Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Ο Ελληνικός Κινηματογράφος στα χρόνια της Μεταπολίτευσης


Ο Κινηματογράφος όντας η έβδομη τέχνη αλλά και ως μέσο έκφρασης και πολιτισμού, βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με την εποχή του. Οι καλλιτέχνες επηρεάζονται από τα γεγονότα και τις εξελίξεις της κοινωνίας μέρος της οποίας αποτελούν, αλλά και επηρεάζουν με τη σειρά τους, τους θεατές και κοινωνούς των έργων τους. Με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων της μεταπολίτευσης στο σημερινό μας αφιέρωμα, επιχειρούμε μία μικρή ιστορική αναδρομή στον ελληνικό κινηματογράφο.
Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, οι Έλληνες σκηνοθέτες συνεχίζουν την έτσι κι αλλιώς αμείωτη πορεία τους που ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών με ταινίες οι οποίες διαπνέονται από έντονη πολιτική χροιά προσπαθώντας να φέρουν στο φως θέματα του παρελθόντος. Παράλληλα και προσπαθώντας να οραματιστούν το μέλλον, δίνουν τη δική τους οπτική γωνία, εκφράζοντας την αγωνία τους, για την ελληνική κοινωνία που ανασυντάσσεται, έτσι όπως τη φαντάζονται οι ίδιοι να αντικατοπτρίζεται μέσα από τα έργα τους.

Στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ «Στοργή στο λαό» του Βασίλη Δούβλη - το οποίο είχαμε την ευκαιρία να το παρακολουθήσουμε φέτος τον Μάρτιο στο 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και λίγο αργότερα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ CineDoc - γίνεται κατανοητό με τον σαφέστερο τρόπο το θέμα της λογοκρισίας στον κινηματογράφο την περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα (1967-1974), βασισμένο στο άγνωστο μέχρι τώρα αρχείο της χούντας.


Το ντοκιμαντέρ, περιλαμβάνει αποσπάσματα από ελληνικές και ξένες ταινίες, που λογοκρίθηκαν ή απαγορεύθηκαν στα χρόνια της δικτατορίας, επίκαιρα της εποχής, συνεντεύξεις σκηνοθετών, καθώς και απόρρητα έγγραφα που έρχονται για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας, δίνοντας μια αποκαλυπτική εικόνα των μηχανισμών ελέγχου του καθεστώτος, αλλά και συνθέτοντας συγχρόνως, μια τοιχογραφία της εποχής.


Το φιλμ περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, συνεντεύξεις αλλά και μαρτυρίες Ελλήνων σκηνοθετών, από τον Γιώργο Σταμπουλόπουλο, τον Παντελή Βούλγαρη και τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο, μέχρι τον Νίκο Κούνδουρο και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Μέσα από το εν λόγω ντοκιμαντέρ ζωντανεύει ουσιαστικά μέσα από τις αφηγήσεις των δημιουργών μία ολόκληρη εποχή, καθώς γίνεται αντιληπτές οι επικίνδυνες και συχνά πυκνά παράλογες συνθήκες κάτω υπό τις οποίες οι Έλληνες σκηνοθέτες καλούνταν να γυρίσουν την ταινία τους.

  Δείτε το video.


  Χαρακτηριστικές δημιουργίες της εποχής:
  • «Κιέριον» του Δήμου Θέου, που αναφέρεται στη γνωστή «υπόθεση Πολκ», τη σχετική με τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζωρτζ Πολκ ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα για να πάρει συνέντευξη από τον Μάρκο Βαφειάδη και κατά μυστηριώδη τρόπο βρέθηκε δολοφονημένος.
  • «Μέγαρα» των Γιώργου Τσεμπερόπουλου και Σάκη Μανιάτη, ένα ντοκιμαντέρ για τον αγώνα που έδωσαν οι αγρότες στα Μέγαρα ενάντια στις απαλλοτριώσεις των κτημάτων τους.
  • «Τραγούδια της Φωτιάς» του Νίκου Κούνδουρου, ένα ντοκιμαντέρ που αποτυπώνει την αντίδραση του ελληνικού λαού στη χούντα των συνταγματαρχών και τους πανηγυρισμούς μετά την πτώση του καθεστώτος. Παρουσιάζονται οι δύο συναυλίες που έγιναν το 1974 για την υποστήριξη του αγώνα των Κυπρίων, οι πορείες του 1974 για την επέτειο του Πολυτεχνείου, η αναπαράσταση των βασανιστηρίων στα οποία υποβλήθηκε ο αγωνιστής του ΠΑΜ Χρήστος Ρεκλείτης και η κηδεία του Κύπριου Δώρου Λοΐζου.
  • «Αττίλας '74» του Μιχάλη Κακογιάννη, ντοκιμαντέρ που καταγράφει την κατάσταση στην Κύπρο μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της χούντας του Ιωαννίδη και τη συνακόλουθη τουρκική εισβολή, με συνεντεύξεις πολιτικών, όπως ο Μακάριος και ο Σαμψών.
Η πολιτική ελευθερία, ωθεί τους Έλληνες σκηνοθέτες στο να σχολιάσουν απαγορευμένα μέχρι τότε θέματα και στη δημιουργία ταινιών που αναφέρονται στα χρόνια πριν, μετά αλλά και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο μικρασιατικός πόλεμος, η δικτατορία του Μεταξά, η Εθνική Αντίσταση, ο Εμφύλιος και η δικτατορία των συνταγματαρχών αποτελούν θέματα που επανέρχονται στις ελληνικές ταινίες, χωρίς πλέον τον φόβο του κρατικού ελέγχου και της λογοκρισίας.


Οι ταινίες «Μέρες του '36», ο «Θίασος» και οι «Κυνηγοί» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, το «Χάππυ Ντέυ» και τα «Πέτρινα Χρόνια» του Παντελή Βούλγαρη, ο «Μάης» και το «Καραβάν Σαράι» του Τάσου Ψαρρά, το «1922» του Νίκου Κούνδουρου, ο «Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» του Νίκου Τζήμα, αποτελούν χαρακτηριστικές δημιουργίες της εποχής, οι οποίες θα λέγαμε ότι ουσιαστικά έρχονται για να καλύψουν το κενό και να μιλήσουν για τα όσα αποσιωπήθηκαν ή απαγορεύτηκαν για σχεδόν τριάντα χρόνια.


Ακολουθούν ταινίες με ιστορικές αναφορές σε άλλες εποχές, αλλά και με σαφείς αναφορές στις προσεγγίσεις και τις αναλύσεις της Αριστεράς, όπως η «Διαδικασία» του Δήμου Θέου, το «Μπορντέλο» του Νίκου Κούνδουρου και ο «Ελευθέριος Βενιζέλος» του Παντελή Βούλγαρη.

Το 1977 προβάλλεται στους κινηματογράφους η ταινία «Ο κυρ Γιώργης» με πρωταγωνιστή τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Η συγκεκριμένη ταινία, αποτελεί και το κύκνειο άσμα της θρυλικής «Φίνος Φίλμς» και στην ουσία σηματοδοτεί και την αλλαγή σελίδας στον κλασσικό ελληνικό κινηματογράφο που άνθισε τη δεκαετία του '60.


Η τηλεόραση, το βίντεο αρχικά και στη συνέχεια το CD / DVD και κυρίως το internet αλλά και η οικονομική κρίση, αποτέλεσαν διαχρονικά ανασταλτικοί παράγοντες τόσο στον παγκόσμιο όσο και στον ελληνικό κινηματογράφο. Στον αντίποδα φορείς όπως η Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση (ΕΡΤ) ΑΕ και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, βοήθησαν σημαντικά στην εξέλιξη του μέσου στη Ελλάδα.


Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ως νομικό πρόσωπο, προϋπήρχε της κρίσης, αλλά με άλλη επωνυμία.  Είχε ιδρυθεί το 1970 με το όνομα «Γενική Κινηματογραφικών Επιχειρήσεων», ως θυγατρική εταιρεία παραγωγής ταινιών μιας κρατικής τράπεζας - της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ) - στο πλαίσιο της τότε κρατούσας αντίληψης για τη βιομηχανική «διάσταση» του κινηματογράφου και κατά την περίοδο της δικτατορίας παρουσίασε περιορισμένο κύκλο δραστηριοτήτων.


Μετά τη μεταπολίτευση, τη προεδρία του φορέα ανέλαβε ο καταξιωμένος συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Τζαβέλλας ο οποίος, πραγματοποιώντας ανοίγματα και σε νεώτερους δημιουργούς, προχώρησε στην παραγωγή μιας σειράς φιλόδοξων ταινιών με αποκλειστική χρηματοδότηση του Οργανισμού, ο οποίος - επί των ημερών του - μετονομάστηκε σε Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Στις μέρες μας, η μέση ετήσια παραγωγή του ΕΚΚ σύμφωνα με τα στοιχεία του ίδιου του φορέα, είναι 15 ταινίες μεγάλου μήκους, 15 ταινίες μικρού μήκους και 3-4 ντοκιμαντέρ.

Όμως κινηματογράφος σημαίνει προβολή, έκθεση και τριβή με το κοινό. Γι' αυτό ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος που διαδραμάτισαν τα Φεστιβάλ τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων, στην παρουσίαση και συχνά πυκνά στη βράβευση και στην καταξίωση των Ελλήνων δημιουργών. Περίοπτη θέση βέβαια σε αυτή την προσπάθεια έχει το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.


Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι το κορυφαίο φεστιβάλ κινηματογράφου της νοτιοανατολικής Ευρώπης, το βήμα παρουσίασης της ετήσιας ελληνικής παραγωγής και το πρωτεύον και παλαιότερο φεστιβάλ στα Βαλκάνια για τις δημιουργίες νεοεμφανιζόμενων κινηματογραφιστών από όλο τον κόσμο. Εγκαινιάστηκε το 1960 ως Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου και από το 1992 έγινε διεθνές, περιλαμβάνοντας Διαγωνιστικό Τμήμα ταινιών μεγάλου μήκους πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών με την πρώτη ή τη δεύτερή τους ταινία.


Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αρχικά, αλλά στη συνέχεια και στα υπόλοιπα εγχώρια Φεστιβάλ - Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας / Νύχτες Πρεμιέρας, Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, Φεστιβάλ Δράμας κ.α. - το κοινό θα έχει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή μ' ένα πιο ανθρωποκεντρικό σινεμά και να γνωρίσει το έργο σκηνοθετών όπως οι: Τ. Μαρκετάκη, Φρ. Λιάππα, Αντ. Αγγελίδη, Ν. Παναγιωτόπουλος, Ν. Νικολαΐδης, Στ. Τορνές, Π. Τάσιος, Λ. Ξανθόπουλος, Κ. Φέρης, Λ. Παπαστάθης, Δ. Αβδελιώδης κ.α.


Ειδικότερα, από το 1990 κι έπειτα υποχωρεί όλο και περισσότερο η «ιστορική» θεματολογία και στο στόχαστρο των δημιουργών είναι πλέον ο άνθρωπος με τα προβλήματα και τις ανησυχίες του, ως μέλος της κοινωνίας. Στη δεκαετία αυτή, θα εμφανιστούν και με σχετική εμπορική επιτυχία ο Π. Χούρσογλου με το «Λευτέρη Δημακόπουλο», ο Σ. Γκορίτσας με το «Απ' το Χιόνι» και το «Βαλκανιζατέρ», η Όλγα Μαλέα με τον «Οργασμό της Αγελάδας», η Κ. Ευαγγελάκου με τον «Ιαγουάρο», ο Αντ. Κόκκινος με το «Τέλος εποχής», το «Από την άκρη της πόλης» του Κ. Γιάνναρη και στα τέλη της δεκαετίας το «Safe sex» των Ρέππα - Παπαθανασίου, χρησιμοποιώντας όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση, κυρίως τη γλώσσα της τηλεόρασης και έχοντας ως πρωταγωνιστές γνωστούς τηλεοπτικούς ηθοποιούς.

  Δείτε το video.


  Στο ίδιο μήκος κύματος θα κινηθεί και το ελληνικό ντοκιμαντέρ στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Όπως είδαμε και στην αρχή του αφιερώματος τα πρώτα χρόνια μετά τη Δικτατορία βρίθουν τα πολιτικά ντοκιμαντέρ. Ενώ στη συνέχεια οι δημιουργοί στρέφονται σε άλλα θέματα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την Λ. Βουδούρη με τον «Καραγκιόζη» και τον Δ. Βερνίκο με το πορτρέτο ενός βοσκού στο «Νικόλας». Στο φυσικό περιβάλλον, την επέμβαση του ανθρώπου, την τεχνολογία, αλλά και το κοινωνικό περιθώριο εστιάζουν: ο Κ. Βρεττάκος, ο Μ. Καραμαγγιώλης κι ο Δ. Κουτσομπασάκος, ενώ ειδική μνεία οφείλουμε να κάνουμε στην «Αγέλαστο Πέτρα» (2000) του Ά. Κουτσάφτη, που εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς. Κι εδώ καθοριστικό ρόλο για την εξέλιξη του είδους θα αποτελέσει η σύσταση του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης με την πρώτη διοργάνωση να πραγματοποιείται το 1999.

  Δείτε το video


  Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος παρά τις οικονομικές αντιξοότητες και την συχνά πυκνά έλλειψη στήριξης από μεριάς της πολιτείας, θα κερδίσει το καλλιτεχνικό και κατά περιπτώσεις, εμπορικό στοίχημα. Οι ταινίες του Λάνθιμου, του Οικονομίδη, της Τσαγγάρη, του Κούτρα, του Αβρανά και πολλών ακόμη σπουδαίων δημιουργών, θα καταφέρουν να δώσουν το στίγμα του εγχώριου κινηματογράφου και εκτός των ελληνικών συνόρων, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για τους συναδέλφους τους, αλλά και αφορμή συζήτησης και προβληματισμού για το κοινό...

Δείτε το video
 

 Παρουσιάζουμε παρακάτω κάποιες χαρακτηριστικές όσο και αγαπημένες δημιουργίες, οι οποίες διαδραμάτισαν τη δική τους μοναδική πορεία στην ιστορία και εξέλιξη του Ελληνικού Κινηματογράφου την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Ταινίες όπως ο «Θίασος» (1975) του Θόδωρου Αγγελόπουλου, η «Γλυκιά Συμμορία» (1983) του Νίκου Νικολαΐδη, τα «Πέτρινα Χρόνια» (1985) του Παντελή Βούλγαρη, ο «Βυσσινόκηπος» (1999) του Μιχάλη Κακογιάννη, οι «Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας» (1978) του Νίκου Παναγιωτόπουλου, αλλά και η «Λούφα και Παραλλαγή» (1984) του Νίκου Περάκη, αποτέλεσαν δημιουργίες ορόσημα

«Ο Θίασος» (1975) του Θόδωρου Αγγελόπουλου

«Ήταν καλοκαίρι του 1964. Είχα τελειώσει τις σπουδές μου στη Γαλλία και επέστρεψα στην Ελλάδα για να δω τους δικούς μου. Το λεωφορείο από το αεροδρόμιο με άφησε στο Σύνταγμα. Κατευθύνθηκε με τον σάκο στον ώμο προς το σπίτι μου. Έπεσα πάνω σε μια φοιτητική διαδήλωση. Η αστυνομία είχε πέσει πάνω στα παιδιά και τα έδερνε. Εγώ δεν είχα καμία σχέση με αυτά που συνέβαιναν, έτσι συνέχισα τον δρόμο μου. Ε, έφαγα ξύλο. Μου σπάσανε τα γυαλιά. Γύρισα στο σπίτι μου πολύ αναστατωμένος. Ένιωσα σαν να βρισκόμουν μπροστά σ' ένα δίλημμα "σ' ενδιαφέρει αυτός ο τόπος ή όχι;" Είχα πει στη φίλη μου την Τώνια Μαρκετάκη που μου είχε προτείνει να κάνω κριτική κινηματογράφου στην εφημερίδα "Αλλαγή" ότι είχα έρθει στην Ελλάδα για να φύγω. Την άλλη μέρα την τηλεφώνησα και της είπα ότι θα μείνω. Κι έμεινα. Για να καταλάβω. Έκανα τις πρώτες μου ταινίες ("Αναπαράσταση", "Μέρες του '36", "Θίασος") για να καταλάβω την Ελλάδα...» Θόδωρος Αγγελόπουλος


Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σκηνοθετεί το πρώτο μέρος της Τριλογίας της Ιστορίας, τις «Μέρες του `36» (1972). Μετά από τρία χρόνια, και γυρίσματα στα κρυφά λόγω της απειλής της λογοκρισίας, ο Αγγελόπουλος επιστρέφει με την πιο φιλόδοξη και ίσως τη σπουδαιότερη ταινία της πλούσιας καριέρας του: «Ο Θίασος» (1975). Η ταινία, είναι ουσιαστικά μια ιστορική καταγραφή, φωτογραφίζοντας μια διαφορετική Ελλάδα, μέσα από έναν θίασο που γίνεται μάρτυρας της δραματικής εξέλιξης της Ιστορίας αλλά και της αναβίωσης του μύθου των Ατρειδών.

Η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 μέχρι το 1952, ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει μια θεατρική παράσταση του βουκολικού δράματος του Περεσιάδη, Γκόλφω η βοσκοπούλα. Μπροστά μας ξεδιπλώνεται τόσο η πολιτική ιστορία της Ελλάδας όσο και η ιδιωτική των μελών του θιάσου, που είναι ταυτόχρονα και μέλη της ίδιας οικογένειας. Οι δύο αυτές συνιστώσες, πλέκονται αξεδιάλυτα.


Στο ένα σκέλος, παρακολουθούμε όλη τη νεότερη ιστορία της Ελλάδος, μέσα από τη ματιά του Σκηνοθέτη, αποδομημένη και χτισμένη από την αρχή, έτσι όπως δυστυχώς, δεν τη διδαχθήκαμε, ποτέ. Από τις τελευταίες μέρες της δικτατορίας του Μεταξά, την έναρξη του πολέμου, την Ιταλική εισβολή, την Γερμανική κατοχή, την απελευθέρωση, την άφιξη των "συμμάχων" (Άγγλων αρχικά και Αμερικανών στη συνέχεια), καθώς και τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, μέχρι τις εκλογές του 1952...

Παράλληλα, γινόμαστε κοινωνοί στις τραγικές περιπέτειες της οικογένειας του Ορέστη, της αδελφής του, του πατέρα του, της μητέρας του και του εραστή της, οι οποίοι μας παραπέμπουν στον κεντρικό πυρήνα του μύθου των Ατρειδών. Ο πατέρας εκτελείται από τους Γερμανούς, μετά την προδοτική καταγγελία του εραστή της μητέρας, κι ο Ορέστης, αντάρτης της Αριστεράς, με τη συνεργασία της αδελφής, θα σκοτώσει επί σκηνής τη μητέρα του και τον εραστή της, για να έρθει και η δική του εκτέλεση κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν τη γενική καταστολή του ανταρτικού κατά τον Εμφύλιο. Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι η μεγάλη αδελφή, εκείνη που, κατά το σχήμα του μύθου, θα ήταν η Ηλέκτρα.


Η Ηλέκτρα, θα είναι και η μόνη της οικογένειας που, μετά τα δεκατρία χρόνια ιστορίας τα οποία πραγματεύεται η ταινία, μένει ως το τέλος και φροντίζει τον μικρό Ορέστη, τον γιο της μικρής αδελφής που έχει παντρευτεί έναν Αμερικανό αξιωματικό. Η χρονολογική πορεία της ταινίας, περίπλοκη και πολύπλοκη, κτίζεται με διαρκείς χρονικούς ελιγμούς και συνεχείς εναλλαγές εποχών. Η ταινία αρχίζει το 1952 και τελειώνει το 1939, μ' ένα πανομοιότυπο πλάνο.

Ο «Θίασος», είναι μία μακράς πνοής κινηματογραφική τοιχογραφία, η οποία απλώνεται από τις τελευταίες ημέρες της Δικτατορίας του Μεταξά, έως τον πρώτο καιρό της τυπικής αποκατάστασης της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και την άνοδο της Δεξιάς στην εξουσία το 1952. Μέσα από την περιπλάνηση ενός περιοδεύοντος θιάσου, η ιστορία της Ελλάδας περιπλέκεται με τις ιστορίες των ηθοποιών.


Η ταινία που γυρίστηκε υπό αντίξοες συνθήκες και προβλήθηκε το 1975, ουσιαστικά άνοιξε τις πύλες του τότε Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου στην Ευρώπη. Γνώρισε ενθουσιώδης κριτικές, από τον διεθνή κυρίως Τύπο και συγκέντρωσε πολλά βραβεία και διακρίσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα επτά Βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Φωτογραφίας, Ά Γυναικείου Ρόλου, Ά Ανδρικού Ρόλου και Βραβείο Κοινού). Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ των Καννών, καθώς και το Interfilm Award στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου.

Η σύλληψη και το σενάριο είναι επινόησης και γραφής του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μαζί με τον στενό του συνεργάτη και συγγραφέα, Πέτρο Μάρκαρη. Προκειμένου να εξασφαλίσει άδεια για τα γυρίσματα, υποβάλλει ψεύτικο σενάριο στον Ζουρνατζή, τον αρμόδιο υπουργό της κυβέρνησης Μαρκεζίνη το φθινόπωρο του 1973, λέγοντας ότι η ταινία είχε ως θέμα, τον μύθο των Ατρειδών...


Η Χούντα πέφτει, η ταινία ολοκληρώνεται αλλά και πάλι η αιώνια διχόνοια των Ελλήνων, κάνει την επανεμφάνιση της. Μόνο ως συγκλονιστικά, μπορούν να χαρακτηριστούν, τα όσα λέει ο ίδιος ο παραγωγός της ταινίας, ο Γιώργος Παπαλιός, φίλος και συνεργάτης του Θόδωρου Αγγελόπουλου:

«Η είδηση ότι η ταινία ήταν κάτι μεγάλο φτάνει στις Κάννες, αλλά η κυβέρνηση Καραμανλή, με το επιχείρημα ότι η ιδεολογία του "Θιάσου" ήταν μονόπλευρη και αριστερή, αρνείται να υποβάλει την ταινία ως κρατική εκπροσώπηση στο Φεστιβάλ. Έτσι προβλήθηκε στο "Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών" με αποτέλεσμα να προκαλέσει πανζουρλισμό. Με πιο κορυφαία και συγκινητική στιγμή όταν ο Γερμανός σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτζογκ σηκώθηκε, ανέβηκε στη σκηνή και φίλησε τα παπούτσια του Αγγελόπουλου. Χαμός!»

Στον «Θίασο», μας παρουσιάζονται όλα εκείνα τα συστατικά που χαρακτηρίζουν τον ιδιαίτερο Κινηματογράφο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Οι αργοί ρυθμοί, η χειρουργική ακρίβεια των πλάνων, το υπομονετικό ξετύλιγμα των ιστοριών του. Συστατικά ενός έργου, που μας παρουσιάζει μια άλλη Ελλάδα, αληθινή, μακριά από ηλιόλουστες παραλίες και τουριστικά αξιοθέατα...


Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί: Εύα Κοταμανίδου (Ηλέκτρα), Αλίκη Γεωργούλη (Μητέρα), Στράτος Παχής (Πατέρας), Μαρία Βασιλείου (Χρυσόθεμη), Βαγγέλης Καζάν (Αίγισθος), Πέτρος Ζαρκάδης (Ορέστης), Γρηγόρης Ευαγγελάτος (Ποιητής).

«Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία, αλλά δε μπορώ να κάνω το ταξίδι σας.
Είμαι επισκέπτης.
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά..
Κι έπειτα, δε μου ανήκει.
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι".
Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου, είχα πει κάποτε με υπεροψία.
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε.
Ότι δεν έχω, καν, όνομα.
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο.
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάζω. Ξεχάστε με στη θάλασσα.
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία.»

(Ανέκδοτο ποίημα του Θόδωρου Αγγελόπουλου, γραμμένο το 1982)

Δείτε το video


Γλυκιά Συμμορία (1983) του Νίκου Νικολαΐδη


«Οι κοινωνίες και οι θεσμοί βρίσκονται υπό συνεχή κρίση και ανεξέλεγκτη εξέλιξη. Οι διανοούμενοι (ποιοί και πόσοι τάχα;) βρίσκονται σε συνεχή νάρκη... Οκτώ χρόνια πριν το τέλος του 20ου αιώνα, δε θα ήθελα να επιβαρύνω την ήδη υπάρχουσα σύγχυση με την προσωπική μου θολή μαρτυρία. Επισημαίνω όμως τον απόλυτο θρίαμβο του κρατικού φασισμού, την οριστική εγκατάσταση του "στερεότυπου" και των μεταλλαγμένων και τέλος, την επιτυχή μεταμόσχευση του τηλεοπτικού κοντρόλ-σύστεμ στον κοινωνικό κορμό... Στην περίοδο που ζούμε ο καθένας πρέπει να εντάξει τον προσωπικό του εφιάλτη σ' έναν συλλογικό εφιάλτη και ν' αρχίσει να επεξεργάζεται μόνο αυτόν... Φριχτά δικαιωμένος που ο εφιάλτης προχωράει κατά κει που υπολόγιζα, δεν έχω να πω τίποτα άλλο...» Νίκος Νικολαΐδης


Πέντε ημέρες από τη ζωή μιας παρέας που ακροβατεί ανάμεσα στην εύκολη ζωή και τον κίνδυνο, τις μικροκλοπές και το μεγάλο κόλπο, τα κοφτά λόγια και την αφοσίωση. Μια παρέα που επιλέγει την πρόκληση και την παρανομία ως τη μόνη περιπέτεια στη σύγχρονη μητρόπολη και οδηγείται σταδιακά στο έγκλημα. Ο αστυνομικός κλοιός γύρω τους στενεύει, ο καθένας τους γνωρίζει ότι δεν υπάρχει ελπίδα διαφυγής κι όμως στέκονται δυνατοί μέχρι τέλους.

Το ημερολόγιο της ζωής και του θανάτου μια ομάδας «ανήθικων» νέων, που έχουν φτάσει στο σημείο της «μη επιστροφής» και αναζητούν κάτι να πιστέψουν και να πεθάνουν γι' αυτό. Η συμπεριφορά τους τραβάει την προσοχή του Κράτους. Αρχίζει η διακριτική παρακολούθησή τους. Μια ομάδα μυστικών περικυκλώνει το σπίτι τους με επικεφαλής έναν άγνωστο ξανθό άνδρα (Άλκης Παναγιωτίδης) και περιμένει...


Η Δέσποινα Τομαζάνη (Σοφία), η Δώρα Μασκλαβάνου (Μαρίνα), ο Τάκης Μόσχος (Αργύρης) και ο Τάκης Σπυριδάκης (Ανδρέας), είναι τέσσερις φίλοι, που επέλεξαν συνειδητά να πεθάνουν πίσω από τις κλεμμένες καραμπίνες τους, αντιμετωπίζοντας με ένα σαρκαστικό χαμόγελο τους διώκτες τους.

Η ταινία είναι μια μελέτη πάνω στο νέο πρόσωπο μίας αστικής κοινωνίας όπου όλοι παρακολουθούνται, ελέγχονται και λογοδοτούν για τις πράξεις τους. Είναι όμως και μια ιστορία χαράς και τρυφερής αγάπης. Μια μουσική θανάτου, μια αποθέωση χρωμάτων, γλυκιάς βίας και ονείρου.


Η ταινία θα εντυπωσιάσει και θα συγκινήσει το κοινό που θα την παρακολουθήσει. Στη Θεσσαλονίκη όπου και προβάλλεται στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, θα συγκεντρώσει ουκ ολίγα βραβεία: Βραβείο Ερμηνείας Α' Ανδρικού Ρόλου (Τάκης Σπυριδάκης), Φωτογραφίας (Άρης Σταύρου), Σκηνογραφίας (Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου), Ήχου (Μαρίνος Αθανασόπουλος), Μοντάζ (Ανδρέας Ανδρεαδάκης). Επίσης απέσπασε το Κρατικό Βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού και το Βραβείο Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας της Ένωσης Κριτικών Αθηνών.

Συνολικά στην καριέρα του ο Νίκος Νικολαΐδης, είναι ο μόνος Έλληνας σκηνοθέτης που βραβεύτηκε πέντε φορές με το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, χωρίς όμως ποτέ να του απονεμηθεί το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας...


«Η ταινία είναι μια μελωδία άγνωστη που τη νοιώθεις σαν να 'ρχεται απ' τα παλιά σου. Κάποτε νομίζεις πως την έπιασες και τη σιγοσφυρίζεις, μετά από λίγο σου ξεγλιστράει και απογοητεύεσαι, κι έπειτα, κάποιο βράδυ πετάγεσαι απ' τον ύπνο σου, σίγουρος πως την αιχμαλώτισες αυτή τη φορά, για να ξυπνήσεις το πρωί και να 'χεις ξεχάσει αν ήταν αλήθεια ή όνειρο.... Όχι, δεν ξέρω τι είδους ταινία είναι η "Γλυκιά Συμμορία"...» Νίκος Νικολαΐδης

Δείτε το video


«Τα Πέτρινα Χρόνια» (1985) του Παντελή Βούλγαρη


Πρόκειται για την αληθινή ιστορία ενός ζευγαριού αγωνιστών της αριστεράς, του Μπάμπη Γκολέμα και της γυναίκας του Ελένης, τους οποίους στον κινηματογράφο ερμήνευσαν οι Δημήτρης Καταλειφός και Θέμις Μπαζάκα. Η ιστορία αρχίζει το 1954, με τη γνωριμία τους και συνεχίζεται στα σκληρά χρόνια της παρανομίας, των διώξεων, συλλήψεων και φυλακίσεων.

Στον ελάχιστο χρόνο ελευθερίας που τους δίνεται, θα προσπαθήσουν να χαρούν ο ένας τον άλλο. Το 1967, με τη χούντα των συνταγματαρχών, η κοπέλα θα κλειστεί στις φυλακές Αβέρωφ, όπου και θα γεννήσει τον γιο της. Ο τελευταίος θα μεγαλώσει μέσα στη φυλακή και θα παντρέψει, επίσης στη φυλακή, τους γονείς του. Η λύτρωση για το ζευγάρι θα έρθει το 1974, με τη μεταπολίτευση...


Τα «Πέτρινα Χρόνια» (1985), αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής στο σινεμά του Παντελή Βούλγαρη. Το φιλμ  τιμήθηκε στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τα Βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Α' Γυναικείου Ρόλου για την συγκλονιστική ερμηνεία της Θέμις Μπαζάκα. Παράλληλα τιμήθηκε και με το Βραβείο της Καλύτερης Ταινίας από την Πανελληνία Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ).


Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι: Θέμις Μπαζάκα, Δημήτρης Καταλειφός, Μαρία Μαρτίκα, Ειρήνη Ιγγλέση, Νίκος Μπιρμπίλης κ.α. Αξίζει τέλος να σημειώσουμε ότι τη μουσική υπογραφή ο Σταμάτης Σπανουδάκης, το χαρακτηριστικό τραγούδι του φιλμ ερμηνεύει η Θάλεια Σπανού, ενώ στο κλαρίνο είναι ο Βασίλης Σαλέας.

Δείτε το video


«Βυσσινόκηπος» (1999) του Μιχάλη Κακογιάννη

Παρίσι, 1900. Η Άνυα, δεκαεξάχρονη κόρη της κυρίας Λιούμποφ Ρανέφσκι, φτάνει στη γαλλική πρωτεύουσα για να συνοδεύσει τη μητέρα της πίσω στη Ρωσία. Πέντε χρόνια πριν, όταν ο μικρός της γιος πνίγηκε στη λίμνη, η Λιουμπόφ εγκατέλειψε το πατρικό της κτήμα, πασίγνωστο για τον Βυσσινόκηπό του, και εγκαταστάθηκε στη Γαλλία με τον εραστή της, ο οποίος αφού σπατάλησε όλες τις οικονομίες της, την εγκατέλειψε.

Στον γυρισμό τους, βρίσκουν τον Βυσσινόκηπο να ανθίζει. Ο Γκάεφ, αδελφός της Λιούμποφ, είναι ένας χαριτωμένος αργόσχολος που τον φροντίζει ο ογδοντάχρονος υπηρέτης Φιρς, αφήνοντας τα πρακτικά ζητήματα στα χέρια της Βάρυας, θετής κόρης της Λιούμποφ. Παρόντες, για να καλωσορίσουν την ξενιτεμένη, είναι ο Λοπάχιν, ένας πλούσιος αλλά κάπως άξεστος έμπορος.


Η ταινία γυρίστηκε στη Βουλγαρία, στο κυνηγετικό περίπτερο, ενός εκ των παλατιών της πάλαι ποτέ βασιλικής οικογένειας. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Διονύση Φωτόπουλου έδεναν απόλυτα με την εποχή. Τα ρούχα ήταν αντίγραφα μουσειακών εκθεμάτων από την Αγγλία, ορισμένα, μάλιστα, ήταν αυθεντικά.

Βασισμένο στο θρυλικό έργο του Άντον Τσέχωφ, με μουσική του Peter Tchaikovsky και με σκηνικά - κοστούμια του Διονύση Φωτόπουλο, στον «Βυσσινόκηπο» (1999) του Μιχάλη Κακογιάννη, πρωταγωνιστούν οι: Άλαν Μπέιτς, Σάρλοτ Ράμπλινγκ, Κάτριν Κάρτλιτζ, Φράνσις ντε Λα Τουρ.

«Κάθε φορά που κάνω ταινία έχω ερέθισμα. Δεν κάνω ταινίες για να τις προσθέσω στο βιογραφικό μου. Αυτό νομίζω ότι βγαίνει σαφώς από την αρχή της καριέρας μου. Και με τη "Στέλλα" βγαίνει ο φεμινισμός και το "Κορίτσι με τα Μαύρα" δείχνει την καταπίεση στην επαρχία, οι "τραγωδίες" πάλι είναι πάντα σύγχρονες. Όλες οι ταινίες που σκηνοθέτησα είχαν και έχουν αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Και βέβαια, επειδή σέβομαι τρομερά τους μεγάλους συγγραφείς, είναι τιμή μου να συνεργάζομαι μαζί τους. Και με τον Ευριπίδη συνεργάσθηκα και συχνά συνεργάζομαι με τον Σαίξπηρ, γιατί ανεβάζω έργα του στο θέατρο» Μιχάλης Κακογιάννης

«Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας» (1978) του Νίκου Παναγιωτόπουλου

Τέσσερις άντρες, ένας πατέρας και οι τρεις γιοι του (Βασίλης Διαμαντόπουλος, Νικήτας Τσακίρογλου, Γιώργος Διαλεγμένος, Δημήτρης Πουλικάκος) κληρονομούν ένα αρχοντικό σπίτι, στη μέση ενός εύφορου κήπου. Μαζί με το σπίτι κληρονομούν και την όμορφη υπηρέτρια (Όλγα Καρλάτου), και πέφτουν σε λήθαργο, απ' τον οποίο βγαίνουν μόνο για να φάνε και να κάνουν σεξ με την υπηρέτρια.

Ο μικρότερος γιος δυσφορεί, εξαιτίας της κατάστασης και όταν βρίσκει τυχαία ένα βιβλίο με την ιστορία της γαλλικής επανάστασης, ξεσηκώνεται αποφασισμένος να ξεφύγει από τη στασιμότητα και τον εφιαλτικό εγκλεισμό. Ακολουθεί την υπηρέτρια και προσπαθώντας να βγει από την «κοιλάδα της νάρκης», αποκοιμιέται στον κορμό ενός δέντρου...


Μία από τις καλύτερες ταινίες - και προσωπικά αγαπημένη - στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Βαθιά συμβολική στα όρια του σουρεαλισμού, η δημιουργία του Νίκου Παναγιωτόπουλου ξετυλίγεται σαν ένα μεθυστικό παραμύθι, ασκώντας παράλληλα κριτική στα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας με ιδιαίτερα συμβολικό τρόπο.

Η οκνηρία εμποτίζει τον κόσμο των ηρώων μας και είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο η γυναίκα της ιστορίας μας εκπροσωπεί μέσα από τις πράξεις της τη θέληση και δράση. Μια ταινία έξω από τα καθιερωμένα της εποχής που προκαλεί την αστική τάξη και θυμίζει έντονα τις κορυφαίες δημιουργίες του Λουίς Μπουνιουέλ.


Αξίζει τέλος να επισημάνουμε ότι το φιλμ «Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας» (1978) του Νίκου Παναγιωτόπουλου, απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Λοκάρνο, ενώ τιμήθηκε και με το δεύτερο βραβείο στο Φεστιβάλ του Σικάγο. Το υπέροχο σενάριο, βασίζεται στο μυθιστόρημα του Cossery Albert: "Les Faineants Dans La Vallee Ferile".

Δείτε το video


«Λούφα και Παραλλαγή» (1984) του Νίκου Περάκη

«Αμφιβάλλω για το αν η πείρα βοηθά τα οράματα. Αρκετά χρόνια τώρα αντιμετωπίζω την ταινία που γράφω, σαν να ήταν η τελευταία μου. Γι' αυτό και είναι συχνά φορτωμένες σαν να ήταν η πρώτη μου. Θα ήθελα πάλι να γυρίσω μια κωμωδία σ' έναν χώρο όπως στο "Βίος και πολιτεία". Τώρα αν αυτός ο χώρος θα είναι η έπαυλη του τελευταίου μεγιστάνα που έμεινε στη χώρα ή ένα πτωχοκομείο σωματείου καλλιτεχνών ή μια πτέρυγα κρατουμένων πολιτικών, θα περιμένω λίγο την εξέλιξη της κρίσης για να μην κάνω πάλι λάθος προβλέψεις» Νίκος Περάκης

Ο στρατιώτης Γιάννης Παπαδόπουλος μετατίθεται από τα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα στην Αθήνα, στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού - Διεύθυνση Κινηματογραφίας. Σ' αυτή την προνομιακή θέση, πολύ κοντά στο σπίτι του, τη γυναίκα του και τις δίδυμες κόρες του, περνά σχετικά καλά, σκαρώνοντας διάφορες φάρσες με τους συναδέλφους του που υπηρετούν στη νεοσύστατη Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων.

Μαζί στήνουν έναν τηλεοπτικό σταθμό και παράλληλα βγάζουν κάποια λεφτά, γυρίζοντας ταινίες πορνό με μηχανές και φιλμ της υπηρεσίας. Ωστόσο, αυτή η τρελοπαρέα των φαντάρων τα βρίσκει σκούρα, όταν το πρωινό της 21ης Απριλίου του 1967, το στρατιωτικό πραξικόπημα του συνταγματάρχη Παπαδόπουλου βρίσκεται στη γέννηση του και τα τανκς κάνουν την εμφάνιση τους στους δρόμους της Αθήνας...


Περιέχοντας αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, η ταινία «Λούφα και Παραλλαγή» (1984) διηγείται τα έργα και τις ημέρες μιας ομάδας στρατιωτών που υπηρετούν τη θητεία τους στον τηλεοπτικό σταθμό της Υπηρεσίας Ενημέρωσης Ενόπλων Δυνάμεων (Υ.ΕΝ.Ε.Δ.), όταν ακόμα ονομαζόταν Τηλεόρασις Ενόπλων Δυνάμεων (Τ.Ε.Δ.) και στεγαζόταν στα κτήρια της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (Ευελπίδων 4) στην Αθήνα.

Στη διάρκεια των πρώτων μηνών του 1967 και του καθεστώτος της Χούντας των Συνταγματαρχών, ο σταθμός βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο, αλλά η παρέα των πρωταγωνιστών γρήγορα καταφέρνει να ξεπεράσει τις δυσκολίες ή τις απαγορεύσεις, υπονομεύοντας έμπρακτα τη σοβαροφάνεια, την άγνοια και την προπαγάνδα των συνταγματαρχών.

«Λούφα» στον στρατό χαρακτηρίζεται η αποφυγή της αγγαρείας, δηλαδή οποιασδήποτε εργασίας, ενώ «παραλλαγή» σημαίνει καμουφλάζ. Ο Νίκος Περάκης συνδυάζει τις δύο αυτές λέξεις και έννοιες, όχι μόνο στον τίτλο της ταινίας, αλλά κι ως ένα σχόλιο - κριτική στην κοινωνία, της οποίας ο στρατός παρουσιάζεται εδώ ως μία μικρογραφία του ελληνικού παραλόγου...

Η ταινία που είχε τόσο καλλιτεχνική όσο και εμπορική επιτυχία, προβλήθηκε στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου και απέσπασε τέσσερα Βραβεία στις κατηγορίες: Καλύτερης Ταινίας, Σεναρίου, Α΄ Ανδρικού Ρόλου και Μοντάζ. Στο καστ συμμετέχουν μία πλειάδα καλών ηθοποιών εκ των οποίων ξεχωρίζουν οι: Νίκος Καλογερόπουλος, Γιώργος Κιμούλης, Γιάννης Χατζηγιάννης, Τάκης Σπυριδάκης, Πάρις Τσέλιος, Φώτης Πολυχρονόπουλος, Παύλος Χαϊκάλης, Στέλιος Μάινας, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Χρήστος Βαλαβανίδης, Δημήτρης Πουλικάκος, Μιχάλης Μανιάτης, Τάνια Καψάλη.

Δείτε το video.


Γιώργος Ρούσσος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου