Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Aπό πού κι ως πού θα πρέπει οι φορολογούμενοι να επιδοτούν τις μεγάλες τράπεζες με 83 δις δολάρια το χρόνο;


Στην τηλεόραση, σε συνεντεύξεις, και σε συναντήσεις με επενδυτές, τα στελέχη των μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών -όπως ο διευθύνων σύμβουλος της «Τζ. Π. Μόργκαν» Τζέμι Ντάιμον (Jamie Dimon) έχουν βαλθεί να υποστηρίζουν πόσο σημαντικό πλεονέκτημα είναι το μέγεθος των τραπεζών τους για την ανταγωνιστικότητά τους: τις επιτρέπει να κάνουν οικονομίες κλίμακας και να είναι ανταγωνιστικές υπέρ των πελατών τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Τυχόν σμίκρυνσή τους, προειδοποιούν, θα περιόριζε την κερδοφορία τους και θα εξασθενούσε την διεθνή θέση της χώρας στο διεθνή χρηματοπιστωτικό στίβο!

Λοιπόν, τι θα λέγατε αν μαθαίνατε πως σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας οι μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες δεν είναι καν κερδοφόρες; Τι θα λέγατε αν μαθαίνατε πως τα δισεκατομμύρια δολάρια που σκοπεύουν να διανείμουν στους μετόχους τους προέρχονται σχεδόν καθ' ολοκληρίαν από την επιδότησή τους... από τους Αμερικανούς φορολογουμένους;

Καταλαβαίνω πως αυτό είναι κάτι που δύσκολα καταπίνεται. Αλλά είναι επίσης κρίσιμο προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε πόσο μεγάλη απειλή αντιπροσωπεύουν για την παγκόσμια οικονομία οι μεγάλες τράπεζες.

Ας αρχίσουμε από μερικά βασικά. Οι τράπεζες έχουν ισχυρό κίνητρο να γίνονται όλο και ογκωδέστερες και όλο και πιο δυσκίνητες. Όσο μεγαλύτερες είναι, τόσο καταστροφικότερη θα είναι τυχόν χρεοκοπία τους και τόσο βεβαιότερες είναι πως θα σε περίπτωση ανάγκης θα μπορούν να εκβιάσουν τη στήριξή τους από το κράτος. Το αποτέλεσμα είναι η έμμεση επιδότησή τους: οι τράπεζες που εν δυνάμει είναι πιο επικίνδυνο να χρεοκοπήσουν μπορούν να δανείζονται με χαμηλότερο επιτόκιο, διότι οι δανειστές τους γνωρίζουν πως είναι «πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν».

Πρόσφατα ορισμένοι οικονομολόγοι επιχείρησαν να υπολογίσουν ακριβώς πόσο έχει περιορίσει το κόστος δανεισμού των μεγάλων τραπεζών η κρατική βοήθεια. Σε μια εξονυχιστική σχετική προσπάθεια, δύο ερευνητές, ο Κενίσι Ουέντα (Kenichi Ueda) του «διεθνούς νομισματικού ταμείου» (ΔΝΤ) και η Μπέατρις Βέντερ Ντι Μάουρο (Beatrice Weder di Mauro) του πανεπιστημίου του Μέινζ προσδιόρισαν τον αριθμό αυτό στο 0.8%. Αυτή η «έκπτωση» αφορά όλες τις υποχρεώσεις τους, συμπεριλαμβανομένων των ομολόγων και των καταθέσεών τους.

Μεγάλη διαφορά. 


Μπορεί να μοιάζει μικρό, αλλά το 0.8% είναι πολύ σημαντική έκπτωση. Το 0.8% των οφειλών των δέκα μεγαλύτερων τραπεζών των ΗΠΑ σημαίνει κάτι σαν 83 δις δολάρια ετησίως. Είναι σαν να λέμε πως το κράτος επιδοτεί τις τράπεζες αυτές με 3 σεντς για κάθε δολάριο που εισπράττουν.

Οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες -η «Τζ. Π. Μόργκαν», η «μπανκ οφ Αμέρικα», η «σίτιγκρουπ», η «Ουελς Φάργκο» και η «Γκόλντμαν Σακς», ενθυλακώνουν τα 64 δις δολάρια αυτής της επιδότησης, πάνω κάτω δηλαδή όση είναι η δηλωμένη κερδοφορία τους (δείτε τους πίνακες στην αρχή του άρθρου). Με άλλα λόγια οι τράπεζες που βρίσκονται στην πρωτοκαθεδρία της αμερικανικής χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας, με ενεργητικό της τάξης των 9 τρις δολαρίων ή πάνω από το μισό του αμερικανικού ΑΕΠ, χωρίς την κρατική τους επιδότηση θα είχαν μηδενικό κέρδος! Τα κέρδη που αναφέρουν στους ισολογισμούς τους προκύπτουν ως επί το πλείστον από τη αναδιανομή εισοδημάτων... από τους φορολογουμένους στους μετόχους τους.

Ούτε τα στελέχη, ούτε οι μέτοχοι των τραπεζών έχουν το παραμικρό κίνητρο να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Αντιθέτως: σε κάθε εκλογικό κύκλο, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος δαπανάει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε δωρεές προς υποψηφίους και σε άσκηση πιέσεων, με κύριο σκοπό να συνεχιστεί αυτή η επιδότησή τους. Το αποτέλεσμα είναι η υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και του συνεπαγόμενου υπερδανεισμού. Ούσες ανεξέλεγκτες, οι υπερ-τράπεζες τελικά απαιτούν την ενίσχυση του κράτους με ποσά όμως που υπερβαίνουν τους πόρους του. Σκεφτείτε μια τραπεζική αποσταθεροποίηση σαν εκείνη του 2008 ή του 2009, στην οποία όμως το κράτος δεν θα έχει τη δυνατότητα να παρέμβει υπέρ των τραπεζών όπως το έκανε τότε.

Το παιχνίδι μπορεί να αλλάξει με τη σταδιακή μείωση αυτής της επιδότησης. Ένας τρόπος είναι να υποχρεωθούν οι μέτοχοι των τραπεζών να συμβάλλουν περισσότερο στις δραστηριότητές των τραπεζών τους, πράγμα που θα περιόριζε την ανάγκη τους για κρατική βοήθεια (συνιστούμε την εφαρμογή μιας αναλογίας 1:5, έναντι της αναλογίας 1:33 που προβλέπουν οι νέοι παγκόσμιοι κανόνες). Μια άλλη ιδέα είναι να προκληθεί σοκ στους δανειστές τους για να τελειώνουμε με την αμεριμνησία τους, αφήνοντάς τους να υποστούν πελώριες απώλειες στις τράπεζες που θα αντιμετωπίσουν προβλήματα. Μια τρίτη είναι να απαγορευτεί στις τράπεζες να αξιοποιούν την κρατική επιδότησή τους προκειμένου να χρηματοδοτούν αισχροκερδείς χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, σύμφωνα με το πνεύμα του «κανόνα Βόλκερ» στις ΗΠΑ ή της «οικονομικής περίφραξης» στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Από την στιγμή που οι μέτοχοι συνειδητοποιήσουν πόσο φτωχές είναι οι επιδόσεις των τραπεζών τους αν αφαιρέσει κανείς την επιδότησή τους από το κράτος, θα έχουν κίνητρο να απαιτήσουν κάτι καλύτερο. Θα ξεκινήσει έτσι μια διαδικασία που θα οδηγήσει από τον περιορισμό των αμοιβών και των μπόνους ως τον τεμαχισμό των σημερινών οικονομικών δεινοσαύρων σε μικρότερες, πιο διαχειρίσιμες μονάδες. Η πειθάρχηση των αγορών μπορεί να μην αρέσει στα τραπεζικά στελέχη, αλλά θα οδηγήσει σε μια καλύτερη κατάσταση από τη σημερινή, το να πληρώνουμε τις τράπεζες για να θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή μας.

του "Μπλούμπεργκ" 
Το "Μπλούμπεργκ βιου" είναι ιστοσελίδα οικονομικού σχολιασμού και ειδησεογραφίας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου