Κουρασμένη μάνα, πρόσφυγας απ το Αφγανιστάν του σπαραγμού. Ταξίδι σε βουνά και θάλασσες με ένα μωρό, ενάμιση - δυο μηνών λέει, στην αγκαλιά. Ακουμπισμένη βάρκα στα παράλια της Μυτιλήνης. Ο Σαλαάμ Ρασντί ως ανατολίτης, έγραφε στο ο «Κόσμος κάτω από τα πόδια της», πως όταν περνούσε πάνω την Τουρκία και έβγαινε στο Αιγαίο, με το αεροπλάνο, ένιωθε ένα αόρατο δίχτυ να σπρώχνει πίσω, με δύναμη τους ανατολίτες, σαν να απαγορευόταν η είσοδος στον αιθέρα της άλλης ηπείρου, της Ευρώπης, της Δύσης. Η μάνα αυτή, η Αφγανή, τόσο νέα, τόσο γενναία για να κυνηγά ελευθερία και σωτηρία, τρυπάει το δίχτυ της Ανατολής και φτάνει στο ακρογιάλι της Μυτιλήνης. Το μωρό πεινάει και κλαίει. Η μάνα αποκαμωμένη, δεν αντέχει ούτε να σκεφτεί τι θέλει και είναι ανήσυχο. Τρεις γιαγιάδες, απ αυτές με τις μαντήλες, τις λεύκες πλεξούδες τυλιγμένες γύρω απ το κεφάλι, τα μαύρα ρούχα της μνήμης των νεκρών και του πένθους της ζωής που πέρασε, κάθονται στο πεζούλι, όπως κάθε μέρα. Μοιάζουν με άλλες, ίδιες σαν αυτές, σ όλα τα πεζούλια, πάντα, παντού, στ ακρογιάλια και στα ορεινά χωριά αυτής τη χώρα. Μια ζωή τα χουν πει όλα. Τα ξέρουν όλα η μια για την άλλη. Δεν υπάρχει και ανάγκη να πολυμιλάνε αφού νιώθουν και αισθάνονται τον καιρό, τις εποχές, τη γλυκάδα ή τα δόντια του ήλιου. Αρκεί αυτή η ειρήνη! Έχουν μεγαλώσει παιδιά, εγγόνια, μικρότερα αδέλφια. Έχουν αναμετρηθεί με το θάνατο. Έχουν ζήσει τα γυρίσματα των αιώνων και τις αλλαγές της Ιστορίας. Αρρώστιες, πόλεμοι, καταστροφές, ξενιτιές, ξεριζωμοί, σεισμοί, αποχωρισμοί. Και φυσικά προσφυγιά. Η μισή Μυτιλήνη έχει έρθει κάποτε από απέναντι, απ τα ιερά παράλια των χαμένων πατρίδων για πάντα.

Οι γιαγιάδες, βλέπουν την εξουθενωμένη μάνα και το μωρό! Η μητρότητα είναι πάντα εκεί, ριζωμένη στα θηλαστικά σαν φύση. Ποια γυναίκα θα ακούσει βρέφος να κλαίει νηστικό και δε θα αισθανθεί πως οι γαλακτικοί της αδένες ετοιμάζουν το υλικό της ζωής; Όσο χρονών και να ναι! Οι γυναίκες με το ροζιασμένο δέρμα απ τη δουλειά των χρόνων της γης και του σπιτιού, αγγίζουν το μωρό, το παίρνουν, το χαϊδεύουν. Η μια αγκαλιάζει, η άλλη παίρνει το μπιμπερό με το γάλα, η τρίτη το ακουμπά στο πρόσωπο της, το σκαμμένο από θάλασσα, αέρα, αλάτι και ζωή. Είναι ζεστό! Για αυτό δε τρώει το «μωρουδέλι». Το κρυώνουν όπως έκαναν για τα δικά τους παιδιά και εγγόνια! Το γαληνεύουν και γλυκαίνει το μέσα, το έξω, το σύμπαν γύρω τους. Το μωρό τρώει. Η μάνα γελάει. Οι γιαγιάδες, γλυκές και γυναίκες πάντα, αγαλλιάζουν, ευχαριστημένες από την αίσθηση του μωρού, της συνέχειας, της ίδιας της ζωής! Ούτε ράτσες και φυλές, ούτε θρησκείες και ιερατεία, ούτε Χρυσές Αυγές και μίσος. Μόνο ένστικτο, γαλήνη, ανθρώπινο είδος, μητρότητα! Το αυτονόητο της κανονικότητας μας, της φύσης μας, της ανθρωπιάς μας. Χωρίς πόζα για το κλικ του φωτογράφου. Στιγμή ζωής είναι όλο αυτό, απλά και καθημερινά!
Ως τα πέρα πέρατα του κόσμου, όμως, η ανθρωπότητα θαυμάζει, συγκινείται, εντυπωσιάζεται απ την κανονικότητα τριών γιαγιάδων, ενός μωρού και μια μάνας στο ακρογιάλι της Μυτιλήνης. Από την Αυστραλία μέχρι την Αλάσκα και απ το Παρίσι μέχρι το Τόκυο, παντού όλοι μένουν έκθαμβοι απ το αυτονόητο της ανθρώπινης φύσης. Μικροβιακά συνηθισμένοι πλέον όλοι μας, πως η φιλανθρωπία υπάρχει μόνο, σε καμφουλισμένη διαφήμιση του «εγώ» της κοσμικότητας! Γιαγιάδες πιο ηλικιωμένες απ τις αρχοντικές κυρές της φωτογραφίας, τραβηγμένες απ τους πλαστικούς, με στόματα σα λουκάνικα και ρυτίδες τραβηγμένες ως τα αφτιά, σαν μάσκες, φωτογραφίζονται, στημένα, στο περιθώριο μιας πλουσιοπάροχης ζωής, με προκάτ ευαισθησία για τους κακατρεγμένους, που ο ίδιος ο πλούτος τους δημιούργησε ως κοινωνική γάγγραινα. Κομπάζουν και συγκινούνται από μόνες τους για την καλοσύνη τους! Νιώθουν νεράιδες - νονές του πόνου που τους ουρλιάζει πως είναι φταίχτρες, ρηχές και  νάρκισσοι! Κλικ με το μαλλί καλοχτενισμένο! Κλικ με το μακιγιάζ του πιο μοντέρνου μέικ απ άρτιστ! Κλικ με ένα ρούχο που κοστίζει όσο όλα τα μπουκάλια με γάλα των μωρών που φτάνουν στα ελληνικά νησιά και ακόμα παραπάνω!
Η αυτοδιαφημισμένη φιλανθρωπία, η επιδειξιομανής, υστερόβουλη, εγωκεντρική, υποκριτική, εγωπαθής, αυτοϊκανοποιούμενη ύπαρξη της, βραβεύεται με μεγάλες τελετές. Οι ηλικιωμένες πάμπλουτες κύριες, που δεν σέβονται ούτε το χρόνο ή οι σταρ του Χόλυγουντ, οι φτιαγμένες από στούντιο και σελιλόιντ, ή οι ντόπιες κακόμοιρο -διασημότητες ψευτοσυγκινούνται, χωρίς να ξεκολλήσει η ψεύτικη βλεφαρίδα ή να στάξει η μάσκαρα! Ελεγχόμενο το δάκρυ για να μην ξεφτιλιστούν και άβαφες! Τόσο, όσο η ευαισθησία, είπαμε! Βραβεία, λοιπόν, διασημότητα, γκαλά ανθρωπιστικά! Πονοκέφαλος για τα σινιέ ρούχα που θα εντυπωσιάσουν! Για τα παπούτσια, τα κοσμήματα, το καινούργιο λίφτινγκ! Τι κούραση να είσαι φιλ - άνθρωπος! Γιατί δεν ανήκουν σ αυτό το είδος, αισθάνονται, έτσι,  τουλάχιστον ως ημίθεες πως μπορούν να το αντιμετωπίσουν ως πετ! Και έχουμε συνηθίσει και εμείς και ο κόσμος όλος, προφανώς, στο είδος τους. Κυνικά αντιμετωπίζουμε την υποκρισία και λέμε, ας επωφεληθεί κάποιος πόνος, έστω και έτσι απ την κενοδοξία τους!
Όμως, αυτά είναι ένα σύμπαν έτη φωτός, μακριά απ το πλανήτη της ακρογιαλιάς στην Λέσβο. Οι τρεις γιαγιάδες δε θα πάρουν κανένα Νόμπελ Ειρήνης, ούτε και νοιάζονται αυτό. Το μωρό χόρτασε και τους χαμογέλασε. Η μέρα ήταν ζεστή. Η νεαρή μάνα γελούσε χαρούμενα και όλο νιότη. Η μυρωδιά του παιδιού, του καινούργιου ανθρώπου πέρασε στα δάχτυλα τους. Καλές μοίρες οι τρεις τους, έριξαν τα μαντήλια στους ώμους, να μη δει το μωρό το μαύρο και σκιαχτεί. Γέλασαν και οι ίδιες. Οι καλές πάντα Κλωθός, η Άτροπος και η Λάχεσις της κανονικότητας των ανθρώπων για ένα μωρό κάπου σε ένα νησάκι - βράχο, μέσα στο πέλαγος. Συνέχισαν μετά να υπάρχουν όλοι. Τι πιο σημαντικό για το είδος; Ένα πεζούλι και η γλύκα του φθινοπώρου! Η ειρήνη! Οι άνθρωποι.   

Της Αλεξάνδρας Τσόλκα