Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Σερζιανά Λάκκας Σουλίου. Δείτε τα video




Δείτε τα video




































Τα Σεριζιανά είναι ένας ημιορεινός τόπος σε υψόμετρο 600 μέτρων που η φύση τον στόλισε απλόχερα αφού κατάφερε να συνδυάσει αρμονικά βουνά, κάμπο αλλά και το ποτάμι θρύλο που η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων, τον Αχέροντα.
Τα Σεριζιανά βρίσκονται 85 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης των Ιωαννίνων και συνορεύουν βόρεια με τον συνοικισμό Κοντάτες Σκιαδά, ανατολικά με το χωριό Ρευματιά, νότια με το Τρίκαστρο (Γόρενα) και δυτικά με τα όρη του Σουλίου.
Η προέλευση του ονόματος δεν έχει εξακριβωθεί. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των παλαιοτέρων, το όνομα οφείλεται στην τοποθεσία όπου είναι κτισμένο το χωριό καθώς βρίσκεται σύρριζα στο βουνό.
Το 1919 έχουμε τη σύσταση της κοινότητας με έδρα τον οικισμό Σερζιανά. Το 1926 η κοινότητα καταργείται και συνενούται με την κοινότητα Δερβιζιάνων. Ένα χρόνο αργότερα η κοινότητα επανασυστήνεται και το 1929 καταργείται και συνενούται με την κοινότητα Παλαιοχωρίου Μπότσαρη. Το 1935 η κοινότητα αποσπάται απ' αυτή του Παλαιοχωρίου. Στις 7 Απριλίου 1951 η ονομασία από Σερζιανα διορθώνεται σε Σεριζιανά και η επίσημη ονομασία του χωριού διορθώνεται σε κοινότητα Σεριζιανών. Το 1961 αναγνωρίζεται ο οικισμός Συκεαί και προσαρτάται στην κοινότητα. Το 1997 η κοινότητα καταργείται και συνενούται με το δήμο Δερβιζιάνων και μετέπειτα Λακκας Σουλίου, όπως αυτός προκύπτει από το σχέδιο Καποδίστριας. Από το 2010 το χωριό μας αποτελεί διοικητική ενότητα του καλλικρατικού δήμου Δωδώνης.
Σήμερα ο πληθυσμός του χωριού μας είναι 91 κάτοικοι ( απογραφή 2011), οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ασχολούνται με την κτηνοτροφία.


Η Δημοτική Ενότητα Λάκκας Σουλίου σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2011 έχει μόνιμο πληθυσμό 2.405 κατοίκους και αποτελείται από τις εξής τοπικές κοινότητες:

  • Τοπική Κοινότητα Αλεποχωρίου Μπότσαρη
  • Τοπική Κοινότητα Αρδόσεως
  • Τοπική Κοινότητα Αχλαδεών
  • Τοπική Κοινότητα Βαργιάδων
  • Τοπική Κοινότητα Γεωργάνων
  • Τοπική Κοινότητα Δερβιζιάνων
  • Τοπική Κοινότητα Ελάφου
  • Τοπική Κοινότητα Μπεστιάς
  • Τοπική Κοινότητα Παλαιοχωρίου Μπότσαρη
  • Τοπική Κοινότητα Πεντολάκκου
  • Τοπική Κοινότητα Ρωμανού
  • Τοπική Κοινότητα Σεριζιανών
  • Τοπική Κοινότητα Σιστρουνίου
  • Τοπική Κοινότητα Σμυρτιάς
















Ο Πρώην Δήμος (νύν Δημοτική ενότητα) Λάκκας Σουλίου συστάθηκε με το Νόμο 2539/04-12-97 (ΦΕΚ Α' 244/04-12-97), «Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης» με το όνομα Δήμος Δερβιζιάνων και μετονομάσθει σε «Δήμος Λάκκας Σουλίου» με το υπ' αριθμ. Π.Δ. 4/14-01-2003 (ΦΕΚ Α' 4/14-01-2003). Η Δημοτική ενότητα απαρτίζεται από 14 πρώην Κοινότητες: Αλεποχώρι Μπότσαρη, Άρδοση, Αχλαδέα, Βαργιάδες, Γεωργάνοι, Δερβίζιανα, Έλαφος, Μπεστιά, Παλαιοχώρι Μπότσαρη, Πεντόλακκος, Ρωμανός, Σεριζιανά, Σιστρούνι και Σμυρτιά. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ο πληθυσμός της Δημοτικής ενότητας ανέρχεται στους 3.552 κατοίκους.
Έδρα  της Δημοτικής Ενότητας είναι το Τοπικό Διαμέρισμα Δερβιζιάνων όπου απέχει από την πόλη των Ιωαννίνων 46 χιλ. Ολόκληρη η περιοχή είναι κατάφυτη από κουμαριές, πουρνάρια, φελίκη, ερείκη, μυρτιές και πολλά άλλα διάφορα δέντρα. Το έδαφος είναι κατά το πλείστον φλύσχη, αργυλώδεις και προσχοσυγενές στις μικρές κοιλάδες και ασβεστολιθικό στα βουνά τόσο των Σουλιώτικων όσο και της Ολύτσικας, όπου υπάρχει μικρόν οροπέδιο. Στο εσωτερικό του δήμου και σε πολλούς λόφους υπάρχουν και σχιστολιθικά πετρώματα (μαυρόπλακα) που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα αποκλειστικά για τις στέγες των σπιτιών.
Υπάρχουν αρκετές πηγές νερού που τροφοδοτούν τον Αχέροντα και τους παραποταμούς του. Αυτές είναι στη Μπεστιά , το Σιστρούνι, τη Σμυρτιά, τους Γεωργάνους και τα Δερβίζιανα. Δεν υλοποιούνται δε και πολλές βρύσες, που εξυπηρετούν τις ανάγκες για ύδρευση των διαμερισμάτων της Δημοτικής Ενότητας.
Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωκτηνοτροφία. Καλλιεργούν καλαμπόκια, τρυφίλια ολίγα σιτηρά και όσπρια καθώς και κηπευτικά. Ιδιαιτέρως ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Κοπάδια αιγοπροβάτων και βοειδών εκτρέφονται τόσο σε ελεύθερη βοσκή όσο και σταυλισμένα
Στην Δημοτική ενότητα λειτουργεί Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών, κλιμάκιο της μη κερδοσκοπικής Επιχείρησης «ΜΕΡΙΜΝΑ» με το πρόγραμμα ¨Βοήθεια στο σπίτι¨, καθώς και Πνευματικό Κέντρο. Το τμήμα της Λάκκας Σουλίου που καταλαμβάνει η Δημοτική Ενότητα και είναι το κεντρικότερο και το μεγαλύτερο έχει κατοικηθεί από της εποχής της εμφανίσεως του ζωικού και ανθρώπινου γένους στη γη. Τούτο το μαρτυρούν τα απολιθώματα που βρέθηκαν και αξιολογήθηκαν από αρμόδιους. Από τη νεολιθικής εποχής και μετά υπάρχουν δείγματα που επιβεβαιώνουν την κατοίκηση της περιοχής, όπως γρανιτένιοι και πυρολιθικοί πέλεκεις χάλκινα και σίδερα όπλα καθώς και πολλά πύλινα σκεύη, ομοιώματα και νομίσματα των ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ που κοσμούν το αρχαιολογικό μουσείο των Ιωαννίνων.
Καστροπολιτείες και ακροπόλεις συναντά ο επισκέπτης σε πολλά διαμερίσματα της Δημοτικής Ενότητας ενώ άλλα είναι σε επισκέψημη κατάσταση και άλλα δυστυχώς όχι.Ερείπια πελασγικών τειχών μπορεί κανείς να δει στην Αχλαδέα ,στη Μπεστιά ,το Σιστρούνι , το Αλεποχώρι και Παλαιοχώρι Μπότσαρη όπως επίσης αρχαίους κιβωτιόσχημους τάφους στην Αχλαδέα , στη Μπεστιά και το Σιστρούνι.Επίσης νεοκλασικά σχολεία στην Αχλαδέα όπου και το κτιριακό συγκρότημα , το μόνο από τα είκοσι που έχτισε ο Αλή Πασάς για την πολιορκία του Σουλίου και που διασώζεται μέχρι σήμερα (κασλάς Αλή Πασά) , πέτρινα γεφύρια στο Σιστρούνι , νερόμυλοι στην Αχλαδέα , το Σιστρούνι και το Αλεποχώρι.
Μετά την καταστροφή του ρωμαίου Αιμήλιου Παύλου το 167 π.χ. των πόλεων αυτών της περιοχής της Λάκκας Σουλίου και τη συμπλήρωσή της από την άγνοια των κατοίκων , ανέλαβε η αρμόδια εφορία αρχαιοτήτων την ανάδειξη και την προστασία αυτων.Δυστυχώς όμως το μόνο που μέχρι σήμερα έχει καταφέρει , εκτός ελαχίστων περιπτώσεων , είναι να συμβάλει με την αμέλειά της στην ολοκληρωτική καταστροφή αυτών. Ο δήμος μας κάνει προσπάθεια για τη σήμανση και όσο είναι εφικτό στην ανάδειξη αυτών.


























Ιστορικά Στοιχεία
Από τα ελάχιστα αρχαιολογικά ευρήματα (απολιθωμένα ψάρια και οστρακοειδή) φαίνεται ότι προ 500 εκατομμυρίων ετών, η πεδινή τουλάχιστον περιοχή ήταν θάλασσα.
Ο γρανιτένιος πέλεκης του Ζωτικού, της Ελάφου και των Κοντάτων καθώς και τα χάλκινα όπλα και εργαλεία που βρέθηκαν στην Καταμάχη και στα Πλατάνια (Τσερίτσανα), μαρτυρούν ότι η ευρύτερη περιοχή κατοικούνταν από την εποχή του Λίθου και του Χαλκού. Από τον Όμηρο αναφέρεται ότι οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ήταν οι Πελασγοί στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. Μια χιλιετία αργότερα, περίπου στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., διάφορες φυλές, ανάμεσα τους Σελλοί, Χάονες, Θεσπρωτοί και Μολοσσοί, πιστεύεται ότι ήρθαν να εγκατασταθούν από τη Θεσσαλία. Οι Θεσπρωτοί κυριαρχούν και επεκτείνονται ανατολικά από την περιοχή όπου είχαν πρωτοεγκατασταθεί (δυτικά παράλια της Ηπείρου) και συμπεριλαμβάνουν στις κτήσεις τους και τη σημερινή περιοχή της Δημοτικής Ενότητας.
Πολύ αργότερα, τον 50 αιώνα π.Χ. οι Μολοσσοί αρχίζουν και ισχυροποιούνται και επί βασιλείας Θαρύπα (το 429 π.Χ. περίπου) επικρατούν και απομακρύνουν οριστικά τους Θεσπρωτούς από την περιοχή. Κατά τη βασιλεία του Θαρύπα και του διαδόχου του Αλκέτα (390-370 π.Χ.) ιδρύεται και η συμμαχία των Ηπειρωτών (Απειρωτάν) στην οποία προσχώρησαν οι Χάονες και οι Θεσπρωτοί. Αναπόσπαστο τμήμα της συμμαχίας αποτελεί και η περιοχή.
Η συμμαχία των Ηπειρωτών και η ελευθερία τους κράτησε έως την εποχή που ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππο Β' παντρεύτηκε την Ολυμπιάδα, θυγατέρα του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Ο Φίλιππος Β', ο γιος του Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του, κατέστησαν υποτελή στη Μακεδονία όλη την Ήπειρο. Ανεξάρτητη γίνεται πάλι η περιοχή όταν ανέρχεται στο θρόνο της Ηπείρου ο Πύρρος, ο οποίος έφτασε τα δυτικά όρια του κράτους μέχρι την Ιταλία και τη Καρχηδόνα. Η αλήθεια των παραπάνω βασίζεται και στο γεγονός ότι στη Μπεστιά βρέθηκαν νομίσματα με την επιγραφή Απειρωτάν αλλά και νομίσματα του Πύρρου.
Μετέπειτα στους αγώνες της Ρώμης εναντίον της Μακεδονίας, οι Ηπειρώτες βοήθησαν τους Μακεδόνες. Στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. οι Ρωμαίοι νικούν τους Μακεδόνες και τους συμμάχους τους. Το ίδιο έτος, ο Αιμίλιος Παύλος, έπειτα από απόφαση της Συγκλήτου, καταλαμβάνει την Ήπειρο και προβαίνει σε ολοκληρωτική καταστροφή της: 70 πόλεις καίγονται και 150.000 Ηπειρώτες θανατώνονται. Από τη λαίλαπα των Ρωμαίων δε γλίτωσε ούτε η περιοχή του Δήμου. Ήταν η εκδίκηση της Ρώμης για την "Πύρρειο νίκη" στην Ιταλία. Από τότε η Ήπειρος δε μπόρεσε να συνέλθει από τη φοβερή αυτή καταστροφή.
Στα βυζαντινά χρόνια η περιοχή αποτελεί τμήμα της αυτοκρατορίας και αρκετά συχνά δέχεται τις επιδρομές ξένων λαών. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 μ.Χ., αποτέλεσε περιοχή της ανεξάρτητης Διοικητικής ενότητας με το όνομα Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Το 1449 μ.Χ. η περιοχή όπως και όλη η Ήπειρος, περιέχεται οριστικά στους Τούρκους. Τα όρη του Σουλίου αρχίζουν να γεμίζουν από κλέφτες και αμαρτωλούς, από ανθρώπους που είχαν άσβεστη μέσα τους τη φλόγα για ελευθερία, και προοδευτικά δημιουργείται η περίφημη Σουλιώτικη Συμπολιτεία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στην πρώτη μεγάλη προσπάθεια για ελευθερία, που εκδηλώθηκε από τον αποκαλούμενο "Σκυλόσοφο" Δεσπότη Διονύσιο το 1611 και παραλίγο να ελευθερωθούν τα Ιωάννινα, συμμετείχαν και Λακκιώτες.
Η περιοχή στη διάρκεια των αγώνων των Τούρκων εναντίον του Σουλίου από το 1732-1778 και από το 1792-1803 αποτέλεσε τη σκοπιά, το φυλάκιο που παρακολουθούσε κάθε κίνηση του εχθρού και ειδοποιούσε έγκαιρα τους Σουλιώτες. Οι τούρκοι και ιδιαίτερα ο Αλή Πασάς, είχαν αναγνωρίσει τη στρατηγική σημασία της περιοχής και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τη θέσουν υπό τον έλεγχό τους. Ύστερα από την πτώση του Σουλίου, ο Αλή Πασάς παραχωρεί ή πωλεί ορισμένες περιοχές σε τσιφλικάδες. Τα χωριά Γεωργάνοι και Δερβίζιανα τα διατηρεί στην επικράτεια και αμέσως μετά το θάνατό του περιέχονται στο Σουλτάνο και ακολούθως στο τουρκικό δημόσιο. Τα χωριά Αλεποχώρι Μπότσαρη, Παλαιοχώρι Μπότσαρη και Ρωμανό γίνονται τσιφλίκια του Τζαμαλή αγά ενώ η Αχλαδέα τσιφλίκι του Π. Σακελλαρίου. Το 1919 απαλλοτριώνονται με απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας.
Η περιοχή ελευθερώνεται από τον τουρκικό ζυγό το 1913. Οι κάτοικοι που ποτέ δε λύγισαν, βοήθησαν αποφασιστικά στον αγώνα για ελευθερία. Από τη δυτική πλευρά του Τόμαρου, οι γυναίκες των Τσεριτσάνων (Πλατανιών) ανέβασαν το ορειβατικό κανόνι του ελληνικού στρατού σε υψόμετρο 1.700 μ. με δύο μέτρα χιόνι. Η ενέργεια αυτή αποτέλεσε το "κλειδί" για την κατάληψη των Ιωαννίνων καθώς με το κανόνι αυτό άνοιξε ο δρόμος μεταξύ Μανωλιάσσας και Μελιγγών και κατέστη δυνατή η περικύκλωση των Τούρκων στα οχυρά του Μπιζανίου. Οι παλαιότεροι διηγούνται πολλές συγκινητικές ιστορίες που προκαλούν το θαυμασμό.
Στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας έδωσαν το παρόν και το αίμα τους αρκετοί Λακκιώτες, αρκετοί από τους οποίους διακρίθηκαν για το θάρρος και την ανδραγανθεία τους.
Στο έπος του 1940, οι Λακκιώτες πρώτοι τρέξανε στο Καλπάκι για να αναχαιτίσουν το στρατό του Μουσουλίνι. Από τη Μπεστιά είναι ο αξιωματικός του πυροβολικού Κωστάκης, η ικανότητα του οποίου καθήλωσε τα τανκς του εχθρού στο Καλπάκι και σήμανε την αρχή της αντίστροφης μέτρησης για τους Ιταλούς εισβολείς. Όταν αργότερα ο στρατός μας συγκέντρωσε τα όπλα στη Δωδώνη για να τα παραδώσει στους Ιταλούς, οι Λακκιώτες όχι μόνο δεν τα παρέδωσαν αλλά πήραν πολλά από αυτά και τα έκρυψαν.
Στο πρώτο σάλπισμα για αντίσταση οι Λακκιώτες πήραν τα όπλα και βρέθηκαν στο πλευρό του συμπατριώτη τους Ναπολέοντα Ζέρβα που έστησε το στρατηγείο του πρώτα στο Πλατάνια (Τσερίτσανα), το μετέφερε στη Λίππα και τελικά στα Δερβίζιανα. Τη δεκαετία 1940-1950, ιταλογερμανική κατοχή και εμφύλιος, η περιοχή πλήρωσε με βαρύ φόρο αίματος και τεράστιες υλικές ζημίες τον αγώνα για την ελευθερία.
Ιστορικές Μάχες
Μάχη Τοσκέσι «Οι Τσάμιδες κλείσθηκαν σε τέσσερα σπίτια και στην εκκλησία με την ελπίδα ότι θάφθανε βοήθεια από τον Χουσρίτ. Οι Σουλιώτες τουε είπαν ότι θα σταματούσαν την επίθεση υπό τον όρο ότι θα έφευγαν από το χωριό μέχρι τα μεσάνυχτα. Οι Τσάμιδες δέχθηκαν τον όρο και έφευγαν προς την Παραμυθιά. Άφησαν μέσα στο χωριό εξήντα τέσσερις νεκρούς και όλα τα πολεμοφόδια και τις αποσκευές τους. Από τους Σουλιώτες σκοτώθηκαν μόνο επτά και δώδεκα τραυματίες μεταφέρθηκαν στο Σούλι προς νοσηλεία. Μετά από τις δύο νίκες, στα Πέντε Πηγάδια και Τόσκεσι, οι Σουλιώτες απεφάσισαν να καταλάβουν τα Δερβίζιανα και να διώξουν από εκεί τους Τούρκους...» ΧΡ. ΠΕΡΑΙΒΟΣ (Απομνημονεύοντα Πολεμικά) ΑΘΗΝΑ 1836 ο.π. σελ. 311 - 312
Μάχη Βαργιάδων 14 Ιουλίου 1821 «... Ο Μάρκος Μπότσαρης με τμήμα Σουλιωτών εκινήθη έπειτα κατά των Βααργιάδων, οχυρά τοποθεσία στην οποία ο Χουρσίτ είχε εγκαταστήσει δύο χιλιάδες Τούρκους με Ανατολίτη αρχηγό. Η άμυνα των Τούρκων στους Βαργιάδες κράτησε αρκετές μέρες, έγιναν φονικές μάχες με πολλές απώλειες και για τα δύο μέρη. Οι Τούρκοι είχαν εκατόν επτά νεκρούς και διακόσιους τραυματίες και οι Σουλιώτες είχαν σάραντα δύο νεκρούς και εξήντα πέντε τραυματίες. Οι Σουλιώτες κατέλαβαν τους Βαργιάδες και κατέστερψαν από θεμέλια τα οχυρώματα που είχαν φτιάξει οι Τούρκοι...» ΧΡ. ΠΕΡΑΙΒΟΣ (Ιστορία Σουλίου και Πάργας) ΑΘΗΝΑ 1857 ο.π. σελ. 302
Μάχη Δερβιζίανων «... Οι Σουλιώτες με αρχηγούς τους Μπότσαρη και Ζάρμπα όταν έφθασαν έξω από το φρούριο των Δερβιζιάνων έδωσαν το σύνθημα (σπαθί). «Σπαθί» εφώναξαν οι αμέσως όλοι οι Σουλιώτες και πριν προλάβουν οι Τουρκομακεδόνες να καταλάβουν τι εσήμαινε η κραυγή «σπαθί», οι Σουλιώτες με τα πιστόλια και με τα μαχαίρια χτυπούσαν τους Τούρκομακεδόνες και τους συντρόφους τους μέχρι την ώρα εκείνη. Σε λίγα λεπτά της ώρας είχε γίνει μακελλειό. Εκατόν εβδομήντα μόνο, κι αυτοί πληγωμένοι, κατώρθωσαν να σωθούν φεύγοντας προς το γειτονικό δάσος με κραυγές (Μπαμπές, μπαμπές), δηλαδή (άπιστοι, άπιστοι)» Κων/νου Γ. Πανταζή «ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΟΥΛΙΟΥ» 1978 ο.π. σελ 266
Ο Αιφνιδιασμός της Βυρτζάχας 12 Ιουνίου 1800 «... Οι προπορευομένοι Σουλιώτες του Φώτη Τζαβέλλα έφθασαν πολύ κοντά στο στρατόπεδο της Βυρτζάχας, ανεβαίνοντας προς το ύψωμα, διέκριναν τον Αρβανίτη σκοπό να προβάλει στον ορίζοντα. Ακροποδιτί ορμούν επάνω του, και πριν προλάβει να πυροβολήσει και να δώσει το σύνθημα του συναγερμού στο στρατόπεδο, τον αποκεφαλίζουν. Αμέσως, όλοι μαζί, ορμούν μέσα στο στρατόπεδο, ο ένας δίπλα από τον άλλο ώστε να μη αλληλοκτυπηθούν, πέφτουν με τα χατζάρια επάνω στους Αρβανίτες τους οποίους σφάζοντας τρομοκρατούν. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι οι Αρβανίτες βάζουν φωνές: (Σουλιώτες, Σουλιώτες ω βελέζερ), που σημαίνει Σουλιώτες, Σουλιώτες, ω αδελφοί» ΧΡ. ΠΕΡΑΙΒΟΣ (Ιστορία Σουλίου και Πάργας) ΑΘΗΝΑ 1857 ο.π. σελ. 129
Η Μάχη της Μπογόρτσας 18 Απριλίου 1821 «Η μάχη της Μπογόρτσας διήρκησε 2 ½ ώρες. Εφονεύθησαν 11 Σουλιώτες και επληγώθησαν 27. Οι Τούρκοι διαλύθηκαν ολοσχερώς. Οι Γκέγκηδες έφυγαν χωρίς επιστροφή. Οι Σουλιώτες παρακολουθούσαν τυχόν ανασύνταξη των τουρκικών στρατευμάτων στο ερειπωμένο οχυρό. Τούτο δεν έγινε, βρήκαν 32 νεκρούς οθωμανούς και δύο βαρειά τραυματίες, οπλισμό, πολεμοφόδια, ρουχισμό. Τα περάσματα, οι κορυφογραμμές του βουνού της Μπογόρτσας ήταν στον έλεγχο των Σουλιωτών πλέον. Έπαινος εδόθη στον αρχηγό των Σουλιωτών Γεώργιο Δράκο!» ΧΡ. ΠΕΡΑΙΒΟΣ (πολεμικά απομνημονεύοντα) 1836 τ.Α'. ο.π. σελ. 292
Μάχη Σιστρουνίου 9 Ιουνίου 1800 «οι Σουλιώται τον σκοπόν του Πασά απεφάσισαν να τον ματαιώσουν, ει δυνατόν, με διακοσίων συμπολιτών δύναμιν, της οποίας αρχηγοί υπήρχον οι : Φώτος Τζαβέλλας, Γκόγκας Δαγκλής, Σκούμπος Δράκος, Κολιοδημήτρης, Κίτσος Πανομάρας, Πάσχος Λάλας και Τζάλας', ούτοι πάντες ενεδρεύσαντες τη ιδία νυκτί επί το οχυρότερον πλησίον του χωρίου μέρος, ο δε αρχηγός αυτών Τουρκαλβανός (Μουσταφά Ζηγούρης) έχων χιλίους τριακόσιους εκλεκτούς στρατιώτας υπό την οδηγίαν του, αφελκούσας το ξίφος εφορμά ανυπερθέτως κατά των δύο, τον ακολουθεί συγχρόνως και όλον το σώμα δια των συνήθων αλαλαγμών, απροσδοκήτως όμως εμπίπτει εις την ενέδραν των Σουλιωτών , όπου κατά πρώτον πυροβολισμόν φονεύονται εξ αυτών υπέρ τους τριάκοντα εκτός των τραυματιών. Το σταρτήγημα και η συμβάσα φθορά πιθανόν να μη εξήρκουν δια την ασφάλειαν της νίκης, εάν ο Αρχηγός Τζαβέλλας δεν επρολάμβανε να φονεύση τον στρατηγόν Ζηγούρην προπορευόμενον των στρατιωτών...»


http://www.dodoni.gr/


Ο ποταμός Αχέροντας (Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος) αποτελεί έναν από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς στην δυτική Ελλάδα. Όσοι παραθερίζουν κοντά στην Πρέβεζα και την Πάργα έχουν τη δυνατότητα να περπατήσουν στο φαράγγι, το οποίο βρίσκεται σε κοντινή απόσταση.
Η φήμη του ποταμού έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία, αφού σύμφωνα με τους αρχαίους κατοίκους του ελλαδικού χώρου, ήταν το όριο μεταξύ του πάνω και του κάτω κόσμου. Οι απόκρημνες χαράδρες και ο ήχος των πηγών, που τροφοδοτούν το ποτάμι, πιθανότατα κρύβονται πίσω από τη γέννηση του μύθου για τις "Πύλες του Άδη" και το πορθμείο του Χάροντα, ο οποίος έπαιρνε έναν οβολό για να περάσει τους νεκρούς από τη μια μεριά της όχθης στην άλλη. Η παλαιότερη σωζόμενη περιγραφή του υπόγειου ποταμού συναντάται στην "Οδύσσεια", ενώ η ονομασία "Αχέροντας" προέρχεται από τον γιο της Γαίας (Γης), ο οποίος καταδικάστηκε από τον Δία να μένει αιώνια κάτω από τη γη επειδή κατά τη διάρκεια της Γιγαντομαχίας έδωσε στους διψασμένους Γίγαντες νερό.
Η εύκολη πρόσβαση στην περιοχή και το ήπιο ανάγλυφο του φαραγγιού καθιστούν δυνατή τη διάσχιση ενός μεγάλου μέρους του, χωρίς κινδύνους. Αυτό βέβαια έχει και το τίμημά του, αφού κάθε καλοκαίρι κατακλύζεται από χιλιάδες τουρίστες. Συνέπεια της επέλασης των τουριστών είναι η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, καθώς πολλοί είναι αυτοί που αφήνουν τα σκουπίδια τους μέσα στο φαράγγι. Τα πρωτεία σε αυτό το "χόμπι" το έχουν οι Έλληνες. Αποτσίγαρα, πλαστικά μπουκάλια νερού και άλλα αντικείμενα συναντώνται σε όλο το μήκος του νότιου τμήματος του φαραγγιού, εγείροντας απορία σχετικά με το τι γυρεύουν αυτοί οι άνθρωποι σε ένα τόσο όμορφο μέρος.
Το χωριό, που βρίσκεται στη νότια πλευρά του φαραγγιού, ονομάζεται Γλυκή και διαθέτει αρκετές ταβέρνες, ενοικιαζόμενα δωμάτια και μίνι μάρκετ. Επίσης στην είσοδο του φαραγγιού μπορεί κανείς να κάνει ιππασία και βόλτα με φουσκωτή βάρκα σε ένα μικρό τμήμα του ποταμού. Αρκετοί κάνουν κάμπινγκ δίπλα στο ποτάμι αν και απαγορεύεται.
Η νότια πλευρά του φαραγγιού δέχεται τον μεγαλύτερο όγκο των τουριστών, ενώ αντίθετα η βόρεια σπάνια "βλέπει" τουρίστες. Για την τόνωση του τουρισμού, το βόρειο τμήμα του φαραγγιού έχει ονομαστεί "Πύλες του Άδη", πράγμα ιστορικά ανακριβές, αφού σύμφωνα με τις αρχαίες μαρτυρίες οι "Πύλες" βρίσκονταν στο νότιο κομμάτι. Σε κάθε περίπτωση, οι περισσότεροι επισκέπτες δεν φτάνουν ως εδώ, με αποτέλεσμα να μπορεί κανείς να διασχίσει ένα μεγάλο μέρος του φαραγγιού χωρίς να συνωστίζεται, όπως συμβαίνει στο νότιο τμήμα.
Το χωριό που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση ονομάζεται Σεριζιανά και έχει ελάχιστες ομοιότητες με το χωριό Γλυκή. Εδώ ο επισκέπτης δεν θα βρει ενοικιαζόμενα δωμάτια ούτε καταστήματα. Ωστόσο υπάρχει μία ταβέρνα και ένα καφέ, που προσφέρουν τα αναγκαία στους επισκέπτες.
Πριν το χωριό Σεριζιανά, υπάρχει μια τοποθεσία δίπλα στο ποτάμι που προσφέρεται για κάμπινγκ. Οι άνθρωποι που κατασκηνώνουν εδώ ζουν αρμονικά με τη φύση χωρίς να επιβαρύνουν το μέρος με σκουπίδια. Η παραμονή μας εδώ μας γέμισε με ελπίδα ότι ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζονται για το περιβάλλον.
























Διαδρομές

Κυκλική διαδρομή στο νότιο τμήμα φαραγγιού
Η διαδρομή ξεκινάει λίγο έξω από το χωριό Γλυκή και είναι η πιο πολυσύχναστη. Κατευθυνόμαστε προς τις πηγές του Αχέροντα από την δεξιά πλευρά του ποταμού, και στο τέλος του χωματόδρομου βρίσκουμε το μονοπάτι. Τα πρώτα εκατό μέτρα γίνονται δίπλα στο ποτάμι, αλλά σύντομα αναγκαζόμαστε να μπούμε μέσα στο νερό, το οποίο το καλοκαίρι δεν είναι πολύ κρύο και δεν χρειάζεται ειδική στολή νεοπρεν. Πολύ σύντομα το σώμα μας συνηθίζει την θερμοκρασία του νερού.
Η κατεύθυνση, που πρέπει να ακολουθήσουμε, είναι ξεκάθαρη. Περπατάμε μέσα στο ποτάμι και έξω από αυτό όπου το επιτρέπει το έδαφος. Το μεγαλύτερο μέρος της πεζοπορίας γίνεται μέσα στο νερό και σε τουλάχιστον τρία σημεία θα χρειαστεί να κολυμπήσουμε. Αυτό εξαρτάται και από το ύψος των νερών. Συνήθως τον Αύγουστο το ποτάμι έχει λιγότερο νερό από τους άλλους μήνες του χρόνου.
Μετά από μια ώρα περίπου φτάνουμε στο γεφύρι του Ντάλα. Εδώ είναι το σημείο από το οποίο θα επιστρέψουμε. Δεξιά από το γεφύρι ξεκινάει το μονοπάτι (σκάλα της Τζαβέλενας) το οποίο μας οδηγεί στο πάρκινγκ, κοντά στις πηγές του Αχέροντα.
Πριν γυρίσουμε, καλό είναι να προχωρήσουμε λίγο πιο πάνω περπατώντας στο μονοπάτι που περνάει από την δεξιά πλευρά της γέφυρας. Σε περίπου εκατό μέτρα, στο αριστερό μας χέρι υπάρχει ένας παραπόταμος, ο οποίος κατηφορίζει μέχρι που συναντά τον Αχέροντα.
Αξίζει να μπούμε μέσα στο μικρό φαράγγι και να περπατήσουμε ανάμεσα στα στενά περάσματα. Υπάρχουν μικροί καταρράκτες στους οποίους θα χρειαστεί να σκαρφαλώσουμε εάν θέλουμε να βγούμε πιο ψηλά. Με πολύ προσοχή συνεχίζουμε ώσπου βγαίνουμε σε έναν καταρράκτη με ύψος περίπου τρία μέτρα. Οι περισσότεροι σταματούν κάπου, καθώς η αναρρίχηση στα βράχια είναι αρκετά δύσκολη. Ωστόσο με λίγη προσπάθεια μπορούμε να ανέβουμε. Πιο πάνω το ποτάμι πλαταίνει. Η επιστροφή γίνεται από τα ίδια.
Ξαναγυρίζουμε στο γεφύρι και ακολουθούμε το μονοπάτι, που αναφέραμε προηγουμένως. Το πρώτο μέρος είναι ανηφορικό μέχρι να φτάσουμε σε ένα ξύλινο κιόσκι. Από εδώ ξεκινάει η κατηφόρα. Μετά από μια μεγάλη στροφή φτάνουμε σε ένα τούνελ. Σε αυτό το σημείο σταμάτησε ο δρόμος ,που κάποιοι ήθελαν να ανοίξουν πάνω από το φαράγγι. Ευτυχώς κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν και το βουνό γλύτωσε από την καταστροφή. Περνάμε μέσα από το τούνελ και συνεχίζουμε στον χωματόδρομο. Σε λίγη ώρα θα βρούμε στο δεξί μας χέρι το μονοπάτι, το οποίο θα μας οδηγήσει στις πηγές.
Κυκλική διαδρομή στο βόρειο τμήμα του φαραγγιού
Η διαδρομή ξεκινάει από την τοποθεσία "Πύλες του Άδη", η οποία βρίσκεται κοντά στο χωριό Σεριζιανά. Πριν φτάσουμε στο χωριό περνάμε ένα γεφύρι. Μετά από λίγα λεπτά θα βρούμε μια ταμπέλα στο αριστερό μας χέρι, η οποία μας δείχνει την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουμε. Φτάνουμε στο πάρκινγκ και κατευθυνόμαστε προς το ποτάμι. Στο αριστερό μας χέρι θα βρούμε ένα μονοπάτι το οποίο μας οδηγεί στην κοίτη.
Η πορεία που πρέπει να ακολουθήσουμε είναι εμφανής. Μπαίνουμε στο νερό και ξεκινάμε. Σε αντίθεση με το νότιο τμήμα, το βόρειο χρειάζεται περισσότερο κολύμπι, κάτι που φαίνεται από τα πρώτα μέτρα. Με το ξεκίνημα βουτάμε στα σκοτεινά νερά του και κολυμπάμε ανάμεσα από πανύψηλα βράχια. Καλό είναι να γνωρίζουμε ότι ακριβώς από επάνω περνάει το μονοπάτι της επιστροφής και είναι αρκετά πιθανό, σε περίπτωση που περπατάει κάποιος, να πέσει κάποια πέτρα. Το κράνος είναι καλή ιδέα, αν και για το υπόλοιπο μέρος της διαδρομής δεν θα το χρειαστούμε.
Περνάμε το πρώτο κομμάτι κολυμπώντας και σύντομα φτάνουμε σε ένα ακόμη πιο στενό πέρασμα, όπου συνεχίζουμε το κολύμπι για περισσότερη ώρα. Λίγο αργότερα, το φαράγγι ανοίγει και γίνεται πιο "φιλικό". Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της πορείας μας θα χρειαστεί να κολυμπήσουμε αρκετές φορές.
Τα νερά σε πολλά σημεία είναι μαύρα και δεν μας επιτρέπουν να δούμε τι υπάρχει στο βυθό. Γι' αυτό το λόγο
χρειάζεται να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί με τους κορμούς των δέντρων, που έχει παρασύρει το ποτάμι. Πολλοί βρίσκονται κρυμμένοι και υπάρχει κίνδυνος τραυματισμού. Επίσης καλό είναι να αποφύγουμε τις βουτιές αρκετά κάτω από την επιφάνεια του νερού. Υπάρχει ο κίνδυνος εγκλωβισμού. Στο ποτάμι υπάρχουν και μικρά φίδια τα οποία όμως είναι ακίνδυνα. Περισσότερες πιθανότητες έχουμε να μας τσιμπήσει αλογόμυγα παρά φίδι.
Μετά από περίπου μιάμιση ώρα φτάνουμε σε ένα πλατύ σημείο του ποταμού, όπου υπάρχει μια σιδερένια γέφυρα φτιαγμένη από κυνηγούς. Το μονοπάτι της επιστροφής, όπως κατηφορίζουμε, βρίσκεται αριστερά μας πριν την γέφυρα, σε ένα σημείο όπου έχει γίνει μια μεγάλη κατολίσθηση. Ανηφορίζουμε πάνω στις πέτρες και το συναντάμε στο αριστερό μας χέρι. Χρειάζεται λίγη προσοχή γιατί, εξαιτίας της κατολίσθησης,το πρώτο του κομμάτι έχει εξαφανιστεί. Το βρίσκουμε και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε.
Μετά από αλλεπάλληλες στροφές κερδίζουμε ύψος, ενώ δεν βλέπουμε πια το ποτάμι. Κατευθυνόμαστε προς το σημείο που ξεκινήσαμε. Σε πολλά σημεία το μονοπάτι έχε διαλυθεί και χρειάζεται προσοχή να μην χτυπήσουμε. Λίγο πριν το τέλος περνάμε από σάρες. Η μία είναι αρκετά επικίνδυνη, ενώ τα σιδερένια στηρίγματα, που μπήκαν κατά την συντήρηση του μονοπατιού, έχουν γύρει προς τον γκρεμό.
Στη συνέχεια αρχίζουμε να κατηφορίζουμε περνώντας μια μεταλλική σκάλα. Σε λίγη ώρα θα φτάσουμε πάνω από το ποτάμι. Εδώ χρειάζεται προσοχή γιατί το μονοπάτι συνεχίζει ευθεία, ενώ εμείς πρέπει να στρίψουμε αριστερά για να βγούμε στην όχθη του ποταμού. Φτάνουμε σε ένα σημείο, όπου υπάρχουν πολλές πέτρες, και στρίβουμε αριστερά ακολουθώντας το μονοπάτι που περνάει επάνω από τις πέτρες. Κατευθυνόμαστε δεξιά και μπαίνουμε μέσα στο δάσος. Το μονοπάτι σε αυτό το σημείο σχεδόν έχει κλείσει και θα χρειαστεί να ανοίξουμε μόνοι μας δρόμο ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων. Σύντομα φτάνουμε στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε.
Διάσχιση ολόκληρου του φαραγγιού
Η διάσχιση ολόκληρου του φαραγγιού διαρκεί περίπου 7 με 8 ώρες. Καλό είναι να το κάνουμε από πάνω προς τα κάτω, δηλαδή από τον βορά προς το νότο, έτσι ώστε να κολυμπάμε εκμεταλλευόμενοι την ροή του ποταμού. Τα ομορφότερα σημεία βρίσκονται στην αρχή και στο τέλος. Στη μέση το ποτάμι πλαταίνει αρκετά. Λίγοι είναι αυτοί που το κάνουν ολόκληρο. Επίσης, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει κανένας δρόμος σε κοντινή απόσταση. Αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση που μας συμβεί κάτι μέσα στο φαράγγι, η βοήθεια θα αργήσει πολύ να έρθει.
Διάσχιση μονοπατιού. Πηγές Αχέροντα - Πύλες Άδη
Από τις πηγές του Αχέροντα μπορούμε να ακολουθήσουμε το μονοπάτι που κινείται πάνω από το ποτάμι και αρκετά μακριά από αυτό. Αυτή διαδρομή προτείνεται για όσους δεν θέλουν να κολυμπήσουν ή σε περίπτωση που η είσοδος στο φαράγγι είναι αδύνατη λόγω κακοκαιρίας. Η πορεία διαρκεί περίπου πέντε ώρες και το μονοπάτι συναντάει το ποτάμι δύο φορές.
Χρήσιμες πληροφορίες
Πολλοί επιλέγουν τον Αχέροντα για ελεύθερη κατασκήνωση. Προσωπικά, δεν θα επέλεγα για κανέναν λόγο να κατασκηνώσω στη νότια πλευρά. Πολλοί στήνουν σκηνή μέσα στο μονοπάτι από το οποίο καθημερινά περνούν εκατοντάδες άνθρωποι, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η βόρεια πλευρά είναι πιο άγρια και απομονωμένη. Η κατασκήνωση γίνεται δίπλα σε μια γέφυρα πριν από το χωριό Σεριζιανά. Το μέρος προτείνεται για μυημένους. Σε περίπτωση που πάει κάποιος, ο οποίος αδιαφορεί για το περιβάλλον, υπάρχει μεγάλη περίπτωση να αντιμετωπίσει πρόβλημα. Εκτός από την ταβέρνα στο χωριό Σεριζιανά, δεν υπάρχει κάτι άλλο κοντά. Ωστόσο, 15 χιλιόμετρα μακριά βρίσκεται το χωριό Λούρος, από το οποίο μπορεί να προμηθευτεί κανείς τα απαραίτητα. Σε κάθε περίπτωση η ελεύθερη κατασκήνωση είναι παράνομη και γίνεται με δική μας ευθύνη.
Εάν είστε φανατικός φυσιολάτρης, αποφύγετε τη νότια πλευρά του φαραγγιού ή την επίσκεψη στην περιοχή τον μήνα Αύγουστο. Υπάρχει περίπτωση να δείτε ανθρώπους, οι οποίοι περπατούν στο φαράγγι με φραπέ και τσιγάρο στο χέρι- τα οποία σε πολλές περιπτώσεις μένουν εκεί.
Το ποτάμι πηγάζει από τα όρη Σουλίου, αλλά μέχρι να μπει στο φαράγγι διασχίζει μια μεγάλη κοιλάδα. Αυτό σημαίνει ότι πριν μπούμε μέσα στο φαράγγι θα πρέπει να δούμε το δελτίο πρόγνωσης καιρικών φαινομένων. Σε περίπτωση, που μας πετύχει καταιγίδα, καλό θα είναι να βγούμε από το ποτάμι και να κατευθυνθούμε προς το μονοπάτι, αρκεί να γνωρίζουμε από πια πλευρά του ποταμού βρίσκεται. Για να καταλάβει κανείς σε τι ύψος φτάνει το νερό τις βροχερές μέρες μπορεί να δει σε τι ύψος έχουν εγκλωβιστεί τα φερτά υλικά στο βόρειο μέρος του φαραγγιού- αρκετά μέτρα πάνω από την κοίτη του ποταμού, στα δέντρα.
Σε περίπτωση, που κάποιος θέλει να φωτογραφήσει, καλό είναι να γνωρίζει ότι το κολύμπι στο φαράγγι είναι υποχρεωτικό. Υπάρχουν δύο λύσεις για ασφάλεια. Η χρήση στεγανής τσάντας ή η χρήση ειδικής αδιάβροχης θήκης. Επίσης, σε πολλά σημεία στο βυθό του ποταμού υπάρχει άργιλος και γλιστράει, γεγονός που σημαίνει ότι ακόμη και στα ρηχά μπορούμε εύκολα να βρεθούμε μέσα στο νερό με την αγαπημένη μας φωτογραφική μηχανή αγκαλιά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου