Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

«Ξαπλώνω κάτω από μια ανθισμένη κερασιά». Το 1940 όπως δεν το είδε ο Κώστας Πρέκας


Εδώ και δεκαετίες ο τρόπος με τον οποίο γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου παραμένει λίγο πολύ αναλλοίωτος: Τραγούδια της Σοφίας Βέμπο, ταινίες του Τζέιμς Πάρις, διχογνωμίες για το ποιος είπε το Όχι. Το μόνο έθιμο που έχει προστεθεί τελευταία είναι οι μούντζες προς τους επίσημους στις παρελάσεις και τα επιτελικά σχέδια που καταστρώνει η αστυνομία για να τις αποτρέψει. Αναλλοίωτη παραμένει και η επίσημη εικονογραφία: Ενθουσιασμένοι επίστρατοι που κρέμονται σαν τα σταφύλια από τα τραμ, τσολιάδες που τρέχουν στο χιόνι φωνάζοντας «αέρα» κλπ.

Στην άλλη όψη αυτής της καρτποστάλ, υπάρχει ένα πλήθος από αυθεντικές αφηγήσεις που συνθέτουν μια αρκετά διαφορετική εικόνα. Μια εικόνα όχι απαραίτητα αντιηρωική, αλλά στα σίγουρα πολύ πιο αληθινή, πολύ πιο ανθρώπινη. Όπως, για παράδειγμα, είναιαυτή η απρόσμενη συνάντηση στα αλβανικά βουνά ενός στρατιώτη με ένα από τα μουλάρια της οικογένειάς του που είχε επιτάξει ο στρατός: «Τον Θοδωράκη τον είδα λοιπόν εις την Αλβανία ,τον έσερναν κάτι φαντάροι ημιονηγοί με πυρομαχικά φορτωμένον και μόλις τον φώναξα με εγνώρισε και ήταν δε πολύ συγκινητικό. Εγνώρισε τη φωνή μου!». Όμως δυστυχώς ο Θοδωράκης και τα άλλα επιταγμένα ζώα δεν καλοπερνούσαν στο μέτωπο. «Τα έβλεπες και τα λυπόσουνα, τροφές δεν υπήρχαν, τα έδεναν οι φαντάροι εις τα δένδρα για να μη τα βλέπουν τα αεροπλάνα και τα πολυβολούν, εκεί τα ζώα έτρωγαν τους κορμούς των δένδρων και τις ουρές των, το ένα το άλλο».


Στον πόλεμο δεν πήγαιναν όλοι με ενθουσιασμόΕδώ, ας πούμε διασώζεται μια ενδιαφέρουσα προφορική μαρτυρία όπου κάποιοι Πειραιώτες μάγκες προσπαθούν να τρομοκρατήσουν έναν στρατιωτικό γιατρό ώστε να τους κρατήσει στα μετόπισθεν. «Γιατρέ, δε θυμάμαι σε έχω γαμ.;» ρωτάει ο ένας. Και συμπληρώνει ο δεύτερος: «Δέκα χρόνια φυλακή στο Γεντί-Κουλέ θα κάνω για σένα αν κάτσεις». Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και το ημερολόγιο του αδελφού Θεόκτιστου, ενός νεαρού μοναχού από την Πάρο που, προς απόγνωσή του, καλείται στα όπλα. Στην αρχή, όσο είναι στην Αθήνα, οι ανησυχίες του αφορούν την εμφάνισή του. «Ως προς το γένειον ο Συνταγματάρχης μας είπε να ποιήσωμεν ως θέλομεν. Διεπιστώθη ότι δεν ταίριαζε το χακί με τα κατάμαυρα γένεια.». Μετά, αρχίζουν οι προσπάθειες για να μπει σε νοσοκομείο ως φυματικός: «Μου έγιναν εξετάσεις. Δεν είναι εύκολος η απαλλαγή», διαπιστώνει απογοητευμένος. Στο ίδιο σημείο αναφέρει και κάτι που ίσως κρύβει μια υποψία οικογενειοκρατίας: «Διευθυντής του νοσοκομείου ήταν ο γαμβρός του πρωθυπουργού Ι. Μεταξά, κ. Φωκάς».

Οι προσπάθειες για απαλλαγή συνεχίζονται αλλά πέφτουν στο κενό εξαιτίας ενός γιατρού που «μισεί το ράσο». Έτσι, με βαριά καρδιά ο Θεόκτιστος ξεκινά με το λόχο του από την Ομόνοια για το Ρουφ όπου τους περιμένει η αμαξοστοιχία για το μέτωπο. «Καθ' όλην αυτήν την ποδαριοδιαδρομήν πονούσαν πολύ οι πόδες μου, λόγω του ότι τα υποδήματα μου ήτο καινουργή». Φυσικά, όταν φτάνει στην πολεμική ζώνη μαθαίνει για τα καλά τι σημαίνει ταλαιπωρία. Εκεί, τα παράπονα δίνουν τη θέση τους στην απελπισία. Κάποιοι από τους συναδέλφους του τον λυπούνται και τον βοηθούν, άλλοι τον κακομεταχειρίζονται. Να όμως που το ένστικτο της επιβίωσης θριαμβεύει και ο πρώην μοναχός αντέχει στις κακουχίες. Όχι βέβαια δίχως να γκρινιάζει. «Δια γεύμα μας έδωσαν πατάτες γιαχνί και δια βράδυ σκέτες ελαίες», γράφει κάπου αγανακτισμένος. Αλλού αναφέρει επιγραμματικά τα γεύματά του: «Μακαρόνια, τυρί, μια αγγλική κονσέρβα κρέατος, κρύα φασουλάδα, λίγος τραχανάς» ή παραπονιέται για το ευαίσθητο στομάχι του. Τελικά, ο φιλάσθενος αδελφός Θεόκτιστος θα καταφέρει να επιζήσει και να επιστρέψει σώος στο μοναστήρι του.


Ο πόλεμος αποτυπώνεται πολύ πιο σφαιρικά στο ημερολόγιο του λαογράφου Δημήτρη Λουκάτου, που έχει εκδοθεί με τον τίτλο «Οπλίτης στο αλβανικό μέτωπο» (εκδ. Ποταμός). Στις σελίδες του βιβλίου μπορεί κανείς να βρει παραμέτρους και λεπτομέρειες που συνήθως διαφεύγουν από την επίσημη ιστορία: τους λουφαδόρους φαντάρους, τους διεφθαρμένους σιτιστές, τους Αλβανούς χωρικούς που σύρονται σε αγγαρείες... Θα βρει ακόμη στιγμές φόβου και πανικού και μαζί συγκινητικές επιδείξεις ήθους, θάρρους και ανιδιοτέλειας. Ο Λουκάτος περιγράφει την ατμόσφαιρα της αναμονής, τις μικρές χαρές που εμφανίζονται ανάμεσα στις κακουχίες -ένα μπάνιο, λίγη ζεστή σούπα, μια πίτα. Ακόμη και μια περίπτωση chain letter: «Κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι ένα χαρτάκι που διηγείται ότι σ' έναν σωφέρ παρουσιάστηκε η Παναγιά και του είπε να έχει πίστη κι η Ελλάδα θα σωθεί. Χρέος του αναγνώστη είναι να το αντιγράψει 9 φορές και να το μοιράσει, αλλιώς θα είναι καταραμένος. Οι φαντάροι κάνουν να μη δίνουν σημασία, αλλά φοβούνται και το αντιγράφουν».

Εξίσου ζωντανή είναι η περιγραφή της υποχώρησης μετά την εισβολή των Γερμανών. Ο ατέλειωτος δρόμος προς τα πίσω, η εξάντληση, η εγκατάλειψη, η απογοήτευση και η αγωνία για το μέλλον, αλλά μαζί και μια ανακούφιση που όλα τέλειωσαν. Που είναι άνοιξη και ο συγγραφέας είναι ακόμη ζωντανός. «Αντικρίζω τη ζωή στην πιο φρέσκια εκδήλωσή της. Η μεγάλη Φύση είναι ανώτερη από τις μικρότητες των ανθρώπων. Οι αγωνίες μας είναι μικροεπεισόδια μπροστά στη δική της ζωή. Εκείνη πρασινίζει κι ανθίζει όπως πάντα, μοσχοβολάει και ζεσταίνει εχθρούς και φίλους, χύνει άφθονα τα κρυονέρια της και ξεπλένει αμέσως κάθε σταγόνα αίματος που χύνεται στο γρασίδια της. Ξαπλώνω κάτω από μια ανθισμένη κερασιά. Ας μου συμβεί ό,τι θέλει. Είμαι μεθυσμένος από τον ήλιο, την ξεκούραση και τη μοσχοβολιά».
Μια σκηνή που στα σίγουρα δεν θα μπορούσε ποτέ να ερμηνεύσει ικανοποιητικά ο Κώστας Πρέκας...

Γιώργος Παναγιωτάκης

www.athensvoice.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου