Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

'''Αρωμα μνήμης''. Το βιβλίο της Πρεβεζάνας συγγραφέα Χαράς Παπαβασιλείου - Κουμουλλή



Χαρά Παπαβασιλείου, Άρωμα μνήμης, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013, σ. 242

Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη κυκλοφόρησε το 2013 η συλλογή διηγημάτων, με τον παραπάνω τίτλο, της Χαράς Παπαβασιλείου. Το εξώφυλλο, τοπίο στη γαλήνη, είναι πίνακας του Χρ. Πάτσαλου.
Η συλλογή, που αποτελείται από είκοσι διηγήματα, είναι το πρώτο βιβλίο της Χαράς Παπαβασιλείου, που υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Στα διηγήματα αυτά, που παρουσιάζονται ανθρώπινες ιστορίες και περιστατικά που άλλοι θα προσπερνούσαν, είναι διαρκώς παρόν το βιωματικό στοιχείο. Οι ιστορίες των ανθρώπων φανερώνουν ότι η αληθινή τέχνη δεν έχει ανάγκη τις ακρότητες ή τις υπερβολές. Συνεκτικό στοιχείο των ιστοριών είναι η μνήμη, που άλλοτε συντηρεί και λυτρώνει και άλλοτε αποτελεί αφετηρία στοχασμού.Στη συλλογή αναμοχλεύονται στιγμιότυπα, εικόνες, εμπειρίες και ευαισθησίες, που συγκροτούν μια ευρεία περιοχή, τον ιδιαίτερο χωροχρόνο της συγγραφέως. Από τηδική της οπτική γωνία η Χαρά Παπαβασιλείου, με τη δική της ξεχωριστή ματιά,απομονώνει πρόσωπα και γεγονότα που τα ακινητοποιεί για να τα φωτίσει πολυπρισματικά. Κάθε διήγημα, όπου κι αν εκτυλίσσεται, στην Άρτα, στην Αθήνα,στην Κύπρο ή όπου αλλού, στο μακρινό ή στο πρόσφατο παρελθόν, αποτελεί άσκηση ευαισθησίας, λογοτεχνικής και κοινωνικής.
«Ας μη μ’ ελέγχ’ κανένας. Αρκεί πο ’χω τ’ συνείδησή μ’ ήσυχ’», ανταπαντούσε ο κυρ Σταύρος κιαφού ακουμπούσε τον πενιχρό οβολό του στο τραπέζι για τα έξοδα της ημέρας,άρπαζε το πηλήκιό του και με δυο δρασκελιές βρισκόταν κιόλας στο δρόμο της γειτονιάς με τα ομοιόμορφα προσφυγικά σπίτια τα κρυμμένα πίσω απ’ τις πανύψηλες σαν την κορμοστασιά του ντάλιες και τις φουντωτές ορτανσίες. Τον διέσχιζε ευθυτενής ως δωρικός κίων κι αγέρωχος σαν άτι περήφανο χωρίς να κοιτά, λόγω παρωπίδων, δεξιά κι αριστερά, παρά μόνο μπροστά. Κατευθυνόταν με βήμα ταχύ προς το ενετικό φρούριο, που σκαρφαλωμένο στα βράχια της θάλασσας περιφρουρούσε, φρουρούμενο και το ίδιο απ’ τους άγρυπνους φρουρούς, την ασφάλεια της πόλης,κρατώντας τους κινδύνους μακριά απ’ τους ακίνδυνους πολίτες»[1].








Η περιγραφή, με τις λεπτομέρειες, τις μεταφορές και τα σχήματα λόγου, δίνει στο κείμενο σφρίγος και λειτουργικότητα. Δεν περιορίζεται δηλαδή στην απεικόνιση του χώρου, στην προβολή χαρακτηρολογικών γνωρισμάτων,στη δύναμη της στιγμής, στις απροσδόκητες συνάφειες, αλλά υπηρετεί έμμεσα την αφήγηση. Η ιδιοσυγκρασιακή ιδιαιτερότητα του κυρ Σταύρου καθορίζει την πορεία των γεγονότων «με δυο δρασκελιές», με τη φυγή του βάζει σε κίνηση τα γεγονότα. «Η Φρόσω με τον απόηχο του συζυγικού ‘Όχι’στ’ αυτιά της και βυθισμένη στο έρεβος των συλλογισμών της αναμείχθηκε στο σκοτεινό βασίλειο της κουζίνας της»[2].
Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνει η συγγραφέας τον ορισμό του διηγήματος από τον Ν. Πολίτη: «το διήγημα περιστρέφεται «εις έκθεσιν μιας περιπετείας ή εις ψυχολογικήν  ανάλυσιν ενός αισθήματος ή εις περιγραφήν χαρακτήρος… είναι ο χώρος της μοναδικής αφήγησης»[3].
Η Χαρά Παπαβασιλείου, που κατέχει την τέχνη της περιγραφής,χρησιμοποιεί και τα τρία είδη της ως ένα μέσο αφηγηματικού ρεαλισμού. Στα διηγήματα εναλλάσσονται τα τρία είδη της περιγραφής: η περιγραφή ως αποτέλεσμα δράσης, ως αποτέλεσμα λόγου, ως αποτέλεσμα πράξης[4].Η περιγραφή-θέαμα άλλοτε λειτουργεί ως το πλαίσιο της δράσης και άλλοτε ως μέσο δραματοποίησης. «Θυμάμαι τα πέτρινα σκαλοπάτια που με οδηγούσαν στο καταφύγιό της στο βάθος της αυλής με τις πορτοκαλιές. Με υποδεχόταν στο κεφαλόσκαλο με το γνωστό της μειδίαμα ζωγραφισμένο στο οβάλ πρόσωπό της και τη θλίψη στα μεγάλα βελούδινα μάτια της.Ευπρεπής και φιλόξενη, φειδωλή όμως στα λόγια, με κερνούσε πάντα κάτι για τις λιχουδιές που της έστελνε η μάνα μου. Και περιμένοντας το «πηγαινέλα» της χάζευα συνεπαρμένη τον αέρινο βηματισμό της και τις καλοσχηματισμένες  μπούκλες των μαλλιών της, που ακουμπούσαν στη ρίζα του λαιμού της»[5].
Η περιγραφή – λόγος χρησιμοποιείται με εξαιρετικό τρόπο από τη Χαρά Παπαβασιλείου. Έχει την ικανότητα μάλιστα να παρουσιάζει στοιχεία της λογοτεχνικής και ιστορικής παράδοσης, εν είδει αφηγηματικού σχολίου. «Η δε Κλειώ, καθώς πλησίαζε στο σπίτι της προφανώς προβληματισμένη, συμπέρανε πως μόνο έρωτας δεν ήταν αυτός που σώριασε λιπόθυμο το θύμα του στα σκαλοπάτια. Μοιραία ήρθαν στο μυαλό της και οι στίχοι από το χορικό της Αντιγόνης του Σοφοκλή: «Έρως […] ο εν μαλακαίς παρειαίς νεάνιδος ελλοχεύει». Και τον πατέρα της, που πάλι βάλθηκε, μόλις την είδε, να τηςυπενθυμίσει τα περί Μπαβία και άλλων δαιμονίων, «Μα είχε ένα φεγγάρι απόψε να σου μαχαιρώνει την καρδιά», αποκρίθηκε σιβυλλικά κι έγειρε στο προσκεφάλι της μήπως κι ονειρευόταν τον έρωτα που ξαγρυπνά στα τρυφερά μάγουλα των κοριτσιών»[6].Το σχόλιο που παρεισφρέει στην αφηγηματική ροή συνδυάζει και υλοποιεί τη σκηνοθετική και την επικοινωνιακή λειτουργία και δίνει στο διήγημα ένα ξεχωριστό γνώρισμα, μια πρωτοτυπία στη σύνθεση του υλικού. Το σχόλιο υπηρετεί πολλαπλές λειτουργίες: η ασημαντότητα των περιστατικών ανάγεται σε «αλήθεια» και αφορμή στοχασμού και αναστοχασμού, ο αφηγηματικός λόγος εμπλουτίζεται, η επικοινωνία με τον αναγνώστη παραμένει γοητευτική και το αφήγημα αποκτά ιδεολογική διάσταση. «Πάντως στον αστερισμό της καλής μας νεράιδας το κενό μας δρομάκι άστραφτε από πάστρα ανθρωπιάς. Έτσι απ’ τον πυθμένα των παιδικών μου αναμνήσεων αναδύεται η Κλεοπάτρα, ελπίδα που μένει για να συντηρεί ό,τι ωραίο γεννιέται μέσα μας,ευαίσθητο και λεπτό»[7].
Η περιγραφή – πράξη έχει τη θέση της στα διηγήματα της Χ.Παπαβασιλείου. Η δύναμή της έγκειται στο ότι η χωρικότητα (ενέργειες προσώπων σε χώρο) εξελίσσεται σε χρονικότητα (διαδοχή πράξεων). Έτσι η περιγραφική λεπτομέρεια καθίσταται μέσο με αισθητική αξία, που προσδίδει ιδιαιτερότητα στη λογοτεχνική πράξη. «Η Έλλη αισθάνεται τυχερή, αφού το τελευταίο καρβέλι το μοιράζεται με την αμέσως προηγούμενη στη σειρά. Το τυλίγει στο χαρτί που κουβαλάει μαζί της και ξεκινάει να φύγει.Κατηφορίζει βιαστική τη λεωφόρο, όταν ένας σαλταδόρος, ένα παιδί, της το αρπάζει ξαφνικά από τα χέρια κι εκείνη τρέχει ξοπίσω του, μαζί της κι άλλοι δυο τρεις που αντιλαμβάνονται τη σκηνή, μα ο μικρός το βάζει στα πόδια κι εξαφανίζεται σε μια στοά. Κάποιος από αυτούς που τον κυνηγούν τον προλαβαίνει,τον πιάνει κι εκείνος σκοντάφτει και πέφτει κάτω. Φτάνει και η Έλλη σέρνοντας το σπασμένο στο ένα της πόδι τσόκαρο. Προσπαθούν να πάρουν το ψωμί απ’ τα χέρια του, μα εκείνος ακόμα κάτω, όχι μόνο δεν το αφήνει αλλά κρατώντας το γερά κόβει μεγάλες δαγκωματιές και τρώει. Δυο Γερμανοί περαστικοί βλέποντας τη σκηνή και γελώντας για το «αστείο» της υπόθεσης σπεύδουν κι αυτοί να βοηθήσουν, οπότε η Έλλη σκύβοντας στο αυτί του μικρού κάτι του ψιθυρίζει. Ύστερα τον βοηθά να σηκωθεί και του λέει δυνατά: «Χτύπησες; Πάμε τώρα στο σπίτι, θ’ ανησυχούν οι δικοί σου»[8].
Χωρίς αμφιβολία τα διηγήματα της Χ. Παπαβασιλείου είναι οργανωμένα και συγκροτημένα κείμενα με λογοτεχνικότητα και τεχνική αρτιότητα.Μικρά καθημερινά γεγονότα αποκτούν υπόσταση. Ορισμένα διαθέτουν πρωτοτυπία θέματος, όπως το διήγημα «η Φρίντα και η Κρατούλα», ενώ άλλα αναδεικνύουν το μικρό και συνηθισμένο σε αφετηρία προβληματισμών και το καθιστούν μοναδικό,όπως «ο Γώγος και το τροπάριο της Κασσιανής». Η ψυχολογική ανάλυση, ωςαποτέλεσμα οξυδερκούς παρατήρησης, συνεπαίρνει τον αναγνώστη και τον σπρώχνει σεμονοπάτια μνήμης ξεχασμένα, στις παρυφές συχνά της ορθολογικής συμπεριφοράς. «Κι αν τύχαινε να παίζει το ραδιόφωνο κανένα απ’ τα αγαπημένα του δημοτικά, ιδίως τον τσάμικο ή τον καλαματιανό, πεταγόταν ξεδιπλώνοντας μαντήλι και χέρια μαζί στον αέρα, όπως φτερούγες αετού, κι άρχιζε το χορό.  Κανένας δεν χόρευε έτσι όμορφα τσάμικο. Πατούσε με δύναμη στην αρχή στη γη, λες κι επιδίωκε σαν τον Ανταίο ν’αντλήσει δύναμη, και μετά, μόλις που την άγγιζε ξαναγινόταν είκοσι χρονών «σαν τον Αϊ-Γιώργη ωραίος, λίγο πιο μικρός». Και καθώς ετοιμαζόταν να φέρει στην πρώτη του γυροβολιά, έβαζε τα δυο του δάχτυλα τούτη τη φορά στο στόμα κι ακουγόταν το σφύριγμά του όπως του τσοπάνη το σελάγισμα στον κάμπο και το λαγκάδι»[9].
Στα διηγήματα της συλλογής είναι φανερή η διάκριση μεταξύ Fabula (ιστορίας),του ακατέργαστου δηλαδή υλικού των κειμένων, των βασικών χρονοαιτιολογικών σχέσεων και sjužet (πλοκής), του τρόπου με τον οποίο το υλικό αυτό διευθετείται και παρουσιάζεται στο κείμενο – αφήγημα. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι μετέχει συνεχώς στη διαδικασία της διευθέτησης του υλικού. Η αίσθηση αυτή οφείλεται στην καλά καθορισμένη και σχεδιασμένη δομή του διηγήματος, στη χρήση εικόνων που είναι παραστατικές και ευκρινείς και στο λεξιλόγιο που αποδίδει λεπτές αποχρώσεις διανοημάτων και συναισθημάτων. «Αντέχει πιο πολύ να ξεγλιστρά απ’ τα δόκανα των αρπακτικών. Κι αντέχει τα πολλά γλοιώδη βλέμματα, τα ειρωνικά και ταπεριπαικτικά. Ελίσσεται και ξεφεύγει με το χέρι της γροθιά κρυμμένη κάτω απ’ το δίσκο της γκαρσόνας. Κι αντέχει ακόμα πιο πολύ τα βάσανά της, γιατί τις νύχτεςπου πηγαίνει, χωρίς πια και να ’ρχεται, στο άθλιο καμαράκι της την περιμένουν σε μια φωτογραφία, εικόνα ιερή, πάνω στο κομοδίνο της τα δύο της παιδιά, που πριν ξαπλώσει το κουρασμένο της κορμί τα παίρνει στα χέρια της, τα γεμίζει φιλιά και τα κλείνει στην αγκαλιά της. Κι ύστερα πιάνει την κουβέντα μαζί τους»[10].Η Χ. Παπαβασιλείου απομακρύνεται από την «ολέθρια επιδημία», όπως αποκαλεί ο Ί. Καλβίνο[11]τη χρήση λέξεων που χαρακτηρίζονται από απροσδιοριστία, ασάφεια, υποτιθέμενο μεγαλείο.
Εν τέλει η πρώτη απόπειρα της Χ. Παπαβασιλείου να υποτάξειτο άμορφο υλικό της Μνημοσύνης σε διηγήματα είναι πετυχημένη. Ο χαμηλός και ισορροπημένοςτόνος του λόγου,  η πρωτοτυπία τηςσύνθεσης, η ενάργεια της γλώσσας, το προσωπικό σχόλιο αποτελούν τα ποιοτικάσυστατικά της συλλογής. Η υπόρρητη ανθρωπιά, που αποτελεί το συνεκτικό στοιχείοτου υλικού, αποκαλύπτει μια κύρια πτυχή της προσωπικότητας της Χ. Παπαβασιλείου[12],την αγάπη της για τον Άνθρωπο.

[1]Χ. Παπαβασιλείου, Άρωμα μνήμης, σ.34-35
[2]Ό.π., σ. 35.
[3]Δες σχετικά: Μουλλάς Π., Α. ΠαπαδιαμάντηςΑυτοβιογραφούμενος, Αθήνα 1980, Ερμής, σ. μ ς’
[4]Διεξοδική ανάλυση των ειδών της περιγραφής, με εφαρμογή στο έργο του Αλ.Παπαδιαμάντη, γίνεται στο έργο της Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αφηγηματικές Τεχνικές του Παπαδιαμάντη, 1887-1910, εκδ. Κέδρος, σ.105-167.
[5]Χ. Παπαβασιλείου, ό.π., σ. 16.
[6]Ό.π., σ. 29.
[7]Ό.π., σ. 21-22.
[8]Χ. Παπαβασιλείου, ό.π., σ. 74-75.
[9]Χ. Παπαβασιλείου, ό.π., σ. 176.
[10]Όπ., σ. 82.
[11]Σχετικά με την ακρίβεια της λογοτεχνικής γλώσσας δες το κεφάλαιο «Ακρίβεια» στοβιβλίο του Ί. Καλβίνο Τα αμερικανικάμαθήματα, Αθήνα 2013, εκδόσεις Καστανιώτη, σσ. 81-106.
[12]Δες σχετικά με την παρουσία του λογοτέχνη στο έργο του στο βιβλίο του Γ. Αράγη Ζητήματα λογοτεχνικής κριτικής, τ. Γ’,εκδόσεις Σοκόλη, σσ. 51-54.







Απόσπασμα από το βιβλίο
Η Λαοκρατούλα που όλη την ώρα ρούφαγε και ξαναρούφαγε τη συναχωμένη της μυτούλα, άνοιξε τα ολοστρόγγυλα ματάκια της διάπλατα, σαν είδε τη βασίλισσα να'ρχεται προς το μέρος της. Την ακούμπησε στο κεφάλι της και κοιτώντας την γλυκά την ρώτησε: "Πώς σε λένε;" Μούγκα η μικρή! Πώς να ξεστομίσει τέτοιο όνομα στη Φρειδερίκη; Αν και παιδί, ωστόσο ήταν αρκετά ώριμη στο μυαλό η Κρατούλα και κρατήθηκε. Ώσπου να ξαναρωτήσει η άλλη, σαν δεντρογαλιά πετάχτηκε η Λόλα, η αδελφή της, από πίσω και της σφύριξε στο αναψοκοκκινισμένο αυτάκι της: "Μαρία, πες Μαρία". "Μαρία με λεν..."είπε η Κρατούλα. Κι από τότε την φώναζαν οι δικοί της Τούλα, ούτε καν Κρατούλα. Σκέτο Τούλα, γιατί που ξέρεις; Μπορεί συνειρμικά να πήγαινε ο νους στο πρώτο συνθετικό του ακμάζοντος την περίοδο του Εμφυλίου ονόματος και στα συνθήματα του παρελθόντος "Ο λαός στην εξουσία, λαϊκή κυριαρχία" κι αχ αυτά τα φαντάσματα! Για τέτοια ήμασταν πάλι; Τράβηξε τι τράβηξε η οικογένεια στη δίνη του Εμφυλίου!



Βιογραφικό


Φιλόλογος, συγγραφέας. Εργάστηκα ως καθηγήτρια στη δημόσια εκπαίδευση επί τριάντα χρόνια.

Γεννήθηκα στη Πρέβεζα, όπου τελείωσα και το Δημοτικό σχολείο. Οι γυμνασιακές μου σπουδές μοιράστηκα μεταξύ Αίγινας και Λευκάδας. Σπούδασα κλασσική φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Παιδαγωγικά και Ψυχολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Εργάστηκα τριάντα χρόνια ως καθηγήτρια στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. 

Διάφορα διηγήματά μου έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά:
1. «ΗΠΕΙΡΟΣ ΑΠΕΙΡΟΣ ΧΩΡΑ», 
2. «ΑΡΤΙΝΗ ΕΥΘΥΝΗ», 
3. «ΤΑ ΛΕΥΚΑΡΑ» 
4. «Srcripta manent»
και στη εφημερίδα: ΗΧΩ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ


Δείτε τα video







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου