Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Ο 13ος μισθός και ο μύθος της ανταγωνιστικότητας


Μπορεί το θέμα του εκλογικού νόμου και -γενικότερα- το πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης να είναι στο προσκήνιο ενόψει και των συναντήσεων των πολιτικών αρχηγών που αρχίζουν σήμερα, Τρίτη 21 Ιουνίου, και ολοκληρώνονται την Πέμπτη, ωστόσο υπάρχουν κι άλλα ζητήματα που βρίσκονται στην επικαιρότητα και συνδέονται άμεσα με τη συμφωνία που επετεύχθη το προηγούμενο διάστημα με τους θεσμούς.

Το ζήτημα του 13ου μισθού, οι ομαδικές απολύσεις, το μισθολογικό κόστος και γενικότερα ο αντίκτυπος όλων αυτών στην ανταγωνιστικότητα είναι τα βασικά σημεία τα οποία σταχυολογεί κανείς από το δελτίο πολιτικής ανάλυσης και εκτίμησης του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, στο οποίο πρόεδρος είναι η Αννα Διαμαντοπούλου.
Το ελληνικό think tank ασχολείται εδώ και καιρό με όλα τα καίρια ζητήματα -είτε αυτά προβάλλονται αρκετά από τα media, είτε όχι- και στο τελευταίο του
δελτίο αναλύει το πώς φτάσαμε στο σημείο να συζητούμε για τον 13ο μισθό, τι προηγήθηκε από πλευράς ΔΝΤ και των άλλων πλευρών και πώς έχει αντιδράσει διαχρονικά η Αθήνα σε όλα αυτά.
Την στιγμή που ξέσπασε η κρίση, η Ελλάδα βρισκόταν στις 30 πρώτες χώρες στον κόσμο, όσον αφορά στο κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά ήταν μόνο 96η όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα
«Στο παρελθόν, η ανταγωνιστικότητα μπορούσε να ανακτηθεί με την υποτίμηση του νομίσματος, η οποία μείωνε μισθούς και τιμές σε σχέση με το εξωτερικό. Με το Ευρώ όμως, η ανταγωνιστικότητα έπρεπε να ανακτηθεί μέσω της μείωσης των μισθών και των τιμών και μέσω της βελτίωσης της παραγωγικότητας. Αυτή η διαδικασία είναι αργή και μπορεί να είναι ιδιαίτερα επώδυνη για τις χώρες των οποίων οι οικονομίες χαρακτηρίζονται από εκτεταμένες δυσκαμψίες, όπως η Ελλάδα. Εκ πρώτης όψεως οι οριζόντιες μειώσεις μισθών φαίνεται να προωθούν την ανταγωνιστικότητα μέσω μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και να μειώνουν το δημοσιονομικό έλλειμμα μέσω μείωσης δαπανών του Δημοσίου. Με μια δεύτερη ματιά, όμως, οι οριζόντιες μειώσεις μισθών έχουν προχωρήσει στην Ελλάδα πολύ περισσότερο απ' όσο χρειαζόταν υποσκάπτοντας την ανταγωνιστικότητα και τη δυνατότητα μείωσης του χρέους μέσω βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο δελτίο του Δικτύου.




Διαβάστε αναλυτικά:

Το δέντρο του μισθολογικού κόστους και το δάσος της αύξησης της ανταγωνιστικότητας. 
Ακόμα δεν στέγνωσε το μελάνι της συμφωνίας για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και ξεκίνησε η επικοινωνιακή συζήτηση για την επόμενη. Κόκκινες - εκ νέου - γραμμές, σκληρές έξωθεν απαιτήσεις, σκληρότερες έσωθεν αντιστάσεις.
Ενα από τα θέματα είναι τα λεγόμενα «εργασιακά». Δηλαδή, ο 13ος μισθός και η απελευθέρωση των απολύσεων.
Θεωρούμε υποχρέωση μας, να ξεδιαλύνουμε από νωρίς τους επικοινωνιακούς μύθους και να προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση, καθώς και πιο ώριμη η κοινωνία είναι για να δει την πραγματικότητα και η αγορά έτοιμη για να ορίσει τις προτεραιότητες της, αλλά και οι πολιτικές δυνάμεις γνωρίζουν πλέον τα όρια της ανέφικτης υποσχεσιολογίας. Κυρίως, όμως, πρέπει να εξετάσουμε τι έχει ανάγκη η χώρα για να πάρει μπροστά η παραγωγική μηχανή.
Παρά τις επιμέρους καθυστερήσεις και αστοχίες, τα προγράμματα προσαρμογής, κατάφεραν να περιορίσουν δραστικά τις μεγάλες μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες. Η βελτίωση, όμως, της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που επιτεύχθηκε με σημαντικό κοινωνικό κόστος, φαίνεται  ότι δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς. Παρά την ανάκτηση της απώλειας της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, κυρίως σε όρους κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, οι εξαγωγές δεν επέδειξαν την αναμενόμενη δυναμική. Αυτό εξηγείται εν μέρει από την έλλειψη χρηματοδότησης και το συγκριτικά υψηλότερο κόστος μακροχρόνιου δανεισμού, καθώς και από την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης που ανακόπτει την πορεία ανάκτησης της συνολικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Επιπρόσθετα, όμως, οφείλεται και σε μια σειρά εγγενών διαρθρωτικών αδυναμιών, που περιορίζουν την ευκολία διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές και σχετίζονται με την ποιότητα του προϊόντος, τις γραφειοκρατικές δυσχέρειες κλπ.
Το ΔΝΤ παραδέχτηκε προ 3 ετών, ότι «η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης έχει αποδειχθεί ότι είναι ένα δύσκολο εγχείρημα με πολύ λίγες επιτυχίες». Ειδικότερα για την Ελλάδα, σημείωσε ότι «οι αρχικές συνθήκες της χώρας ήταν δυσμενείς σε σύγκριση με τη διεθνή εμπειρία», όπως και ότι «οι τιμές μειώθηκαν - ουσιαστικά μόνο- από τη μείωση των μισθών, αντανακλώντας τις συνεχιζόμενες ακαμψίες στις αγορές προϊόντων», ενώ οι τιμές αποδείχτηκαν ότι «δεν ήταν τόσο ευέλικτες όσο οι μισθοί».
Αυτή η παρατήρηση μας φέρνει στα θέματα της αγοράς εργασίας. Οπως, επίσης, παρατηρεί το ΔΝΤ, «ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσει η Ελλάδα θα ήταν μια διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για τη μείωση των μισθών και των τιμών και η αποφυγή μιας μακράς και επίπονης διαδικασία προσαρμογής». Ολοι γνωρίζουμε πλέον την κατάσταση των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα. Στην ουσία, δεν υπάρχει πια σύστημα εργασιακών σχέσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υφίστανται προβλήματα τα οποία οφείλουν να διορθωθούν (όπως θα έπρεπε να έχει γίνει). Οπως, συμπεραίνει το ΔΝΤ, το τελικό αποτέλεσμα ήταν το εξής: «Υπήρξαν περιορισμένα κέρδη στην παραγωγικότητα» και «οι μειώσεις στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος οδηγήθηκαν από τους μισθούς με λίγες ενδείξεις αύξησης της παραγωγικότητας». Αυτό παρέτεινε την ύφεση συμβάλλοντας στη συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης, που αποτελεί έναν παράγοντα (μαζί με τις εξαγωγές) για την ανάπτυξη και την έξοδο από την ύφεση.
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση, η Ελλάδα βρισκόταν στις 30 πρώτες χώρες στον κόσμο, όσον αφορά στο κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά ήταν μόνο 96η όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα. Η Ελλάδα παραμένει στις δέκα τελευταίες χώρες που υστερούν στον Δείκτη της Παγκοσμιοποίησης -και σε αυτές τις χώρες περιλαμβάνονται το Ιράν, η Ουρουγουάη, η Αργεντινή, και το Ουζμπεκιστάν.
Σε σύγκριση με τη μέση ευρωπαϊκή χώρα, η Ελλάδα έχει έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό υποχρεωτικών διαδικασιών στον ιδιωτικό τομέα, όπου εμπλέκεται το κράτος. Το μεγάλο πρόβλημα είναι οι πολυάριθμες ομάδες συμφερόντων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά. Το γεγονός ότι μειώθηκαν οι μισθοί με την εσωτερική υποτίμηση, αλλά όχι και οι τιμές σε ανάλογο βαθμό συνεπάγεται ότι το «κράτος δικαίου» και ο ανταγωνισμός (κλειστά επαγγέλματα) δεν λειτουργεί.  Το άνισο παιχνίδι εμποδίζει την ανταγωνιστική λειτουργία των ιδιωτικών αγορών και προστίθεται στον μεγάλο διοικητικό φόρτο. Παράλληλα, ένα αναποτελεσματικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης θέτει σημαντικά εμπόδια στις επενδύσεις.
Οι δαπάνες που σχετίζονται με αυτές τις διαδικασίες έχουν εκτιμηθεί ως πολύ υψηλές. Και επηρεάζουν πολύ περισσότερο από το κόστος του 13ου μισθού. Για παράδειγμα, το κόστος εκκίνησης μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα ήταν 15.500 δολάρια σε σύγκριση με 7.800 δολάρια στην Ευρώπη στην αρχή της δεκαετίας του 2000, ενώ οι υποχρεωτικές διαδικασίες για την καταχώρηση μιας ανώνυμης εταιρείας ήταν στην Ελλάδα 37 ημέρες, έναντι μόλις 3 στη Δανία, 6 στο Ηνωμένο Βασίλειο και 10 στη Γερμανία. Το εκτιμώμενο συνολικό διοικητικό βάρος υπολογίζεται μεταξύ 5,4% και 6,8% του ΑΕΠ το 2003, που αντιστοιχεί στη συνέχεια μεταξύ 8,3 και 10,6 δις δολάρια.





Μισθοί και ανταγωνιστικότητα.
 Στο παρελθόν, η ανταγωνιστικότητα μπορούσε να ανακτηθεί με την υποτίμηση του νομίσματος, η οποία μείωνε μισθούς και τιμές σε σχέση με το εξωτερικό. Με το ευρώ όμως, η ανταγωνιστικότητα έπρεπε να ανακτηθεί μέσω της μείωσης των μισθών και των τιμών και μέσω της βελτίωσης της παραγωγικότητας, αυτού δηλαδή, που ονομάζεται «εσωτερική υποτίμηση». Αυτή η διαδικασία είναι αργή και μπορεί να είναι ιδιαίτερα επώδυνη για τις χώρες των οποίων οι οικονομίες χαρακτηρίζονται από εκτεταμένες δυσκαμψίες, όπως η Ελλάδα
Εκ πρώτης όψεως οι οριζόντιες μειώσεις μισθών φαίνεται να προωθούν την ανταγωνιστικότητα μέσω μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και να μειώνουν το δημοσιονομικό έλλειμμα μέσω μείωσης δαπανών του Δημοσίου. Με μια δεύτερη ματιά, όμως, οι οριζόντιες μειώσεις μισθών έχουν προχωρήσει στην Ελλάδα πολύ περισσότερο απ' όσο χρειαζόταν υποσκάπτοντας την ανταγωνιστικότητα και τη δυνατότητα μείωσης του χρέους μέσω βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.
Με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας, η Ελλάδα ήταν στα μέσα του 2012 μία από τρεις μόνο χώρες της ευρωζώνης που αύξησαν την ανταγωνιστικότητά τους σε σχέση με το 1999 και υπολειπόταν μόνο της Γερμανίας σε μέγεθος αύξησης. Μάλιστα, στα τέλη του 2011 ήταν ήδη στο μέσο της ευρωζώνης, χωρίς τις μειώσεις μισθών του 2012.
Σε ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες μια ύφεση συχνά οδηγεί σε «δημιουργική καταστροφή», δηλαδή στην εξάλειψη λιγότερο παραγωγικών μονάδων και αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας. Η μείωση μισθών, όμως, στην Ελλάδα ήταν τόσο μεγάλη ώστε έπληξαν την παραγωγικότητα και τις δυνατότητες δημιουργίας ευρείας και δυναμικής βάσης παραγωγής με καινοτομία και εξαγωγική προοπτική. Οι οριζόντιες μειώσεις μισθών οδηγούν σε μείωση της αναμενόμενης παραγωγικότητας καθώς αποχωρούν οι καλύτεροι, αποθαρρύνεται η παραγωγική εργασία των υπολοίπων και δυσχεραίνεται η προσέλκυση αξιόλογων νέων. Η μαζική μετανάστευση νέων και ικανών επαγγελματιών της Ελλάδας στο εξωτερικό είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της ανεργίας αλλά και του επιπέδου των αμοιβών και θα συνεχίζεται όσο οι οικονομικές προοπτικές είναι περιορισμένες. Η καινοτομία, η εφευρετικότητα, η πρωτότυπη σκέψη και η ποιοτική εργασία συνιστούν σημαντικό διαβατήριο σε μια ολοένα πιο διεθνοποιημένη αγορά εργασίας.
Το ερώτημα που τίθεται άρα είναι. Μήπως η μείωση μισθών θα φέρει ξένες εταιρείες ή θα προσελκύσει πάλι τις ελληνικές που έφυγαν; Αν ναι, τότε γιατί δεν ήρθαν ήδη; Πέραν του μισθού, σημαντικοί παράγοντες είναι η ευκολία ίδρυσης και λειτουργίας επιχειρήσεων, η προστασία των επενδυτών, η διαφθορά και οι εργασιακές σχέσεις, τομείς στους οποίους η Ελλάδα έχει χαμηλές αποδόσεις. Χωρίς ευρύτατες μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, τα εργασιακά και τη δικαιοσύνη, οι επενδυτές, απλώς, δεν θα έρθουν.
Η αύξηση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας απαιτεί προσέλκυση επιχειρήσεων.  Η σύνδεση μισθών με παραγωγικότητα, η καλύτερη εκπαίδευση, πανεπιστημιακή και τεχνική, η ουσιαστική προώθηση της επιχειρηματικότητας και η ενθάρρυνση έρευνας και καινοτομίας πρέπει να υποκαταστήσουν τις συνεχείς μειώσεις μισθών ως μέσο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.  Για παράδειγμα, οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη ήταν γύρω στο 0,5% του ΑΕΠ πριν από την κρίση. Ο μέσος όρος στην ΕΕ των «27» το 2009 ήταν 2% και περίπου τα 2/3 του προέρχονταν από τον ιδιωτικό τομέα!
Με έναν αναιμικό δημόσιο τομέα που δεν μπορεί να συμβάλλει δυναμικά στην ανάπτυξη εξαιτίας της δημοσιονομικής προσαρμογής και με μία υποτονική εγχώρια αγορά, θα πρέπει να γίνει μεγάλη προσπάθεια για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και των ιδιωτικοποιήσεων.
Η Ελλάδα χρειάζεται ένα σύγχρονο σύστημα εργασιακών σχέσεων, αντίστοιχο πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Η Γερμανία πέτυχε να μην έχει κρίση τη δεκαετία του 2000 ύστερα από ένα κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο ενέκριναν όλοι και που προέβλεπε να μην αυξηθούν - όχι να μειωθούν- οι μισθοί μέχρι να ανακάμψει η οικονομία, σε συνδυασμό με ένα καλό σύστημα κοινωνικών παροχών.
Στο ίδιο πλαίσιο και με την ίδια οπτική εντάσσεται και το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων. Επί της ουσίας πρόκειται για θέμα «περί όνου σκιάς». Ουδείς θέτει μετ' επιτάσεως θέμα ομαδικών απολύσεων. Ούτε μεγάλες επιχειρήσεις πλέον έχουμε, ούτε ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι αυτή είναι η μείζονα προτεραιότητα στα εργασιακά. Η πρόσφατη εισήγηση που κατέθεσε ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, με αφορμή την υπόθεση των εργαζόμενων της ΑΓΕΤ Ηρακλής, αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση και μόνο το σημείο της διοικητικής έγκρισης που πρέπει να λαμβάνουν οι επιχειρήσεις προτού προβούν σε ομαδικές απολύσεις. Μάλιστα, η έγκριση εξαρτάται από τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας. Αυτό όμως, είναι θέμα που έχει ήδη λυθεί με τη σύσταση του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας. Μάλιστα το καλοκαίρι του 2014, με ψήφους 4 υπέρ και 3 κατά, το Συμβούλιο ενέκρινε τις 45 απολύσεις εργαζόμενων στην Χαλυβουργία Ελλάδος από το σύνολο των 74.
Ηταν η πρώτη απόφαση ομαδικών απολύσεων μετά την μεταβίβαση της σχετικής αρμοδιότητας από τον υπουργό Εργασίας, στον γενικό γραμματέα του Υπουργείου, και στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας. Μέχρι τότε παρά το ότι προβλεπόταν η διαδικασία κανένας υπουργός Εργασίας δεν είχε εγκρίνει αιτήματα ομαδικών απολύσεων πέρα από το όριο που θέτει ο νόμος.
Και εδώ λοιπόν, ας αφήσουμε την επικοινωνία κατά μέρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου