Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Το γεφύρι του χαμού.



 Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου.

Τον Κώστα Ανυφαντή τον Aρτινό νέο συγγραφέα τον γνωρίσαμε πέρυσι με τις «Σκιές της αντίπερα όχθης» που ήταν για μας μια μεγάλη έκπληξη και για τον ίδιο μια μεγάλη επιτυχία πάντοτε κάτι τον απασχολεί και τον κυνηγά.. Φέτος θα κυκλοφορήσει και το το δεύτερο βιβλίο του ως συνέχεια του πρώτου με ιστορίες τρόμου και μυστηρίου και όχι μόνο.Σ΄αυτό το νέο βιβλίο του υπάρχουν και τρεις ιστορίες για την Άρτα. Η πρώτη είναι αυτή ακολουθεί να χειρίζεται περίτεχνα την ιστορία του πρωτομάστορα και της γυναίκας του, « Το γεφύρι του χαμού». Όμως και «Η απρόσκλητη» όπως και το « Η δεύτερη σφαγή του Κομμένου» αποτελούν μικρά αριστουργήματα.Εμείς πάντοτε θα τον περιμένουμε με νέες ιστορίες τρόμου και σκότους γιατί αυτή είναι και η αντίπερα όχθη μας.... Καλή επιτυχία. 
«Ήταν πραγματικά ξεχωριστή η σημερινή μέρα για την Μαρουσώ. Γυναίκα παινεμένη, από αρχοντική γενιά με ένα πανέμορφο πρόσωπο και δύο γαλάζια μάτια που έδεναν με τα ξανθιά της μαλλιά είχε αφιερώσει όλη την ζωή της στον άντρα της μιας και πρόσφατα παντρεμένη. Όλες τις ώρες τις περνούσε μέσα στο σπίτι κάνοντας το νοικοκυριό της και προσμένοντας τον κύρη της να γυρίσει απ 'την δουλειά. Η ζωή της περνούσε μέσα σε τέσσερις τοίχους και σε αμέτρητα ταξίδια μιας και η δουλειά του αντρός της δεν ήταν στεριωμένη σε ένα μέρος. Πριν δύο χρόνια στα Γρεβενά μετά από λίγο καιρό στα Ζαγόρια και τώρα στην Άρτα. Ο άντρας της ήταν ένας φημισμένος τεχνίτης γεφυριών και πάντα λόγω της τέχνης του και του ταλέντου ήταν άφταστος. Μέχρι και ο έρμος ο γάμος τους είχε γίνει σε ένα κακοτράχαλο χωριό λόγω της ασχολίας του συζύγου. Όλα αυτά όμως η Μαρουσώ τα προσπερνούσε γιατί αληθινά τον αγαπούσε τον κύρη της και ακόμη ήταν ερωτευμένη μαζί του . Μια μόνο φορά του είχε παραπονεθεί για την κατάσταση αυτή που ζούσε.
- Γιατί αφέντη μου αλλάζουμε τόπους και χωριά λες και είμαστε ληστές,σαν να μας κυνηγά κάποιος;
- Ληστές δεν είμαστε γυναίκα της απάντησε ο άντρας της. Μας κυνηγά όμως η πρόοδος και όλα πρέπει να τα προλάβω και να τα τελεύω για να γίνει η ζωή των ανθρώπων πιο εύκολη.
Σήμερα όμως η μέρα που είχε ξημερώσει ήταν όμορφη και γιορτινή για την όμορφη Μαρουσώ γιατί η ίδια της ψυχή και τα συναισθήματα της γιόρταζαν .Από το πρωί ο άντρας της ο ικανός γεφυρομάστορας της είχε παραγγείλει να έρθει να τον συναντήσει στο νέο ποτάμι που καιρό τώρα προσπαθούσε να δαμάσει. Της έλειψε πολύ έγραφε μέσα στο χαρτί που της παρέδωσε στα χέρια της ένας από τους βοηθούς του πριν γυρίσει πάλι γοργά στην σκληρή δουλειά.



Η Μαρουσώ κρατούσε σφιχτά το γράμμα του άντρα της και δεν έλεγε να το αποχωριστεί μα το σφιγγε γερά πάνω στην καρδιά της λες και ήταν κάποιο πολύτιμο κόσμημα. Έπειτα ξεσήκωσε όλα τα μπαούλα με τα ρούχα που είχε και διάλεξε την πιο τρανή φορεσιά , αυτή που φορούσε την πασχαλιά . Την φόρεσε και έβαλε και στον λαιμό της μια σειρά από φλουριά λες και ήταν ξανά νύφη. Είχε φτιάξει και φαγητό για τον αγαπημένο της σύζυγο που εδώ και μέρες μοχθούσε να υποτάξει με γέφυρα το εξαγριωμένο ποτάμι. Πόσο χαρούμενη ένοιωθε. Έστω και λίγο θα έβγαινε από το σπίτι και κυρίως θα απολάμβανε την αγάπη και την αγκαλιά του κύρη της.
Η πόρτα του αρχοντικού άνοιξε και η Μαρουσώ αληθινή νυφούλα με το φαγητό παραμάσχαλα άρχισε να κατεβαίνει την στράτα με κατεύθυνση προς το ποτάμι της πόλης εκεί που ο άντρας της εργάζονταν μαζί με τους μαστόρους για να στήσουν το τρανό γεφύρι.

Μετά από πορεία λίγων λεπτών στάθηκε στην άκρη του ποταμού. Τι παράξενο όμως. Η δουλειά είχε σταματήσει. Μόνο η μισή καμάρα ήταν χτισμένη. Η υπόλοιπη ένας άμορφος λοφίσκος από πέτρες και χώμα. Άφησε το φαγητό σε μια πέτρα και κατευθύνθηκε προς το σημείο που ήταν ο άντρας της . Δεν την ένοιωσε ο πρωτομάστορας γιατί ήταν βυθισμένος στους λογισμούς του. Μόνο σαν πλησίασε πολύ κοντά του γύρισε λες και ένοιωσε την αύρα της και την αγκάλιασε.
- Δε σε περίμενα γυναίκα μου να έρθεις εδώ.
- Τόσες μέρες κύρη μου , μου έλειψες. Μετά την παραγγελιά σου να σε επισκεφτώ γοργά ετοιμάστηκα και ήρθα να σ ανταμώσω. Μα γιατί δεν δουλεύουν οι μάστορες σου μόνο κάθονται και κοιτούν θλιμμένοι την μισοχτισμένη την καμάρα;.
- Το δαχτυλίδι του γάμου μας είν 'η αιτία γλυκιά μου Μαρουσώ. Το έβγαλα για λίγο και έπεσε από το χέρι μου στην βάση της καμάρας .Κανείς όμως δε κατεβαίνει,όλοι φοβούνται να να το μαζέψουν. Όσο και να τους φώναξα, όσα και να τους έταξα κάνεις μήτε εργάτης μήτε βοηθός κατέβηκε για να το πάρει.
Τα μάτια της Μαρουσώ έλαμψαν για μια στιγμή. Ήταν για αυτή μεγάλη γρουσουζιά να χαθεί το δαχτυλίδι του γάμου.
- Θα κατέβω εγώ κύρη μου απάντησε με δυνατή φωνή. Δεν θέλω να πικραίνεσαι και να στεναχωριέσαι . Γυναίκα σου είμαι και σ' αγαπώ και δε μπορώ να σε βλέπω να θλίβεσαι εσύ γιατί συνάμα μαυρίζει και η δική μου καρδιά.
Άρχισε με προσεκτικές κινήσεις να κατεβαίνει προς την βάση της καμάρας. Δίπλα της το ποτάμι κυλούσε ορμητικό λες και ήθελε να την πάρει μαζί του. Φοβόταν η καψερή μα τι να κάνει; Η αγάπη της για τον σύζυγό της ήταν πιο μεγάλη. Είχε φτάσει πια στην βάση της μεγάλης καμάρας και άρχισε να ψηλαφίζει και να ψάχνει μέσα στις πέτρες και στα χώματα. Τα λεπτεπίλεπτα χέρια της χώθηκαν μέσα στις λάσπες και η όμορφη φορεσιά της βρομίστηκε μα η δόλια συνέχισε με απελπισία να ψάχνει. Για μια στιγμή στάθηκε και γυρνώντας το κεφάλι της ψηλά προς τον άντρα της φώναξε.
- Δε το βρίσκω κύρη μου . Σίγουρα σου έπεσε εδώ;
Καμία απάντηση δε δόθηκε όμως. Η Μαρουσώ λες και διαισθάνθηκε πως κάτι κακό θα γίνει προσπάθησε να σηκωθεί και να σκαρφαλώσει για να ανέβει πάνω πάλι όταν μια δυνατή κραυγή ακούστηκε.
<<Τώρα ρίχτε>>.
Μεμιάς άρχισαν να πέφτουν πέτρες πάνω της και άφθονο χώμα . Προσπάθησε να φωνάξει μα άδικος κόπος η πολύ σκόνη της έφραζε την ανάσα. Οι πέτρες που πετούσαν τα μαστόρια την είχαν καταπληγώσει στα χέρια. Μια μεγάλη την χτύπησε στο μέτωπο και αίμα πηχτό κύλησε και έβαψε κατακόκκινα τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Οι κινήσεις της γίνονταν πια πιο αργές ,τα βογγητά της και τα κλάματα της άρχισαν να κοπάζουν . Λίγο πριν την θάψουν οι τόνοι από πέτρες και χώμα διέκρινε το δαχτυλίδι στο χέρι του αντρός της. Κατάλαβε τότε την πικρή αλήθεια. Αυτή ήταν η θυσία στο ορμητικό ποτάμι για να θεμελιωθεί επιβλητικό γεφύρι. Έριξε μια τελευταία ματιά στον άντρα της και ξεψύχησε ξεστομίζοντας μόνο μια φράση.
- Την κατάρα μου να έχεις άσπλαχνε άντρα που σκότωσες την γυναίκα σου για να προκόψει η δουλειά σου. Την κατάρα μου να έχεις που έβαλες την τέχνη μου μπροστά από την αγάπη μας.
Έπειτα σύρθηκε όσο μπορούσε μέχρι την βάση της καμάρας ίσως για να προφυλαχθεί από την "βροχή"των χωμάτων και των πετρών που πεφτανε πάνω της μέχρι που απέμεινε ακίνητη...για πάντα. Σε λίγο το άψυχο κορμί της άτυχης γυναίκας είχε χαθεί αφού πια είχε καλυφθεί από πέτρες και χώμα.
Το έργο όμως είχε πια επιτευχθεί. Η ανίερη και σκληρή προσφορά στο ποτάμι είχε γίνει. Το Γεφύρι είχε αρχίσει να ορθώνεται και να θεριεύει. Οι άντρες που κόπιαζαν για αυτό τόσο καιρό πανηγύριζαν, αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο. Το κρασί άρχισε να ρέει άφθονο από τα βαρέλια και ένα αυτοσχέδιο γλέντι είχε στηθεί. Ο μόνος που δε συμμετέχει στην χαρά αυτή είναι ο ίδιος ο κατασκευαστής του έργου. Κάθεται και κοίτα την θεμελιωμένη πια καμάρα ενώ στα αυτιά του έρχονται συνέχεια οι λέξεις;

" Με σκότωσες, την κατάρα μου να χεις,με σκότωσες".


Τώρα πια νοιώθει πόσο πρόδωσε την αγάπη που του δώσε η άμοιρη η Μαρουσώ. Είναι όμως αργά πια. Ξεσπά σε λυγμούς και κρύβει το πρόσωπο του μέσα στα χέρια του . Τώρα τίποτα δεν αλλάζει σκέφτεται. Ο χρόνος προχωρά,δε γυρνά πίσω. Αφήνει πίσω του το πέτρινο γεφύρι και γυρνά στο σπίτι του. Πόσο άδειο του φαίνεται. Άλλες φορές έμπαινε μέσα από την δουλειά αποκαμωμένος και τα γέλια της και η αγάπη της τον έκανε να ξεχνά τις έγνοιες του. Κάθεται πια μονάχος στο τραπέζι του και πιάνει ένα ποτήρι να βάλει κρασί να πιει. Το θολωμένο του μυαλό δεν βρίσκει πια γιατριά παρά μόνο στο ποτό. Τι και αν ωφέλησε τον τόπο με το χτίσιμο του θεόρατου γεφυριού; Αφαίρεσε ανθρώπινη ζωή και ο ίδιος έβαψε τα χέρια του με αγνό και αθώο αίμα. 
Το ποτήρι έχει γεμίσει πια με κρασί και ξεχειλίζει. Παρατάει την καράφα με το κρασί δίπλα του ενώ ταυτόχρονα πιάνει την κούπα να πιει για να ξεχαστεί. Την στιγμή όμως που την πλησιάζει στα χείλη του λες και είδε στην γεμάτη επιφάνεια του ποτηριού το πρόσωπο της νεκρής γυναίκας του να τον κοιτά. Δεν είχε την ομορφιά που αντίκριζε κάθε μέρα παρά μόνο κατάμαυρος κύκλους κάτω από τα άψυχα της μάτια με το απαίσιο κέρινο νεκρικό χρώμα και λιγδιασμένα και σκονισμένα μαλλιά. Ούρλιαξε από φρίκη ο άντρας. Έπιασε το ποτήρι και το έκανε αναρίθμητα κομμάτια πετώντας το σε ένα τοίχο του χαροκαμένου σπιτιού. Έπειτα κυνηγημένος από τις Ερινύες και τις τύψεις ξεχύθηκε στους μαχαλάδες και τα στενά της πόλης.
Την άλλη μέρα πραγματικό φάντασμα του εαυτού του κινήθηκε προς το σπίτι του που τόσο ξαφνικά εγκατέλειψε την προηγούμενη νύχτα. Πήρε τον σάκο με τα χρήματα των εργατών και παράγγειλε στον αρχιτεχνίτη του να το μοιράσει σε αυτούς.
- Και οι εργάτες να πληρωθούν αποκρίθηκε αυτός πάλι θα μείνουν αρκετά χρήματα για σένα. Ολόκληρο άθλο έκανες εδώ . Το άγριο το ποτάμι που τόσα χρόνια διαφέντευε τις δύο όχθες το υπέταξες. Πολλά λεφτά θα πάρεις ακόμη από τον άρχοντα του τόπου και πλούσιος θα γίνεις. Όλα αυτά τα πλούτη ορφανά θα μείνουν;
- Δώστε τα στους φτωχούς να ζήσουν καλά. Να έχουν ψωμί να φάνε τα παιδιά τους και να μην ζητιανεύουν . Τα υπόλοιπα φτιάχτε σχολεία. Να φύγει η αμορφωσιά από τα κεφάλια των ανθρώπων,να αποκτήσουν παιδεία και να ξυπνήσουν.
Νόμιζε έτσι πως θα γλίτωνε από τις τύψεις που του ξέσκιζαν την ψυχή του για το αγνό αίμα που χύθηκε. Άδικος κόπος όμως. Τις επόμενες μέρες ο άδικος χαμός της γυναίκας του έγινε πιο βαρύς, αβάσταχτος σχεδόν. Στους τοίχους του σπιτιού έβλεπε σκιές να πλανιούνται, σαν να σέρνονταν και όταν ο ίδιος τις πλησίαζε αυτές χάνονταν. Άλλες φορές όταν πια κατάφερνε να κοιμηθεί από τις μαύρες αναμνήσεις άκουγε βογγητά στην κάμαρα του και γυναικεία κλάματα. Τότε αλαφιασμένος και καταϊδρωμένος πετάγονταν απ 'το κρεβάτι του και σαν άναβε το κερί να δει και να αφουγκραστεί δεν έβρισκε κάτι πάρα μόνο λίγα χώματα δίπλα στο κρεβάτι του.


Πνιγμένος από τις τύψεις του πια αποφάσισε να αφήσει το καταραμένο μέρος και να φύγει μακριά. Εκεί θα αφοσιώνονταν στην τέχνη του ,θα βοηθούσε τους ανθρώπους να προκόψουν και ίσως ο θεός τον συγχωρούσε. Σέλωσε το πανέμορφο του λευκό άτι και αφού ανέβηκε άρχισε να καλπάζει για να αφήσει πίσω του γοργά το μαύρο τούτο μέρος. Άφηνε πίσω του τις τρανές εκκλησίες τα επιβλητικά κάστρα και όδευε προς τον απέραντο καταπράσινο κάμπο της πόλης. Μοναδικό του ... εμπόδιο το καταραμένο γεφύρι που ο ίδιος στέριωσε. Ένα έργο που γίνηκε για να ενώσει τους ανθρώπους τον ίδιο τον απομάκρυνε και τον τρομοκρατούσε.
Το άλογο του είχε φτάσει πια στην αρχή του γεφυριού μα σαν να οσφρίστηκε την αδικία και το κακό που γίνε σταμάτησε, μαρμάρωσε. Ούτε οι ικεσίες του αναβάτη του άλλαξαν την γνώμη και σαν ο τελευταίος έβγαλε σαν απέλπιδα λύση το καμουτσίκι για να τον αναγκάσει το περήφανο ζωντανό να προχωρήσει αυτό τον πέταξε κάτω στο έδαφος. Σήκωσε τα πίσω του πόδια ψηλά και χρεμετίζοντας εξαγριωμένο προσπαθούσε να χτυπήσει το αφεντικό του. Ανίκανος πια να επιβληθεί ο τεχνίτης με τρόμο σύρθηκε μέσα στην στράτα του γεφυριού. Δε μπορούσε να γυρίσει πίσω αφού οι οπλές του αλόγου του σίγουρα θα τον σκότωναν. Δειλά δειλά σηκώθηκε και άρχισε να διασχίζει το γεφύρι που ο ίδιος στέριωσε. Δεν στάθηκε να θαυμάσει το θέαμα από ψηλά,δε θαύμασε το δαμασμένο νερό που κυλούσε πια κάτω από την τρανή καμάρα. Με αργά βήματα, κοιτώντας μόνο μπροστά λαχτάραγε να φτάσει στην άλλη πλευρά , στην λύτρωση του.


Τώρα πια λίγα μόλις μέτρα απέμεναν πια από την αντίπερα όχθη του. Για μιας στιγμής κοντοστάθηκε λες και άκουσε κλάματα γυναικεία μα και από μωρό μαζί. Σαν τον Ορφέα που γυρίζει το κεφάλι του για να δει την αγαπημένη του Ευρυδίκη έτσι και ο καταραμένος πρωτομάστορας. Με αργή κίνηση γύρισε το κεφάλι του και στην ψηλή καμάρα ψηλά αντίκρισε με φρίκη κάτι που του πάγωσε το αίμα του. Μια τεράστια σκιά που άρχισε να παίρνει την μορφή γυναίκας στέκονταν ψηλά στο μονοπάτι του γεφυριού. Έσκουζε από πόνο και θλίψη και μοιρολογούσε για το κακό που έπαθε ενώ στην αγκαλιά της κρατούσε σφιχτά ένα μικροκαμωμένο μαυρισμένο βυζανιάρικο μωρό. Τα μαλλιά της ήταν γεμάτα από λάσπες και χώματα ενώ το κορμί της μαυρισμένο από τα χτυπήματα . Με μιας η απόκοσμη μορφή σταμάτησε τον θρήνο και κατακεραύνωσε με τα κούφια πια νεκρά της μάτια τον πρωτομάστορα.
- Σε πίστεψα και σ' αγάπησα όσο κανένα στον κόσμο. Δούλα ήμουν στις εντολές σου και πάντα σε ακολουθούσα. Και συ δολερέ άνθρωπε με ύπουλο τρόπο με σκότωσες και με χάλασες για να πετύχεις τούτο το τρανό γεφύρι. Εμένα δε με αγάπησες, μα τούτο το έρμο που δε πρόλαβε να γεννηθεί γιατί δε το σεβάστηκες; Τον ίδιο σου τον γιο έθαψες πριν βγει στον κόσμο σε απόμερο μνήμα. Την κατάρα μου να έχεις και ποτέ να μην ξαναδείς το φως της μέρας. Στα τυφλά να πλανιέσαι και στα σκοτάδια να ζεις όπως έριξες εμένα και τον γιο σου τον αδικοχαμένο.
Ένα δυνατό κάψιμο ένοιωσε ο άμοιρος μάστορας στα μάτια του. Λες και κάποιο αόρατο σίδερο του τα έκαιγε,του τα έλιωνε. Έβγαλε μια δυνατή πόνου κρατώντας με τα δύο του χέρια το πρόσωπο του ενώ πηχτό και κοκκινόμαυρο πύον χύνονταν ανάμεσα από τα δάχτυλα του. Έπεσε κάτω απ 'τους αφόρητους πόνους και σαν σκουλήκι σύρθηκε κάτω από την σκιά ενός πλατάνου που αιώνες συντρόφευε τον ποταμό. Εκεί πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ζητιανεύοντας και ζητώντας συγχώρεση από τους διαβάτες μέχρι που μια μέρα ξεψύχησε μέσα στα δικά του σκοτάδια.


Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο συγγραφέα.



Κατερίνα Σχισμένου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου