Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Το Βαριετέ «Εντελβάις» στα κατοχικά Γιάννενα


Οι καλλιτέχνες του Βαριετέ με μια κούκλα για τιςανάγκες του προγράμματο

Στις 5 Οκτωβρίου του 1943 ο κινηματογράφος Ορφέας ήταν κατάμεστος στα Γιάννενα. Αιτία η πρεμιέρα του «Βαριετέ-Εντελβάις» του γερμανικού θιάσου της Βέρμαχτ. Ο Η.Α. παρουσιάζει σήμερα τη σπάνια μαρτυρία του Ρόλαντ Σμιτ, ενός γερμανού στρατιώτη που υπηρέτησε στην πόλη ως μέλος του στρατιωτικού θιάσου-βαριετέ. 

Ψάχνοντας πρόσφατα στα ράφια ενός παλαιοπωλείου βιβλίων στο Βερολίνο, έπεσε στα χέρια μου ένα εκ πρώτης όψεως ασήμαντο βιβλιαράκι, με τον τίτλο «Το "Εντελβάις-Βαριετέ" της Πρώτης Ορεινής Μεραρχίας κάτω από τον ήλιο της Ελλάδας» (Das Edelweiß-Varieté der 1. Gebirgs-Division unter der Sonne von Hellas) και με συγγραφέα κάποιον Ρόλαντ Σμιτ (Roland Schmidt). Με το πρώτο ξεφύλλισμα του 80σέλιδου αυτού βιβλίου, που αποτελεί μια ιδιωτική έκδοση του συγγραφέα από το 1994, διαπίστωσα με έκπληξη, ότι κρατούσα στα χέρια μου μια σπάνια μαρτυρία ενός γερμανού στρατιώτη από τη θητεία του στα Γιάννενα, στο διάστημα μεταξύ Αυγούστου και Νοεμβρίου 1943, βασισμένη σε σημειώσεις του προσωπικού του ημερολογίου από εκείνη την εποχή. Πολυάριθμες φωτογραφίες και σκίτσα, που συνοδεύουν τη λιτή αφήγηση του βιβλίου, προσδίδουν μια επί πλέον αξία στις περιγραφές του συγγραφέα, ο οποίος δηλώνει επάγγελμα ζωγράφου και γραφίστα.

Το Βαριετέ
Ο Ρόλαντ Σμιτ,  γεννημένος το 1917, υπηρέτησε στη γερμανική Βέρμαχτ στο Σώμα των Αλπινιστών. Όταν βρίσκονταν στο ρωσικό μέτωπο, είχε την καλή τύχη, τον Ιανουάριο του 1942, να συμμετάσχει, μετά από εντολή του διοικητή της 1ης Ορεινής Μεραρχίας, στρατηγού Χούμπερτ  Λαντς (Hubert Lanz), στη δημιουργία ενός στρατιωτικού θιάσου-βαριετέ για την ψυχαγωγία των γερμανών στρατιωτών

Με τον ερχομό της Μεραρχίας στην Ελλάδα και την εγκατάστασή της στα Γιάννενα, ο θίασος αυτός, που έφερε, όπως και η αντίστοιχη Μεραρχία, το τιμητικό όνομα «Εντελβάις-Βαριετέ», ανασυγκροτήθηκε και έδωσε στη συνέχεια μια σειρά παραστάσεων στα Γιάννενα, τη Φλώρινα, την Κορυτσά, τους Φιλιάτες, την Ηγουμενίτσα, την Κέρκυρα και στους Αγίους Σαράντα. 

Το πρόγραμμα των παραστάσεων, τις οποίες μπορούσε να παρακολουθήσει, εκτός από τους στρατιώτες και ο ντόπιος πληθυσμός, υπήρξε πολυποίκιλο. Περιελάμβανε διάφορα χιουμοριστικά σκετς, ακροβατικά και ταχυδακτυλουργικά νούμερα, παραδοσιακά γερμανικά τραγούδια και χορωδιακές παρωδίες. Ο Σμιτ συμμετείχε, όπως αναφέρει,  ως «τραγουδιστής, ακορντεονίστας, κιθαρίστας, σκηνοθέτης προγράμματος και μπαλέτου και άλλων καλλιτεχνικών θεμάτων» στην 14μελή αυτή ομάδα. Στα Γιάννενα οι παραστάσεις δίνονταν στον κινηματογράφο του Ορφέα, που βρίσκονταν, ως γνωστόν, δίπλα στο Ξενοδοχείο Ακροπόλ, έδρα τότε της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης.  

Η πρεμιέρα του Βαριετέ δόθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1943 και θα πρέπει να στέφθηκε από εξαιρετική επιτυχία, αφού μετά από τρεις κατάμεστες παραστάσεις μέσα στην ίδια μέρα στον Ορφέα, η Διοίκηση ικανοποιημένη επιβράβευσε τους πρωταγωνιστές,  εκτός των άλλων και με «δυο καλάθια γεμάτα με εκλεκτά κρασιά». Εκείνο το διάστημα εμφανίζονταν στον Ορφέα σποραδικά και ένας ελληνικός θίασος, ενώ τακτικά γίνονταν επίσης προβολές γερμανικών κινηματογραφικών ταινιών. Η τελευταία παράσταση του «Εντελβάις- Βαριετέ» στα Γιάννενα ανέβηκε στις 14 Νοεμβρίου 1943.

Η ζωή στην πόλη
Οι καταγραφές για τα Γιάννενα στο ημερολόγιο του Σμιτ ξεκινούν στις 20 Αυγούστου 1943, ημέρα της άφιξής του στην Ηπειρωτική πρωτεύουσα. Στη πρώτη του βόλτα στην πόλη, που όπως σημειώνει, «φημίζεται για τις ωραίες και ελκυστικές γυναίκες της», έμεινε ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος. «Στα ξενοδοχεία κάθονται οι προύχοντες σαν να ζούσαν στις παλαιότερες εποχές. Σ' αυτή την πόλη στροβιλίζεται μια τόσο έντονη, ζωηρή, νοτιοευρωπαϊκή ζωή, που δεν συναντήσαμε πουθενά έως τώρα. Τα μαγαζιά, τα καρότσια με τις πραμάτειες, τα εργαστήρια, οι ταβέρνες είναι όλα ανοιχτά προς τη μεριά του δρόμου, συχνά υπαίθρια. Μπορεί να πει κανείς, ότι η ζωή κυλάει δημόσια, έξω στο δρόμο. ... Χαζεύουμε όλον αυτόν τον κόσμο και μας φαίνεται σαν να ζούμε μια μικρή περιπέτεια γεμάτη ερεθίσματα και ιδιαιτερότητες». 

Σε όλες τις σημειώσεις του ημερολογίου του είναι διάχυτη μια ευτυχία, η οποία οφείλεται στην ανέμελη και προπάντων ειρηνική καθημερινότητα, μακριά από στρατιωτικές ή άλλου είδους εγκληματικές επιχειρήσεις ενάντια στους αντάρτες ή τον άμαχο πληθυσμό. Το καθημερινό πρόγραμμα αποτελούνταν από τις διάφορες πρόβες, την κατασκευή των αυτοσχέδιων σκηνικών και πλακάτ ή το ράψιμο των απαραίτητων κοστουμιών. Ο καιρός συνέβαλε επίσης, εκείνη τη χρονιά, στην όλη «ειδυλλιακή» ατμόσφαιρα, αφού όπως περιγράφει ο Σμιτ, μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου είχαν καλοκαιρινές θερμοκρασίες και σχεδόν διαρκώς ηλιοφάνεια. Ακόμη και η ελονοσία που εξουθένωσε τον ίδιο, καθηλώνοντάς τον για πολλές ημέρες στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό, δεν φαίνεται να είχε χαλάσει την άριστη διάθεσή του. Επίσης, όταν εύρισκε χρόνο, έβγαινε συχνά και ζωγράφιζε στα διάφορα σοκάκια της πόλης, ενώ τις ζεστές μέρες δεν έλειπε από το πρόγραμμα το κολύμπι με την παρέα του στα νερά της λίμνης .

Η διαμονή
Τα μέλη του Βαριετέ είχαν το προνόμιο να φιλοξενούνται σε διάφορα επιταγμένα σπίτια μέσα στην πόλη και όχι στους στρατώνες, όπως η πλειοψηφία των υπόλοιπων στρατιωτών. Ο Σμιτ συγκατοικούσε με έναν συνάδελφό του σε ένα δωμάτιο στο φαρμακείο του Τζαβέλα – όπως αναφέρει - επί της οδού Αβέρωφ και δείχνει εξαιρετικά ενθουσιασμένος. «Οι σπιτονοικοκύρηδες  - γράφει στο ημερολόγιο - μιλάνε όλοι τους πολύ καλά γαλλικά, είναι πολύ φιλικοί μαζί μας και ταυτόχρονα συμπαθείς. Μιλάμε και εμείς γαλλικά και έτσι δεν έχουμε δυσκολίες στη συνεννόηση. Το δωμάτιό μας είναι ένα κόσμημα! Καθαρά στρωμένα κρεβάτια με χρωματιστές κουβέρτες, ένας μικρός καναπές με μαξιλάρια, κομοδίνο, ντουλάπα και νιπτήρας, έχουμε όλες τις ανέσεις». Τον σπιτονοικοκύρη του, κύριο Τζαβέλα, τον περιγράφει ως έναν «πολύ ευγενή και συμπαθητικό άνθρωπο». Τους αφηγήθηκε, ότι ο ένας από τους γιούς του ζούσε στο Αμβούργο και ο δεύτερος στην Αθήνα. Στο σπίτι αυτό μαζεύονταν συχνά οι καλλιτέχνες του Βαριετέ, έπαιζαν μουσική, μαγείρευαν, έτρωγαν και γλεντούσαν μέχρι αργά ή άκουγαν στο ραδιόφωνο τον Φύρερ, στα διάφορα διαγγέλματά του προς τον γερμανικό λαό.

Γεγονότα
Στις ημερολογιακές σημειώσεις του Σμιτ στο βιβλίο γίνονται ελάχιστες αναφορές στα διάφορα γεγονότα που διαδραματίζονταν τότε στην περιοχή. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1943 σημειώνει για την παράδοση των Ιταλών στο ημερολόγιό του: «Ήδη τις πρώτες πρωινές ώρες έγινε γνωστή η προδοσία του Μπαντόλιο. Η Ιταλία τερματίζει έτσι τον πόλεμο. Εδώ στα Γιάννενα αφοπλίζονται όλοι οι Ιταλοί και πρέπει να παραδώσουν τα πάντα. Ο Βιγκ και εγώ διακοσμούμε το δωμάτιό μας με καλλιτεχνικό γούστο. Μάθαμε απέξω και τα πέντε τραγούδια (της παράστασης). Μια παράσταση ενός (άλλου) γερμανικού Βαριετέ για το απόγευμα ακυρώθηκε».  Χαρακτηριστική είναι επίσης η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο δραματικό γεγονός του ολοκαυτώματος των Λυγγιάδων. Όταν στις 3 Οκτωβρίου 1943 ολόκληρη η πόλη γίνονταν θεατής του αφανισμού του μικρού αυτού χωριού στις απέναντι πλαγιές του Μιτσικελιού, ο Σμιτ σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Σήμερα θα ήταν κανονικά πρεμιέρα αλλά αναβλήθηκε λόγω της κηδείας του Σάλμινγκερ (σ.σ. του αντισυνταγματάρχη που είχε φονευθεί σε ενέδρα του ΕΔΕΣ κοντά στο Κουκλέσι, και κηδεύτηκε στη Πρέβεζα). Το πρωί κάναμε μερικές πρόβες το μπαλέτο. Ετοιμάστηκε και το τρίτο πλακάτ. Το βράδυ ακούσαμε μουσική από το ραδιόφωνο στο γραφείο του φαρμακείου». 
Σε ολόκληρο το ημερολόγιο δεν υπάρχει καμία κριτική, όσον αφορά τον πόλεμο, όπως επίσης  δεν υπάρχει καμία μορφή εκθειασμού του ναζισμού και των επίσημων εκφραστών του. Εκτός αυτού, απουσιάζει εντελώς κάποια αναφορά στην αντίσταση του υπόδουλου ελληνικού λαού απέναντι στον κατακτητή, η οποία τότε γίνονταν ολοένα και πιο αισθητή. Εκείνο που γενικότερα διακρίνει κανείς στις ημερολογιακές σημειώσεις του Σμιτ, είναι η καθημερινή του προσπάθεια να απολαύσει όσο γίνονταν περισσότερο αυτό το απροσδόκητο δώρο στη θητεία του, (που ήταν το Βαριετέ), μέσα στην δημιουργική θαλπωρή της ομάδας των καλλιτεχνών συναδέλφων του, με τους οποίους μοιράζονταν πάνω απ' όλα την αγωνία της επιβίωσης από την κόλαση του πολέμου.

Σήμερα
Με τις δυνατότητες που προσφέρει σήμερα το διαδίκτυο, μπόρεσα να βρω και να έρθω σε επαφή με τον Ρόλαντ Σμιτ, ο οποίος ζει σε βαθειά γεράματα σε μια μικρή πόλη στη νότια Γερμανία. Όταν στη σύντομη τηλεφωνική μας επικοινωνία ανέφερα ότι κατάγομαι από τα Γιάννενα, η φωνή του πήρε αμέσως ένα πιο ζεστό χρώμα και η όλη διάθεσή του ζωντάνεψε. Δεν ξαναπήγε ποτέ από τότε στα Γιάννενα, μου είπε, και ότι νοσταλγεί πάντοτε εκείνη την ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του στην πόλη μας. Θυμόταν επίσης καλά, με πόσο «πόνο στη καρδιά» αποχαιρετούσε για πάντα, στις 18 Νοέμβρη του 1943, αυτόν τον μικρό προσωπικό του «παράδεισο», τραβώντας για τις επόμενες θύελλες του πολέμου.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου