Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Κυβέρνηση, Aσφαλιστικό και δικηγόροι.


Από την αρχή της κρίσης ένας βασικός στόχος των μνημονιακών πολιτικών ήταν η εξαφάνιση της διάσπαρτης μικρομεσαίας κοινωνικής δομής, της μικροϊδιοκτησίας, της αυτοαπασχόλησης, της μικροπαραγωγής. Το στοιχείο αυτό, ιδιομορφία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού σε σχέση με τους δυτικοευρωπαϊκούς, θεωρούνταν αναχρονιστικό κατάλοιπο.
Η χώρα πρέπει να εκσυγχρονιστεί και καπιταλιστικά να εξορθολογιστεί. Αυτό πρακτικά σημαίνει έξοδο από την «αγορά» των αντι-παραγωγικών μικροαστικών στρωμάτων υπέρ του μονοπωλιακού κεφαλαίου, καθώς η μικροϊδιοκτησία διαφόρων μορφών, αποτελεί υλικό όρο αυτονομίας των πολιτών και αυξάνει τις υλικές προϋποθέσεις αντίστασης, την ίδια στιγμή που οι εργασιακές σχέσεις του σοσιαλδημοκρατικού μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου της περιόδου 1974-1989, έχουν ήδη ανατραπεί. 

Το προσχέδιο της κυβέρνησης για το ασφαλιστικό έχει δύο βασικές πλευρές. Η μία είναι η υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση στο επίπεδο των εισφορών σε ποσοστό 38% επί του φορολογητέου εισοδήματος, η οποία σε συνδυασμό με το υψηλό ποσοστό φορολόγησης (26%) από το 1ο ευρώ, (πλέον όλων των λοιπών φορολογικών βαρών ΦΠΑ 23%, τέλος επιτηδεύματος κλπ), οδηγεί στη βίαιη έξοδο από το επάγγελμα και στην ανάσχεση της κοινωνικής 
αναπαραγωγής των ελεύθερων επαγγελματιών ως τέτοιων. Είναι προφανές ότι αυτό, σε συνδυασμό με το άμεσο- ζεστό χρήμα για τους πιστωτές, αποτελεί κεντρικό στόχο των «μεταρρυθμίσεων» και των αναδιαρθρώσεων που επιβάλλονται στη χώρα από το 2010 και μετά. 
Η άλλη πλευρά είναι η ανατροπή της φιλοσοφίας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Από αναδιανεμητικό-διαγενεακό μετατρέπεται σε ανταποδικό-κεφαλαιοποιητικό (για το τμήμα πλέον της βασικής των 384 ευρώ σήμερα), το οποίο ειδικά στο σκέλος των παροχών οδηγεί σε καθεστώς κοινωνικού δαρβινισμού και μεσοπρόθεσμα στη μη υποχρεωτικότητα και μη καθολικότητα του δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, προκειμένου να κυριαρχήσουν οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ακόμα και η λεγόμενη βασική σύνταξη των 384 ευρώ σήμερα, τίθεται υπό την αβέβαιη προοπτική των ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Εκεί που έλεγαν ότι θα αποπληρωθεί το χρέος με ρήτρα ανάπτυξης (ποιός δεν θυμάται τα περί Γερμανίας του 1953), τώρα προβλέπουν την καταβολή βασικής σύνταξης με ρήτρα ανάπτυξης. Από το προσχέδιο της κυβέρνησης δεν εξαιρούνται ούτε οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, οι οποίες επανυπολογίζονται υπό το καθεστώς του νέου «ανταποδικού-κεφαλαιοποιητικού» συστήματος, χαρακτηρίζοντας το υπερβάλλον ποσό ως προσωπική διαφορά μέχρι το 2018. Και μετά; Μπορεί κάποιος εκ του ασφαλούς να υποθέσει  «ρήτρα ανάπτυξης»...

Για τις κατηγορίες των ασφαλισμένων που έχουν ήδη αρκετά χρόνια στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, όταν βγουν στη σύνταξη, σύμφωνα με το προσχέδιο προβλέπεται υπολογισμός της σύνταξης στη βάση της ανταποδοτικότητας των εισφορών, τη στιγμή που πλέον του ημίσεως του επαγγελματικού-εργασιακού τους βίου, οι καταβαλλόμενες εισφορές τους γίνονταν στη βάση του αναδιανεμητικού-διαγενεακού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή με σημαντικά μικρότερες ετήσιες εισφορές σε σχέση με αυτές που προβλέπονται στο προσχέδιο. Ενώ και οι νεοεισερχόμενοι στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, ουσιαστικά αποκλείονται από το ελεύθερο επάγγελμα, καθώς οι ασφαλιστικές εισφορές για τις κατηγορίες των νεοεισερχόμενων διπλασιάζονται.
Στελέχη της κυβέρνησης στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν το προσχέδιο του ασφαλιστικού επικαλούνται την αρχή της ισότητας στο πλαίσιο ενοποίησης των ασφαλιστικών ταμείων, σ' ένα υπερταμείο μισθωτών-ελεύθερων επαγγελματιών-αγροτών. Το επιχείρημα είναι ίδιο ύψος εισφορών όλων των ασφαλισμένων. Πέραν του γεγονότος ότι η όλη επιχειρηματολογία αποσκοπεί στην ιδεολογική (και υλική) επένδυση οικοδόμησης ενός κοινωνικού μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ αγκυρωμένου υποτίθεται στη μισθωτή εργασία, προκρίνοντας το νεοφιλελεύθερης έμπνευσης κοινωνικό αυτοματισμό, το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι θεμελιακά ψευδές, γιατί συγκρίνει ανόμοιες καταστάσεις, αποκρύπτοντας την πραγματικότητα. Οι εισφορές της μισθωτής εργασίας αποτελούνται από εργατική εισφορά (αυτό που χαρακτηρίζουμε ως μεικτό μισθό) και εργοδοτική εισφορά, που δεν περιλαμβάνεται στο (μεικτό) μισθό. Το άθροισμα αυτών επιχειρεί να εξισώσει με το προτεινόμενο ύψος ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Ενώ το ορθό και αντίστοιχο είναι να συγκριθεί με το ύψος της εργατικής εισφοράς, καθώς αυτή παρακρατείται από τον μισθό. Το αντίστοιχο της εργοδοτικής εισφοράς είναι ο λεγόμενος φόρος υπέρ τρίτου, στις συναλλαγές όπου χρησιμοποιούνται υπηρεσίες ελεύθερων επαγγελματιών, που βαίνει όμως κι αυτός προς κατάργηση στο (νεοφιλελεύθερο) πλαίσιο της απελευθέρωσης των συναλλαγών.

Η άλλη απόκρυψη στην οποία προβαίνουν τα κυβερνητικά στελέχη είναι ότι η μισθωτή εργασία διατηρεί ένα καθεστώς αφορολόγητο μέχρι ενός σημείου και καλώς το διατηρεί, ενώ οι ελεύθεροι επαγγελματίες φορολογούνται από το 1ο ευρώ.  Πρόκειται για μία ακόμα αναίρεση των δεσμεύσεων του προ 2015 ΣΥΡΙΖΑ. Θυμίζει ένα σκίτσο του Ιωάννου στον Τρίτο Δρόμο για τον Σοσιαλισμό, όπου εμφανίζει τον Ανδρέα Παπανδρέου, αναπολώντας να λέει : Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τις υποσχέσεις μας. Θα τις θυμόμαστε με νοσταλγία. Βέβαια αν για τον Α.Π. της περιόδου 1982-1983, αναφέρονταν αυτά, σε πιάνει θλίψη και ίσως κάποιους οργή, ανήκω στους πρώτους και όχι στους δεύτερους για διάφορους λόγους, αν αναλογιστείς ποιά πρέπει να είναι τα αντίστοιχα σχόλια για τους σημερινούς κυβερνώντες...
Οι πράξεις της κυβέρνησης δείχνουν ότι δρα ως εντολοδόχος των δανειστών και όχι του ελληνικού λαού. Ο λόγος των κυβερνητικών στελεχών και των αναπαραγωγών τους είναι μετωνυμικός, ακυρώνει τις έννοιες δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ισότητα, λαϊκή κυριαρχία, αριστερά, προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία και να εγκλωβίζει τις αντιστάσεις των «από κάτω». Προσφέρουν κάκιστες υπηρεσίες. Οι πρακτικές τους ως σύνολο προετοιμάζουν την παλινόρθωση και νομιμοποίηση της πλέον ακραίας νεοφιλελεύθερης δεξιάς, καθώς απονομιμοποιούν την αριστερά με όρους μαζικής απεύθυνσης και πολιτικής ικανής να απαντήσει ανταγωνιστικά στο μνημονιακό σχεδιασμό. 
Το δικηγορικό σώμα είναι εντονότατα κοινωνικά διαφοροποιημένο στο εσωτερικό του, καθώς υπάρχουν δικηγόροι που ανήκουν στην αστική τάξη, δικηγόροι που εντάσσονται στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη, στη νέα μικροαστική τάξη, αλλά και δικηγόροι που ανήκουν στην εργατική τάξη. Οι δικηγόροι, για την  ακρίβεια συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες του δικηγορικού σώματος κυρίως αυτοαπασχολούμενοι και αλλά και τμήματα χαμηλόμισθων, την περίοδο των μνημονίων έδειξε σημαντικές διαθέσεις αντίστασης.  Αναφέρουμε ενδεικτικά την Γενική Συνέλευση στον Πανελλήνιο τον Φεβρουάριο 2012 που αποφάσισε αποχή διαρκείας και το δικηγορικό δημοψήφισμα τον Δεκέμβριο 2014. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μαχητική κινητοποίηση στο δικηγορικό δημοψήφισμα, που αποφάσισε κατά σαρωτική πλειοψηφία αποχή διαρκείας, υπερβαίνοντας τη συνδικαλιστική αριστερά του ΔΣΑ και ορισμένες στατικές αντιλήψεις, κομβικό σημείο είχε ένα μη συντεχνιακό-οικονομικό, για τους δικηγόρους, θέμα. Τα προνόμια των τραπεζών στους πλειστηριασμούς, έναντι των απαιτήσεων των εργαζομένων, των ασφαλιστικών ταμείων, ακόμα και του δημοσίου. Κάτι που τιμά το δικηγορικό σώμα και πρέπει να λέγεται. Είναι ακριβώς οι ρυθμίσεις αυτές του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που τελικά υπερψηφίστηκαν από 230 βουλευτές, ως 2ο προαπαιτούμενο (ν. 4335/2015) στο δρόμο για το 3ο μνημόνιο (ν. 4336/2015).

Οι αγωνιστικές διαθέσεις του δικηγορικού σώματος υπερέβαιναν κατά πολύ τις κρατούσες αντιλήψεις των κυρίαρχων συνδικαλιστικών παρατάξεων, οι οποίες συντάχθηκαν στη θλιβερή απόφαση του Δ.Σ. υποστήριξης του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα, τον Ιούλιο 2015. Πλην όμως η πάλη διαβρώνει τις κατεστημένες αντιλήψεις και πρακτικές. Η ζωή εξελίσσεται. Οι αντιφάσεις εκδηλώνονται. Το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα υλοποιείται από τις πολιτικές δυνάμεις που πρωτοστάσησαν υποτίθεται στο ΟΧΙ, με την ταχύτητα και τη βιαιότητα που ορίζει ο βαθμός εσωτερίκευσης της εξάρτησης της χώρας. Δηλαδή της ακύρωσης της λαϊκής κυριαρχίας στην αντίθεση εθνικού (ως ελάχιστου πλαισίου κοινωνικού κράτους δικαίου με όλες τις αδυναμίες του) και υπερεθνικού (ως πλαισίου πλήρους κυριαρχίας του χρηματιστικού μονοπωλιακού κεφαλαίου). Πυλώνας της εκσυγχρονισμένης ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, του μνημονιακού συμβολαίου, είναι η διάλυση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, η εξαφάνιση της μικρομεσαίας κοινωνικής δομής και στο πλαίσιο αυτό η κατάργηση των όρων κοινωνικών αναπαραγωγής του δικηγορικού επάγγελματος. Η βιαιότητα της κυβερνητικής-τροϊκανής επίθεσης οδήγησε τη διοίκηση του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. σε όξυνση της στάσης της και σε αποχή διαρκείας. Αναμφίβολα θετική εξέλιξη. Παράλληλα διακρίνονται ακόμα  ψευδαισθήσεις και αυταπάτες στην πλειοψηφία του Δ.Σ. του ΔΣΑ, ότι με απευθείας επαφές με εκπροσώπους του κουαρτέτου, θα επιτευχθεί μια  δικαιότερη του προσχεδίου Κατρούγκαλου διευθέτηση του ασφαλιστικού.
 Στόχος λοιπόν του κινήματος σ' αυτή τη φάση πρέπει να είναι η απόκρουση της κυβερνητικής-τροϊκανής επίθεσης και ως προς τις δύο πλευρές. Το σύνολο των προτάσεων που περιλαμβάνονται στο προσχέδιο της κυβέρνησης είναι απορριπτέο. Ακύρωση της επιβολής των εξοντωτικών εισφορών, απόκρουση της επιχείρησης μετατροπής του δημόσιου χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης από σύστημα αναδιανεμητικό-διαγενεακό σε ιδιωτικοποιημένο σύστημα ανταποδικό-κεφαλαιοποιητικό, συνέχιση του αγώνα με αποχή, συγκρότηση απεργιακού ταμείου, εμπλουτισμός της κινητοποίησης και με νέες μορφές πάλης, ανάδειξη των κεντρικών ζητημάτων της κοινωνικο-πολιτικής και διεθνοπολιτικής συγκυρίας, σε μια δημοκρατική-αντιμνημονιακή κατεύθυνση. Αυτό πρέπει να είναι κατά τη γνώμη μου το πλαίσιο στο οποίο μπορεί να κινηθεί η Γενική Συνέλευση των Δικηγόρων της Αθήνας στις 22/3.

 Του Βασίλη Ασημακόπουλου
Ο Βασίλης Ασημακόπουλος είναι δικηγόρος, μέλος του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου