Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

«…Κι ο ποιητής είναι ένας Κόσμος Φυσικός». Η διάλεξη του Άλκη Αλκαίου για τον Κώστα Καρυωτάκη, Πάργα 1967, Β΄Μέρος.


ΔΙΑΛΕΞΗ (Συνέχεια)

—Στα «Ν η π ε ν θ ή» πιο ώριμος ο νους, πιο άρτια τα στιχουργικά συμπλέγματα, πιο ζωηρά η εκδηλούμενη τάση προς τη χίμαιρα. Ο I. Μ. Παναγιωτόπουλος γράφει, πολύ πετυχημένα, πως «βρισκόμαστε στη δεύτερη πράξη της τραγωδίας του Καρυωτάκη». Αληθινά, η υπεροχή στων Νηπενθών το Κλίμα είναι εμφανής. Η επίδραση του Γερμανικού εξιστενσιαλισμού και των κολασμένων του Γαλλικού συμβολισμού—σαφώς εντονώτερα και κορυφωμένα στα «ελεγεία και τις Σάτιρες»—είναι εξαιρετικά αποτελεσματική. Να τι λέει ο Baudelaire στους «Πληγωμένους θεούς: «Πίσω από τις σκηνοθεσίες της απεράντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου βλέπω καθαρά κόσμους παράξενους, και θύμα εκστατικό της οξυδέρκειάς μου, σέρνω φίδια, που μου δαγκώνουν τα πόδια. Κι’ από εκείνο τον καιρό αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς οι προφήτες, στην έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη και κλαίω στις γιορτές, βρίσκω μια γεύση γλυκειά στο πιο πικρό κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέμματα τις αλήθειες, και με τα μάτια στον ουρανό, πέφτω σε γκρεμούς… Αλλά η φωνή με παρηγορεί και μου λέει: «Κράτησε τα όνειρά σου· οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελλούς»!. Ο δεύτερος τούτος δρόμος για τη λύτρωση, απεικονίζεται κι εφαρμόζεται πάνω του η πορεία, στην ακόλουθη στροφή της Ευγένειας:

«Κάνε τον πόνο σου άρμα
και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ένα πρωί, δείλι
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβήσου».

Σε παρόμοιες στροφές, μ’ ανάλογα πληγωμένα νοήματα, πέφτουμε στο καβαφικό αδιέξοδο ή μερικές συννεφιασμένες ώρες στον Κώστα Ουράνη. Οι ακόλουθοι στίχοι του Καβάφη, άνετα ταιριάζουν στο κλίμα των «Νηπενθών» απαλλαγμένων φυσικά από την καθαρευουσιάνικη φόρμα:

«Το γήρασμα του Σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτόν μαχαίρι
Τά φάρμακά σου φέρε—Τέχνη της Ποιήσεως
που κάμνουνε—για λίγο—να μη νοιώθεται η πληγή».
(Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου
εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ.)

Στα «Νηπενθή» το ξέσπασμα και το συγκράτημα, σ’ ίσο βαθμό καταχωρούνται. Άλλοτε ο ποιητής προστρέχει στη φύση κι άλλοτε την αποδοκιμάζει. Άλλοτε απεγνωσμένα χτυπά τα χέρια πάνω στις έντρομες μνήμες κι άλλοτε, με κάποιον κατευνασμό, αλαφρώνει. Αλλού η ρομαντική ταλανιζομένη έπαρση, κι αλλού η πλατειά φιλοσοφημένη απαισιοδοξία, αλλού η αδρότατη βεβαιότητα κι άλλου οι σπαραξικάρδιες αλγεινές κραυγές το απρόσμενο ανάκρουσμα της θανατικής μέριμνας. Κι χυτό το στοιχείο του σπαραξικάρδιου είναι και στοιχείο κρυφής προσδοκίας. Ξαναθυμίζουμε πάνω σ’ αυτί, τα υπερκόσμια σαλπίσματα του Γκαίτε: «Οι γόοι κι οι θρήνοι κάθε σπαραγμένου ανθρώπου, δεν είναι, παρά έκφραση της προσδοκίας για ένα καλύτερο—αύριο». Μια τέτοια προσδοκία κρύβεται στους παρακάτω στίχους:

«Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου κι ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς
σα νάχουν βγει σε τάφο).
(Γραφιάς).
Είπαμε και ξαναλέμε, πως ποτέ δεν έλειψε από τον ποιητή Καρυωτάκη ο συναισθηματισμός. Αν και δουλικά υποτεταγμένος στην εναγώνια περισυλλογή, όσο μπορεί και σαν άνθρωπος και σαν λυρικός, μεταστοιχειώνεται με τρόπο αβίαστο και καθυποτάζει το ένστιχτο και το πάθος του στο ένστιχτο και το πάθος του τραγουδιού και αποδεσμεύει πλουσιώτερα τα καθάρια θέλγητρα που παρέχει:

«… Και το φεγγάρι
θα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στέρνα θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα εκλάψαν κι αποστάσαν».
(Ύπνος).

Φωτεινότατος είναι ο ύμνος της Αθηνάς, παράπλευρος προς το παλαμαϊκό ύψος και τη στιλπνάδα και την έξαρση:

«Κάτω απ’ την πάχνη αναρριγά με του κορμιού της την υγρή
νωχέλεια περιστέρια
η Αθηνά κι ηδονεύεται και σα νυμφίον ακαρτερά
τον ήλιον από πέρα»
(Γυρισμός).

Στον Καρυωτάκη, κι ίσως στον κύκλο των «Νηπενθών», αξίζει να εξετάσουμε αυτό πού πολλοί έλαβαν σαν αφορμή κατηγορίας: Ο ερωτικός απελπισμός και η Φ ι λ ό τ η τ α. Στο πρώτο αναφερθήκαμε μιλώντας για την αυτοχειρία του. Ας δούμε τώρα τη φιλότητα, αρχίζοντας από γνώμες ξένες. Ο Γιάννης Χατζίνης γράφει κάπου συμπτωματικά πως η τάση αυτή δεν εξηγείται αλλοιώς παρά μονάχα σαν μια προσπάθεια ανεύρεσης της τέλειας Μούσας, που συμβιβάζονταν με τα απατηλά του όνειρα. Αναλυτικά μελετητής του Καρυωτάκη ο Παναγιωτόπουλος, εξετάζοντας σ’ εκτεταμένη κλίμακα το σοβαρό τούτο θέμα, πιστεύει ότι «… τέτοιοι άνθρωποι σαν τον Καρυωτάκη παντοτεινά διψασμένοι και παντοτεινά αξεδίψαστοι, ας μη μας ξεγελούν τα επιφαινόμενα, είναι στο βάθος γ υ ν α ι μ α ν ε ί ς.

Ο όρος φαίνεται βαρύς, μα δεν υπάρχει κι άλλος σωστότερος. Είναι οι προορισμένοι από τη μοίρα να εκφράσουν σ’ ολάκερη τη θλιβερή της απεραντοσύνη την αιώνια δίψα…» Προσωπικά νομίζουμε, πως μια τέτοια γνώμη δεν καλοευσταθεί. Πρώτα - πρώτα, οι «τέτοιοι άνθρωποι σαν τον Καρυωτάκη» δεν διευκρινίζονται. Μήπως μπορεί η ποίηση—έπειτα—να γίνει μέσο για να εξυπηρετήσει φιλήδονες προθέσεις και ακόρεστες ακολασίες; Μήπως ο γράφων αυτός είναι στην προκειμένη περίπτωση ποιητής; Φυσικά όχι. Ο Καρυωτάκης όμως διδασκόμαστε πως πριν απ’ όλα είταν ποιητής, σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της έννοιας. Γιατί, αν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα υπήρχαν σήμερα ούτε έργο ούτε μιμητές. Για να στεριώσει ένας ποιητής, που δημιουργήθηκε ολάκερη ποιητική τεχνοτροπία κι απέβη ο άνθρωπος της γενιάς του, αυτονοείται πως όλα αυτά τα συμπτωματικά και σπάνια πάθη του, αποτελούσαν τις αναπόφευκτες—για μια τέτοια ιδιοσυστασία—κακές στιγμές, όπως συμβαίνει και σε κάθε σχεδόν ομότεχνο κι ομότροπό του, παλιόν ή νέο—όσο για το αν ο ποιητής μας είταν «παντοτεινά αξεδίψαστος», λέμε πως υπήρχαν ισοβαρείς κι ά λ λ ο ι παράγοντες όπως:

1ον. Το μειονεκτικό αίσθημα και η νεανική εσφαλμένη αντίληψη της μεγάλη ήττας. 2ον. Η συνεχής ψυχική κατατριβή του στην ατμόσφαιρα της επαρχίας και 3ον (για να μην πλατυλογούμε) οι πρώτες ωχρές αναμνήσεις —ο εμπαιγμός απ’ τους ομηλίκους, οι αισθηματικές ατυχίες και τόσα άλλα. Τελικά θα πρέπει να κατασταλάξουμε στο συμπέρασμα, πως η εκ των προτέρων αντίληψη της ασωτείας, δεν τούδωσε όπλα ν’ αξιοποιήσει τα νιάτα του, και τον άφησε, να μείνει ουραγός στην κοινή γνώμη, μ’ αναμμένη, συνεχώς επαυξημένη, την πυρκαϊά της αδυσώπητης μοίρας. Έτσι ήταν αναγκασμένος να βλέπει το χρόνο σα φάντασμα που περνά και πρέπει να φύγει, τη ζωή σαν κάτι το παρωχημένο, πούχει χάσει κάθε αξία γι’ αυτόν, αφού ο κόσμος έμεινε απελπιστικά στάσιμος, ακίνητος και σκοτωμένος. Ο Δανός φιλόσοφος Κίρκεγκααρτ πιστεύει πως Μοίρα του ανθρώπου είναι το ναυάγιο των προσπαθειών του. Με το ν’ αντικρύσουμε το ναυάγιο αυτό, έχουμε ήδη υποκύψει στα κελεύσματά της. Και μαζί στην κακία των ανθρώπων, όπως λέει στην «Μπαλλάντα προς τους άδοξους ποιητές των αιώνων», ο ποιητής μας:

«Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι»

—Εκεί όμως, όπου ο Καρυωτάκης παρουσιάζει τον πραγματικό, τον γνήσιο εαυτό του, και τον υπερβάλλει, είναι η τελευταία του συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες», η πιο γινόμενη κι ακέρια, πιο προσεγμένη και διαλεχτή. Είναι το βιβλίο που το περιεχόμενό του μάς αναλύει σχεδόν αποκλειστικά μια ιδιαίτερη πτυχή της ψυχοσύνθεσης του συγγραφέα: Το σαρκασμό. Χωρίς να ξεφεύγει απ’ το παλιό γνώριμο χώρο αντλήσεως των θεμάτων του. Κείνο μόνο που ξεχωρίζει κι ενδιαφέρει είναι το γεγονός πως οι στίχοι εδώ γίνονται πιο πηχτοί σ’ απελπισία· που το ζενίθ της είναι το κάγχασμα και η δηκτικότητα, περιγέλασμα ξερό και παράταιρο, αφορμή βαθύτερου τραυματισμού. Ο νιχιλισμός στο κορύφωμά του, η αβεβαιότητα στ’ αδιέξοδο, ο ακροβατισμός του φόβου και της μελανής ανυπαρξίας, στ’ απροχώρητο. Η γύμνια και η φθορά βγάζουνε το πολύγλωσσο ρώτημα, καρτερώντας την τελευταία ώρα της ελευθερίας:

«Όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως
νάχω πεθάνει πριν από καιρούς.
Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος
και γράφω με το δάκτυλο σταυρούς».

Και τα τελευταία αποθέματα ηφαιστειακής ζωτικότητας, κομματιασμένα και μισά κι ανάπηρα, κάνουν την άστατη απολογία τους. Μιαν απολογία σπαραχτική με ξέχειλη την ευαισθησία και τη θύμηση και τις λύπες, που διασώζουν στους καινούργιους, ένα poetam minorem. Μέσ’ απ’ ορίζοντες κλειστούς με την οιμωγή τα έγκατα του ερέβους, με το θραυσμένο μάτι το μάκρος των δευτερολέπτων, όταν:

«Ώχρα χέρια σα σβήσουν στο σύθαμπο
και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν».
 (Οι αγάπες).

Αξιοσημείωτη για τη λιτότητα και το δυναμισμό της η λυρική ιστορική τριλογία: Διάκος—Κανάρης—Βύρων—μια ακόμα απόδειξη της ύπαρξης του ηρωικού στοιχείου και της παροδικής ευψυχίας, αφού κι ο αφύσικος θάνατός του ήτανε κάτι το ηρωικό. Αναντικατάστατο δείγμα ο «Κανάρης»:

«Το πέρασμά του—μήνυμα κρύο—μαύρου θανάτου.
Κι είχε το θείο—χέρι που φλόγα—Κράταε κι ευλόγα».

Αυτό φυσικά είναι μια μικρή εξαίρεση κι είναι ανώφελο να επιμείνουμε. Στα «ελεγεία και τις Σάτιρες» θα πρέπει κάτι άλλο να προσέξουμε και ν’ αναζητήσουμε: Το πνεύμα τους. Μπορεί αναντίρρητα να ισχυρισθεί κανείς, πως μέσα στους στίχους αυτούς καταφαίνεται φοβερή η προαίσθηση πως ο θάνατος όλο και πλησιάζει. Ο Καρυωτάκης εξ άλλου τόχε τονίσει σε φίλους, πριν από την έκδοση της συλλογής πως αντάξιο βιβλίο δε θα μπορούσε πια να φτιάξει. Ίσως ήθελε να πει μ’ αυτό —κι είναι το πιθανότερο— πως τα ποιητικά του εφόδια εξαντλήθηκαν. Τα μεγάλα θέματα που τον απασχολούσαν είχαν λάβει το οριστικό τους αποκαλυμμένο σχήμα. Και πως ο κόσμος του είχεν αδειάσει αφήνοντάς τον, περισσότερο από ποτέ, μόνο στη νύχτα, να βολοδέρνεται με τον καημό. Ωστόσο, μέσα σ’ αυτήν την αποπνευμάτωση δεν αρνιόμαστε — ουσιαστικά— στις Σάτιρες την καταθλιπτική τους γνησιότητα. Ήρθε η ώρα που ο εγωκεντρισμός έγινε μάστιγα. Δημιουργήθηκε έτσι η απόλυτη ανάγκη στον ποιητή, μετά την αηδία προς τον εαυτό του, να στραφεί προς κάτι το καινούργιο και το πιο θετικό, να ρίξει την ευθύνη της ελπίδας πάνω στο πλήθος, στους συνανθρώπους του. Τι πικρή ειρωνεία της τύχης όμως. Αντί να συναντήσει εκεί την απαραίτητη αλλαγή, βρίσκει πιο σκοτεινή τη νύχτα του κι άχαρη όσο ποτέ τη ζωή του. Τι άλλο θα ήταν σε θέση να επιδιώξει πια που άλλου να καταφύγει: ποια απαλλά ριζάρια θα τον βαστούσαν μετέωρο στο χείλος ενός γκρεμού; Όταν η αστάθεια, ατόμου και κοινωνίας, πήρε τον κατήφορο και προκαλούσε αθέλητα νευρασθένεια. Η καταφυγή στη Σάτιρα έγινε εδώ μια ελπίδα ζωής. Όνειρα που χάθηκαν και δεν θα ξανάρθουν, πληγές ανίατες, άδετες κι απροστάτευτες, σκιές αγαπητές, κινούνται στους τοίχους και το ταβάνι, σαν φαντάσματα και βρυκόλακες, κεντρίζουν αρχές που πλησιάζουν το ένστιχτο. Οι άνθρωποι θεωρούνται κακά πνεύματα, δίχως καρδιά κι εσωτερικότητα. Αναφέρουμε κομμάτι από τις «Υποθήκες»:

«Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής
όταν ακούσεις ανθρώπους».

(Ο νεκρός Κώστας Καρυωτάκης)

Το ίδιο το πνεύμα επιθεωρεί τη ζοφερή νύχτα της «Επίκλησης» και τους «ιδανικούς αυτόχειρες». Οίκτος σκληρός γι’ αυτούς που ξέρουν να πεθαίνουν, όταν στα μάτια τους έχει σμικρυνθεί κατά πολύ το πλατύ νόημα της βιολογικής αποστολής. Οι οπτασιακές (… ακίνδυνες) εκρήξεις, αφήνουν πιο αχαλίνωτη τη φαντασία και το λογικό χαμένο. Τα τρελλά αποκυήματα συγκρατούνται, στην ορμή της αγριωπής γκριμάτσας της εκμυστηρευτικής πραγματικότητας. Ο νόμος της ειμαρμένης προβάλλει με κλειστά μάτια τη βοήθεια του, ένα «εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» διολισθαίνει στο ποταμό:
«Στο ταβάνι βλέπω τούς γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου σκέπτομαι, θάναι ζήτημα ύψους.
Α, πρέπει τώρα να φορέσω
τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι
Έτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνι
πολύ θ’ αρέσω».

Η «αισιοδοξία» του ποιητή στη συλλογή τούτη είναι ανύπαρκτη.
Στ’ ομώνυμο αυτόγραφο, η πίστη είναι υποθετική. Η σάρκα και το αίμα κι οι παλμοί ακούγονται πιο δυνατά από τούς ψίθυρους μιας ύστερης θαρραλέας απόφασης. Ο τραγικός άνθρωπος, που παύει πια να έρπει στο δεύτερο κατώφλι του συνειδησιακού διχασμού, εκσφενδονίζει το κρυμμένο στη φούχτα του «μεγάλο ρώτημα», όχι πια σαν ένδειξη μερικής ισχύος, μα σαν ανάθεμα προς το άδειο κι αινιγματικό. Η απόκριση βρίσκεται μέσα του κι’ ακούγεται σαν ένας μονότονα ξαφνικός πάταγος, που ζητάει να τον κρατήσει στον ίσιο δρόμο. Ένας εσωτερικός μονόλογος, θα μου πείτε. Κάτι μεγαλύτερο. Ένα αφυπνιστικό τράνταγμα. Ένας φρουρός — ο τελευταίος στις τελευταίες αυτοκυβέρνητες συλλήψεις, στις τελειωτικές προοπτικές. Δυο - τρεις συλλήψεις ποιητικές, οι τελευταίες του, κάνουνε μόνιμη την προσφορά του Καρυωτάκη στην ποίησή μας, αποτελώντας κληροδότημα για μας τους καινούργιους. Ο χώρος και το κλίμα, όπου γράφτηκαν έχουν μεγάλες διαστάσεις. Εδώ πρόκειται για τελευταίες κατεργασίες. Θα πρέπει, αλήθεια, να παραδεχτούμε, πως η μάχη της αυτονομίας προς την αντιλογία είναι άνιση, χωρίς όρια προδιαγεγραμμένα. Οι λέξεις μια - μια γράφονται, γράφονται μέσα σε σκότος χωρίς μαρμαρυγή καμμιά, μέσ’ απ’ το πρίσμα μιας φαγωμένης φαντασιοδοξίας. Ο ποιητής ολάκερος ζυμώνεται και ζυμώνει κι’ εγκυμονεί διανοητικά υπό συνθήκες αθλιώτατες. Σε γενικό φόντο, όσο ο χρόνος παρεμβάλλει τα προσκόμματά του, τόσο οι διατηρημένες προσδοκίες παύουν να εγκαθιδρύουν με δεσπόζουσα υπαιτιότητα τον τέλειο φανταστικό άνθρωπο, τον ανεξάρτητο από φυσικούς νόμους κι’ ανθρώπινους, που θα σφηνώσει με την πρώτη του βέβαια κίνηση την αντιλογία στην αφάνεια, καταδικάζοντάς την. Ο ποιητής όμως έχει να παλαίσει και με την τυποποίηση στην έκφραση, που βρίσκεται πολύ κοντά στο νόημα και την ουσία. Μ’ άλλα λόγια, όσο πιο θετική και ξεκάθαρη είναι η γνώμη του πάνω στο μεγάλο θέμα, τόσο λιγότερα περιθώρια αφήνει για την τυποποίηση, την επαναληπτική τετριμμένη κι εξαντλημένη έκφραση. Η περίπτωση αυτή, το πρόβλημα καλύτερα, για τον Καρυωτάκη γίνεται ακόμα πιο φιλοσοφημένο. Γ ί ν ε τ α ι τ ρ α γ ι κ ό π α ι γ ν ί δ ι. Δανειζόμαστε εδώ την ώριμη γνώμη του Παναγιωτόπουλου: «Ο Καρυωτάκης, γράφει όσο ξεμακραίνει από την απαίτηση μιας θετικής αποτίμησης της ζωής, τόσο κερδίζει οριστικότερα μέσα το νόημα του θεάματος. Και του θεάματος στην πιο ελεεινή και πιο τραγική του μορφή. Υπάρχει πρόσωπο τραγικώτερο, από τον γελωτοποιό, το παλιάτσο, τον clown, από τη μηχανική κίνηση, το τυποποιημένο χαμόγελο, το σπασμό της αγωνίας που μετουσιώνεται σε ξέσπασμα παράφρονης ευθυμίας; Είναι φοβερό να συλλογιέται κανείς με τι μπορούν να διασκεδάσουν οι άνθρωποι». Για να μην προχωρήσουμε εμείς, λέμε εδώ συμπληρώνοντας, όπως οι τελευταίες εκφάνσεις της τέχνης του Καρυωτάκη, και συνέπεια έχουν και επάρκεια και αλήθεια. Το ξετύλιγμα της εμπειρίας, που υπογραμμίστηκε διαδοχικά στα τρία βιβλία, τις τρεις προσπάθειες, εκεί που ο αισθητικός παλεύει με το χλευαστή, ο τεχνίτης με τον άγρυπνο φάρυγγα του κακού ονείρου, γίνεται πια πλούσιο και μόνιμο εύρημα· και γόνιμο θάλεγα, αν η θέληση του Καρυωτάκη δεν έπαυε ν’ αντιστέκεται με λύσα στην έμμονη, ολέθρια ιδέα του θανάτου. Γιατί και πάλι, δεν μπόρεσε ν’ αποσπαστεί από τον παλιό ρόλο. Μεταφέρουμε χαρακτηριστικές στροφές από το πόνημα: «Όταν κατέβουμε τη σκάλα» που το σκεπάζει το χώμα του Άδη:

«Όταν κατέβουμε τη σκάλα, τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχθούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ’ ένα χαμόγελο στ’ ανύπαρκτά τους χείλη;
Αλλά εκεί κάτω τι θα πούμε, πού θα πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλο θα κυττάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες».
 (άπαντα).

Διαφορετικώτερη, μα στα ίδια σχεδόν μέτρα περιεχόμενου η «Αισιοδοξία», ενέχει όλη τη σπουδαιότητα στην παραφροσύνη:

«Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φθάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής.
Κι ας τραγουδήσουμε — το τραγούδι να μοιάσει
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης
και ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει
(άπαντα)

(Το χειρόγραφο της «Αισιοδοξίας»)

Κι ας έρθουμε τώρα στο τελευταίο νατουραλιστικό ξέβρασμα: το ποίημα «Πρέβεζα». Άφοβα μπορούμε να πούμε πως «Το ποίημα τούτο τόγραψε η Μοίρα με το χέρι της». Είναι το κορύφωμα όλης της δημιουργίας του Κώστα Καρυωτάκη και το επισφράγισμά της. Ζώντας μέσα στο ζόφο της απόκοσμης Επαρχίας, τον τόπο με τους συνθλιβόμενους στενούς δρόμους που τους προσκόλλησαν ονόματα μεγάλα, ο ποιητής με την όραση τη δική του, αυτό ακριβώς δεν παράβλεψε· και παραμέρισε εντελώς όσα δεν ταίριαζαν στη διάθεσή του. Ένας ωμός ρεαλισμός, ανάλατος για τους γευστικούς του κύλυκες, έμεινε η Πρέβεζα. Η επαρχία που τότε δεν έγινε πρωτεύουσα και βυθίστηκε στη φτώχεια, την ένδεια, τον αποτελματωμένο κάμπο των πλαδαρών μικροφιλοδοξιών. Οι άνθρωποι με το συνεσταλμένο κρύο βλέμμα, συνταιριασμένοι με την ήρεμη φύση, οι κόρες σιωπηλές, όπως τις περιγράφει ο Ουράνης στο μακρόστιχο «Οι νέες των Επαρχιών», οι ματαιόδοξοι και χαμερπείς, που ούτε με τα φυσικά ούτε με τα αδιάφθορα μάτια μπορούν να τον γιατρέψουν, άγουν στην αποστροφή και την ενδοτρέφεια, το σαρκασμό και την αηδία:

«Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία».

Φτωχό ποσοτικά το μεταφραστικό του έργο μα, με μια λέξη, περίφημο. Και καθόλου δεν υπερβάλλουμε. Απόδειξη ένα κομμάτι από τη μετάφραση των «Σκιών» της μεγάλης Γαλλίδας ποιήτριας Κόμησας Ντέ Νοάϊγ, εφάμιλλης προς τις εμπνεύσεις και την τεχνική του Βερλαίν:

«Φρανσουά Βιγιόν, σκιά μου φίλη,
που ταπεινά καθώς οι γρύλλοι
ετραγουδούσες
Πόσο η ψυχή μου θα σ’ επόνει
όταν σ’ επρόσμενε η αγχόνη
κι έκλαιαν οι Μούσες!»

Η απασχόληση όμως του Καρυωτάκη σ’ όλη του την περίοδο της ακμής, δεν ήταν να μεταφράζει. Ήταν να μεταφράζεται. Πώς θάλεγε τους θρήνους τους ξένους, όταν οι δικοί του ήταν θαμμένοι; Κι οι λιγοστές φορές, που ξέφυγε την επιτήρηση του εαυτού του, ήταν μια θυσία.

Γ΄

Η ΙΙΡΩΤΗ εικοσιπενταετία του αιώνα μας είναι πολύ ανακατεμένη από άποψη ποιητική. Οι νοτροπίες παίρνουν και δίνουν. Στις πρώτες τους ρίζες, ο βυρωνισμός, ο λεοπαρδαλισμός, ο λαμαρτινισμός, οι κυριώτερες μορφές οι αρρωστημένες του ρομαντισμού, επιζούνε χωρίς στηρίγματα πολλά και καθησυχαστικά. Το είδος τους είναι τέτοιο που δεν έχει απόκριση. Συνεχίζεται και διασώζεται απαρχής χωρίς να στέκει δημοφιλές. Λίγοι είναι οι Ναρκισσιστές που το υπερασπίζουν, με φανατικήν αδεξιότητα. Αργά στην αρχή, με ταχύτητα αφάνταστη κατόπιν, ανθίζει ό συμβολισμός, σε λίγο. Οι ρίζες εδώ είναι βαθιές κι αμετακίνητες. Η διάδοση εύκολη και δύσκολη για τους προετοιμασμένους και απροπαρασκεύαστους. Τ’ αυλάκια που δημιουργεί το ξεχείλισμά του πιάνουν χώρον πολύ. Φτάνουν ως τα προπύργια της δικής μας αναγέννησης με τις λιγότερες παθολογικές κρίσεις. Γιατί η Ελλάδα είχε ν’ αντιτάξει το καθαρό εθνικό στοιχείο προς κάθε τι το ξενικό, κι έμενε βράχος ακλόνητος. Άλλαξε κι αυτή τον πυρήνα της με μορφές καινούργιες και δοξαστές. Έμενε όμως σ’ αυστηρή επιφυλακή προς το καινούργιο. Προς ώφελός της, ίσως. Φαναριώτες και Εφτανησιακοί μισορραγίζουν με την εμφάνιση της Νέας Σχολής της Αθηναϊκής, χωρίς όμως να μην θεωρούνται υπολογίσιμοι. Με τη νέα κίνηση όμως τα σύνορα της ποιητικής ιθαγένειας αρχίζουν να χάνονται. Ο Παλαμάς πρώτος μάς διώχνει προς τα έξω να βρούμε ότι λείπει στο Ελληνικό πεδίο, κι η πρώτη ώθηση για τη σπουδή των ξένων γιγάντων είναι γεγονός. Κείμενα άγνωστα και φρεσκογραμμένα φτάνουν μεταφρασμένα στην Ελλάδα. Ένας κόσμος ανεκμετάλλευτος και ποικιλόμορφος μάς δονεί. Βλέποντας τούτη την ανωτερότητα, θέλουμε και μεις να τους μιμηθούμε, τους στιχουργούς τους μεγαλόπνοους της Ευρώπης. Στην προσπάθεια ακριβώς αυτή, καταλαβαίνουμε σε λίγο πως ήδη τους αγαπήσαμε και ο ζήλος μας να τους μοιάσουμε ολοένα μεγαλώνει. Μ’ αυτή τη μορφή της συνεργασίας κατορθώνεται η δημιουργία ενός δεσμού, τέτοιου ώστε, όταν τα χρόνια του Καρυωτάκη αλλάζει η ποιητική συνήθεια ριζοσπαστικά, εμείς δεχόμαστε σαν καλοί γεωργοί τη φουσκονεριά τους, τη μπόρα της εξέλιξής τους.

Σε καιρούς άλλους απ’ τους πραγματικούς, ο Καρυωτάκης θα μπορούσε να γίνει τύπος Βυρωνικός. Και πολύ θα του ταίριαζε ταύτη η προσωνυμία. Όσο για τους παλιούς δικούς μας έναν θα λέγαμε πως ένοιωσε ο ποιητής: Ό Δημήτριος Παπαρηγόπουλος, ο αγαπημένος του ποιητής, που του στόλισε τη φωνή και την έγκλειστη ψυχολογία, μ’ εκείνα τα μελαγχολικά εμβατήρια, τον έκανε να γευθή το λεπτό άρωμα ενός γνήσιου υποκειμενικού σπαραγμού. Απ’ αυτόν εδώ πάρθηκαν από τον Καρυωτάκη τα τυπικά χαρακτηριστικά στοιχεία της ρομαντικής θεωρίας, που απετέλεσαν την αφετηρία μιας νέας προσωπικής βιοθεωρίας. Οι ομοιότητες γι’ αυτό που υπάρχουν ανάμεσα στην ποίηση του Παπαρηγόπουλου και του Καρυωτάκη είναι πάρα πολλές, αν παραλείψουμε το γλωσσικό ιδίωμα του καθένα, που οπωσδήποτε παίζει σπουδαίο ρόλο στη συγκριτική εργασία.

Δεν θα κάνουμε εμείς σύγκριση. Δύο λόγια μονάχα λέμε, για επιβεβαίωση όσων πιστέψαμε: Εκλεπτυσμένη αισθητική αγωγή, σπειραχτική ειλικρίνεια με ευπαθή επιχρίσματα στη θεωρητική κατάρτιση παριστάνουν με έμμετρους κοπετούς το άπελπι και το μάταιο. Μεταφέρουμε εδώ από τη συλλογή «Οι ποιηταί» δύο επιγραμματικά τετράστιχα. Το ένα είναι το «Μηδέν»:

Δεν έχει τέλος. Εν αυτώ γεννώνται και περώσι.
«Μηδέν; τί είναι το μηδέν; αρχήν δεν έχει άλλην.
Τούτο υπήρχε προ ήμερων κ’ εις τούτου την αγκάλην
εσχάτην εκφωνών αράν ο κόσμος θα υπνώση».

«Θ ν ή σ κ ε ι» προγράφεται τ’ άλλο:

«Τον τάφον του ο άνθρωπος γεννάται όπως σκάψη·
ράπτων το σάβανον αυτού τον βίον αναλίσκει.
Η υπαρξίς του προς στιγμήν επί της γής θ’ αστράψη,
διπλούται εις τον θάνατον και θνήσκει, θνήσκει, θνήσκει.»

Ο παράγων καθαρεύουσα είναι κάτι που πρέπει εδώ να θεωρηθεί αποτύπωμα μιας αδιόρατης προσπάθειας να διασωθούν σ’ όλες τους τις θεμελιακές αποχρώσεις οι γυμνές αλήθειες. Κι όλη η θεωρία του Καρυωτακισμού, η σχολή που την καθιέρωσαν, είναι μεστή από μιαν απόγνωση τ’ ανίατο άλγος, που πουθενά δεν παρατηρήθηκε. Σήμερα λέγοντας τον όρο «Καρυωτακισμό» επηρεασμένοι καθώς θα είμαστε από τα νέα ποιητικά δεδομένα, που δεν αποκλείουν την καθαρευουσιάνικη τεχνική, θα συνδέσουμε οπωσδήποτε το αναντίρρητο με το οξύ κι ακριβό της καθαρεύουσας, όπως αυτή εμφανίζεται σιγουρεμένη και φρικτή, νοσηρή και γοητευτική. Το αναντίρρητο στο είδος αυτής της ποίησης πρέπει να ληφθεί σα δόγμα. Ο στίχος, σαν μορφή τελειότητας, έχει καλύτερη έκφραση. Γράφει ο Τέλλος Άγρας: «Αληθινά, κάποια μικρή στιχουργική αναγένηση επήγασεν από τον Καρυωτάκη για τους νεωτέρους του κι ίσως και για μερικούς παλαιοτέρους του». Και καταλήγει: τ’ Άλλ’ ο στίχος του εκτός από την ποικιλία παίρνει στα χέρια του Καρυωτάκη νεύρα και ευρωστεία· πατά στερεά, στερεώτερα τελειώνει. Αυτό είναι το μυστικό του. Και η γοητεία του — συμπληρώνουμε εμείς — η αναντίγραφη. Σχόλια πολλά έγιναν για το «κίνημα» του Καρυωτάκη, όπως ονόμασαν τη σχολή του. Οι γνώμες που διασταυρώθηκαν είναι σχεδόν ταυτόσημες, χωρίς να λείπουν κι οι εξαιρέσεις. Οι περισσότεροι μελετητές λένε ότι ουσιαστικά δ ε ν ε ί ν α ι σ χ ο λ ή η μια νοοτροπία ατομική, χωρίς συνέχεια». Θα πρέπει να γνωρίσουν ότι κάνουν μεγάλο λάθος, σκεφτόμενοι πως ο Καρυωτάκης, ο ποιητής Καρυωτάκης, ή τ α ν μια τελεσίδικη φυσιογνωμία που χάθηκε. Αυτός ο «εξόριστος της πραγματικότητος», ο αυτοτιμωρούμενος κι αυτοελεγχόμενος δράστης, ανέβηκε ηγετικά σε μια σφαίρα που δεν επηρεάζουν πια οι συρμοί, κι ανέπαφος από το χρόνο και τους ανθρώπους, εξακολουθεί να διαφαίνεται, όπως τον έντυσε το Έ ρ γ ο του.

Η Nelly Sachs (Βραβείο Νόμπελ 1966) λέει τούτα τα λόγια, που πολύ θα ταίριαζαν στο πρόσωπο του ποιητή μας:

«Ποιος κράζει;
Η δική σου φωνή:
Ποιος αποκρίνεται;
Ο θάνατος:
Αυτό τι είναι;
Η στιγμή της εγκατάλειψης
απ’ όπου εξαφανίστη ο χρόνος
νεκρός από αιωνιότητα

(Ποιός κράζει;)

Σαν αρχηγός ποιητικού ρεύματος θα διασώζεται στις μνήμες των καινούργιων ανθρώπων o Κώστας Καρυωτάκης. Τον αρχηγόν αυτό συνέστησαν όλα εκείνα τα προτερήματα τα σπάνια, και τα ελαττώματα μαζί τ’ ανθρώπινα, που κανενός άλλου δεν ανήκουν. Ο Καρυωτάκης, για να μεταχειριστούμε τη φράση του Σέλλεϋ, ήταν ένας «Νέος ορφέας που ψάλλει ακόμα κι αγαπάει και κλαίει και πεθαίνει». Κι ο Έμερσον γράφει: «Κόψτε δάση από δάφνες και φέρτε τες, με των ανθρώπων τα δάκρυα, προς εκείνους που γενναία της αντιστάθηκαν της γνώμης του κόσμου γύρω τους. Βέβαια, ο άνθρωπος Καρυωτάκης μπορεί να μας είναι άχρηστος. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και για τον ποιητή. Ο δεύτερος μας χρειάζεται, το έργο του μας χρειάζεται. Γιατί είναι έργο αληθινό, και τα έργα τα αληθινά, η γνήσια ποίηση, εκφράζουν τον άνθρωπο τον αληθινό. Το άτομο και η περίσταση χάνονται. Τα διανοητικά αποβλαστήματα όμως μένουν και με το χρόνο μεγαλώνουν και αποκτούν κύρος αδιάβλητο. Ο άνθρωπος Καρυωτάκης αντιστρατεύθηκε στο αίτημα της ζωής και κρίνεται «έξω» απ’ την άρρωστη φύση του. Ο ποιητής όμως με το γλυκό και λυπητηρό τραγούδι, που ζεσταίνει τον ανθρώπινο αποτροπιασμό και χλιαίνει τον πόνο, ο ποιητής με την ευαίσθητη καρδιά, που κατόρθωσε να υποτάξει την ανθρώπινη τραγικότητα στο νόημα της ψηλής Τέχνης και βάσταξε το πάθος και τον τρυφερό αισθησιασμό στους νόμους της σοβαρότητας και της καθαρής ποιητικής συνείδησης, πρέπει να έχει και την ειλικρίνειά μας μαζί του. Και τη συμπάθεια. Όχι δίπλα στο εσωτερικό δράμα που πέρασε, το μίσος μας. Μα την αγάπη μας.

Αφήνοντας άπειρες ευχαριστίες σ’ όσους μας άκουσαν, κλείνουμε το φτωχό λόγο με τούτη την ελπιδοφόρα σκέψη: Πως, για μας, ο ποιητής και ο άνθρωπος μαζί, ο Κώστας Καρυωτάκης, είναι αχώριστοι: Γιατί κι εμείς, τώρα που τον κρίναμε σκεφτήκαμε, όσο μπορέσαμε, σαν άνθρωποι και σαν ποιητές, που ουσιαστικά δεν κρίναμε, μα καταλάβαμε. Κι αυτή θάναι μια ικανοποίηση, δίπλα στην παρουσία σας.

Π ά ρ γ α  22 - 1 - 1967


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου