Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Δέκα το καλό άριστα είκοσι...!!! (Γράφει ο Μητς Μήτσης).


Φίλες μου φίλοι 

συμπαθάτε με, το βρήκα στο ντουλάπι και θα σας ενοχλήσω και πάλι με τις ανησυχίες που χρόνια, μισόν αιώνα τώρα 

δε με αφήνουν ήρεμο.


ΔΕΚΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΑΡΙΣΤΑ ΕΙΚΟΣΙ...!
Μουντζώστε τους, φασκελώστε τους με τα δέκα, τι άλλο μπορούμε να πούμε και να κάνουμε σήμερα στο χάλι που κατάντησαν την παραδοσιακή μας μουσική με τα τραγούδια πανελλαδικά οι καλλιτέχνες μας.
Παλιότερα, πριν από τριάντα, τριανταπέντε χρόνια περίπου γιατί από τότε και νωρίτερα διαιωνίζεται αυτό το κατάντημα, είχα γράψει ότι κυνηγήθηκα από τα άγρια θηρία, με έδιωξαν από τον τόπο μου, από το χωριό από την Ήπειρο και με μια κασέτα στο μαγνητόφωνο του αυτοκινήτου γύρισα στην Αθήνα, κρύφτηκα για να σωθώ από δαύτους. Από τότε μόνο σε κονσέρβα έβρισκα γνήσια παραδοσιακή μουσική και τραγούδια, σήμερα ψαχνόμαστε!
Αργότερα μετά από μερικά χρόνια από έρευνα που έκανα για τα ηπειρώτικα πανηγύρια στην Πίνδο, ανεβαίνοντας το μονοπάτι που θα με έβγαζε σε ένα ξωκλήσι του Αϊ Λιά, περνούσα δίπλα από στάνες, φοβήθηκα τα σκυλιά. Σταμάτησα, φώναξα τον τσέλιγκα και παρουσιάστηκε με ένα μικρό σκυλάκι, εξεπλάγην και τον ρώτησα, πώς είναι δυνατόν εκείνο το μικρό σκυλάκι να διώχνει τους λύκους να μη του φάνε τα πρόβατα και μου απάντησε: και αυτό πολύ είναι κουμπάρε –το κουμπάρε είναι φιλικό επιφώνημα των νομάδων της Πίνδου.
Γιατί δεν έχει λύκους;
Που να βρεθούνε κουμπάρε, όλα τα άγρια θηρία διώχθηκαν, λάκισαν έφυγαν, εξαφανίστηκαν, τα κυνήγησαν οι παραδοσιακοί μας μουσικοί με τα ουρλιαχτά από τις ηλεκτρικές κιθάρες, τα ντραμς και τις ψησταριές, δε γνώριζε ο καημένος ότι λέγονται συνθεσάιζερ, που χρησιμοποιούν στα πανηγύρια και στις διάφορες εκδηλώσεις και με θλίψη για τη μουσική όπως κατάλαβα, έτριβε όμως από ικανοποίηση τα χέρια, που έδιωξαν αρκούδες και λύκους.

Αυτό στάθηκε αφορμή και έκανα εισήγηση για τον πολιτισμό, με θέμα τα Ηπειρώτικα πανηγύρια στο παγκόσμιο συνέδριο των Ηπειρωτών στα Γιάννινα, που σαν αποτέλεσμα είχε ο αείμνηστος Επαμεινώνδας Τσούκας να με καλέσει στην Στουτγάρδη, όπου μίλησα σε εκεί ημερίδα με θέμα την παραδοσιακή μας μουσική.
Δε ρωτώ να μάθω γιατί είδα, ξαναείδα, βλέπω και θα ξαναβλέπω. Άκουσα, ακούω και θα ξανακούσω όπως όλοι οι Έλληνες, πού το πάνε οι υπερήφανοι καλλιτέχνες μας οι οποίοι πιστεύουν ότι έτσι υπηρετούν την παράδοση. Μάλιστα, αξιοσέβαστοι παραδοσιακοί μας μουσικοί και τραγουδιστές, πιστοί υπηρέτες όπως ισχυρίζεστε, φανατικοί λάτρεις της αδήλωτης, αφορολόγητης, γεμάτης τσέπης σας λέμε εμείς.

ΜΑΛΙΣΤΑ, ψυχροί εκτελεστές, γοητευτικοί μας γκεσταπίτες, δοσίλογοι, υπερήφανοι νεκροτόμοι και νεκροθάφτες της ελληνικής εθνικής παραδοσιακής μας μουσικής, όπως την χαρακτήρισε ο μεγάλος μας ερευνητής και μελετητής Σίμωνας Καρράς.
ΜΑΛΙΣΤΑ, συμπαθέστατοι καλλιτέχνες μας, δε φταίτε εσείς, όχι δε φταίτε, όχι, χτυπώ το σαμάρι για να ακούσει το γομάρι.
ΜΑΛΙΣΤΑ, συμπαθέστατοι και αθώοι καλλιτέχνες μας, εσείς είστε τα είδωλα, πρότυπα, οι αριστοκράτες, ξεχωρίζετε από την υπόλοιπη σημερινή κοινωνία. Για αυτό και ανεβαίνετε στις εξέδρες και φουσκώνετε σαν τα κοκόρια, χορτασμένα από βρωμιές και διαλαλούν το κατόρθωμα τους, έτσι και εσείς για να φαίνεστε, να σας βλέπουν από παντού να σας ακούνε οι πάντες για να παραδειγματίζονται.
ΜΑΛΙΣΤΑ, είστε ο καθρέφτης που αντανακλά την κοινωνία, που καθρεφτίζεται για να θαυμάζει την αλλοτριωμένη μούρη της από τα υπερατλαντικά εισαγόμενα ηχητικά κλαπατσίμπανα, εφευρήματα της πολιτισμομάνας, της μοναδικής και θαυμαστής για αυτούς γλυκοηχομάνας, που με τους ήχους της, σου γδέρνει την ψυχή, σου σακατεύει το μυαλό και ηρεμείς γαληνεύεις.
ΜΑΛΙΣΤΑ φίλοι μου, γνωστοί και άγνωστοι καλλιτέχνες, δεν κάθομαι απέναντι στον καθρέφτη σας, δε στέκομαι, όχι, ούτε και για μια στιγμή να σπάσω τα σπυράκια που φουσκώνουν από τους γλυκύτατους ήχους που μας χαρίζετε, με τα ανεκδιήγητα κλαπατσίμπανά σας με τα περίτεχνα σκυλοουρλιαχτογιδοβελασματογκαρίσματά σας για να ανακουφιστώ, διότι και η μικρή στάση απέναντι στον καθρέφτη σας κι αυτά θα πάθουν μόλυνση, τέτοια μόλυνση που θα αγγίξει τη λέπρα, τη χολέρα και θα καταλήξω στα Θυμαράκια.
Σας θυμίζω, αν το ξεχάσατε ή και αν δεν το ξέρετε, τα Θυμαράκια είναι μια περιοχή της Αθήνας ανάμεσα των δρόμων Λιοσίων, Αγίου Μελετίου και σιδηροδρομικής γραμμής του ηλεκτρικού Αθήνα - Κηφισιά, όπου η Αθήνα παλαιότερα την είχε απομονωμένη και εκεί πήγαιναν τους λεπρούς και τους χολεριασμένους να ξοφλήσουν.
ΜΑΛΙΣΤΑ, δε στέκομαι απέναντι σας γιατί θα τρυπήσουν τα τύμπανα των αυτιών μου και θα χαθεί η ακοή και θα στερηθώ φίλοι μου τους βελούδινους και γλυκύτατους ήχους από τα υπέροχα κλαπατσίμπανά σας.
ΜΑΛΙΣΤΑ, δε φταίτε εσείς όπως και παραπάνω έγραψα, συμπαθέστατοι καλλιτέχνες μας. Άλλοι φταίνε, ΑΛΛΟΙ. Φταίνε οι διοργανωτές, φταίνε οι χορηγοί. ΜΑΛΙΣΤΑ, οι δημόσιοι χορηγοί, Δήμοι, Νομαρχίες, Υπουργείο Πολιτισμού και η βουλή των Ελλήνων ακόμη, που δεν επιλέγουν τους σωστούς, φταίνε, που δεν αρνιούνται τα κλαπατσίμπανά σας.
Φταίμε, και περισσότερο μάλιστα εμείς οι υπόλοιποι Έλληνες, στο σύνολο σχεδόν, που καθόμαστε απέναντι σας στις άσπρες πλαστικές καρέκλες, στις πλατείες και σε όποια ισιώματα πραγματοποιούνται τέτοιου είδους εκδηλώσεις, μ’ ένα σουβλάκι κι ένα κουτί μπύρα στο χέρι μασουλώντας τα λίπη και ρουφώντας τα νεροζούμια, σας χειροκροτούμε και σας χρηματίζουμε και από το αίσθημα ντροπής από το θέαμα που απολαμβάνουμε, τα χέρια μας είναι τυλιγμένα με αόρατα γάντια, μονοκόμματα σαν κάλτσες χωρίς δάχτυλα και δε μπορούμε να σας χαιρετίσουμε με ανοιχτές παλάμες.
ΜΑΛΙΣΤΑ, έτσι καταντήσαμε και γεμίζετε τις ανεξέλεγκτες, αφορολόγητες τσέπες σας που καργάρουν δίχως κόπο.
ΜΑΛΙΣΤΑ, ΔΙΧΩΣ ΚΟΠΟ!!!!
Όλοι, μα όλοι, κάνουν πρόβες, όλοι παρακολουθούν σεμινάρια, πάνε μετεκπαιδεύσεις, οι πάντες καθημερινά ενημερώνονται στο αντικείμενό τους, ανάλογα με το επάγγελμά τους και οι αθλητές προπονούνται και ενημερώνονται και προχωράνε. Και εσείς συμπαθέστατοι καλλιτέχνες μου την περνάτε στα καφενεία.
ΜΑΛΙΣΤΑ, το καφενείο είναι για σας ο πολυχώρος όπου εκεί οι πρόβες σας, εκεί κάθε είδους σεμινάριο και ενημέρωση. Εκεί αγαπητοί μου φίλοι είναι το καλλιτεχνικό πολυφροντιστήριο παραδοσιακής μουσικής, όπου υπερέχει το οικονομικό και έχουν το απόλυτο επιτυχίας οι μαθητές στο γέμισμα της αδήλωτης τσέπης χωρίς κόπο.
ΜΑΛΙΣΤΑ, έχετε απόλυτο δίκιο να πιστεύετε ακόμη ότι παράγετε πολιτισμό και ότι είστε οι θεματοφύλακες της παραδοσιακής μας μουσικής με τα τραγούδια. Όταν πρόσφατα πριν ένα καλοκαίρι νομίζω μας βομβάρδισαν όλα τα κανάλια, όλα τα ραδιόφωνα, μα όλοι, οι πάντες επαινούσαν εκείνη την ανεκδιήγητη εισαγόμενη μουσική, δεν ξέρω και πώς να την ονομάσω, όπου με σκουπόξυλα, με φαράσια, με τρύπιους παλιοκουβάδες σκουριασμένους και με τόσα άλλα με !
ΜΑΛΙΣΤΑ, πολυδιαφήμιζαν εκείνο τον ερχομό, εκείνων των κανίβαλων καλλιτεχνών, προτρέποντάς μας να πάμε στο Λυκαβηττό, να απολαύσουμε και να χειροκροτήσουμε το νέο παγκόσμιο μεγαλείο του νεότερου πολιτισμού με θέα τον
Παρθενώνα, μάλιστα τον ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ.
ΜΑΛΙΣΤΑ, δεν πήγα, όχι δεν πήγα, και όταν ένας υψηλόβαθμος θεσμικός παράγοντας που τον παρατήρησα για αυτά τα τεκταινόμενα αμέσως μετά την εκδήλωση στο Λυκαβηττό, όπου τυχαία συναντηθήκαμε, με τα επιχειρήματα που αντιπαρέθεσε, προς στιγμή το μετάνιωσα αλλά αμέσως επανήλθα στη θέση μου.
Ακούστε την εχεμύθεια: Ντιπ χαμένος είσαι, σε είχα για έξυπνο και δε νοείς γιατί προτρέπαμε τον κόσμο να πάει στο Λυκαβηττό;
Για εξήγησε μου να καταλάβω!
Κάναμε όλη εκείνη την καμπάνια να πάτε να τους ακούσετε, για να δείτε ότι υπάρχουν σκουπόξυλα, υπάρχουν φαράσια, παλιοκουβάδες με βρομόνερα και τόσα άλλα που μπορείτε να προμηθευτείτε για να περιποιηθείτε τους δικούς μας παραδοσιακούς καλλιτέχνες.
Στο πρωτοάκουσμα στον καθένα μας αρέσει, αλλά αμέσως άλλαξα γνώμη και απορρίπτω την πρόταση του, διότι μέχρι εκεί έφτανε.
Γούρλωσαν τα ματάκια του, πετάχτηκαν όξω σαν του μπάκακα, βατράχου, βοδίσια γίνανε και με το ζόρι πρόφερε ένα χλωμό γιατί;
Δεν υπάρχει γιατί, αγαπητέ θεματοφύλακα του πολιτισμού μας, είστε σε αυτή τη θέση για να διορθώσετε όλα αυτά όπως τα αφήσατε και κατάντησαν. Κλείστε επί τέλους τις κάνουλες να στεγνώσουν, δεν το καταλαβαίνετε ότι αυτή είναι η δύναμή τους;
Αφήστε στο ύψος τους αυτά τα άμοιρα αντικείμενα τα άχρηστα για εσάς. Αυτά τα αντικείμενα αγαπητέ μου, χρόνια πρόσφεραν 

πολύτιμη υπηρεσία στη διατήρηση της καλής μας υγείας, ξεπάστρευαν τις βρωμιές. Ιεροσυλία, μεγάλη αμαρτία θα είναι, έστω και στο ελάχιστο να αγγίξουν την κεφαλή ή τη ράχη των παραδοσιακών μας καλλιτεχνών, αγαπητέ μου θεματοφύλακα, θα μολυνθούν! Κι έτσι λούφαξε ο μεγαλοσχήμων φίλος και καθοδηγητής. Ηρέμησε ο προστάτης σας καλλιτέχνες μου και τελείωσε ο διάολος, συγγνώμη, ο διάλογός μας τέλεψε κι όχι ο διάολος στην καθομιλούμενη και διάβολος εκκλησιαστικά, θρησκευτικά.

Ήμουν σε εκδήλωση θεσμικού φορέα, στο πρώτο τραπέζι με τους επίσημους, ψήλωσα, με ανακοίνωσαν κιόλας και χέστηκε η φοράδα στο αλώνι και βρώμισε το άχυρο. Τέλειωσαν οι ομιλίες και άρχισε η παραδοσιακή μουσική, να διασκεδάσουμε, να χορέψουμε για να ευχαριστηθούμε οι συναθροισώμενοι.
Ας ξαναγράψουμε τα όργανα για να μην τα ξεχάσουμε, ντραμς, ηλεκτρική κιθάρα και την ψησταριά όπως την είπε ο τσοπάνης της Πίνδου και μαζί τους κι ένα κλαρίνο, που ο θεός να το έκανε κλαρίνο. Δε μπορούσες να ξεχωρίσεις από τη φωνή του τη φωνή του γαϊδάρου. Ως φαίνεται έφταιγαν τα άλλα κλαπατσίμπανα και δε μπορούσες να διακρίνεις τη φωνή του γομαριού, κοινώς γκάρισμα από τη φωνή του κλαρίνου, ας το πάρει το ποτάμι για να μην το ρίξουμε στο λάκκο και κάνει αντίλαλο.
Αμάν τι το θελα να πω αντίλαλο και θυμήθηκα, καλά το ‘χω ξεχάσει μέχρις εδώ, γιατί τώρα με τη θύμηση τους ανατριχιάζω και δε συνεχίζω, ας το αφήσουμε για μια άλλη φορά που θα είμαι προετοιμασμένος για να το αντέξω.
Η κομψευόμενη κυρία που έκανε κουμάντο, για να με τιμήσει ιδιαίτερα ήρθε και με έπιασε από το χέρι να με βάλει στον κύκλο χορού των επίσημων και όχι στο κύκλωμα. 
Ευγενέστατη κυρία, της απάντησα, θα προσβάλω τον εαυτό μου αν χορέψω με δαύτους, αυτοί προσφέρθηκαν, μου απάντησε.

Δε νομίζω ότι προσφέρθηκαν, απ’ ότι γνωρίζω από παρόμοιες περιπτώσεις, ήταν οι εκλεκτοί και κρυφοί χορηγοί της. Έχω την εντύπωση, ότι και εσείς που θα διαβάσετε το παρόν κείμενο, σας είναι γνωστές οι συνδιαλλαγές κάτω από το τραπέζι. Δηλαδή, της απάντησα της κομψευόμενης κυρίας, αν σας πρόσφερε ένας σ…….., θα τα βάζατε πάνω στο τραπέζι; και αποχώρησε ο αμετανόητος χωριάτης της Αθήνας, όπως με έχουν αποκαλέσει αρκετοί επειδή ζητώ το αφεντικό στην παράδοση.
Προτού όμως δρασκελίσω το κατώφλι της εξώπορτας εισόδου, ένας συνπαραβρισκόμενος και όχι συνδιασκεδαζόμενος και εκείνος όπως θα καταλάβετε, με χτύπησε ελαφρά στον ώμο. Σταμάτησα, γύρισα το κεφάλι προς τα πίσω και με χαιρέτησε, μου είπε το όνομα του, ότι είναι Σαρακατσάνος και ότι και εκείνος το ίδιο θα έκανε αν ήταν στη θέση μου, αλλά έπρεπε να παραμείνει.
Αυτό το πρέπει πάνω από όλα τα άλλα και εξοστρακίζουμε το θέλω.
Φίλοι μου παραδοσιακοί οργανοπαίκτες, εξόν από το πρέπει και το θέλουμε να σας κυνηγήσουμε, πρέπει να σας λιανίσουμε στο ξύλο με τα στειλιάρια σαν την αλεπού που βρίσκουμε μέσα στο κοτέτσι.
Να σας κομματιάσουμε, να σας λιώσουμε με τα παλούκια σαν το λύκο που ρίχτηκε μέσα στο μαντρί να κόψει τα πρόβατα.
Το φετινό καλοκαίρι του 2010, έφτιαχνα το λαογραφικό μουσείο στην Ηγουμενίτσα που δώρισα στη Νομαρχία Θεσπρωτίας, γνωρίστηκα με πολλούς και απόκτησα καινούριους φίλους, που όλοι τους με καλούσαν στο πανηγύρι του χωριού τους ή σε διάφορες εκδηλώσεις, και που να πρωτοπήγαινα.

Και όπου ήταν εφικτό και πήγα, αμάν, αμάν και πάλι αμάν και ξανά αμάν και να μην έχουν τελειωμό τα αμάν. Πιστεύω συμπαθέστατοι και αθώοι καλλιτέχνες, παραδοσιακοί οργανοπαίκτες, το ξέρετε το μάθημα, ούτε οξεία, ούτε βαρεία σας ξεφεύγει.
Ε, του κερατά, αλλιώς τι πουλιά στον αγέρα πιάνετε, να καλυβώνετε τον ψήλο και γαϊδούρα να καβαλάτε στην ανηφόρα; Παρά τις ολιγόλεπτες αναγκαστικές αντοχές ακρόασής μου στις μαγευτικές μελωδίες σας φίλοι μου καλλιτέχνες, έμαθα πια ότι υπάρχει και ψιλή, με δασεία, ότι υπάρχει υπογεγραμμένη και ξαπλωμένη, συγνώμη φιλαράκια μου τραγουδιστές και οργανοπαίχτες περισπωμένη ήθελα να πω.
Σε ένα παραθαλάσσιο ομορφοχώρι της Θεσπρωτίας το φετινό καλοκαίρι 2010 το βράδυ θα γινόταν μια παραδοσιακή Ηπειρώτικη εκδήλωση και το μεσημέρι έτρωγα στο σπίτι ενός παλιού γνωστού που χόρευε στο Φ.Ο.Η., Φιλοπρόοδος Όμιλος Ηγουμενίτσας, τότε που ήταν στις μεγάλες του δόξες, τότε που στην Αθήνα γέμιζαν οι χώροι όπου έκανε εμφάνιση.
Τότε που τρώγαμε, πίναμε όλοι μαζί, Φ.Ο.Η., ΝΕΛΕ,ένα πούλμαν ολόκληρο κάτω από το τεράστιο πεύκο στην αυλή της παράγκας μου στη Βουλιαγμένη και χορεύαμε με τα αδερφοξάδερφα Κολιούση, που όλη η παραγκογειτονιά, δεν είχε χτιστεί ακόμη η Βουλιαγμένη, μαζευόταν και συνδιασκεδάζαμε.
Ένα άλλος της τότε παρέας, της εποχής εκείνης της αλησμόνητης ομάδας του Φ.Ο.Η. που βρίσκεται στον πέρα μαχαλά, σχεδόν στο τέλος του χωριού, σαν έμαθε ότι ήμουν στο σπίτι του κοινού φίλου μας, ήρθε, χαιρετηθήκαμε, φάγαμε, ήπιαμε, είπαμε για τα περασμένα και με πήρε στο σπίτι του έως ότου θα άρχιζε το γλέντι.
Γνώριζα τη γυναίκα του και γνώρισα και τα παιδιά του. Δύο κόρες κι ένα αγόρι, τους γαμπρούς, τη νύφη και οχτώ εγγόνια. Μια τρισευτυχισμένη γνήσια ελληνική παραδοσιακή οικογένεια, που το ένα άτομο γνωρίζει τη θέση του και το ρόλο του, το κάθε ένα έχει σεβασμό στο άλλο, δεν ξέρω πόσες φορές τα έφτυσα να μην τα ματιάσω.
Ο παλιός γνώριμος, μετά από τα καθιερωμένα, με πήγε μια βόλτα στον περίβολο του σπιτιού, παραπάνω από τρία στρέμματα, με καρποφόρα κάθε λογής, με κηπευτικά το ίδιο, κοτόπουλα σε μια γωνιά, δύο γίδες για φρέσκο γάλα και όλο με προχώραγε και σε μια απομακρυσμένη γωνία με σταμάτησε και μου λέει: δεν αντέχω, δεν αντέχω, κάθε χρόνο και χειρότερα, όπως κατάντησαν οι παραδοσιακοί μουσικοί μας. Με το κιάλι ψάχνεις να βρεις κάποιον που σέβεται τον εαυτό του πρώτα και μετά όλα τα άλλα.
Αν δεν είσαι ο ίδιος τίμιος δεν μπορεί να έχεις απαίτηση από τους άλλους να τη σέβονται. Δεν αντέχω ούτε να τους ακούω, όχι και να χορέψω με δαύτους. Πώς είναι δυνατόν, θυμάσαι, μας χειροκροτούσε ολόκληρο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, Καισαριανή, Γαλάτσι, πλαζ Βάρκιζας, τι κόσμος, τι ζητωκραυγές!
Στο Μπελίγκρο της Ισπανίας αν το θυμάμαι καλά το όνομά του, που έσπασαν τα χέρια τους οι Ισπανοί με τα χειροκροτήματα, δεν ματάγινε, δε θα ματαγίνει. 
Στη Γρανάδα πιστεύω ότι θυμάσαι με τι θρησκευτική ευλάβεια παρακολουθούσαν, ούτε στη πατρίδα μας δεν τη συναντήσαμε. Στη Σεβίλλη νιώσαμε μια ιδιαίτερη ικανοποίηση που μέσω του διερμηνέα, ρωτούσαν να μάθουν την ιστορία κάθε τραγουδιού και χορού.

Θα σκάσω αγαπητέ μου και για να ξεφύγω, να γλιτώσω από δαύτους, πάμε σε εκείνη την άκρη να σου δείξω το όπλο που θα μας απαλλάξει όλους απόψε από δαύτους. Τι νομίζετε ότι ήταν; Και χαρτορίχτρα να είναι κάποιος δε θα το βρει, το καλύτερο μέντιουμ και να γίνει δε θα μπορέσει με κανένα υπνωτισμό να το διαβάσει.
Πριν μερικές ημέρες είχε την ατυχία κι ένας ασβός μπήκε νύχτα στο μπαξέ και του κατέστρεψε δυο καρπουζιές, του ξερίζωσε λίγες κόκκινες πιπεριές που είχε και κάτι ντομάτες από εκείνες τις μικρές σα μπίλιες που αρέσανε στα εγγονάκια μου.

Κι έτσι ο φιλαράκος μας την άλλη βραδιά του την έστησε και τον μπαρούτιασε με το δίκαννο. Τον φόρτωσε στο αγροτικό και τον πήγαινε στο λάκκο έξω από το χωριό να τον ξεφορτωθεί, για να μη του βρωμούσε το περιβόλι.

Καθώς το πήγαινε νυχτιάτικα, η γκλάβα του αθεόφοβου το μετάνιωσε και τον γύρισε στο περιβόλι κι έτσι ο παλιοκερατάς τον πήγε σε εκείνη την απομακρυσμένη θέση του περιβολιού, μακριά από το σπίτι. Του έκανε αρκετές τρύπες με το μαχαίρι δεξιά και αριστερά στο σώμα και στην κοιλιά, τον άφησε στο μικρό ξέφωτο και την ημέρα κάτω από τον ήλιο ο ασβός άρχισε να μυρίζει και σαν προχώρησε η αποσύνθεση και βρώμισε, τότε τον έβαλε σε μια σακούλα σκουπιδιών και την έδεσε σφιχτά.
Και για δεύτερη φορά αθεόφοβος, ο αθεόφοβος μου εκμυστηρεύτηκε ότι το βράδυ όταν ο κόσμος θα ’χει καταπιεί τα μισοψημένα σουβλάκια γεμάτα ξίγκια, θα είχε ρουφήξει και τις μπύρες του, τα παλιοζούμια, τότε θα τον πήγαινε και θα τον άφηνε κάτω από την εξέδρα των οργανοπαικτών και θα άνοιγε τη σακούλα.
Βρε αθεόφοβε, παλιοκερατά, τι το πέρασες το ψόφιο και βρωμισμένο ζωάκι για να το πας στους οργανοπαίκτες; Γιατί θέλεις να το υποβαθμίσεις, δεν πρέπει αγαπητέ μου να το εκμηδενίσεις, να του αφαιρέσεις την αξία που του έδωσε η φύση. 

Άφησε τον στην ησυχία του στην αξία του, στο ύψος του, δεν τους αξίζει τέτοια τιμή. Φασκελώστε τους, μουντζώστε τους με τα δέκα για να ελαφρώσετε.

Τι λες μωρέ εν έτει 2010 μόνο με τα δέκα, θα βγάλω παπούτσια και κάλτσες να τους φασκελώσω με τα είκοσι.
Μπράβο στον παλιόφιλο, αυτό είναι φίλοι μου συμπατριώτες γνωστοί και άγνωστοι συνέλληνες μουντζώστε τους με τα δέκα και με τα είκοσι για να μη μας φασκελώνουν αύριο και εμάς τα παιδιά μας με τα πέντε, με τα δέκα και με τα είκοσι, γιατί και οι κονσέρβες σήμερα και αυτές, είναι ακατάλληλες που τα ταΐζουμε.
Είναι αλλοιωμένες και επιφέρουν τις δηλητηριάσεις, προκαλούν εμετό σε όσους δε μπορούν να ανέχονται να τις δεχτούν και μεμονωμένα εναντιώνονται. Ενώ παλιότερα καταφεύγαμε στις κονσέρβες και επαναπαυόμαστε, φθάσαμε στο σήμερα που και οι κονσέρβες ακόμη παράγονται με ακατάλληλα υλικά.
Είχα γράψει παλιότερα σε άρθρο που είχε δημοσιευτεί στην Πανηπειρωτική με τίτλο «Σταυροδρόμι και Παράδοση» μεταξύ άλλων ότι καταφεύγαμε σε κονσέρβα παραδοσιακής μουσικής και τραγουδιών γιατί ήταν από γνήσια, καθάρια υλικά. Σήμερα οι κονσέρβες είναι ακατάλληλες και για ενηλίκους και όχι μόνο για ανηλίκους, όπως ήταν παλιά τα κινηματογραφικά έργα.
Σήμερα όλα πια τα ΜΜΕ έγιναν αποδέκτες αυτού του ακατάλληλου προϊόντος και το προβάλλουν ως το πιο κατάλληλο.
Όπως με εμπιστεύτηκε και μου εκμυστηρεύτηκε καλλιτέχνης, αναγκαστικά τους ακολουθεί διότι τα παιδάκια του χρειάζονται παπορέ να κουναριθούν, παπορέ αποκαλεί το γάλα, γιατί η γενιά του έχει μεγαλώσει με εβαπορέ.
Όλοι οι πρωτοκλασάτοι παραδοσιακοί συνάδελφοί του, που θεωρούνται θεματοφύλακες πολυδιαφημίζονται για το έργο τους και ακριβοπληρώνουμε, το κατόρθωσαν με τη συνδιαλλαγή κάτω από το τραπέζι, ας μην πούμε μαύρο χρήμα και να πούμε κρυφοί χορηγοί για να πέσουν στα μαλακά κι έτσι τα ΜΜΕ όλο με τέτοιες κονσέρβες μας βομβαρδίζουν. Όταν όμως τους βάλουν στο γυαλί τους προστατεύουν, τους αναπαλαιώνουν προσωρινά όμως για εκείνη τη φάση.
Κι έτσι καμουφλαρισμένοι και απαλλαγμένοι από τα κλαπατσίμπανα, πουλάν και αγοράζουν. Πουλάν το λύκο για αρνί και αγοράζουν το πουλάρι - άλογο μικρό - για γομάρι. Πουλάνε επιχρυσωμένο τον ντενεκέ για χρυσό 24 καρατίων, για πλατίνα, και οι Έλληνες δεν το νοούν.
Κι έτσι το ίδιο τροπάρι συνεχίζεται από τα ΜΜΕ διότι δεν τολμούν να αρνηθούν τις αλλοιωμένες κονσέρβες τους που από το πρωί έως το άλλο πρωί ορισμένα ερτζιανά μας τις σερβίρουν. Δε μπορούν να κάνουν διαφορετικά διότι το αφορολόγητο μαύρο χρήμα θα στερέψει, οι κρυφοί χορηγοί θα λακίσουν, έτσι μου είπε. Επομένως όλοι και όλα στο βωμό του εύκολου πλουτισμού.
Κουράστηκα πια, βαρέθηκα να ακούω παράπονα από ιθύνοντες διάφορων πολιτιστικών συλλόγων και όχι μόνο, από όλη την Ελλάδα, κάνε κάτι, γράψε κάτι δεν τους αντέχομε.
Έγραψα και μια και δυό και παραπάνω, και αν ξαναγράψω, τι θα γίνει; Ότι και τις προηγούμενες που έγραψα, να με κοιτάζουν με τα ασπράδια των ματιών τους για να μη με βασκάνουν.
Αυτό μόνο είναι το σίγουρο ότι θα καταφέρω, το λέω και το πιστεύω, πιστεύω ακόμη ότι δε φταίνε οι φτασμένοι παραδοσιακοί μας μουσικοί μόνο που σκυλεύουν την παραδοσιακή, εθνική μας μουσική και τα τραγούδια, γιατί έχουν το ακαταλόγιστο της μέθης από άγνοια.
Βρέθηκαν σε μια ράχη, σε κάποιο βουνό στην κορφή του, χωρίς να το γνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν δρόμους, όρους δικαιώματα, υποχρεώσεις, καθήκοντα.
Δεν ανέβηκαν, βρέθηκαν και αυτομαστιγώνονται στον ανεμοστρόβιλο του παραλόγου από το ατόπημα και δεν το νιώθουν. Συγχωρεμένοι να είναι και από παπά εξομολόγο για να λάβουν αντίδωρο από παράδοση, αλλά πρέπει να ζητήσουν συγχώρεση και από μας για να μεταλάβουν τα άχραντα μυστήρια της παράδοσης.
Οι νέοι καλλιτέχνες τι κάνουν, πώς πορεύονται που κάθισαν σε ένα θρανίο, που μπήκαν σε σχολείο, έμαθαν από κάποιο δάσκαλο και πέντε νότες και γνωρίζουν την αξία, ξεχωρίζουν το αυθεντικό; Τι έγιναν οι ανησυχίες τους, γιατί ησύχασαν και πηγαίνουν πίσω από τους μεθυσμένους, τους παραστρατημένους και βλέπουν τα πισινά τους;
Γιατί μένουν προσηλωμένοι να θαυμάζουν μόνο τα βρακωμένα πισινά τους και δεν τολμούν να ρίξουν και αλλού τα μάτια τους; Γιατί κλείνουν τα βλέφαρά τους και ζούνε στο σκοτάδι, το μαύρο σκοτάδι που δημιουργούν το έχουν μπροστά τους, το σκοτάδι πο ‘χουν μπροστά τους, τα καλυμμένα οπίσθια και που το θεωρούν φως, λάμψη;
Οι πισινοί δε βγάζουν λάμψη νέοι μου, δεν παράγουν κολόνιες και αρώματα.
Για αυτό νέοι μου παραδοσιακοί οργανοπαίκτες τρίψτε τα μάτια σας να βγάλουν δάκρυα, πολλά δάκρυα να καθαρίσουν. Κλάψτε, κλάψτε ασταμάτητα και με το μπόλικο πικρό μαύρο δάκρυ να ξεπλύνετε το διαπραχθέν, ειδεχθή έγκλημα των προπορευόμενων που θαυμάζετε τα πισινά τους.
Λοξοδρομήστε, βγείτε από την πλάνη, απομακρυνθείτε από το ψέμα, διώξτε τη φοβία, τελειώστε τη νάρκη και βαδίστε το δρόμο σας.
Εσείς κρατάτε την τύχη της παραδοσιακής εθνικής μας μουσικής με τα τραγούδια στα χέρια σας, είστε το παρόν και το μέλλον.
Κάντε επιτέλους μια μεταβολή, έναν ξαφνικό γύρω από τον εαυτό σας, να ταρακουνηθεί το μυαλό σας και κοιτάξτε στους τέσσερις ορίζοντες. 

Αν αδυνατείτε να σταθεροποιηθείτε στα πόδια σας από τον ίλιγγο της περιστροφής για να αγναντεύεται το παρελθόν και με το περίφημο υλικό του να κτίσετε και εσείς τις αθάνατες τοξωτές γέφυρες του, να περνάμε ξυπόλητοι να ενωθούν οι πατούσες μας με τη μάνα γη, να νιώσουμε τον παλμό της να μας ζεστάνει και ήσυχα να ξαπλώσουμε στο μέλλον, τότε καθίστε σε ένα κάθισμα σε μια απλή καρέκλα, ψαχουλέψτε τα πλήκτρα του υπολογιστή σας κι εκεί θα βρείτε, θα δείτε, θα διαβάσετε και θα ακούσετε εκείνα που άκουγαν οι παππούδες, ότι τραγούδαγε η γιαγιά σας. Τα μάτια εκείνων που και σήμερα κοιτάζουν με θαυμασμό την παράδοσή μας και με σεβασμό την υπηρετούν.

Με τα δικά σας μάτια θα διαβάσετε στα μάτια τους εκείνα που ονειρευτήκατε που οραματιστήκατε και που τα πιστέψατε και ακολουθήστε την πορεία τους τώρα που είναι νωρίς. Θα διαβάσετε τον εαυτό σας τον ξεχασμένο και δε θα ντραπείτε για την επιστροφή στο θρόνο σας, ο οποίος σας εκφράζει.
Νέοι μου, θέλω να το ξέρετε, ελαφρώς σας δικαιολογώ. 

Κάθε νέος, σα νέος είναι παρορμητικός και ξεστρατίζει, τρέχετε, ορμάτε, στοχεύετε δίχως σκέψη και χωρίς να γνωρίζετε το χειρισμό του τόξου. 

Δε σας έμαθαν πόσο να το τραβήξετε πίσω για να πάει μπροστά, ίσια, μακριά στο μέλλον κι έτσι μόνοι σας προσπαθείτε να βρείτε τον παλμό για αυτό και λαθεύετε. 

Νέοι μου, σα νέος που ήμουν τα ίδια και χειρότερα έπραξα αλλά ταρακουνήθηκα. Που να καθίσω να αναφερθώ σε εκείνα, το μόνο ότι αναγνώρισα το καθήκον που έχω σαν Έλληνας στο κάθε σήμερα.
Και σήμερα όλοι ψάχνουμε το γνήσιο το αυθεντικό το οποίο έχουμε ανάγκη.
Διότι ο υπερατλαντικός κίνδυνος σήμερα είναι ορατός και αδυσώπητος. 

Η παγκοσμιοποίηση νέοι μου καλλιτέχνες παραδοσιακοί, δεν αστειεύεται, είναι οδοστρωτήρας, οι δρόμοι είναι στην τελευταία φάση και χρειάζονται μόνο το ισοπέδωμα για να τα κάνει άσφαλτο!

Όλα μαύρα, κατάμαυρα, κατράμι, πίσσα για να μη φυτρώνει τίποτα κανένα λουλούδι κανένα άνθος.
Και εσάς νέοι μου, παραδοσιακοί οργανοπαίχτες, σας θέλει πιόνια, πλαστικά λουλούδια μέσα σε πλαστικές γλάστρες. Κακέκτυπα σκιάχτρα από το παρελθόν μας. Για αυτό και τους προκατόχους σας τους κατάντησαν ρεζίλι του εαυτού τους, ταΐζοντάς τους με τον ένα και τον άλλο τρόπο πλουσιοπάροχα και τα ισοπεδώνουν όλα.
Όσο μεγάλο όνομα και αν έχουν τόσο και μεγαλύτερη και η ζημιά που κάνουν σήμερα στην παραδοσιακή μας μουσική και στα τραγούδια, όπου εσείς καλείστε να βγάλετε τα κάστανα από τη φωτιά, γιατί εσείς έχετε την τσιμπίδα, εσείς τους μασιάδες και μόνο εσείς μπορείτε.
Σε εσάς νέοι μου, παραδοσιακοί οργανοπαίχτες αληθινοί καλλιτέχνες, πιστεύω και ελπίζω γιατί έχετε την πρέπουσα γνώση, μπορείτε να αποκτείσετε και τη θέληση για αυτό που επιλέξατε και ταχτήκατε.

Πρέπει να απαλλαγείτε από τα βαρίδια, για να μη ντρέπεστε μεθαύριο να κοιτάτε ο ένας στα μάτια τον άλλο. Να σας κοιτάνε τα παιδιά σας κατάματα και να μην είστε υποχρεωμένοι να τους γυρίζετε και εσείς τον πισινό, αλλά να τους χαμογελάτε με περηφάνια με ικανοποίηση ότι είστε εσείς και όχι κάποιοι άλλοι, που σας έφτιαξαν κάποιοι άλλοι.

Ακολουθήστε τα λίγα μόνιμα αυθεντικά παραδοσιακά σχήματα που μένουν μακριά από τη δημοσιότητα, που αθόρυβα χτίζουν ολομόναχα τις τοξωτές γέφυρες.
Ταπεινά με γνώση, με σεβασμό, με μεγάλη ευθύνη και ανοιχτά μυαλά και μάτια, με αληθινό χαμόγελο. Βλέπουν με την καρδιά της παράδοσης και μιλάνε με την ψυχή της κι έτσι φέρνουν την άνοιξη στην παραδοσιακή μας μουσική και στα τραγούδια και χαιρόμαστε τα άνθη και τα λουλούδια, μας πηγαίνουν στο καλοκαίρι και απολαμβάνουμε τους νόστιμους και γλυκούς καρπούς της.
Για αυτό φίλοι μου και φίλες, νέοι αληθινοί καλλιτέχνες συμβουλευτείτε τα, ακολουθείστε τα, πάρτε τους γνήσιους καρπούς τους και σπείρτε τους με τα δικά σας χέρια και θα παραβγείτε κι έτσι σημερινοί συμπατριώτες, συμπολίτες, συνέλληνες, θα θαυμάζουν την αληθινή ομορφιά από τα δάχτυλά σας, από τα δικά σας χείλη, από τα μάτια σας και θα σας μιλάει η καρδιά τους, θα σας κρένει η ψυχή τους, θα κερδίσετε το καμάρι των παιδιών σας.
Διότι αν ξεγελαστείτε και έστω από περιέργεια πάρετε στα χέρια σας αυτά τα κλαπατσίμπανα και για αστεία ακόμη παίξετε, τότε αντίο και ζωή στα κατσικομούλαρα.
Είναι σα να βράζουμε μια καρδάρα γνήσιο φρέσκο γάλα και μας κολλήσει λίγο θα πάει χαμένο όλο το γάλα, θα μυρίζει τσίκνα και θα ‘ναι ακατάλληλο για κατάποση, παρά μόνο στα άτομα που έχουν απολέσει όσφρηση και γεύση.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα κλαπατσίμπανα, που από τους ήχους τους, χάνεις τα λουλούδια, τα άνθη, δεν έρχεται η άνοιξη, ούτε το καλοκαίρι με τους νόστιμους και γλυκούς καρπούς της ευαισθησίας και θα γεύεσαι τους δαιμονισμένους ήχους που παράγουν οι κανίβαλοι με τα απαίσια κλαπατσίμπανα.





Μητς Μήτσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου