Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

"Ο Αγάς απ' το Φιλιάτι..." -Της Τασίας Βενέτη


Είχαν περάσει γενιές απ'τον καιρό της Πανούκλας. Όσοι εναπομείναντες είχαν εγκαταλείψει τον μολυσμένο τόπο και είχαν κατέβει στο παρακάτω του βουνού, αναπιάνοντας το χωριό εκ νέου -Σαν γκρεμισμένη αετοφωλιά. Τα κακοχώραφα έμειναν στη μέση της απόστασης, εκεί που ήταν πάντα. Οι παλιές λαχάνιαζαν να φτάσουν απ'το χωράφι στο σπίτι κι οι "τωρινές" λαχάνιαζαν να φτάσουν από το σπίτι στο χωράφι -Αιώνιο λαχάνιασμα - κι ο τόπος, σκλαβωμένος.

Και πάλι ψηλά ήταν το χωριό αλλά όχι τόσο ξώμακρα όσο πριν, από τον Τουρκικό ζυγό. Μιά δυό φορές τον χρόνο, έδιναν την παρουσία τους οι Αγαδο-μπέηδες και μάζευαν τα χαράτσια. Τον Χινόπωρο και την Άνοιξη.
Προχωρημένη άνοιξη και τώρα, και είχαν βγει οι γυναίκες απ'την νύχτα απάνω στο βουνό να τσαπίσουν τα λειψά ισιώματα -όσα τους είχε ταμένα η άγλυκια ζωή.
Απ'τη νύχτα είχαν κινήσει κι οι Τούρκοι απ' το Φιλιάτι για την καθιερωμένη επίσκεψη, στα πανωχώρια της Μουργκάνας.
Δεν είχε βγει ο ήλιος μια οργιά που της ήρθε χαμπέρι με το παιδί μιας γειτόνισσας που έφτασε μπροστά της ιδρωμένο, σαν άλογο σε μάχη - "Ο Αφέντης είπε να πας γλήγορα σπίτι να φτιάσεις φαΐ γιατί έρχεται ο Αγάς απ' το Φιλιάτι!".
Κέρωσε. -Ώ τον κακόνε τον άνθρωπο, την ψυχή του Διάολου, που δεν της τόειπε από δυό μέρες μπροστύτερα να κάμει κουμάντο παρά το άφησε για τελευταία στιγμή, για να την τρέχει, με την ψυχή στο στόμα! Και δεν την βάραινε τόσο η Τουρκιά όσο το βαρύ του χέρι, που έπεφτε καταπελτικό πάνω της κι έτρεμαν τα σπλάχνα της μισολάγγελα, και δεν έβρισκε μέσα της τίποτα να γραπωθεί, ένα παιδί!.. Κι απ'όταν τον είχε ορίσει κι ο Αγάς για μουχτάρη, είχε γίνει ντιπ χειρότερος. Λες κι είχε τουρκέψει πιότερο κι από Τούρκος! Ο φόβος κι ο τρόμος των χωριών απ'όπου πέρναγε για να συλλέξει τον Φόρο. Όπου βρίσκονταν έτρωγε κι έπινε μπέχο, τιμώντας την εξουσία του στο έπακρο.
Τώρα;.. Τί να τους τάιζε, τί!.. Δυο αυγά είχε όλα κι όλα, φυλαγμένα γιαυτόνε, άμα τον έπιανε καμμιά λόξα και χάλευε φαΐ, δίχως να πεινάει! -Κλάψτε με αδερφούλες μου, είπε στις χωριανές, που την κοίταγαν κι αυτές μαρμαρωμένες. Έκαμε τρία βήματα να φύγει, ξαναγύρισε- Ερείπιο ορθό και παραπονεμένο "Τί να τους ταΐσω ώρ' Παναγίτσα μου κι άι-Νικόλα μου!..", και δίνει μια με το τσαπί στο χώμα, σαν να 'θελε να καταφέρει "μια" στην ίδια την απελπισιά της, κι αυτό το βλογημένο στάθηκε με το σκόπι ορθό, που σαν το τράβηξε απ'τα χώματα, "Ούι"! Άρχισαν να τσουλάνε στα πόδια της αυγουλάκια από χελώνες, θησαυρός!
Όλες μαζί χώθηκαν με τα τσαπιά, και σκάψε εδώ κι εκεί, και όπου έβλεπαν χώμα αφρατεμένο, και τα αυγά, "χαλικαριές"! Γέμισε το σακούλι, την ποδιά, έβαλε και στο μαντήλι, κι έφυγε σιακάτω για το χωριό, άνεμος! Άνεμος -άναψε φωτιά στη γωνιά, την έκαψε, έριξε μια κουλούρα να ψηθεί, έμασε χόρτα.. "Άνεμος"! Σαν τα ετοίμασε όλα, παράχωσε και τα τσόφλια στη θράκα .."Στάχτη να γίνετε"..
Μόλις ακούστηκαν τα πατήματα των αλόγων στο μονοπάτι, βγήκε στο κατώφλι να τους υποδεχτεί. Μπροστά ο άντρας της καβάλα με τη μαύρη τη μπερούτσα -ίδιος ο Αρχισάιτανος- και πίσω ο Αγάς, και ένας της φρουράς του . Ξεπέζεψαν και μπήκαν σπίτι. Βρήκαν τον σουφρά γεμάτον -ζεστή κουλούρα και κρασί και χόρτα άγρια βρασμένα, και στο μεγάλο το σινί, πατωσιές οι ομελέτες- φρέσκα αυγουλάκια ολόφρεσκα και λαχταριστά, ανακατωμένα με τυρί και κόκκινο πιπέρι! -Φάτε αφεντάδες! -έκανε μια βαθιά μετάνοια - ..Φάτε .. που να σας φάνε τα όρνια και οι γκρεμοί, να σας φάνε!...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου