κάτω» και τους έφευγε το σκέλσμα.
Μία ακόμη περίπτωση σκελίσματος αφορούσε αυτούς που επέστρεφαν αργά τη νύχτα στο σπίτι και περνούσαν από «διαβολοσύχναστα» μέρη. Τα παιδιά θεωρούνταν τα ευκολότερα θύματα της βασκανίας και γι’ αυτό όταν υπήρχε λεχώνα στο σπίτι, έπρεπε οι επισκέπτες στην είσοδο να «δρασκελίσουν» αναμμένα κάρβουνα στα οποία έβαζαν «σκρούμπο», αλάτι ή λιβάνι προκειμένου να φύγει το σκέλσμα. Είναι ανάγκη να διευκρινίσουμε πως δεν ματιάζουν όλοι οι άνθρωποι. Ματιάζουν όσοι έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, όσοι έχουν ανοιχτά μάτια πράσινα ή γαλανά, ματιάζουν ευκολότερα, ενώ ταυτόχρονα οι ίδιοι είναι «αλώβητοι» στο μάτι. «Κούτσουρο ντιπ, δεν τον πιάν’ μάτ’ αυτόν». Ιδιαίτερα επικίνδυνοι είναι όσοι έχουν έντονα μάτια και περισσότερο αυτοί που έχουν σταχτιά. Άλλη κατηγορία είναι οι γυναίκες με μεγάλα στήθη και μεγάλα δόντια, «Αχ, μακριά απ’ αυτήν. Θα σκελίσ’ το παιδί. Δεν τη βλέπεις; Οκτώ οκάδες μαστάρια έχ’». 
Προς αντιμετώπιση του σκελίσματος υπήρχε σε μόνιμη βάση το γκόλφι, δηλαδή το φυλαχτό, ή χαϊμαλί που ήταν ένα σακουλάκι που περιείχε ό,τι μπορεί κανείς να βάλει με το μυαλό του. Αλάτι, μπαρούτι, σκρούμπο και χίλια δυο άλλα «διαολοαπωθητικά». Μία μέθοδος «για να διώξουμε όξω από δω το σκέλσμα» όπως είπε η γιαγιά μου, μου έμεινε βαθιά χωμένη στο μυαλό μου. Πριν βγάλουν τον αδελφό μου από το σπίτι, μετά το σαράντισμα, το χάιδεψαν στο πρόσωπο κάνα δυο άντρες αφού προηγουμένως το χέρι τους είχαν φέρει σε επαφή με τα γεννητικά τους όργανα! «Έπιασαν δηλαδή τα αχαμνά τους!» Έτσι, είπε η γιαγιά, δεν θα ήταν καλός δέκτης του κακού ματιού!




Χρήστος  Α. Τούμπουρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου