Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

Φροσύνη (Καρύστιανη) Σουλίου Θεσπρωτίας. Δείτε τα video






Δείτε τα video






















Φροσύνη Σουλίου

Η Φροσύνη (Τοπική Κοινότητα Φροσύνης - Δημοτική Ενότητα ΣΟΥΛΙΟΥ), ανήκει στον δήμο ΣΟΥΛΙΟΥ της Περιφερειακής Ενότητας ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα "Καλλικράτης".

Η επίσημη ονομασία είναι "η Φροσύνη". Έδρα του δήμου είναι η Παραμυθιά και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.
Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο "Καποδίστριας", μέχρι το 2010, η Φροσύνη ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα Φροσύνης, της πρώην Κοινότητας ΣΟΥΛΙΟΥ του Νομού ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ.
Η Φροσύνη έχει υψόμετρο 604 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 39,4493352423 και γεωγραφικό μήκος 20,5974958627. Οδηγίες για το πώς θα φτάσετε στη Φροσύνη θα βρείτε εδώ.

Τι ήταν το Σούλι και η «Σουλιώτικη Συμπολιτεία».
Γύρω στο 1550(α) πολλοί χριστιανοί που ήθελαν να αποφύγουν την κατάπίεση και τον αναγκαστικό εξισλαμισμό των Τούρκων, ανέβηκαν στα Κασσιώπια όρη (σε μια τοποθεσία, η οποία βρίσκεται περίπου 100 χμ. Νοτιοανατολικά από τα Γιάννενα) και ίδρυσαν  εκεί το χωριό Σούλι. Το Σούλι βρίσκεται σε μια μικρή πεδιάδα, στην κορυφή ενός απότομου υψώματος, 600 μέτρα πάνω από την κοίτη του ποταμού Αχέρoντα. Ένα απότομο και πολύ επικίνδυνο μονοπάτι κατεβαίνει στο ποτάμι, ενώ πίσω του υψώνεται μια επιβλητική αλυσίδα βουνών, που ήταν η φυσική άμυνα του Σουλίου.
Με την προσέλευση πολλών κυνηγημένων από τους Τούρκους Xριστιανών, οι οποίοι εύρισκαν στο Σούλι καταφύγιο, δημιουργήθηκαν άλλα τρία χωριά πάνω στους ίδιους βράχους, (που ήταν ένα είδος φυσικών Κάστρων), κιέτσι σχηματίστηκε το «τετραχώρι», που το αποτελούσαν τα χωριά : Σούλι,  Σαμονίβα,  Κιάφα,  και  Αβαρίκος.
Όταν το τετραχώρι δεν μπορούσε να χωρέσει τους καινούργιους χριστιανούς, που συνεχώς ερχότανε για να ξεφύγουν την τουρκική καταπίεση, επειδή «Κατέφυγον εις Σούλιον άπαντες οι λίθον ξηρόν αντί δούλου θανάτου ασμένως προαιρούμενοι» (β), σχηματίστηκαν άλλα εφτά χωριά στις πλαγιές και στους πρόποδες των Κασσιώπιων βουνών. Τα χωριά αυτά ήταν :
το Τσεκουράτι, το Περεχάτι, τα Βίλια, το Αλποχώρι, η Κοντάτες, η Γκιονάλα, και η Ρουσιάτσα.

Συνολικά τα έντεκα αυτά χωριά, που αποτελούσαν την «Σουλιώτικη Συμπολιτεία», είχαν πληθυσμό έξι χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι 2000 ήταν πολεμιστές. Από την ίδρυσή της (1550) μέχρι την εγκατάλειψη του Σουλίου (1803) η Σουλιώτικη Συμπολιτεία ήταν πάντα αυτόνομη, ανεξάρτητη και ελεύθερη.
Οι Σουλιώτες δεν ήταν μόνο ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, εν μέσω καταπιεστικής Τουρκοκρα-τίας, αλλά είχαν καταφέρει  «δια των όπλων να κυριεύσουν εκ των Αγάδων Μαργαριτίου και εκ του Ισλάμ Πρόνιου της Παραμυθίας  εξήκοντα έξ χωρία»(γ), τα οποία πλήρωναν σ'αυτούς φόρο υποτέλειας. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών ονομάζονταν «παρασουλιώτες».(Κάντε εδώ Κλίκ για να δείτε τον Χάρτη της περιοχής με τα 11 κυρίως Σουλιτοχώρια και τα 66 χωριά, τα οποία πλήρωναν στο Σούλι φόρο). (Να βάλουμε εδώ τον σχετικό χάρτη)
Η αρχή του Δημοσίου Δικαίου, που σκέφθηκαν μόνοι τους και εφάρμοζαν οι Σουλιώτες ήταν η παρακάτω :
«Οι τόποι τους οποίους κατέχουν οι Τούρκοι, δεν ανήκουν εις τους Τούρκους. Είναι οι τόποι των πατέρων μας. Οι πατέρες μας εστερήθησαν αυτούς δια της βίας και ημείς τα τέκνα των και οι κληρονόμοι των, έχομεν δικαίωμα να ανακτήσωμεν, δια να ζήσωμεν, ο,τι δυνάμεθα δια της δυνάμεως να ανακτήσωμεν. Ως προς τους Έλληνας και τους λοιπούς Χριστιανούς, οι οποίοι μοχθούν χάριν των Τούρκων, άς λάβουν τα όπλα μαζί με ημάς δια να ανακτήσουν την κοινήν χώρα, ή ας υποταχθούν, ώστε ημείς να μεταχειρισθώμεν αυτούς, όπως εκείνοι, οι οποίοι μας είχον αρπάσει την χώραν».
Με άλλα λόγια έδιναν οι Σουλιώτες στους εαυτούς τους το δικαίωμα να «ανακτήσουν δια της δυνάμεως» (δηλαδή με πόλεμο) όσους τόπους μπορούσαν, και ακόμα μεταχειριζόταν τους λοιπούς Έλληνες και Χριστιανούς, αυτούς που δεν έπαιρναν τα όπλα για να πολεμήσουν μαζί τους, και οι οποίοι «μοχθούσαν χάριν των Τούρκων», όπως οι Τούρκοι τους ραγιάδες τους. Τους ανάγκαζαν δηλαδή να πληρώνουν στη Σουλιώτικη Συμπολιτεία φόρους υποτέλειας.  Αυτά ήταν τα έσοδα τους.
Υποσημειώσεις :
(α) Ο Χριστόφορος Περραιβός στο Βιβλίο του «Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας» που εκδόθηκε το 1803 στο Παρίσι γράφει : «. . . όθεν καθ' όλας αυτάς τας διηγήσεις , η χρονολογία του   Σουλλίου πιθανόν να μην υπερβαίνει τα δια-κόσια πεντήκοντα έτη.» (1803 - 250 = 1553).   Πρέπει επομένως το Σούλι να πρωτοκατοικήθηκε γύρω στα 1550
(β) I. Λαμπρινίδης, «Ηπειρωτικά Μελετήματα».
(γ) I.. Λαμπρινίδης , «Ηπειρωτικά Μελετήματα», 1880,
  













Προέλευση του ονόματος Σούλι και φυλετική καταγωγή των Σουλιωτών.
Για την προέλευση του ονόματος «Σούλι» υπάρχουν πολλές και αντικρουόμενες απόψεις. Σύμφωνα με τον Χριστόφορο Περραιβό, το όνομα οφείλεται σε κάποιον Τούρκαλβανό Σούλην ή Σούλιον, ο οποίος σκοτώθηκε στην τοποθεσία που βρίσκεται το Σούλι και από αυτόν πήρε το όνομα. ΄Αλλοι θέλησαν να ταυτίσουν το Σούλι με τους Σελλούς της Δωδώνης που αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα. ΄Άλλοι θεωρούν ότι η λέξη προέρχεται από τους Συλίονες που αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος και άλλοι από την πόλη Σόλλιον την οποία αναφέρει ο Θουκιδίδης.
Ο Πέτρος Φουρίκης(δ) θεωρεί την ονομασία αλβανική, εκ του Σούλ, που σημαίνει σκοπιά, βίγλα, την οποία έδωσαν στον τόπο οι πρώτοι αλβανόφωνοι κάτοικοί του.
Περισσότερο πειστικός και σαφής είναι ο Ι. Λαμπρίδης ο οποίος θεωρεί το τοπωνύμιο σαν προσωπωνύμιο που αντιστοιχεί σε όνομα αρχηγού εποικιστικού γένους, «. .ηγέτου επηλύδων ομωνύμου. Στρατιώτης και φυλάρχης πατριάς εκ της φυλής των Τσιάμιδων ήν ο Σούλης, ός σκηνώσας εν τη νυν ομωνύμω περιοχή δέδωκε κατά το σύνηθες και το όνομα αυτού εις ταύτην» (ε). Τέλος η κα.Β. Ψιμούλη γράφει στο βιβλίο της «Σούλι και Σουλιώτες» :  «Θεωρώντας, συνεπώς, δομικό στοιχείο της λειτουργίας του γένους την ονομασία του ίδιου και της περιοχής εγκατάστασής του από το όνομα του ιδρυτή του, καταλήγουμε στην άποψη η οποία απόδέχεται ότι το όνομα Σούλι προέρχεται από πρόσωπο, αρχηγό γένους. Με την επικράτηση του ονόματος του αρχηγού και του γένους του στην περιοχή, οριοθετείται ο χώρος υπέρ αυτών, εξασφαλίζοντας έτσι τις σχέσεις κατοχής και νομής της περιοχής».
Σχετικά με την φυλετική  προέλευση των Σουλιωτών υπάρχουν πάλι τελείως διαφορετικές απόψεις. Κατά την γνώμη του Άγγλου Λόρδου Βύρωνα οι Σουλιώτες ήταν γνήσιοι Ελληνες, απόγονοι των αρχαίων Ηρακλειδών. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο «. .οι Σουλιώτες ήσαν κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών». Ο Μ. Μπενέκος στο Βιβλίο του «Οι αληθινοί Σουλιώτες» (σελ. 2 - 4) αναφέρει ότι οι Σουλιώτες ήταν καθαροί αρβανίτες, οι οποίοι ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι. Ο Πέτρος Φουρίκης γράφει επίσης ότι « . .ακολουθούντες την γραπτήν παράδοσιν και μαρτυρίας ξένων τινών περιηγητών, πιστεύουμε ότι οι πρώτοι καταφυγόντες εις τας κορυφάς των βουνων του Σουλίου ησαν Αλβανοί, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, κατά πάσαν πιθανότητα Τσάμηδες. Εις την αντίληψιν ταύτην συνεπικουρεί και το γεγονός ότι όλα συλλήβδην τα παλαιά τοπονύμια της περιοχής, μηδ' αυτού του Σουλίου εξαιρουμένου είναι αλβανικά. Συντρέχει επίσης εις την άποψιν ταύτην και το γεγονός ότι οι Σουλιώται εγνώριζον και μεταχειρίζοντο την αλβανικήν γλώσσαν».
Τέλος ο Ι. Λαμπρινίδης θεωρεί τον σουλιώτικο πληθυσμό κράμα μιας αρχικής ποιμενικής αλβανικής πατριάς, ήδη εγκατεστημένης στην περιοχή, στην οποία είχε δώσει και το όνομά της, και περιοίκων, αλβανοφώνων και ελληνοφώνων χριστιανών, που κατέφυγαν στο Σούλι στις αρχές του 17ου αιώνα προκειμένου να αποφύγουν οθωμανικές αυθαιρεσίες και συγγε-νικές αντεκδικήσεις(στ').
Υποσημειώσεις :
(δ) Π. Φουρίκης. «Πόθεν το όνομα Σούλι». Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος ετ. 1922, σελ 404
(ε) Ι.Λαμπρίδης, 1971, τχ. 3 σελ. 22
(στ') « Προς τους κατοίκους του Σούλη, πολλαχού της περιοχής αυτού κατά πατριάς εις 84 οικογεν. σκηνούντας, εχθρούς δε των εξισλαμισθέντων περιοίκων από του 1635 επισήμως κεκηρυγμένους και εκ φύσεως καλώς οχυρομένους, προσέτρεχον προς αποφυγήν βιαιοπραγιών, ή και ματαίωσιν αντιποίνων συγγενικών τιμωριών (γιάκ) και Έλληνες αλλαχόθεν. Μεταξύ δε των διαφόρων πατριών, αίτινες εκεί μετηνάστευσαν από της 4ης ιδίως δεκαετηρίδος του ΙΖ' αιώνος μέχρι των αρχών του ΙΗ' μνημονεύονται  «η του Ζέρβα» εξ ομωνύμου της Λάκκας Λελόβου χωρίου Ζερβό, η του Δράκου εκ του παρα την Καμαρίναν χωρίου Μαρτινών, ένθα μόνη ανέκαθεν η ελληνική γλώσσα ομιλείται. Η του Τζαβέλα εκ Δραγάνης, η του Μπούσμπου εκ Κορίστιανης, η των Πασσάτων εκ Βασταβέζ, η του Δαγκλή εκ Φαναρίου κ.λ.π.».
  
Η Οργανωτική δομή της Σουλιώτικης Συμπολιτείας.
Η μονάδα μέτρησης του πληθυσμού στους Σουλιώτες ήταν η Οικογένεια. Όλες οι συγγενικές οικογένειες αποτελούσαν μία Φάρα, ή γένος (ζ) στα ελληνικά.
«Εκάστη φάρα πείθεται εις τον διακεκριμμένον, και σημαντικώτερον  φύλαρχό της(η). Εις το Σούλλι κατώκουν τετρακόσιαι πεντήκοντα οικογένειαι, φυλαί δε αι εξής : Τζαβελλάται, Βοτζαράται, Δρακάται, Δαγκλιάται, Κουτζομικάται, Μπουτζάται, Σιάται, Καλογεράται,
Καραμπινάται, Βελιάται, Θανασάται(θ),  Κασκαράται, Τοράται, Μαντζάται, Παππαγιαννάται, Βασιάται, Τοντάται, Παλαμάται, Ματάται, Μπουζμπάται.
Εις την Κιάφαν, οικογένειαι ενενήκοντα, φυλαί δε τέσσερεις : Ζερβάται, Νικάται,Φωτάται, Πανταζάται.
Εις τον Αβαρίκον οικογένειαι εξήκοντα πέντε, φυλαί τρείς : Σαλαράται, Μπουφάται, Τζιορίται. 
Εις την Σαμωνίβαν, οικογένειαι πεντήκοντα φυλαί τρείς :  Μπεκάται, Δαγκλιανάται, Ηράται.»
Όλες οι φάρες από το Τετραχώρι και το Εφταχώρι ήταν 45.
Την Σουλιώτικη Συμπολιτεία, που ιδρύθηκε γύρω στα 1500, την αποτελούσαν τα κύρια Σουλιτοχώρια, δηλαδή το Τετραχώρι και το Επταχώρι. Γύρω από αυτά,  και κάτω από αυτά, υπήρχαν τα 66 χωριά των παρασουλιωτών περιοίκων.  Το πολίτευμα της Σουλιώτικης Συμπολιτείας λειτουργούσε σύμφωνα με μια σειρά από άγραφους νόμους.
Θεμελιώδεις θεσμοί(ι) ήταν :
   Η Εκκλησία του Δήμου.
   Η Γερουσία.
   Οι πολέμαρχοι με το πολεμικό Συμβούλιο.
Η εκκλησία του Δήμου συνεδρίαζε στον Αη-Δονάτο σε κρίσιμες περιστάσεις, όταν επρόκειτο να ληφθεί σοβαρή απόφαση για πόλεμο ή για ειρήνη.
Η Γερουσία είχε νομοθετικές δικαστικές, πολιτικές και ποινικές αρμοδιότητες, την συγκροτού-σαν οι αρχηγοί από τις 45 Φάρες.
Ο Χρ. Περραιβός γράφει σχετικά : « ουδένα νόμον γραπτόν, ούτε δικαστήριον τακτικό είχον οι Σουλλιώται, αλλά, δια την εσωτερικήν ευταξίαν, και πειθαρχίαν, όταν τις των πολιτών ήθελε πράξη τι αμάρτημα συνήρχοντο οι προεστώτες των φυλών, εξέταζον την υπόθεσιν και εξέ-διδον την απόφασιν προφορικώς, εις την οποίαν άνευ προφασιολογίας ώφειλεν ο καταδι-κασθείς να υπακούση, τουναντίον, υποχρεούτο η φυλή του να εκτελέση την απόφασιν δια της βίας.»
Δεκαμελές πολεμικό Συμβούλιο με τους αρχηγούς από τις 10 κυριότερες φάρες περιστοίχιζε τον Πολέμαρχο ο οποίος ήταν ο αρχηγός της μεγαλύτερης φάρας. Συνήθως κάποιος Τζαβέ-λας, ή κάποιος Μπότσαρης.
Οι Σουλιώτες δεν ασκούσαν κανένα επάγγελμα, εκτός από την κτηνοτροφία και τον πόλεμο, με τον οποίον προστάτευαν την ελευθερία τους και λεηλατούσαν του Αγάδες και τους Μπέϊδες της ευρύτερης περιοχής. Ο Περραιβός γράφει σχετικά. :
«. . ούτε τέχνην, ούτ' εμπόριον μετεχειρίζετό τις εξ αυτών, το μόνον και κύριον επάγγελμά των είναι η κτηνοτροφία. Όλη η σπουδή και αφοσίωσίς των παιδιόθεν περιστρέφεται εν τοις όπλοις, τα οποία περιπατούντες, καθήμενοι, τρώγοντες και κοιμώμενοι δεν αμελούσι.»
Υποσημειώσεις :
(ζ) Σαν γένος (Clan) ορίζεται σήμερα η οργανωμένη συγγενική ομάδα της οποίας τα μέλη συνδέονται με γενεαλο-γικούς δεσμούς και εντάσσονται σ'αυτήν μονογραμμικά είτε με βάση την καταγωγή από τον πατέρα, οπότε χαρακτηρίζονται ως πατρογονικά ή αρρενογονικά, είτε με βάση την καταγωγή από την μητέρα, οπότε θεωρούνται ως μητρογραμμικά. Τα μέλη όμως μιας συγγενικής ομάδας συνιστούν γένος όταν εκτός από τους παραπάνω δύο όρους εκδηλώνουν και έναν ορισμένο βαθμό συνοχής, αλληλεγγύης και κοινής δράσης στον οικονομικό, πολιτικό ή τελετουργικό τομέα. Οι σουλιώτικοι συγγενικοί σχηματισμοί εμφανίζουν όλα τα χαρακτηριστικά των οργανωμένων αιματοσυγγενικών ομάδων του τύπου του γένους. Τα μέλη του σουλιωτικού γένους συνδέονται μεταξύ τους με γενεαλογικούς δεσμούς. Η ένταξυ των μελών στα γένη γίνεται με βάση την καταγωγή από τον πατέρα. Καταγωγή  και διαδοχή είναι πατρογραμμικές. Με δεδομένη την αρρενογονική καταγωγή της ομάδας, πολύ ενδεικτική είναι η σημασία του αλβανικού όρου με τον οποίο αποδίδει ο Μάρκος Μπότσαρης  την ελληνική λέξη προπαππους ¨= γκής(gjish)  = το γένος, το σόϊ. Τα ονόματα των απογόνων επαναλαμβάνουν το όνομα του παππού, ή πατέρα, το οποίο επέχει συχνά τη θέση επωνύνου. Η συνηθεια των Σουλιωτών να χρησιμοποιούν το βαπτιστικό όνομα του πατέρα ως επίθετο γίνεται εμφανής στη Δηλοποίηση της 20ης Απριλίου 1820 της Τελεσιουργού Αστυνομίας της Κέρκυρας, όπου καταχωρούνται τα ονόματα ορισμένων καταδικασμένων σε εξορία Σουλιωτών. Τα ονόματα αυτά είναι :Γεώργιος Κιεράσσος του Κιεράσσου από το Σούλι. Χρήστος Γεώργιος του Γεωργίου από το Σούλι. κ.λ.π.
(η) Χριστόφορος Περραιβός «Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας» Αθήνα 1857.
(θ) Στη Φάρα των Θανασάτων ανήκουν οι οικογένειες των Σούλων, ή Σουλαίων.. Το όνομα της φάρας προήλθε από τον πρώτο Σούλο που τον λέγαν Θανάση  κιέτσι έγιναν Θανασάτοι. 
(ι) Γ.Αθανασιάδης-Νόβας στην Ομιλία του της 10.04.1957 για την 131 επέτειο της Εξόδου του  Μεσολογγίου.






















Το ιστορικό των Σουλιώτικων  οικισμών. Από τους τέσσερις σουλιώτικους οικισμούς, μόνο η Σαμονίβα έχει να παρουσιάσει μία συνεχή οίκηση μέχρι τις ημέρες μας. Μετά την πολιορκία του 1822 και τον εκπατρισμό των Σουλιωτών στα Επτάνησα, τα σπίτια των τεσσάρων οικισμών κατεδαφίστηκαν και απαγορεύθηκε δια παντός η παραμονή εμψύχων όντων στη περιοχή. Το 1825 ωστόσο, όπως αναφέρει ο Ι. Λαμ-πρίδης, οι αρχές του τόπου επέτρεψαν στον Νάστο Τόκα, από τα γειτονικά Δερβίζιανα, να κατοικήσει στην περιοχή για να παρασκευάζει τον άρτο της φρουράς των τριάντα στρατιωτών του Κάστρου της Κιάφας. Ο Νάστο Τόκας μετανάστευσε εκεί με τους τρείς γιούς του, οι οποίοι κατοίκησαν, μαζί με τις οικογένειές τους, σε τρία ερειπωμένα σπίτια της Σαμονίβας. ' Εκτοτε η Σαμονίβα κατοικήθηκε αδιάλλειπτα από τους απογόνους της οικογένειας Τόκα, οι οποίοι είχαν και την νομή των βοσκοτόπων της περιοχής.
Οι εγκαταλειμμένες εκτάσεις των Σουλιωτών κατανεμήθηκαν σε βοσκότοπους, που εκμισθώ-θηκαν από το τουρκικό δημόσιο σε κτηνοτρόφους από το Πόποβο (Αγ. Κυριακή). Η διάθεση αυτή των βοσκοτόπων της ευρύτερης περιοχής του Σουλίου συνεχίστηκε και από το ελληνικό δημόσιο έως το 1930, οπότε παραχωρήθηκαν σε Σκαπετινούς ως κτηνοτροφικοί κλήροι. Το 1927, ο Βουλευτής Ιωαννίνων Α. Μυλωνάς και γαμπρός του στρατηγού Παναγ. Γ. Δαγκλή, απογόνου της ομώνυμης σουλιώτικης οικογένειας,  ανέλαβε πρωτοβουλίες για την διάσωση του ιστορικού χώρου του Σουλίου. Σε σχετική πρόταση νόμου που κατέθεσε το 1927 στην Ελληνική Βουλή, πρότεινε ως αναγκαία μέτρα για τη συντήρηση και αξιοποίηση τουΤόπου,τη διάνοιξη δρόμου προσέλευσης στο Σούλι, τη διάσωση των οικιών από την πλήρη κατερείπωση, την κατασκευή ξενώνα, τη συντήρηση εκκλησιών και φρουρίων, καθώς και την εκμίσθω-ση από το δημόσιο των βοσκοτόπων του Σουλίου σε κτηνοτρόφους της περιοχής, ώστε από τα έσοδα των ενοικιάσεων να ενισχυθεί η συντήρηση των μνημείων του τόπου.
Όσον αφορά τις οικίες, οι οποίες είχαν κτισθεί στο μεσοδιάστημα από την Οικογένεια Τόκα,
το νομοσχέδιο αποδεχόταν την παραμονή τους στην κυριότητα των μελών της οικογένειας αυτής.
Το 1956 το Σούλι ανακηρύχθηκε διατηρητέος οικισμός και έκτοτε κατοικείται από τα μέλη της οικογένειας Τόκα και ορισμένους κτηνοτρόφους από το Πόποβο, οι  οποίοι εγκαταστάθηκαν σε 10  15 σπίτια που κτίστηκαν στο πρότυπο των παλαιοτέρων, υπό την εποπτεία της Εφορίας Βυζαντινών αρχαιοτήτων των Ιωαννίνων.
Από τα μέτρα που πρότεινε το 1927 ο Α.Μυλωνάς ορισμένα, όπως η διάνοιξη δρόμου, η κατασκευή ξενώνα, η αναστήλωση και συντήρηση οικιών, εκκλησιών και μνημείων έχουν σήμερα υλοποιηθεί.
Ο συνοικισμός Σούλι - Σαμονίβα αποτελούσε μέχρι το 1924 μέρος της κοινότητας Παλαιοχωρίου Βότσαρη. ΄Εκτοτε προσαρτήθηκε στην κοινότητα Αυλοτόπου, από την οποία αποσπάστηκε το 1932 για να αποτελέσει ξεχωριστή κοινότητα.
Την  01.01.1999 ιδρύθηκε η σύγχρονη κοινότητα του Σουλίου  με  το πρόγραμμα «Καποδί- στριας», ακριβώς 196 χρόνια μετά από την εγκατάλειψη της ιστοτικής «Σουλιώτικης Συμπο-λιτείας». Στη σύγχρονη κοινότητα του Σουλίου ανήκουν από την 01 Ιανουαρίου  του 1999 τα χωριά Αυλότοπος )Γκλαβίτσα), Κοθκοθλιοί, Σαμονίβα, Τσαγγάρι και Φροσύνη (καρύστιανη). 


Περήφανο Σούλι  

Στα νοτιοανατολικά της Θεσπρωτίας, ένας φιδίσιος δρόμος οδηγεί σε μια ορεινή, άγρια και απόκρημνη περιοχή όπου από τον 16ο αιώνα είχαν κτιστεί κάποια χωριά τα οποία τα κατοίκησαν άνθρωποι που έμειναν στην ιστορία για την γενναιότητα τους αλλά και για τον αδούλωτο χαρακτήρα τους. Είναι τα χωριά του Σουλίου.
Σήμερα υπάρχουν πέντε χωριά που ονομάζονται και Σκάπετα Σουλίου, Σκάπετα από το ρήμα σκαπετάω που σημαίνει ξεπερνώ την κορυφή του υψώματος και χάνομαι πίσω από αυτήν, δραπετεύω, διαφεύγω.


Αυτά τα χωριά θέλαμε να επισκεφτούμε θεωρώντας ότι η εποχή της άνοιξης είναι η καλύτερη για τέτοιου είδους εκδρομές. Είναι όμως και απρόβλεπτη. Από την προηγούμενη μας είχε προειδοποιήσει πως οι ζεστές και ηλιόλουστες μέρες που φώτιζαν τα χρώματα της Άνοιξης δεν θα συνεχιζόταν για πολύ. Μία μπόρα ήταν το πρελούντιο για αυτό που θα ακολουθούσε την επομένη που ήταν η μέρα της προγραμματισμένης εκδρομής μας. Το ουράνιο τόξο που φάνηκε στον ουρανό ήταν όμως το

σύνθημα για να μην ανατρέψουμε τα σχέδια μας. Και η αλήθεια είναι ότι τελικά δεν το μετανιώσαμε. 




Η είσοδος στον δρόμο που θα μας οδηγούσε προς τα χωριά του Σουλίου ήταν το όριο ανάμεσα στο σήμερα και το χτες, ανάμεσα στην ιστορία και τον μύθο, ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο. Ανεβαίνοντας στο βουνό είχαμε στα πόδια μας την πεδιάδα και τον Αχέροντα σαν φίδι να την χωρίζει στα δύο και να μας εκπλήσσει ύστερα από λίγο καθώς από τα σπλάχνα του άφησε να φύγει προς τις κορυφές των βουνών μία ομίχλη που μας τύλιξε για λίγο και στην συνέχεια απομακρύνθηκε από εμάς για να αγκαλιάσει τους απέναντι ορεινούς όγκους και να τους κρύψει από τα λαίμαργα μάτια μας.
Μετά από λίγα χιλιόμετρα διαδρομής δύο (!) πινακίδες που γράφουν ''Σούλι'' μας καλωσορίζουν στον τόπο που έχουν γραφτεί μερικές από τις πιο ηρωικές σελίδες της ιστορίας αυτής της χώρας. Οι Σουλιώτες πολλά χρόνια πριν από την επανάσταση του 1821 πολέμησαν για να μείνουν ελεύθεροι οργανώνοντας στα απρόσιτα κορφοβούνια την ''Σουλιώτικη Συμπολιτεία'' που αριθμούσε 122 χωριά με 25000 κατοίκους και που έμεινε αδούλωτη για παραπάνω από δύο αιώνες. τότε που η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν πραγματικά ακατανίκητη. Και αν δεν υπήρξε ο διχασμός ανάμεσα στις φάρες των Σουλιωτών, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Μποτσαραίους και τους Τζαβελαίους,  ο Αλή Πασάς ίσως δεν κατάφερνε να τους νικήσει.
Ο διχασμός και κατά πως λένε οι ιστορικοί η φιλαργυρία του  Γιώργη Μπότσαρη, όπως και η φιλοδοξία του να κυβερνήσει τους Σουλιώτες, τον ώθησαν να συνεργαστεί με τον Αλή Πασά και να διαθέσει τους άντρες τους να πολεμήσουν ενάντια στους μέχρι πριν λίγο συντρόφους του. Δυστυχώς αλλά η ιστορία της Ελλάδας έχει πολλές τέτοιες μελανές σελίδες.




Ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος που έγραψε ωδή με τριάντα στροφές αφιερωμένη ''Εις Σούλι'' ονομάζει την περιοχή ''Σελλαϊδα'' πιστεύοντας ότι οι Σουλιώτες είναι απόγονοι των Σελλών. Η ερμηνεία αυτή του ποιητή, σύμφωνα με τον ιστορικό Κων/νο Πανταζή, στηρίζεται στην ιστορική πραγματικότητα. Από το 800π.Χ. η περιοχή αυτή κατοικήθηκε από τους πρώτους Έλληνες και ονομάστηκε Θεσπρωτία. Από τα χωριά της Θεσπρωτίας  ανέβηκαν μεμονωμένες οικογένειες που δεν ανέχθηκαν τον ραγιαδισμό γύρω στο 1600 στα βράχια της Μούργκας και έχτισαν το Τετραχώρι.




Για πρώτη φορά οι Σουλιώτες εγκατέλειψαν το Σούλι μετά την πολιορκία του Αλή Πασά των ετών 1800-1803 και οι περισσότεροι βρήκαν καταφύγιο στην Κέρκυρα. Το 1820 μετά την συμμαχία τους με το Ισμαήλ Πασά επιστρέφουν για να αρχίσει ξανά η αναμέτρηση με τον τούρκικο στρατό το 1822 όπου και στις 2 Σεπτεμβρίου  του ίδιου έτους εγκατέλειψαν οριστικά το Σούλι.
Σήμερα αυτό που θυμίζει το ηρωικό παρελθόν του Σουλίου είναι η θέση Κούγκι όπου ο ηγούμενος μοναχός Σαμουήλ ανατίναξε το μοναστήρι για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων, απέναντι ακριβώς από το γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Δονάτου που χτίστηκε το 1793. Εκεί  κάθε χρόνο, την τελευταία Κυριακή του Μαΐου γίνεται αναπαράσταση του ολοκαυτώματος.




Αφήνουμε πίσω μας τα λίγα πέτρινα σπίτια του χωριού εκ των οποίων τα περισσότερα είναι ερημωμένα και έχουν πάρει το χρώμα της γης. Από τα παλιά σουλιώτικα σπίτια σώζονται μόνο δύο ενώ σήμερα στο Σούλι κατοικούν λίγες οικογένειες κτηνοτρόφων. Να σημειώσουμε ότι ο οικισμός του Σουλίου έχει ανακηρυχθεί διατηρητέος.
Επόμενη στάση μας το Τσαγγάρι. Η λέξη Τσαγγάρι μάλλον προέρχεται από την λέξη ''gora'' που θα πει βουνό και το πρόθεμα ''Za'' που θα πει πίσω από το βουνό. Μαζί με το Ιλλυρικό άρθρο i  γίνεται Zagari  που σημαίνει τοποθεσία πίσω από το βουνό. Είναι ένας μικρός οικισμός με 173 κατοίκους και με τον ιερό ναό της Αγίας Παρασκευής που έχει κτιστεί με πελεκητή πέτρα να δεσπόζει στην πλατεία του. Στα νοτιοανατολικά του χωριού υπάρχει και ο Άγιος Δημήτριος ο οποίος είναι αχρονολόγητος.




Μετά το Τσαγγάρι πήραμε τον δρόμο που μας έβγαλε στον Αυλότοπο που παλαιότερα ονομαζόταν Γλαβίτσα. Είναι ένα χωριό χτισμένο πάνω σε έναν λόφο με 233 κατοίκους έχοντας μία παλιά εκκλησία, την Αγία Κυριακή και εφτά εξωκλήσια. Στον Αυλότοπο υπάρχει και η πηγή ''Βλυτούρου''  στους πρόποδες του βουνού, ανατολικά του χωριού. Το νερό της πηγής αυτής αποκαλείται "Μάνα του νερού" και είναι από τα καλύτερα της Ελλάδας, γιατί από την ανάλυση του, αποδείχτηκε ότι έχει όλα τα απαραίτητα ενός άριστου νερού ιχνοστοιχεία, είναι εύγεστο και χωνευτικό ενώ χαρακτηρίζεται ιάσιμο για τους νεφροπαθείς.
Το επόμενο χωριό είναι οι Κουκουλιοί και πρέπει να ονομάστηκε έτσι γιατί η τοποθεσία

 μοιάζει με την θήκη του μεταξοσκώληκα, το κουκούλι, γιατί κουκουλώνεται από τα γύρω βουνά. Σ΄ αυτό το μικρό χωριό των 112 κατοίκων μας περιμένει μία ευχάριστη έκπληξη. Φτάνοντας σχεδόν στο τέλος του χωριού το τοπίο ξαφνικά γίνεται λευκό ενώ τώρα πια το χιόνι έχει πάρει την θέση της βροχής. Όσο προχωράμε το χιόνι γίνεται πιο πυκνό.



Αίφνης, πάνω σε μια στροφή αντικρίζουμε έναν γέροντα ο οποίος φορτωμένος με ξύλα κατεβαίνει από το βουνό. Το ίδιο έκπληκτος με μας σταμάτησε για μια στιγμή ενώ η αμηχανία και η περιέργεια  ήταν ολοφάνερα ζωγραφισμένη στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο του. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είχαμε δει εδώ και αρκετές ώρες. και εμείς πρέπει να ήμασταν οι μοναδικοί ξένοι άνθρωποι που είχε δει τους τελευταίους μήνες. Αφού ανταποδώσαμε στον συμπαθέστατο γέροντα τον χαιρετισμό συνεχίσαμε για λίγα μέτρα στον χιονισμένο δρόμο για να κάνουμε στροφή 180 μοιρών λίγο πιο πάνω ώστε να πάμε και στο τελευταίο χωριό του Σουλίου, την Φροσύνη.



Παλιότερα αυτό το χωριό των 170 κατοίκων λεγόταν Κορύστιανη πιθανά από την λέξη κορύτος που σημαίνει κοιλότητα σκαλισμένη σε κορμό δέντρου ή σε πέτρα για συλλογή νερού ώστε να ποτίζονται τα ζώα ή τα πτηνά. Πράγματι η τοποθεσία της Φροσύνης μοιάζει με λεκάνη. Σ΄ αυτό το χωριό, όπως εξάλλου και στα υπόλοιπα του Σουλίου οι κάτοικοι ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την κτηνοτροφία.
Ενώ διασχίζουμε το χωριό ξαφνικά ο δρόμος σταματάει πίσω από μερικά σπίτια ενώ ένα μονοπάτι που συνεχίζει από κει οδηγεί σε έναν χείμαρρο. Αυτό ήταν και το τέλος της διαδρομής μας στα χωριά του Σουλίου. Έτσι μετά από μία στάση λίγων λεπτών αποφασίζουμε για την επιστροφή μας. Και ενώ το τοπίο άλλοτε μας γαληνεύει με τις αποχρώσεις του πράσινου και άλλοτε μας αγριεύει με τους ορεινούς του όγκους σαν οπτική μελωδία εμφανίστηκε ένα μικρό σπιτάκι μπροστά μας που είχε για συντροφιά ένα δέντρο ντυμένο στα ροζ.  ήταν μία εικόνα που μόνο η φύση μπορούσε να δημιουργήσει.


 Κάποια από τα στοιχεία για τα χωριά του Σουλίου τα αντλήσαμε από το βιβλίο του Ελευθέριου Διαμαντή ''Σκάπετα Σουλίου - Το Σημερινό Σούλι''.


Φώτης Μαραζόπουλος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου